Previous Sofia Next

Multa paucis


μύθοι, παραβολές και αλληγορίες | φιλοσοφικά ανέκδοτα και ιστορίες | σκέψεις και γνώμες | προπόσεις |
μονόστιχα, δίστιχα και τετράστιχα
| λατινισμοί | ευχές και κατάρες, προσευχές και διαλογισμοί | επιγραφές, επιτάφια, τελευταία φράση και παράξενες διαθήκες | χρησιμούλες | αστεία, χωρατά, πλάκες, φάρσες και στοιχήματα | φράσεις, περίεργα της ετυμολογίας | ενδιαφέροντα στοιχεία | κομπλιμέντα  | επιστολές και ομιλίες

 

Μύθος - 1) αφήγηση που αναφέρεται με τρόπο αλληγορικό, ανάλογο με τις διδακτικές της προθέσεις, σε φυτά και ζώα
               2) διήγηση που αποτελεί πλάσμα της ανθρώπινης φαντασίας και δεν αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα.
Παραβολή - αλληγορική αφήγηση που περιέχει κάποιο δίδαγμα.
Αλληγορία - λογοτεχνική σύνθεση ή αφήγηση που χρησιμοποιεί τις συμβολικές πράξεις φανταστικών χαρακτήρων ως μέσο για να γίνει ένα μήνυμα πιο αισθητό στον αναγνώστη.

 

Τα κείμενα του "Multa paucis" έχουν τη δυνατότητα να διεισδύσουν στο υποσυνείδητο του αναγνώστη και να αποθηκευτούν στο μυαλό του, για να τον βοηθήσουν στις δύσκολες και όχι πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής του.

*   *   *

Οι μύθοι και οι παραβολές είναι τα πιο σύντομα και γοητευτικά παραμύθια των ενηλίκων.

 

 Παραβολές του βουδισμού ζεν 

 Παραβολές-διαλογισμοί του Έντονη ντε Μέλο


Ένας Εβραίος είδε όνειρο πως ανέβηκε στον όρο Σινά και μιλούσε με τον Θεό:
–Ω! Παντοδύναμε, τι είναι για σένα εκατό χιλιάδες χρόνια;
–Ένα λεπτό, απάντησε ο Θεός.
–Και τι αξία έχουν για ‘σένα εκατό χιλιάδες χρυσές λίρες;
–Μια πεντάρα τσακιστή.
Τότε χάρισέ μου μια τέτοια πεντάρα, ικέτεψε ο Εβραίος. Και άκουσε την απάντηση:
–Περίμενε ένα λεπτό…


Ήρθε το τσακάλι στο λιοντάρι και του λέει:
–Έλα να τσακωθούμε!
Το λιοντάρι ούτε το κοίταξε. Και τότε το τσακάλι είπε απειλώντας:
–Θα πάω να πω σ’ όλους πως το λιοντάρι με φοβάται.
Έκανε μορφασμό αηδίας ο βασιλιάς των ζώων και είπε:
–Ας μ’ επικρίνουν οι κάτοικοι της σαβάνας για τη δειλία, είναι λιγότερο προσβλητικό, παρά να με περιφρονήσουν για τον καβγά με το τσακάλι.


Ένας ψαράς βρήκε στα δίχτυα του ένα χάλκινο μπουκάλι με πώμα από μολύβι. Το μπουκάλι αυτό περιείχε ένα παντοδύναμο πνεύμα και όταν ο ψαράς αφαίρεσε το μολυβένιο σκέπασμα το πνεύμα εμφανίστηκε μπροστά στον ψαρά, υποκλίθηκε και είπε:
–Κάνε τρεις ευχές και θα τις εκπληρώσω. Ποια είναι η πρώτη σου ευχή;
–Θα ήθελα να με κάνεις τόσο έξυπνο ώστε να κάνω την τέλεια, την πιο σωστή επιλογή για τις δύο επόμενες ευχές.
–Έγινε, είπε το πνεύμα. Και τώρα, ποιες είναι οι άλλες δύο ευχές σου;
Ο ψαράς σκέφτηκε μια στιγμή και είπε:
–Ευχαριστώ. Δεν έχω άλλες.


Μια φορά ένας δαίμονας συνάντησε ένα άλλο κακό πνεύμα, έναν άλλο δαίμονα, ο οποίος κυλιόταν στο έδαφος, φώναζε και έκλαιγε σαν να είχε κυριευτεί από το πιο αβάσταχτο πόνο.
–Από τι υποφέρεις; ρώτησε ο πρώτος δαίμονας.
Ο άλλος απάντησε ανάμεσα σε δύο βογκητά:
–Έχω έναν άγγελο μέσα μου. Με βασανίζει.


Υπήρχε ένα σπουργιτάκι που, όταν άκουγε τη βροντή της θύελλας, ξάπλωνε στη γη και σήκωνε τα μικροσκοπικά πόδια του προς τον ουρανό.
– Γιατί το κάνεις αυτό; το ρώτησε μια αλεπού.
Για να προστατέψω τη γη, που έχει τόσα ζωντανά πλάσματα! απάντησε το σπουργιτάκι. Σηκώνω τα πόδια μου για να συγκρατήσω τον ουρανό, σε περίπτωση που φανούμε άτυχοι και ο ουρανός πέσει πάνω μας.
– Τα καχεκτικά ποδαράκια σου να συγκρατήσουν τον απέραντο ουρανό;! με απορία και ειρωνεία ρώτησε η αλεπού.
– Ο καθένας εδώ κάτω στη γη έχει το δικό του κομμάτι ουρανού να συγκρατήσει, απάντησε το σπουργίτι.


Η εξουσία μπορεί επίσης να υποκλιθεί μπροστά στην κρυφή δύναμη των ταπεινών. Ένας μύθος μας δίνει ένα παράδειγμα.
Διηγούνται πως ένας βασιλιάς έμεινε άφωνος όταν είδε μια γυναίκα να κάνει το μεγάλο ποτάμι, με μια απλή κίνηση, να αλλάζει ροή και να κατευθύνεται προς τις πηγές του. Η έκπληξη αυτή έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν του είπαν πως η γυναίκα αυτή, που ήταν ήδη ηλικιωμένη, ήταν μια πολύ γνωστή πόρνη.
Την κάλεσε και της μίλησε παρουσία όλων των σοφών της Αυλής. Η ηλικιωμένη πόρνη παραδέχτηκε πως το γεγονός με το ποτάμι είναι αλήθεια.
– Ναι, είπε, είμαι ικανή να πραγματοποιήσω κάτι όταν το θελήσω. Μπορώ να ξεριζώσω δέντρα και να τα κάνω να γυρίζουν στον αέρα, μπορώ να αναποδογυρίσω βουνά. Έχω δύναμη πάνω στα πράγματα.
– Από πού προέρχεται αυτή η δύναμη; Τι σου επιτρέπει να κάνεις αυτά τα απίθανα πράγματα.
– Γνώρισα πολλούς άντρες, απάντησε η πόρνη, στρατιώτες, χωρικούς, ζητιάνους, κλέφτες, ακόμα και πρίγκιπες. Όμως δεν τους διαχώρισα ποτέ. Ούτε ευνόησα, ούτε υποτίμησα κανέναν. Έκανα τις ίδιες χαρές σε όλους, ανεξάρτητα από τη διαφορετική κατάστασή τους. Ποτέ δεν έδειξα ούτε δουλοπρέπεια, ούτε περιφρόνηση. Να το μυστικό της δύναμής μου.


Μια χώρα καταστράφηκε από πλημμύρα. Ένας άντρας κατέφυγε στον πρώτο όροφο του σπιτιού του. το οποίο είχε περικυκλωθεί από τα νερά. Τον πλησίασαν κάποιοι άνθρωποι πάνω σε μια βάρκα και του πρότειναν να τον πάρουν μαζί τους.
Εκείνος αρνήθηκε λέγοντας:
Όχι! Έχω εμπιστοσύνη στο Θεό! Δε θα επιτρέψει να παρασύρουν τα νερά το σπίτι μου! Φύγετε!
Οι άλλοι έφυγαν. Τα νερά ανέβηκαν κι άλλο, τόσο πολύ ώστε ο άντρας κατέφυγε στη στέγη του σπιτιού του. Τότε πλησίασε ένα ελικόπτερο, έριξε ένα σκοινί και κάποιοι άντρες έκαναν νόημα στον απομονωμένο να πιάσει το σκοινί για να τον τραβήξουν πάνω.
Εκείνος αρνήθηκε.
– Όχι, είπε, Έχω εμπιστοσύνη στο Θεό! Δε θα αφήσει να πάνε χαμένες οι προσευχές μου!
Το ελικόπτερο έφυγε.
Το νερό ανέβηκε κι άλλο, κάλυψε το σπίτι και παρέσυρε τον άντρα που πνίγηκε τελικά.
Όταν παρουσιάστηκε στο Θεό, του είπε καταπικραμένος:
– Γιατί άφησες να καταστραφεί το σπίτι μου και εγώ να χάσω τη ζωή μου; Εγώ που προσευχόμουν ασταμάτητα! Γιατί δεν ήρθες να με βοηθήσεις;
– Τι είναι αυτά που μου λες; του είπε τότε ο Θεός. Σου έστειλα βάρκα και μετά ελικόπτερο!


Ο Αλλάχ μάζεψε τον κόσμο και άρχισε να διανέμει τις τιμωρίες για την παραβίαση των νόμων του σαριάτ και στον γιατρό έδωσε την πιο σκληρή τιμωρία. Ο γιατρός αγανάκτησε:
- Γιατί; Εγώ είμαι εκείνος που βοηθάω τους ανθρώπους και προσπαθώ να τους απαλλάξω από τις αρρώστιες.
Ο Αλλάχ απάντησε:
- Εγώ τους στέλνω τις αρρώστιες για τις αμαρτίες τους και εσύ τους εμποδίζεις να το κατανοήσουν.* 


Ένας μοναχός μια νύχτα χτύπησε την πόρτα του σπιτιού όπου ζούσε μια χήρα: 
- Σε παρακαλώ, άφησε με να διανυκτερεύσω στο σπίτι σου.
- Εντάξει, όμως πρέπει ή να σφάξεις τον τράγο, ή να κάνεις έρωτα μαζί μου, ή να πιεις κρασί. Διάλεξε. 
Ο μοναχός σκέφτηκε: "Δεν μπορώ να σφάξω τον τράγο, είναι φόνος, δεν πρέπει να κοιμηθώ μαζί της, είναι μεγάλη ιεροσυλία, θα πιω κρασί, είναι το μικρότερο αμάρτημα". Ο μονάχος ήπιε το κρασί και μετά εκτέλεσε και τις άλλες επιθυμίες της χήρας.*


Ένας άνθρωπος βασανισμένος απ’ τις αποτυχίες έδωσε όρκο μπροστά στο Θεό, πως αν οι κακουχίες θα τον αφήσουν θα πουλήσει το σπίτι του και όλα τα λεφτά θα τα δωρίσει στους φτωχούς. Πολύ σύντομα τα πράγματα άλλαξαν και έγινε πλούσιος. Θυμήθηκε και τον όρκο του, όμως δεν ήθελε να χάσει τόσα λεφτά. Σκέφτηκε και βρήκε τη «λύση».
Ανακοίνωσε, ότι πουλάει το σπίτι του, όμως μόνο με τη γάτα του. Για το σπίτι ζητούσε 20 ευρώ, αλλά για τη γάτα 200 χιλιάδες ευρώ. Σε λίγο βρέθηκε και πελάτης που αγόρασε το σπίτι και τη γάτα. Τα 20 ευρώ που πήρε για το σπίτι τα έδωσε στους φτωχούς και τα 200 χιλιάδες ευρώ για τη γάτα, τα  κράτησε για τον εαυτό του.*


Είναι ευχάριστο να θαυμάζεις από την ακρογιαλιά την τρικυμιώδη θάλασσα, ή να βρίσκεσαι σε πλήρη ασφάλεια σ' έναν υψηλό πύργο και να παρακολουθείς ένα αιματηρό θέαμα.
Αλλά το πιο συναρπαστικό είναι να αγναντεύεις από της βουνοκορφές της φιλοσοφίας τα σούρτα-φέρτα και τις πλάνες των ανθρώπων, την επιδίωξη της εξουσίας, του πλούτου και της δόξας, και να περιφρονείς τις τιποτένιες έγνοιες και υποθέσεις τους.
Λουκρήτιος, παράφραση*


Ταξίδευαν τρεις γυναίκες και ξαφνικά είδαν στο δρόμο ένα μεγάλο λάκκο και ανακαλύπτουν πως μέσα βρίσκόταν παγιδευμένη η Ευτυχία. Και τότε η πρώτη γυναίκα λεέι:
- Ευτυχία, θέλω να με κάνεις όμορφη.
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια καλλονή και ευτυχισμένη έφυγε.
Η δεύτερη γυναίκα ζήτησε:
- Ευτυχία, θέλω να με κάνεις πλούσια.
Αμέσως εμφανίσθηκε μπροστά της ένα σακούλι γεμάτο χρυσαφικά και διαμάντια, η γυναίκα το αρπάζει και ευτυχισμένη έφυγε.
Μόνο η τρίτη γυναίκα δεν έλεγε τίποτα και τότε η Ευτυχία της είπε μες απ' το λάκκο:
- Πες' μου κι εσύ, τι θέλεις να σου δώσω;
Και τότε η γυναίκα έσκυψε, άπλωσε το χέρι της και είπε:
- Δώσε μου το χέρι σου, και απλώς έβγαλε την Ευτυχία από το λάκκο. 
Μετά συνέχισε το δρόμο της. Η Ευτυχία χαμογέλασε και την ακολούθησε.
Αγαπητή μου Ουρανία σου εύχομαι να είσαι αγαθή και ανιδιοτελής και τότε η Ευτυχία θα σου χαμογελάσει και πάντα θα τρέχει από πίσω σου.*


Ένας μεγάλος γάτος βλέπει ένα γατάκι να κυνηγά την ουρά του και το ρωτά:
- Γιατί κυνηγάς την ουρά σου;
Και το γατάκι λέει:
- Έχω μάθει ότι το καλύτερο πράγμα για τις γάτες είναι η ευτυχία κι αυτή η ευτυχία είναι η ουρά μου. Γι' αυτό την κυνηγώ, κι όταν την πιάσω, θα 'χω την ευτυχία.
Είπε τότε ο μεγάλος γάτος:
- Κι εγώ το ίδιο, γιε μου, έχω δώσει προσοχή στα προβλήματα της ύπαρξης, κι εγώ το ίδιο έκρινα ότι η ευτυχία βρίσκεται στην ουρά μου. Αλλά παρατήρησα πως όσο πιο πολύ την κυνηγούσα τόσο περισσότερο έφευγε μακριά μου, ενώ όταν κοιτάζω τη δουλειά μου, αυτή έρχεται ξοπίσω μου, όπου και να πάω.


 Ένας άνθρωπος αιχμαλώτισε ένα καναρίνι, που του είπε:
- Τι θέλεις από μένα; Δες τα ισχνά πόδια μου και το μικροσκοπικό κεφάλι μου. Τι μπορείς να πάρεις από μένα; Δώσε μου την ελευθερία μου και θα σου πω τρεις χρήσιμες αλήθειες.
- Τρεις αλήθειες;
- Ναι. Άκουσε με καλά. Θα σου πω την πρώτη ενώ με κρατάς στο χέρι σου. Θα σου πω τη δεύτερη όταν θα είμαι ασφαλές πάνω σ' ένα κλαδί. Θα σου πω την τρίτη όταν θα έχω φτάσει στην κορυφή αυτού του λόφου.
- Εντάξει, είπε ο άνθρωπος, πες μου την πρώτη.
Τότε το καναρίνι του είπε:
- Αν χάσεις κάτι, ακόμα κι αν είναι τόσο πολύτιμο όσο η ζωή σου, μη λυπηθείς γι' αυτό ούτε στιγμή.
Ο άνθρωπος κράτησε το λόγο του και άνοιξε το χέρι του. Το καναρίνι πέταξε σ' ένα κλαδί, απ' όπου είπε τη δεύτερη αλήθεια:
- Αν σου πουν κάτι παράλογο, μην το πιστέψεις πριν σου το αποδείξουν!
Το πουλί πέταξε μέχρι την κορυφή του λόφου. 
- Ποια είναι η τρίτη αλήθεια; ρώτησε ο άνθρωπος.
- Είναι, πως στο κορμί μου υπάρχουν δυο υπέροχα κοσμήματα που ζυγίζουν πολύ. Αν με είχες σκοτώσει, τώρα θα ήταν δικά σου.
Ο άνθρωπος έπεσε κάτω απογοητευμένος και δάγκωσε το δάχτυλό του μέχρι να ματώσει. Εκείνη τη στιγμή άκουσε το πουλί που γελούσε. Σηκώθηκε και το ρώτησε γιατί γελάει.
- Είσαι ανόητος, του είπε το πουλί, σου είπα πρώτα να μη λυπηθείς ποτέ για κάτι που έχασες. Εσύ λυπήθηκες για τα κοσμήματα. Σου είπα μετά να μην πιστέψεις ποτέ έναν παραλογισμό, με κανέναν τρόπο. Σου είπα ότι έχω δυο κοσμήματα που ζυγίζουν πολύ κι εσύ το πίστεψες, παρόλο που όλο το κορμί μου είναι πολύ ελαφρύ. Αντίο, είσαι ανόητος.


Μια φορά στον Βούδα ήρθε ένας μαθητής του και ζήτησε κάποιο θαύμα, λέγοντας πως μόνο τότε θα πιστέψει. Ο Βούδας χαμογέλασε με πικρία και του έδειξε ένα μεγάλο θαύμα. Ο μαθητής έκπληκτος φώναξε:
- Τώρα είμαι έτοιμος κάτω απ' τις οδηγίες σου να περάσω όλα τα σκαλοπάτια της Μάθησης.
Αλλά ο Βούδας του έδειξε την πόρτα και του είπε:
- Τώρα δε σε χρειάζομαι.*


Ένας άνθρωπος, σ' όλη του τη ζωή έψαχνε την Αλήθεια και δεν μπορούσε να τη βρει. Πέρασε απ' όλες τις χώρες του κόσμου, βρέθηκε στις χώρες του Βορρά, στις χώρες του Νότου και της Δύσης χωρίς αποτέλεσμα.
Κάποια φορά που βρέθηκε σε μια μικρή χώρα της Ανατολής, ένοιωσε κουρασμένος και απελπισμένος και κάθισε κοντά στην είσοδο μιας σπηλιάς. Ξαφνικά, από το εσωτερικό της σπηλιάς ακούστηκε κάποιος θόρυβος σαν γρύλισμα. Ο άνθρωπος σηκώθηκε και πλησίασε την είσοδο με ένα ξίφος στο χέρι. Ξεχώρισε μια σκοτεινή μορφή που του φάνηκε ότι ανήκε σε γυναίκα. Μπήκε στη σπηλιά όπου βασίλευε φοβερή δυσοσμία. Όταν τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι, είδε πράγματι μια γυναίκα, γριά και αποκρουστική, ρυτιδιασμένη, τριχωτή και βρωμερή.
Εκείνη, σήκωσε προς το μέρος του τα θολά μάτια της και τον ρώτησε, τι θέλει.
- Αναζητώ την Αλήθεια, απάντησε εκείνος.
- Τη βρήκες, του είπε η γριά.
- Εσύ είσαι η Αλήθεια; 
- Ναι.
- Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος;
Εκείνη του έδωσε αποδείξεις. Ήξερε τα πάντα για αυτόν, το όνομά του, την ηλικία του, τις περιπέτειές του. Ο άνθρωπος έμεινε αποσβολωμένος και απογοητευμένος, ρώτησε με αμηχανία:
- Είσαι τόσο άσχημη! Ποτέ δεν είχα συναντήσει τίποτα πιο τρομερό από 'σένα. Όμως όλοι θέλουν να σε γνωρίσουν! Θα με ρωτήσουν! Πρέπει να τους πω κάτι! Τι να τους πω;
- Πες τους ψέματα, είπε η Αλήθεια, πες τους ότι είμαι νέα και ωραία, και όλοι θα σε πιστέψουν.*


Μια παλιά παραβολή για τον φόβο.
- Πού πας, ρώτησε ένας ταξιδιώτης όταν συνάντησε την Πανούκλα.
- Πάω στη Βαγδάτη, πρέπει να θανατώσω πέντε χιλιάδες ανθρώπους.
Μετά από μερικές μέρες ο άνθρωπος ξανασυνάντησε την Πανούκλα.
- Εσύ είπες ότι θα θανατώσεις πέντε χιλιάδες ανθρώπους, αλλά μετά από την επίσκεψή σου πέθαναν πενήντα χιλιάδες, την κατηγόρησε ο άνθρωπος.
- Όχι, είπε η Πανούκλα, εγώ θανάτωσα μόνο πέντε χιλιάδες, οι άλλοι πέθαναν από το φόβο.*


Ο Αριστοτέλης στα "Πολιτικά" του αποδίδει στον Αντισθένη ένα αλληγορικό μύθο για τα λιοντάρια και τους λαγούς. 
Όταν οι λαγοί μίλησαν στην Εκκλησία του Δήμου και ζήτησαν ισότητα για όλους, τα λιοντάρια απάντησαν:
- Που είναι τα νύχια και τα δόντια σας;
Αυτή ήταν η κυνική απάντηση του Αντισθένη στη δημοκρατική απαίτηση για ισοπολιτεία.


 Ένα όμορφο ελάφι, θαύμαζε τα κέρατά του και μισούσε τα άσχημα πόδια του. Μια μέρα όμως, παρουσιάστηκε ένας κυνηγός και τα άσχημα πόδια του ελαφιού του επέτρεψαν να το σκάσει και να σωθεί.
Αργότερα, τα όμορφα κέρατά του μπλέχτηκαν μέσα στους θάμνους και πριν μπορέσει να ξεφύγει το πυροβόλησαν.
Αγνώστου (αποστολέας Π. Κριαράς)


Κάποτε ένας ταξιδιώτης κάθισε κάτω από ένα δέντρο. Ένοιωθε πολύ κουρασμένος και ήθελε να πιει κάτι. Έτσι, σκέφτηκε ένα καθαρό ρυάκι, κι αμέσως άκουσε το κελάρυσμα του νερού δίπλα του. Αφού ήπιε νερό, σκέφτηκε ότι θα ήθελε να έχει λίγο φαγητό για να ικανοποιήσει την πείνα του, κι αυτό εμφανίστηκε επίσης δίπλα του. Μετά, καθώς ένοιωθε κουρασμένος και σκέφτηκε ότι θα ήθελε να ξεκουραστεί, εμφανίστηκε εκεί μπροστά του ένα ωραίο κρεβάτι, κι έτσι πήγε για ύπνο.
Ο ανόητος άνθρωπος δεν ήξερε ότι έχει πάει να αναπαυθεί κάτω από το Δέντρο της Εκπλήρωσης των Επιθυμιών. Όταν ξύπνησε, ο ήλιος είχε κιόλας δύσει και είχε πέσει η νύχτα. Σηκώθηκε και ήλθε στο νου του η σκέψη: "Ω, τι τρομερό σκοτάδι, μπορεί να έλθουν οι τίγρεις και να με φάνε". 
Κι έτσι έγινε…
Παραμχάμσα Σατυανάντα


Ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο κι από εκείνη την ημέρα, ο ήλιος τρέχει πίσω από το σκοτάδι ενώ το σκοτάδι δεν έχει κάνει τίποτε κακό στον ήλιο ούτε που του έχει μιλήσει, δεν τον έχει καν συναντήσει ποτέ κι όμως ο ήλιος συνεχώς το παρενοχλεί.
Ύστερα από παρενόχληση εκατομμυρίων ετών, το σκοτάδι κουράστηκε και πήγε στο Θεό και του είπε:
- Είναι έλλειψη ευγνωμοσύνης να παραπονιέμαι, αλλά σε όλα υπάρχει ένα όριο. Ταλαιπωρούμαι εδώ και εκατομμύρια χρόνια, ο ήλιος εξακολουθεί να με διώχνει από παντού. Ούτε μια ανάσα δεν μπορώ να πάρω από την αγωνία. Έχω να κοιμηθώ εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Μ' έχει φάει η αγωνία. Ο ήλιος με βασανίζει συνεχώς και χωρίς κανέναν απολύτως λόγο.
Ο Θεός είπε:
- Έπρεπε να είχες έρθει νωρίτερα. Δεν υπήρχε λόγος να περιμένεις τόσο πολύ. Αυτό είναι μεγάλη αγένεια εκ μέρους του ήλιου. Θα τον καλέσω αμέσως, για να απολογηθεί.
Κάλεσε, λοιπόν, τον ήλιο κι εκείνος ρώτησε με απορία:
- Μα, τι έκανα; Δεν έχω κάνει κανένα κακό! Κάθε μέρα κάνω το ίδιο δρομολόγιο. Από τότε που μ' έφτιαξες, δεν κάνω τίποτε άλλο.
Τη στιγμή, όμως που ο ήλιος μπήκε στο σπίτι του Θεού το σκοτάδι εξαφανίστηκε.
Ο Θεός με αυστηρό ύφος του λέει:
- Γιατί συνέχεια παρενοχλείς, ταλαιπωρείς και βασανίζεις αυτό το κακόμοιρο παιδί, το σκοτάδι. Μα, που πήγε; Τώρα εδώ ήταν!
- Θεέ μου, ούτε που έχω ακούσει γι' αυτό το σκοτάδι. Δεν το έχω δει ποτέ μου!
Εκατομμύρια χρόνια πέρασαν και πάλι το σκοτάδι παρουσιάστηκε στο Θεό και είπε:
- Δεν έκανες τίποτα και το μαρτύριό μου συνεχίζεται.
- Είσαι πολύ παράξενο! είπε ο Θεός, όταν ήταν εδώ ο ήλιος, εσύ που πήγες;
Του λέει το σκοτάδι:
- Συμπεριφέρεσαι σαν χαζούλιακας. Όταν είναι εδώ ο ήλιος, δεν μπορώ να είμαι κι εγώ εδώ. Αν είμαι εγώ εδώ, δεν μπορεί να είναι εδώ κι ο ήλιος. Δεν αντέχουμε ο ένας τον άλλον. Πρέπει ν' ακούσεις χωριστά τις ιστορίες μας και ν' αποφασίσεις.
Λέει ο Θεός: 
- Δεν είναι αυτός ο δικός μου τρόπος. Πρέπει να είστε εδώ παρόντες και οι δύο, για να είμαι σίγουρος ότι κανένας δεν λέει ψέματα.
- Τότε, λέει το σκοτάδι, είναι προτιμότερο να πάρω πίσω την καταγγελία μου.
Από τότε, το σκοτάδι δεν ξαναεμφανίστηκε. Πότε-πότε έρχεται ο ήλιος και ρωτάει:
- Τι απέγινε εκείνο το παιδί, το σκοτάδι; Θέλω να ξεκαθαρίσω το θέμα, γιατί με πιάνει πονοκέφαλος στην ιδέα ότι κάποιος έχει πάθει κακό από μένα, έστω και χωρίς να το ξέρω.
Ο Θεός είπε:
- Μην ανησυχείς! Το πρόβλημα είναι τέτοιο, που δεν μπορεί να λυθεί. Εσύ όλα καλά τα κάνεις! Και το παιδί δεν πρόκειται να σου ξανακάνει μήνυση. Ο φάκελος της υπόθεσης έκλεισε.
Οσσό


Μια γυναίκα μέσης ηλικίας έπαθε έμφραγμα. Ενώ ο γιατροί μες στο χειρουργείο παλεύανε για τη ζωή της, εκείνη είδε μπροστά της τον Θεό.
- Είναι το τέλος μου; ρώτησε η γυναίκα. Ο Θεός άνοιξε το Τετράδιο της Ζωής και την ανακοίνωσε ότι θα πεθάνει ύστερα από 40 χρόνια και 3 μέρες.
Όταν η γυναίκα συνήλθε μετά από την νάρκωση, ήταν πολύ χαρούμενη, φώναξε τον γιατρό και του ζήτησε, αφού βρίσκεται στο νοσοκομείο να τις κάνουν όλες τις πλαστικές εγχειρίσεις: λίφτινγκ προσώπου, ανόρθωση και μεγέθυνση στήθους, λιποαναρρόφηση στους γλουτούς και στην κοιλιά,…
Πριν να πάρει εξιτήριο απ' το νοσοκομείο κάλεσε την αισθητικό και έκανε μανικιούρ, πεντικιούρ, άλλαξε το χρώμα των μαλλιών της…
Δεν πρόλαβε η ευτυχισμένη γυναίκα να βγει από την πύλη του νοσοκομείου, παρασύρθηκε από ένα ασθενοφόρο και πέθανε.
- Κύριε μου! φώναξε η αγανακτισμένη γυναίκα όταν παρουσιάστηκε μπροστά στο Θεό, δεν μου είπες πως θα ζήσω άλλα 40 χρόνια;
- Ωχ! Συγνώμη… δε σε αναγνώρισα!*


 Μια φορά σ' ένα χωριό, οι κάτοικοι είδανε τη συγχωριανή τους, τη Ράμπια Αλ Αναουία (διάσημη σουφί-μύστης) να ψάχνει κάτι στον δρόμο, δίπλα στο μικρό σπιτάκι της. Καημένη, ηλικιωμένη γυναίκα… Οι άνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω της και ρωτούσαν, τι ψάχνει. Εκείνη απάντησε, πως έχασε τη βελόνα της. Όλοι ήθελαν να βοηθήσουν και άρχισαν να ψάχνουν μαζί της. Μετά κάποιος είπε:
- Ράμπια ο δρόμος είναι μεγάλος και η βελόνα είναι πολύ μικρή, πλησιάζει η νύχτα, σε λίγο θα σκοτεινιάσει. Μήπως μπορείς να θυμηθείς πού ακριβώς έπεσε η βελόνα; 
Η Ράμπια απάντησε:
- Την έχασα μέσα στο σπίτι. 
- Τρελάθηκες, φώναξαν οι άνθρωποι, η βελόνα έπεσε μέσα στο σπίτι, και εσύ την ψάχνεις έξω στο δρόμο;
- Αφού εδώ είναι ακόμα μέρα, ενώ το σπίτι μου είναι σκοτεινό.
Κάποιος, είπε:
- Ακόμη κι αν εδώ έχει φως, πώς μπορείς να βρεις κάτι που χάθηκε αλλού; Το σωστό θα ήταν να φέρουμε φως μες' στο σπίτι και να ψάξουμε εκεί.
Τότε η Ράμπια χαμογέλασε και είπε:
- Ναι, πραγματικά είστε αρκετά έξυπνοι όταν η υπόθεση αφορά ασήμαντα πράγματα. Όταν όμως αφορά την εσωτερική σας ζωή, εσείς ψάχνετε έξω. Ξέρω καλά, πως εκείνο που ψάχνετε είναι μέσα σας. Γιατί ψάχνετε την ευτυχία και την γαλήνη έξω; Μήπως εκεί τις χάσατε;
Μετά η Ραμπιά έφυγε, αφήνοντας τους ανθρώπους κατάπληκτους.*


Ο μεγάλος Πατισάχ φώναξε τους σοφούς του και τους διέταξε:
- Επινοήστε για μένα μια ρήση οι οποία θα με γαληνέψει. Όταν θα είμαι θλιμμένος θα μου φέρει χαρά, ενώ τις στιγμές ευτυχίας θα μου προξενεί λύπη. Δεν πρέπει να είναι μεγάλο, γιατί θέλω πάντα να είναι μαζί μου.
Μετά από τρεις μέρες οι σοφοί προσέφεραν στον Πατισάχ ένα δαχτυλίδι στο οποίο ήταν χαραγμένες αυτές οι λέξεις: "Κι αυτό θα περάσει".*


Έπιασαν κουβέντα το σπουργίτι και η κότα. Το σπουργίτι καθόταν πάνω σε έναν πέτρινο φράχτη, ενώ η κότα περπατούσε κάτω.
- Δεν βαρέθηκες, μόνο να περπατάς και να τσιμπάς; ρώτησε το σπουργίτι. Ξέχασες πως κάποτε μπορούσες και να πετάς;
- Και τώρα μπορώ! προσβλήθηκε η κότα. Πήρε φόρα, άνοιξε να φτερά της και με πολλές δυσκολίες πήδηξε πάνω στο φράχτη, και μετά είπε:
- Για πες μου, εσύ δε βαρέθηκες να πηδάς και να πετάς, ξέρεις τι ωραία είναι στο κοτέτσι; Η νοικοκυρά πάντα βάζει κόκκους στο τάγιστρο, τσιμπάς όσο θέλεις.
Ξαφνικά φύσησε δυνατός αέρας και η κότα άρχισε γρήγορα να κουνάει τα φτερά της, όμως δεν κατάφερε να κρατηθεί πάνω στο φράχτη και έπεσε κάτω. Ενώ το σπουργίτι, άνοιξε τα φτερά του, έκανε ένα μικρό κύκλο και ξανά έκατσε πάνω στο φράχτη. 
- Τώρα βλέπεις, είπε στην κότα, παρ' όλο που είσαι μεγάλη και δυνατή, στη ζωή σου ελπίζεις μόνο στο τάγιστρο. Ήθελες γαντζωμένη να στηρίζεσαι πάνω στον πέτρινο φράχτη, ενώ εγώ στηρίζομαι μόνο στα δικά μου φτερά και στη ζωή μου έχω μόνο ένα στήριγμα, τον εαυτό μου.* 


Πολύ παλιά, σε μια μικρή πόλη, ζούσε ένας Γκουρού με τους μαθητές του. Μια φορά ο πιο ικανός μαθητής σκέφτηκε: "Υπάρχει άραγε ερώτηση στην οποία δε θα μπορούσε να απαντήσει ο δάσκαλός μας". Μετά πήγε στο λιβάδι και έπιασε μια πεταλούδα. Την κρατούσε μέσα σε μισοσφιγμένη γροθιά του και χαμογελώντας πλησίασε τον δάσκαλό του:
- Δάσκαλε, κρατάω μια πεταλούδα, μπορείτε να μου πείτε αν είναι ζωντανή ή νεκρή;
Ήταν έτοιμος να αφήσει την πεταλούδα ή να σφίξει τη γροθιά του για τη δική του αλήθεια. Όμως ο Δάσκαλός είπε:
- Η απάντηση είναι στο χέρι σου.*


Η γνώση είναι ακριβή
Το τρακτέρ ενός αγρότη ξαφνικά σταμάτησε. Όλες οι προσπάθειες του αγρότη και τον γειτόνων του να διορθώσουν τη βλάβη απέβησαν άκαρπες. Τελικά φώναξε τον τεχνίτη, ο οποίος εξέτασε το τρακτέρ, δοκίμασε τη μίζα, τον κινητήρα, μετά πήρε ένα σφυρί και χτύπησε με δύναμη το κινητήρα στο πάνω μέρος, και … ω, θαύμα! ο κινητήρας άρχισε να δουλεύει.
Όταν ο τεχνίτης έδωσε στον αγρότη τον λογαριασμό, εκείνος αγανακτισμένος είπε:
- Πώς! θέλεις 100 ευρώ για ένα χτύπημα με σφυρί;
- Όχι! για το χτύπημα με το σφυρί εγώ ζήτησα μόνο 1 ευρώ, τα υπόλοιπα 99 τα ζήτησα γιατί γνώριζα πού έπρεπε να χτυπήσω.*


Δυο φίλοι και τέσσερις γυναίκες
Δυο φίλοι κάθονταν στο καφενείο και κάπνιζαν ναργιλέ.
- Πόσο μεγάλη ευτυχία είναι να έχεις δυο γυναίκες! έλεγε ο ένας. Με έμπνευση μιλούσε για τις απίστευτες συγκινήσεις και ηδονές,  θαυμάζοντας συνέχεια πώς τα δυο λουλούδια του έχουν τόσο διαφορετικό άρωμα.
"Ο φίλος μου γνωρίζει το Παράδεισο πάνω στη γη, σκεφτόταν ο άλλος, γιατί όμως εγώ να είμαι στερημένος απ' αυτή τη χαρά; Σε λίγο κι αυτός πήρε δεύτερη γυναίκα. Όμως, όταν την πρώτη νύχτα την επισκέφθηκε για να εκπληρώσει τα συζυγικά του καθήκοντα, εκείνη με αγανάκτηση τον απέρριψε:
- Φύγε, απ' εδώ! Να πας στην πρώτη σου γυναίκα. Εγώ δε θέλω να είμαι ο πέμπτος τροχός της αμάξης.
Έκπληκτος και προσβεβλημένος πήγε να βρει παρηγοριά με την πρώτη γυναίκα του.
- Δεν έχεις εδώ θέση! φώναξε η σύζυγός του με θυμό και οργή, πήρες δεύτερη γυναίκα, επομένως δε μ' αγαπάς. Πήγαινε στην νέα γυναίκα σου! 
Στενοχωρημένος, πήγε στο τζαμί για να βρει παρηγοριά στην προσευχή. Μόλις άρχισε να απευθύνει τα παράπονά του στον Αλλάχ, άκουσε πίσω του ελαφρό βήξιμο. Γύρισε και με έκπληξη είδε τον φίλο του που μερικές μέρες πριν του περιέγραφε την ευτυχία του να έχεις δυο γυναίκες.
- Τι κάνεις εδώ; ρώτησε με απορία.
- Οι γυναίκες μου δε μ' αφήνουν να τους πλησιάσω, εδώ και πολλές μήνες.
- Μα τότε γιατί μου έλεγες πόσο καλά περνάς με δυο γυναίκες;
- Συγνώμη! Ένιωθα τέτοια μοναξιά μέσα σ' αυτό το τέμενος και ήθελα να έχω δίπλα τον φίλο μου.*


Αγόρι και ελέφαντας
Συνέβηκε στα προάστια μια πρωτεύουσας που ζούσανε ένας ζητιάνος και το παιδί του. Το αγόρι ήταν τόσο δυνατό ώστε έπιασε από την ουρά τον ελέφαντα του Βασιλιά και ο ελέφαντας δε μπορούσε να κινηθεί. Αυτό προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Βασιλιά που βρισκόταν πάνω στον ελέφαντα, ενώ όλο το χωριό γελούσε και θαύμαζε το παιδί του ζητιάνου.
Τελικά ο Βασιλιάς φώναξε τον Βεζίρη του και του είπε:
- Πρέπει κάτι να κάνουμε. Είναι προσβλητικό. Ήδη φοβάμαι να περάσω απ' αυτό το χωριό, αλλά το αγόρι πάει και σε άλλα χωριά. Παντού, οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να πιάσει την ουρά του ελέφαντα κι εκείνος δεν θα μπορέσει να κινηθεί. Αυτό το παιδί έχει απίστευτη δύναμη! Σε διατάζω, να λύσεις το πρόβλημα!
- Πρέπει να πάω στον σοφό γέροντα, γιατί δεν έχω ιδέα πώς μπορώ να μειώσω τις τεράστιες δυνάμεις του. Εάν έκανε κάποια δουλειά θα κουραζόταν, όμως είναι ζητιάνος και δεν ασχολείται με τίποτα. Ζει μια ανέμελη ζωή, ο λαός τον αγαπάει και τον ταΐζει. Είναι ευτυχισμένο παιδί, τρώει και κοιμάται. Δύσκολο να βρεις λύση, όμως θα πάω να δω τον σοφό. 
Ο γέροντας άκουσε τον Βεζίρη και είπε:
- Πήγαινε και πες στο αγόρι ότι θα του δίνεις κάθε μέρα από μια χρυσή ρούπια, εάν κάνει κάθε βράδυ μια μικρή δουλειά. Θα πρέπει να πηγαίνει στο ναό του χωριού και ν' ανάβει τη λάμπα. Και κάθε μέρα θα του δίνεις από μια χρυσή ρούπια.
- Δεν κατάλαβα! Πώς μπορεί να βοηθήσει αυτό; είπε με έκπληξη ο Βεζίρης, ίσα-ίσα μπορεί να αυξήσει τις δυνάμεις του. Έχοντας καθημερινά από μια χρυσή ρούπια θα τρώει περισσότερο και δε θα χρειαστεί να ζητιανεύει.
- Μη στεναχωριέσαι, κάνε αυτό που σου λέω, απάντησε ο σοφός γέροντας.
Ο Βεζίρης ακολούθησε τη συμβουλή του σοφού και μια βδομάδα αργότερα, όταν ο Βασιλιάς περνούσε απ' το χωριό πάνω στον ελέφαντα , το αγόρι θέλησε ξανά να σταματήσει τον ελέφαντα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο ελέφαντας παρέσυρε το αγόρι.*


Όχι όλα μαζί
Μια φορά ο Μουλάς ήρθε στο τζαμί για να κάνει κήρυγμα, όμως στην αίθουσα βρισκόταν μόνο ένας νεαρός ιπποκόμος. Ο Μουλάς σκέφτηκε: "Πρέπει να μιλήσω ή όχι;" Αποφάσισε να ρωτήσει τον ιπποκόμο:
- Είσαι μόνος, τι νομίζεις; Πρέπει να κάνω κήρυγμα ή όχι;
Ο ιπποκόμος απάντησε:
- Συγνώμη, είμαι απλός άνθρωπος και δεν ξέρω απ' αυτά. Όμως, όταν πηγαίνω στο στάβλο και βλέπω πως όλα τ' άλογα έφυγαν και έμεινε μόνο ένα, εγώ του δίνω να φάει. 
Ο Μουλάς, ενθουσιασμένος απ' τα λόγια του ιπποκόμου, άρχισε με έμπνευση  το κήρυγμα. Μιλούσε παραπάνω από δυο ώρες και τελειώνοντας ρώτησε:
- Σου άρεσε το κήρυγμά μου;
- Ήδη είπα, ότι είμαι ένας απλός άνθρωπος και δεν γνωρίζω πολλά πράγματα. Όμως, όταν έρχομαι στο στάβλο και βλέπω ότι όλα τ' άλογα έφυγαν και έμεινε μόνο ένα, οπωσδήποτε θα το ταΐσω. Αλλά δε θα του δώσω όλη την τροφή που είναι και για τα υπόλοιπα  άλογα.*


Η Κόλαση και ο Παράδεισος
Ένας νέος χριστιανός ήρθε στον Προφήτη Ηλία και τον παρακάλεσε να του πει για την Κόλαση και το Παράδεισο. Ο Προφήτης δεν απάντησε, ενώ πήρε το χέρι του νεαρού χριστιανού και τον οδήγησε μέσα από σκοτεινούς παρόδους σ' ένα μεγάλο μέγαρο. Πίσω από μια σιδερένια πόρτα βρισκόταν μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη κόσμο. Είδε φτωχούς και πλούσιους ανθρώπους, οι μεν φορούσαν κουρέλια, οι δε ήταν ντυμένοι με ακριβά και στολισμένα ρούχα. Στο κέντρο της αίθουσας, πάνω από τη φωτιά στεκόταν ένα μεγάλο σκεύος όπου έβραζε η σούπα. Γύρω από το σκεύος μαζεύτηκαν πολλοί πεινασμένοι με βαθουλωμένα μάγουλα και άγρια μάτια. Ο καθένας προσπαθούσε να πάρει λίγη σούπα. Ο νέος χριστιανός, αντιλήφθηκε πως τα παράξενα κουτάλια τους με τα οποία προσπαθούσαν να φάνε, είχαν μήκος ίσα με τον άνθρωπο. Τα κουτάλια ήταν σιδερένια και μόνο ένα κοντό μέρος της λαβής ήταν ξύλινο, γι' αυτό ήταν πυρακτωμένα από τη ζεστή σούπα. Οι πεινασμένοι, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον, προσπαθούσαν να πάρουν με το κουτάλι σούπα. Με πολλές δυσκολίες μερικοί έβγαζαν τα βαριά κουτάλια τους γεμάτα σούπα, όμως επειδή ήταν τόσο μακριά, ακόμη και ο πιο δυνατός δε μπορούσε να φέρει το κουτάλι στο στόμα του. Ακόμα και οι πιο γρήγοροι έκαιγαν τα χέρια τους, το πρόσωπό τους ή έχυναν τη σούπα στους ώμους των άλλων. Με βρισιές και ουρλιαχτά ορμούσαν ο ένας στον άλλον και χτυπούσαν τον συνάνθρωπό τους με τα κουτάλια, με τα οποία θα μπορούσαν να χορταίνουν.
Ο Προφήτης πήρε το χέρι του νεαρού και του είπε: "Αυτή είναι η Κόλαση". Βγήκαν από την αίθουσα και σε λίγο οι άγριες φωνές δεν ακούγονταν. Πέρασαν από πολλούς μακρινούς και σκοτεινούς διαδρόμους και τελικά βρεθήκανε σε μια άλλη αίθουσα. Και εδώ είχε πολύ κόσμο. Στη μέση της αίθουσας τα ίδια. Βρισκόταν ένα μεγάλο σκεύος με σούπα που έβραζε. Και εδώ ο καθένας είχε το ίδιο τεράστιο κουτάλι. Όμως εδώ οι άνθρωποι ήταν μια χαρά. Μιλούσαν μεταξύ τους, γελούσαν και επίσης ακουγόταν κι ο ήχος του κουταλιού καθώς το έβαζαν και το έβγαζαν από τη σούπα. Κάθε φορά δίπλα στο σκεύος βρισκόταν δυο άτομα. Ό ένας έβγαζε το κουτάλι με σούπα και τάιζε τον άλλον. Αν κάποιος δυσκολευόταν να σηκώσει το κουτάλι, τον βοηθούσε κάποιος άλλος και ο καθένας μπορούσε να φάει όσο ήθελε. Όταν το ένα ζευγάρι τελείωνε το γεύμα, ερχόταν το άλλο. Ο Προφήτης Ηλίας είπε: "Εδώ είναι ο Παράδεισος".*


Μια φορά, ο Βασιλιάς αποφάσισε να δοκιμάσει του αυλικούς του, γιατί ήθελε να βρει έναν ικανό άνδρα να του εμπιστευτεί σπουδαία κυβερνητική θέση. Ο Βασιλιάς μάζεψε γύρω του, τους πιο δυνατούς και σοφούς άνδρες.
- Έχω για σας ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα, και θα 'θελα να ξέρω ποιος είναι ικανός να το λύσει. 
Μετά τους έδειξε μια μεγάλη σιδερένια κλειδαριά.
- Είναι το πιο μεγάλο, το πιο βαρύ και το πιο ασφαλές λουκέτο. Ποιος από σας μπορεί να το ανοίξει; ρώτησε ο Βασιλιάς.
Οι περισσότεροι ούτε πλησίασαν το λουκέτο. Μερικοί που θεωρούνταν σοφοί, άρχισαν να παρατηρούν προσεκτικά το λουκέτο, όμως σύντομα ομολόγησαν πως δεν μπορούν να το ανοίξουν. Μόνο ένας νεαρός πλησίασε το λουκέτο κι ύστερα από την εξέταση άρχισε να το ψηλαφίζει, μετά προσπάθησε να το σπρώξει από τη θέση του, και τελικά έπιασε -και με μια κίνηση- τράβηξε το τόξο του λουκέτου. Και …ω, θαύμα! η κλειδαριά άνοιξε! Το μυστικό ήταν απλό. Το λουκέτο δεν ήταν κλειδωμένο. 
Ο Βασιλιάς ανακοίνωσε:
- Θα σου δώσω αυτή τη θέση στην αυλή μου, γιατί βασίζεσαι όχι μόνο σ' αυτά που ακούς και βλέπεις, αλλά στηρίζεσαι και στις δικές του δυνάμεις και δεν φοβάσαι να δοκιμάσεις.*


Μια φορά ο σοφός Νταν Σεν είδε έναν άνθρωπο που στον ώμο του φαινόταν ένα κομμάτι από βέλος. 
- Έλα να στο βγάλω, πρότεινε ο Νταν Σεν. 
Αλλά ο άνθρωπος έφερε αντίρρηση, λέγοντας πως έχει συνηθίσει και το βέλος δεν του δημιουργούσε ιδιαίτερα προβλήματα. Τότε ο σοφός όρμησε πάνω του, τον έριξε κάτω και έβγαλε το βέλος. Ο άνθρωπος έφυγε βρίζοντας τον Νταν Σεν. Ύστερα από μερικές μέρες όμως, όταν ένιωσε πολύ καλύτερα, κατάλαβε το λάθος του και ήρθε στον Νταν Σεν για να τον ευχαριστήσει και να ζητήσει συγνώμη για τα κακά του λόγια.
- Αδιαφορώ για τις ευχαριστίες σου, όπως και για τις κατάρες σου. Εγώ έκανα αυτό που θεωρούσα απαραίτητο, αλλά αν έγινες καλά ή πέθανες, αυτό είναι δικό σου πρόβλημα.*


Κάποιος ρώτησε τον Νταν Σεν:
- Τόσα και τόσα είπες για το πώς πρέπει κανείς να εξουσιάζει τα αισθήματά του. Για πες μου τώρα, τι θα κάνεις εσύ ο ίδιος όταν θα έχεις αβάσταχτους πόνους;
- Και τι άλλο μπορώ να κάνω; Θα τσιρίζω.*


- Πώς μπορείς να μπεις στο νερό και να μη πνιγείς; Πώς μπορείς να μπεις στη φωτιά και να μη καείς; ρώτησε τον γέροντα Χοφούκου ένας μοναχός.
- Εάν θα ήταν νεροφωτιά, θα πνιγόσουν ή θα καιγόσουν; είπε ο σοφός.
Το νόημα αυτής της πρωτότυπης απάντησης είναι ότι εμείς πνιγόμαστε και καιγόμαστε αφού ξεχωρίζουμε το νερό απ' τη φωτιά. Εμείς πεθαίνουμε, γιατί ξεχωρίζουμε τη ζωή από το θάνατο.*


Ένας από τους μαθητές του Βούδα τον ρώτησε: 
- Τι πρέπει να κάνω, αν κάποιος με χτυπήσει;
Ο Βούδας είπε:
- Εάν από το δέντρο πέφτει ένα ξερό κλαδί και σε χτυπήσει, τι θα κάνεις;
Ο μαθητής είπε: 
- Αυτό θα είναι τυχαίο περιστατικό, απλή σύμπτωση που βρέθηκα κάτω από το δέντρο όταν έπεσε το κλαδί. Θα συνεχίσω το δρόμο μου.
- Το ίδιο πρέπει να κάνεις και όταν κάποιος σε χτυπήσει. Ίσως έχει κάποιο πρόβλημα, ήταν αγανακτισμένος ή δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα νεύρα του. Είναι το ίδιο σαν να έπεσε πάνω σου το κλαδί. Συνέχισε το δρόμο σου, σαν να μη έγινε τίποτα.*


Μια γυναίκα που το μικρό παιδί της είχε πεθάνει, επισκέφθηκε τον Βούδα . Η γυναίκα έκλαιγε και φώναζε πως χάθηκε η μοναδική της αγάπη και έγνοια και απεγνωσμένα ζητούσε τη βοήθεια του Βούδα.
- Καλά θα σε βοηθήσω, είπε ο Βούδας, όμως πρώτα πήγαινε στην πόλη και φέρε μου μια μικρή χούφτα σιναπόσπορους από το σπίτι που δεν πέθανε κανένας.
Η γυναίκα πήγε στην πόλη και άρχισε να ψάχνει τέτοιο σπίτι, όμως παντού της έλεγαν:
- Μπορούμε να σου δώσουμε σιναπόσπορους όσους θέλεις, αλλά στο σπίτι μας πέθαναν άνθρωποι.
Αυτή η απάντηση επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά, όμως η γυναίκα περπατούσε από σπίτι σε σπίτι με την ελπίδα πως θα βρεθεί τέτοιο σπίτι. 
Άρχισε να βραδιάζει όταν ήρθε η Κατανόηση πως ο θάνατος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, είναι η αντίθετη πλευρά της ζωής και συμβαίνει συνέχεια. Ο θάνατος δεν είναι προσωπική συμφορά και δεν είχε συμβεί μόνο στο παιδί της.*


Ο Βούδας πέθαινε. Σαράντα χρόνια περπατούσε και χιλιάδες άνθρωποι τον ακολουθούσαν. Απευθυνόμενος στους μαθητές του είπε:
- Είναι η τελευταία μου μέρα. Εάν έχετε κάτι να ρωτήσετε, είναι ευκαιρία. Ήρθε η ώρα, που ο καθένας πρέπει να πάρει το δρόμο του.
Βαθύ σκοτάδι σκέπασε τους μαθητές του. Ο Ανάντα, ο αγαπημένος μαθητής έκλαιγε σαν μικρό μωρό, τα δάκρυα κυλούσανε από τα μάτια του και από την απελπισία χτυπούσε το στήθος του. 
- Σε παρακαλώ, σταμάτα Ανάντα, είπε ο Βούδας.
- Τι θα κάνουμε χωρίς εσένα; είπε ο Ανάντα. Ήσουν εδώ κι όλοι εμείς περπατούσαμε με το φως που εξέπεμπες. Όλα ήταν ασφαλή και σίγουρα. Ξεχάσαμε εντελώς πως υπάρχει σκότος. Ακολουθώντας εσένα, όλα για μας ήταν φως. Τώρα που φεύγεις, τι θα κάνουμε;
Και συνέχιζε το κλάμα και τους στεναγμούς.
- Σαράντα χρόνια περπατούσες μέσα απ' το δικό μου φως και ακόμη δεν κατάφερες να εκπέμψεις δικό σου; Όσο περισσότερο περπατάς μέσα από το δανεισμένο φως, τόσο περισσότερο μιμείσαι και χάνεις το δικό σου. Όχι, καλύτερα να φύγω! 
Οι τελευταίες λέξεις που ξεστόμισε ο Βούδας ήταν:
- Να είστε φως για τον εαυτό σας.*


Σ' ένα χωριό ζούσε ένας γέρος. Ήταν από τους πιο δυστυχισμένους ανθρώπους του κόσμου. Όλο το χωριό τον απέφευγε. Πάντα ήταν σκυθρωπός, πάντα είχε παράπονα, πάντα με κακή διάθεση… Όσο περισσότερο ζούσε, τόσο πιο πικρόχολος γινόταν, τόσο περισσότερο φαρμάκι είχαν τα λόγια του. 
Όμως μια φορά, όταν έγινε ογδόντα ετών, συνέβηκε το απίστευτο. Η φήμη στιγμιαίως διαδόθηκε σ' όλο το χωριό: "Ο γέρος είναι ευτυχισμένος, δεν παραπονιέται πια, χαμογελάει, άλλαξε και το πρόσωπό του, έγινε αγνώριστος". Μαζεύτηκε όλο το χωριό. Ρώτησαν το γέρο: 
- Τι έγινε; Τι έπαθες; 
- Τίποτα, απάντησε ο γέρος, ογδόντα χρόνια προσπαθούσα να γίνω ευτυχισμένος και δε μου βγήκε. Αποφάσισα να ζήσω χωρίς ευτυχία. Γι' αυτό είμαι ευτυχισμένος.*


Ξύλινο άγαλμα
Ζούσε ένας φτωχός άνθρωπος αφοσιωμένος στον Βούδα, και είχε ένα πολύ παλιό και όμορφο ξύλινο άγαλμα του Βούδα, ένα αληθινό αριστούργημα. Ο άνθρωπος το φύλαγε σαν μεγάλο θησαυρό.
Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, ο άνθρωπος ήταν μόνος μέσα στην αχυρένια καλύβα του. Είχε μεγάλη παγωνιά κι ο άνθρωπος τουρτούριζε από το κρύο. Ένιωθε, ότι πλησιάζει η τελευταία του ώρα. Δεν είχε ούτε ένα ροκανίδι για ν' ανάψει φωτιά. Τα μεσάνυχτα, όταν ο άνθρωπος άρχισε να κοκαλιάζει από το κρύο, εμφανίστηκε μπροστά του  ο Βούδας και είπε:
- Γιατί δε ρίχνεις στη φωτιά το άγαλμά μου;
Το ξύλινο άγαλμα βρισκόταν σε άλλη γωνιά δίπλα στον τοίχο. Ο άνθρωπος φοβήθηκε, σκέφτηκε πως είναι ο δαίμονας. 
- Τι λες; Να κάψω το άγαλμα του Βούδα; Ποτέ;
Ο Βούδας γέλασε και είπε:
- Εάν με βλέπεις μέσα στο άγαλμα, τότε με χάνεις. Είμαι μέσα σου, όχι μέσα στο ξύλο. Δεν είμαι στο αντικείμενο προσευχής, είμαι μέσα σ' αυτόν που προσεύχεται. Εγώ τουρτουρίζω μέσα σου! Σε παρακαλώ, κάψε το άγαλμα!*


Ευθεία γραμμή
Μια φορά ο Βασιλιάς Ακμπάρ χάραξε μια ευθεία γραμμή και ρώτησε τους υπουργούς του:
- Πώς μπορείτε να κάνετε αυτή τη γραμμή πιο μικρή χωρίς να την αγγίξετε.
Ο υπουργός Μπιρμπάλ, ένας απ' τους πιο σοφούς ανθρώπους του κράτους, πλησίασε και χάραξε δίπλα μια άλλη γραμμή πιο μακριά κι έτσι υποτίμησε την αξία της πρώτης γραμμής.*


Στόχος
Ο Ντρόνος ήταν από τους καλύτερους δασκάλους τοξοβολίας και είχε πολλούς μαθητές. Μια φορά κρέμασε στο δέντρο το στόχο και άρχισε να ρωτάει τον κάθε μαθητή του, τι βλέπει.
Ο πρώτος είπε: 
- Βλέπω το δέντρο και το στόχο πάνω του.
Ο δεύτερος είπε: 
- Βλέπω τον κορμό του δέντρου, τα φύλλα και τα κλαδιά του, τον ήλιο…
Κάτι παρόμοιο απάντησαν και οι άλλοι μαθητές. Ύστερα ο Ντρόνος πλησίασε τον καλύτερο μαθητή του και ρώτησε:
- Εσύ τι βλέπεις;
- Βλέπω το στόχο, ήταν η απάντηση. 
Ο Ντρόνος απευθύνθηκε στους άλλους μαθητές και είπε: 
- Μόνο τέτοιος άνθρωπος μπορεί να γίνει πετυχημένος τοξότης.*


Το πρώτο σκαλοπάτι
Ένας άνθρωπος που έψαχνε τον Θεό ήρθε στον μαχάτμα Ραμανούντζα και του είπε:
- Θέλω να βρω τον δρόμο προς τον Θεό. Βοήθησέ με!
Ο Ραμανούντζα τον κοίταξε με προσοχή και είπε:
- Πες μου, αγαπούσες κάποιον άνθρωπο;
- Δε μ' ενδιαφέρουν οι άνθρωποι. Εγώ θέλω να 'ρθω στον Θεό!
- Σε παρακαλώ, θυμήσου, αγάπησες ποτέ κάποια γυναίκα, παιδί ή κάποιον άλλο;
- Εγώ σου είπα πως δεν είμαι απλός άνθρωπος. Είμαι άνθρωπος που ψάχνει τον δρόμο προς τον Θεό. Τα υπόλοιπα δε μ' ενδιαφέρουν. Δεν αγάπησα κανέναν.
Τα μάτια του Ραμανούντζα γέμισαν βαθιά θλίψη και είπε στον άνθρωπο:
- Είναι αδύνατον να βρεις αυτό το δρόμο. Πρώτα πρέπει αληθινά ν' αγαπήσεις κάποιον άνθρωπο. Αυτό θα είναι το πρώτο σκαλοπάτι προς τον Θεό. Με ρωτάς για το τελευταίο σκαλοπάτι, ενώ ο ίδιος δεν πάτησες ούτε στο πρώτο. Πήγαινε και αγάπησε!*


Ένας νεαρός ρώτησε έναν γέρο με μακριά γκρίζα μαλλιά:
- Παππού, πόσο ετών είσαι;
- Πρόσφατα έγινα τεσσάρων χρονών. 
Ο νεαρός έμεινε άναυδος, και μετά χαμογελώντας είπε:
- Αστειεύεστε, είστε γκριζομάλλης και έχετε τόσο μακριά γένια, πώς μπορεί να είστε τεσσάρων χρονών;
- Όχι, σου λέω την αλήθεια, είμαι τεσσάρων χρονών. Τόσα χρόνια ζούσα κυνηγώντας το κέρδος, έλεγα ψέματα και δεν ήμουν ειλικρινής. Μόλις τέσσερα χρόνια πριν, γνώρισα την αληθινή διδασκαλία του Βούδα και γνώρισα τι σημαίνει καλοσύνη. Έδιωξα την απληστία, το μίσος και την ανοησία, μείωσα τις επιθυμίες μου και με ανοιχτό μυαλό προσπαθώ να γνωρίσω τον εαυτό μου. Μόνο τα τελευταία τέσσερα χρόνια η ζωή μου απέκτησε νόημα και μόνο αυτά τα τέσσερα χρόνια γνωρίζω τι είναι η γαλήνη και η χαρά. Ρώτησες πόσο χρονών είμαι. Αφού γνωρίζω την αληθινή ζωή μόνο τέσσερα χρόνια, σου είπα με ειλικρίνεια πως είμαι τεσσάρων χρόνων. *


Ο βλάκας και η καμήλα
Ένας βλάκας μια φορά, είδε μια καμήλα και την ρώτησε:
- Γιατί έχεις τόσο άσχημο και καμπούρικο κορμί;
- Με την κρίση σου βγάζεις λανθασμένη γνώμη, απάντησε η καμήλα, γιατί έτσι καταλογίζεις λάθος σ' αυτόν που μ' έπλασε. Το κατανοείς αυτό; Μην θεωρείς την καμπούρα μου ως ελάττωμα. Είμαι έτσι για συγκεκριμένη αιτία και για καθορισμένο σκοπό. Το τόξο πρέπει να είναι κυρτό, αλλά η χορδή του ίσια. Είσαι βλάκας! Η ανόητη αντίληψη προέρχεται από ανόητο χαρακτήρα.*


Ένας άνθρωπος παρουσίαζε τον εαυτό του ως Προφήτη. Τον συλλάβανε και τον οδήγησαν στον Σουλτάνο. Ο Σουλτάνος τον ανέκρινε παρουσία του Καδή και είπε:
- Αυτός ο άνθρωπος είναι θρασύς ιερόσυλος. Τι κάνουμε σε τέτοιους σύμφωνα με το νόμο;
Ο Καδής με ύφος απάντησε:
- Εάν δεν αρνείται τους ισχυρισμούς του πρέπει να τιμωρηθεί με θάνατο.
- Άκουσες; είπε αυστηρά ο Σουλτάνος, δεν μπορείς να παρουσιάζεις τον εαυτό σου ως Προφήτη. Αν είσαι Προφήτης τότε δείξε μας ένα θαύμα!
- Βεβαίως θα δείξω, είπε ο άνθρωπος και διέταξε να φέρουν ένα κοφτερό σπαθί. 
- Και τι θα το κάνεις, ρώτησε με απορία ο Σουλτάνος.
- Θα κόψω το κεφάλι του Καδή και μετά θα τον αναστήσω. 
Ο κατατρομαγμένος Καδής πετάχτηκε φωνάζοντας:
- Ω! Αξιότιμε Προφήτη! Είμαι ο πρώτος που πίστεψα στα λόγια σου. Απ' εδώ και πέρα είμαι οπαδός σου!*


Τον Μουλά Νασρεντίν τον ρωτήσανε μια φορά: 
- Όταν συνοδεύεις το φέρετρο, πού πρέπει να βρίσκεσαι; Μπροστά στο φέρετρο ή πίσω;
- Κοίτα, μόνο μέσα να μην είσαι. Από κει και πέρα όπου θέλεις, μπροστά ή πίσω, δεν έχει σημασία.*


Στον δρόμο περπατούσε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Ο καθένας κουβαλούσε το σταυρό του. Ένα άνθρωπος σκέφτηκε ότι ο δικός του σταυρός είναι πολύ βαρύς και καθυστέρησε αφήνοντας τους άλλους να περάσουν. Μετά, μπήκε στο δάσος και έκοψε ένα κομμάτι από το σταυρό του. Ικανοποιημένος από την εξυπνάδα του, σε λίγο έφτασε τον όχλο και προχώρησε μαζί του. Ξαφνικά, μπροστά τους εμφανίστηκε ένα χάσμα. Όλοι χρησιμοποίησαν το σταυρό τους και πέρασαν το χάσμα. Μόνο ο πονηρός άνθρωπος έμεινε, γιατί ο σταυρός του ήταν κοντός.*


Μια φορά, ο Ιησούς Χριστός περνούσε από ένα χωριό. Μαζεύτηκε ένα πλήθος δυσαρεστημένων ανθρώπων και άρχισε να τον βρίζει. Ο Ιησούς στεκόταν μπροστά τους ήρεμος και χαμογελαστός. Ένας άνθρωπος που παρατηρούσε τη σκηνή πλησίασε τον Ιησού και τον ρώτησε, γιατί δεν τους δίνει απάντηση. Ο Ιησούς Χριστός είπε:
- Ο καθένας δίνει αυτό που έχει στο βαλάντιό του.*


Το ψωμάκι
Ένας άνδρας και μια γυναίκα, παρ' όλο που έζησαν μαζί 30 χρόνια, δεν είχαν παιδιά. Την ημέρα του τριακοστού έτους της συζυγικής ζωής, η γυναίκα όπως πάντα, έψησε ένα στρογγυλό ψωμάκι. Τέτοια ψωμάκια έκανε κάθε πρωί. Ήταν σαν παράδοση. Όπως πάντα, το έκοψε εγκάρσια στα δύο και άπλωσε το χέρι της με το πάνω μέρος της κόρας του ψωμιού στον σύζυγό της, όμως μετά σταμάτησε την κίνηση του χεριού και σκέφτηκε: "Την ημέρα του τριακοστού έτους της συζυγικής ζωής μας, νομίζω πως έχω το δικαίωμα να φάω εγώ αυτό το ροδοκόκκινο μέρος του ψωμιού. 30 χρόνια το ονειρευόμουνα. Στο κάτω-κάτω 30 χρόνια ήμουν πιστή και καλή σύζυγος και νοικοκυρά, πόσες δυνάμεις και υγεία αφιέρωσα στην οικογένειά μας". Η γυναίκα πήρε την απόφαση και έδωσε στον σύζυγό της το κάτω μέρος του ψωμιού, ενώ το χέρι της έτρεμε από την παραβίαση της παράδοσης 30 ετών! 
Ο άνδρας της πήρε το κάτω μέρος του ψωμιού και είπε συγκινημένος: 
- Πόσο ανεκτίμητο δώρο μου έκανες σήμερα, αγάπη μου! Εδώ και 30 χρόνια δεν έχω φάει το κάτω μέρος του ψωμιού που μου αρέσει πάρα πολύ, γιατί πάντα θεωρούσα, πως δίκαια ανήκει σ' εσένα.*


Η Φτώχια
Ένας φτωχός άνθρωπος, ο οποίος πάντα παραπονιόταν για τη φτώχια του και θεωρούσε πως είναι πολύ βαρύς ο σταυρός που κουβαλάει στη ζωή του, είδε όνειρο, πως βρίσκεται σ' ένα μεγάλο δωμάτιο και παντού, ακουμπισμένοι στους τοίχους στεκόταν διάφορα μεγέθη σταυρών, καλυμμένοι με σκεπάσματα. Κάποια κρυφή φωνή έλεγε στον φτωχό: "Παραπονιέσαι για το σταυρό σου, για τη φτώχια σου, διάλεξε τότε οποιοδήποτε άλλο σταυρό".
Ο φτωχός άρχισε με χαρά να ψάχνει για τον πιο ελαφρό σταυρό. Προσπάθησε να σηκώσει το πρώτο σταυρό, όμως ήταν πολύ βαρύς, έπιασε το άλλο, αλλά κι εκείνος ήταν βαρύς, ο τρίτος δεν ήταν και πολύ βαρύς, αλλά είχε πολύ αιχμηρές γωνιές και προκαλούσε πόνο στους ώμους. Έτσι δοκίμασε πάρα πολλούς σταυρούς και δεν βρήκε ούτε έναν για τις δικές του δυνάμεις. Σε μια γωνιά, βρισκόταν ένας σταυρός που ο φτωχός δεν δοκίμασε, γιατί του φάνηκε πολύ μεγάλος και βαρύς. Όταν προσπάθησε να τον σηκώσει όμως φώναξε με χαρά:
- Αυτόν θα κουβαλήσω, φαίνεται μεγάλος, αλλά είναι πιο ελαφρύς απ' όλους τους άλλους!
Όταν έριξε κάτω το σκέπασμα του σταυρού, με έκπληξη είδε την επιγραφή: "Φτώχια".*


Πίστεψε!
Ένας άθεος περνούσε μες απ' τα βουνά στο χωριό που ζούσε. Περπατούσε πάνω σ' ένα στενό μονοπάτι, όταν ξαφνικά γλίστρησε κι έπεσε στο γκρεμό. Πέφτοντας, την τελευταία στιγμή, έπιασε με το χέρι του το κλαδί ενός μικρού δέντρου που φύτρωνε μέσα σε μια ρωγμή του βράχου. Κρεμασμένος από το κλαδί και ταλαντευόμενος από το κρύο αέρα,  κατανόησε την απελπιστική του κατάσταση. Μακριά κάτω, φαίνονταν τα μυτερά βράχια, ενώ δεν υπήρχε τρόπος να ανέβει πάνω στο μονοπάτι. Σε λίγο τα χέρια του είχαν παγώσει και ο άθεος σκέφτηκε: "Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα, μόνο ο Θεός μπορεί να με σώσει! Ποτέ δεν πίστεψα στον Θεό, αλλά τώρα καταλαβαίνω πως ήταν λάθος μου. Τι χάνω;" Και με απελπισμένη φωνή, είπε:
- Ω! Θεέ, αν υπάρχεις, σώσε με και για όλη μου τη ζωή θα σε πιστεύω! 
Δεν πήρε απάντηση. Ξαναφώναξε, ικετεύοντας:
- Σε παρακαλώ, Θεέ! Δεν σε πίστευα, αλλά τώρα, αν με σώσεις απ' το θάνατο, θα γίνω αμέσως ο πιο πιστός σου οπαδός. 
Ξαφνικά, απ' τα ουράνια ακούστηκε μια μεγάλη φωνή:
- Όχι ! ξέρω πως δεν θα το κάνεις. Ξέρω τέτοιους ανθρώπους σαν εσένα!
Ο άνθρωπος απ' την έκπληξη και τον τρόμο του παρ' ολίγο ν' αφήσει το κλαδί.
- Σε ικετεύω, Θεέ μου! Κάνεις λάθος! Εγώ στ' αλήθεια πιστεύω σ' αυτά που λέω. Θα πιστέψω με όλη μου την ψυχή!
- Όλοι, στις δύσκολες στιγμές αυτά λέτε. Ξέρω πως δεν πρόκειται να πιστέψεις. 
Ο άνθρωπος ικέτευε και προσπαθούσε να πείσει τον Θεό.
Τελικά ο Θεός είπε: 
- Καλώς, θα σε σώσω, αλλά θα κάνεις αυτό που θα σου πω.
- Ω! Παντοδύναμε, βεβαίως και θα το κάνω.
- Άφησε το κλαδί.
- Ν, αφήσω το κλαδί; φώναξε ο άνθρωπος, μήπως με πέρασες για τρελό!*


Το παιδί
Σε μια πόλη, για  πολλούς μήνες δεν έβρεξε και τελικά, ο μητροπολίτης ανακοίνωσε πως αύριο το πρωί θα πρέπει όλοι οι κάτοικοι να 'ρθουν στο Ναό και να προσευχηθούν για τη βροχή. Ήρθε όλη η πόλη και όλοι αστειευόταν με ένα παιδί. Αυτό το παιδί ήρθε με ομπρέλα. Ο καθένας γελώντας έλεγε στο παιδί: 
- Χαζόπαιδο, γιατί κουβάλησες την ομπρέλα σου; Δεν βλέπεις τον καθαρό ουρανό, δεν πρόκειται να βρέξει.
Το παιδί με απορία είπε: 
- Εγώ νομίζω πως αν όλοι σας πιστεύετε όταν προσευχηθούμε, θα βρέξει.*

Μια παραλλαγή που μου 'λεγε ο πατέρας μου

Σε ένα χωριό δεν έβρεχε για πολύ καιρό και οι κάτοικοί του  υπέφεραν από την ανομβρία.. Τα χωράφια τους κόντευαν να ξεραθούν και τα ζώα τους να πεθάνουν από τη δίψα. Αποφάσισαν τότε όλοι, να κάνουν μια λιτανεία για να προσευχηθούν στο Θεό και να τον παρακαλέσουν να ρίξει βροχή. Μαζεύτηκαν λοιπόν την άλλη μέρα όλοι έξω από την πόλη, σε ένα συγκεκριμένο χωράφι για να αρχίσουν την λιτανεία. Και τότε ο ιερέας του Χωριού έδειξε ένα μικρό παιδί και είπε:
-Αυτό το μικρό παιδί είναι το μόνο που πιστεύει πραγματικά. 
Ήταν το μόνο που κρατούσε ομπρέλα ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν έρθει με άδεια χέρια.

 Αποστολέας Αλεξάνδρα 


Μικρή διαφορά
Ένας Βασιλιάς της Ανατολής είδε φοβερό όνειρο πως έπεσαν όλα τα δόντια του. Στεναχωρημένος, φώναξε τον ερμηνευτή των ονείρων. Εκείνος άκουσε τον Βασιλιά και με ανησυχία είπε:
- Βασιλιά μου! πρέπει να σου πω τη θλιβερή είδηση. Θα χάσεις τον έναν μετά τον άλλον, όλους τους συγγενείς σου.
Αυτά τα λόγια προκάλεσαν την οργή του Βασιλιά που διέταξε να τον ρίξουν στην φυλακή και έδωσε διαταγή να φέρουν άλλον ερμηνευτή, ο οποίος άκουσε το όνειρο και είπε:
- Ω! Βασιλιά μου είμαι ευτυχισμένος που μπορώ να σου ανακοινώσω την χαρμόσυνη είδηση. Θα ζήσεις πιο πολύ απ' όλους τους συγγενείς σου.
Ο Βασιλιάς ικανοποιήθηκε και γενναιόδωρα πλήρωσε για αυτό το προμάντεμα. Οι αυλικοί ήταν αμήχανοι και ρώτησαν τον μάντη:
- Εσύ είπες περίπου τα ίδια που είπε και ο καημένος ο συνάδελφός σου. Γιατί τότε εκείνος είναι τιμωρημένος, ενώ εσύ βραβευμένος; 
- Ναι πραγματικά. εμείς ερμηνεύσαμε ίδια το όνειρο, όμως όλα εξαρτώνται όχι απ' αυτό που είπες, αλλά, πώς το είπες.*


Ο Ραβίνος Τσάδοκ Ακόεν από το Λούμπλιν αφιέρωσε πολλά χρόνια στις επιστημονικές έρευνες και ήταν όχι μόνο ένας μεγάλος θεολόγος, αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους επιστήμονες της εποχής του. Μια φορά είπε στους μαθητές του:
- Δεν έμεινε σ' αυτόν τον κόσμο μια γωνιά, που να μη γίνει αντικείμενο επίμονης προσοχής των μεγάλων ερευνητών. Βουνά και πεδιάδες, ωκεανοί και ποτάμια, ερημιές και αιώνια χιόνια, όλα περιγράφηκαν και σημειώθηκαν στους χάρτες. Στα βάθη της Ύλης και στο απέραντο Σύμπαν κοιτάζει ερευνητικά ο άνθρωπος. Και μόνο στην ψυχή του φοβάται να ρίξει μια ματιά.*


Το φαγητό του πλούσιου
Στον Ραβίνο ήρθε ένας πλούσιος Εβραίος.
Η κουβέντα έφερε το θέμα της τροφής, και ο Ραβίνος τον ρώτησε:
- Τι τρως συνήθως; 
- Αρκούμαι σε λίγα, απάντησε ο εύπορος Εβραίος, ψωμί με αλάτι και νερό, αυτά είναι που τρώω.
- Τι ανοησίες είναι αυτά που λες; τον παρατήρησε ο Ραβίνος. Εσύ πρέπει κάθε μέρα να τρως κρέας και να πίνεις ζεστό ρόφημα με μέλι, όπως και όλοι οι άλλοι ευκατάστατοι άνθρωποι.
Ο Ραβίνος δεν τον άφησε να φύγει μέχρι που ο έμπορος του υποσχέθηκε ότι θ' αλλάξει την τροφή του. Οι μαθητές του Ραβίνου τον ρώτησαν γιατί ζητούσε τόσο επίμονα από τον έμπορο ν' αλλάξει την δίαιτά του.
- Εάν αυτός τρώει κάθε μέρα κρέας, είπε ο Ραβίνος, τότε θα κατανοήσει ότι ο φτωχός χρειάζεται ψωμί. Αλλά αν ο ίδιος τρώει ψωμί με νερό, τότε θα νομίζει πως ο φτωχός μπορεί να τρώει πέτρες.*


Πώς να βρεις ένα μεροκάματο
Ο Ραβίνος Λέβι-Ιτσχάκ από το Μπέρντιτσεφ είδε μια φορά έναν Εβραίο να τρέχει στο δρόμο.
- Πού τρέχεις; τον ρώτησε ο Ραβίνος.
- Ψάχνω ένα μεροκάματο για μένα και την οικογένειά μου, απάντησε εκείνος.
- Πώς ξέρεις ότι το μεροκάματο τρέχει μπροστά σου και πρέπει να το φτάσεις; Μήπως είναι πίσω σου και πρέπει να σταματήσεις και να το περιμένεις, ενώ εσύ απομακρύνεσαι.*


Δύσκολη ερώτηση
Ο Ραβίνος Μεσουλάμ-Ζούσια από την Άνω Πόλη κάνοντας κήρυγμα, μάθαινε στους Εβραίους ότι πρέπει να είναι αυτό που είναι για να εκπληρώσουν την αποστολή τους σ' αυτόν τον κόσμο: "Φοβάμαι πως όταν θα παρουσιαστώ μπροστά στα μάτια του Μεγάλου Κριτή και με ρωτήσει δε θα μπορέσω να απαντήσω. Δε θα με ρωτήσει γιατί δεν έγινα ο Πατέρας των Προφητών ή Δάσκαλος του εβραϊκού λαού, αλλά θα με ρωτήσει γιατί δεν ήμουν ο Ζούσια, γιατί δεν ήμουν ο εαυτός μου.*


Μην πιστέψεις
Ο Ραβίνος του Λούμπλιν έλεγε: 
- Εάν σου λένε όλοι οι μεγάλοι άνδρες του Ισραήλ, ότι είσαι ο Σωστός, μην πιστέψεις. Εάν μπροστά σου εμφανιστούν ο Προφήτης Ελιάχ και ο Άγγελος και σου πουν πως είσαι ο Σωστός, μην τους πιστέψεις. Ακόμα και αν ο ίδιος ο Ύψιστος σου πει πως είσαι ο Σωστός, να έχεις υπ' όψιν σου, ότι αυτό αφορά μόνο την παρούσα στιγμή και όχι την επόμενη.*


Ένας άνθρωπος συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα στον Ραβίνο και τον έβρισε. Όμως μετά από μερικές μέρες τον έπιασαν οι τύψεις και αποφάσισε να πάει και να ζητήσει συγνώμη, λέγοντας πως είναι έτοιμος να δεχθεί οποιαδήποτε τιμωρία. Ο Ραβίνος του είπε να πάρει τρία μαξιλάρια, να τα σκίσει και να ρίξει τα πούπουλα στον άνεμο. 
Όταν ο άνθρωπος το έκανε, ο Ραβίνους του είπε:
- Και τώρα πήγαινε και μάζεψε τα πούπουλα.
- Μα, αυτό είναι αδύνατον, φώναξε ο άνθρωπος.
- Βεβαίως, ναι! Έδειξες πως λυπάσαι  ειλικρινά για το κακό που έκανες, αλλά είναι αδύνατον να εξαλείψεις το κακό που προκάλεσες με λόγια, όπως και να μαζέψεις τα πούπουλα.*


Για την αγάπη
Ο Άνεμος συνάντησε ένα όμορφο Λουλούδι και το αγάπησε. Όταν εκείνος τρυφερά χάιδευε το Λουλούδι, εκείνο απαντούσε με πιο μεγάλη αγάπη που εκφραζόταν με πιο έντονα χρώματα και δυνατό άρωμα. Όμως ο Άνεμος ήταν αχόρταγος και σκέφτηκε: "Εάν δώσω στο Λουλούδι όλη μου τη δύναμη και την ισχύ, αυτό θα μου χαρίσει κάτι πολύ ωραίο και μεγάλο". Η αναπνοή της αγάπης του ήταν τόσο δυνατή, ώστε το Λουλούδι δεν άντεξε αυτό το πάθος και λύγισε. Ο άνεμος απεγνωσμένα προσπαθούσε να το σηκώσει και να το αναστήσει, αλλά δε μπόρεσε. Τότε ηρέμησε και με την τρυφερή ανάσα της αγάπης, προσπάθησε να αναζωογονήσει το Λουλούδι, αλλά εκείνο μαραινόταν μπροστά στα μάτια του. Τότε ο Άνεμος φώναξε με οργή:
- Εγώ σου έδωσα όλη τη δύναμη της αγάπης μου, αλλά εσύ δεν έχεις δυνάμεις να μου απαντήσεις με το ίδιο πάθος. Εσύ δε μ' αγαπούσες!
Όμως το Λουλούδι δεν απάντησε, γιατί ήταν νεκρό. 
Εκείνος που αγαπά, πρέπει να θυμάται πως η αγάπη μετριέται όχι με δύναμη και πάθος, αλλά με τρυφερότητα και στοργικότητα.*


Το βραβείο για την καθαριότητα
Μια φορά ο σύζυγος πήγε στη δουλειά, ενώ η γυναίκα του, γνωστή λάτρισσα της καθαρότητας, όλη την ημέρα κυνηγούσε τη σκόνη και έκανε να γυαλίσουν όλα τα έπιπλα, ακόμα και το πτυελοδοχείο στη γωνιά. Εξ αιτίας αυτού του κυνηγητού ξέχασε εντελώς τον εαυτό της και έτρεχε μέσα στο σπίτι σαν βρώμικη τσαπατσούλα.
Όταν επέστρεψε ο σύζυγος, είχε την ανάγκη να καθαρίσει το λαιμό του απ' τη σκόνη του δρόμου. Άρχισε να ψάχνει που να φτύσει, αλλά τα πάντα έλαμπαν από την καθαρότητα και δεν του έμεινε τίποτα άλλο παρά να φτύσει τη γυναίκα του.*

Μια παραλλαγή:

Κάποτε δύο φίλοι ναυτικοί που ταξίδευαν με το ίδιο καράβι και έλειπαν πολύ καιρό από τα σπίτια τους, έστειλαν μήνυμα στις γυναίκες τους πως θα έφταναν την άλλη μέρα. Η μία άρχισε να τρέχει για να συμμαζέψει, να πλύνει, να ασβεστώσει και να κάνει πεντακάθαρο όλο το σπίτι για να τον υποδεχτεί, παραμελώντας τελείως τον εαυτό της. Η άλλη παράτησε το σπίτι όπως ήταν βρώμικο και ακατάστατο και έτρεξε στο μπάνιο όπου άρχισε να πλένεται, να περιποιείται, να βάφεται και να αρωματίζεται. Κανένας από τους δύο ναυτικούς δεν πρόσεξε σε τι κατάσταση ήταν το σπίτι όταν έφτασαν. Το μόνο που κοίταξαν και οι δύο ήταν η γυναίκα τους.

Αποστολέας Αλεξάνδρα 


Μια φορά ο Βούδας περνούσε με τους μαθητές του από ένα χωριό όπου ζούσαν εχθροί του Βουδισμού. Οι κάτοικοι του χωριού βγήκαν από τα σπίτια τους, περικύκλωσαν τον Βούδα και τους μαθητές του και άρχισαν να τους προσβάλουν. Οι μαθητές ήταν έτοιμοι να τους αποκρούσουν αποφασιστικά και μερικοί απαντούσαν με οργή, όμως η παρουσία του Βούδα τους έκανε να συγκρατηθούν. Η αντίδραση του Βούδα τους έφερε σε αμηχανία, όταν γύρισε στους μαθητές του και τους είπε:
- Με απογοητεύσατε. Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν αυτό που θεωρούν σωστό. Είναι οργισμένοι, λογαριάζουν πως είμαι εχθρός της θρησκείας τους, των ηθικών αξιών. Αυτοί οι άνθρωποι με βρίζουν κι αυτό είναι φυσικό. Αλλά γιατί θυμώσατε εσείς; Γιατί επιτρέψατε σ' αυτούς τους ανθρώπους να σας χειρίζονται; Τώρα είστε εξαρτημένοι άνθρωποι. Μήπως δεν είστε ελεύθεροι;
Οι κάτοικοι του χωριού δεν περίμεναν τέτοια αντίδραση. Ήταν αμήχανοι και ησύχασαν. Μέσα στην ησυχία ο Βούδας γύρισε στους χωρικούς και τους είπε:
- Τελειώσατε; Αν δεν είπατε όλα αυτά που θέλατε να μου πείτε, θα έχετε τη δυνατότητα να τα εκφράσετε, όταν θα επιστρέψουμε. 
Οι άνθρωποι του χωριού βρισκόταν σε πλήρη αμηχανία και τον ρωτήσανε: 
- Μα εμείς σε προσβάλλαμε, γιατί δε θυμώνεις μαζί μας;
- Είστε ελεύθεροι άνθρωποι και αυτό που κάνατε είναι δικαίωμά σας. Κι εγώ είμαι ελεύθερος άνθρωπος και κανένας δε μπορεί να προκαλεί την αντίδρασή μου, κανένας δε μπορεί να έχει επίδραση πάνω μου, κανένας δε μπορεί να χειριστεί τα αισθήματά μου. Η αντίδρασή μου προέρχεται από την εσωτερική μου κατάσταση. Και τώρα, θα ήθελα να σας πω κάτι. Οι κάτοικοι του χωρίου που είναι δίπλα στο δικό σας, μας χαιρέτησαν και μας έφεραν λουλούδια, φρούτα, διάφορα γλυκίσματα. Όμως εγώ τους είπα: "Ευχαριστώ, αλλά εμείς έχουμε φάει ήδη. Σας παρακαλώ, κρατήστε τα για τον εαυτό σας με την ευλογία μου. Εμείς ποτέ δεν κουβαλάμε μαζί μας τροφή." Τώρα ρωτάω εσάς: "Τι έπρεπε να κάνουν με αυτά που μου έδωσαν, ενώ εγώ τα επέστρεψα πίσω;"
Ένας άνθρωπος από το πλήθος, είπε:
- Νομίζω πως τα πήρανε πίσω στα σπίτια τους και τα έδωσαν στις οικογένειές τους. 
Ο Βούδας χαμογέλασε και είπε:
- Δεν ξέρω τι θα κάνετε με τις δικές σας προσβολές και ύβρεις. Απλά, εγώ δεν τις δέχομαι. Όταν εγώ απορρίπτω τα φαγητά, τότε τα παίρνουν πίσω. Τι  θα κάνετε τώρα εσείς; Εγώ απορρίπτω τις προσβολές σας, γι' αυτό κι εσείς πάρτε τις  ύβρεις στα σπίτια σας και κάντε τις ό,τι θέλετε.*


Ο μέσος δρόμος
Ο πρίγκιπας Σραβάν ζούσε μέσα σε πολυτελέστατο μέγαρο. Του άρεσε η χλιδή. Την πρωτεύουσά του συνεχώς την ανανέωνε, έχτιζε καινούρια κτίρια και την έκανε πολύ όμορφη. Όμως κάποτε, κατάλαβε πως τα 'χε βαρεθεί όλα και όταν άκουσε πως στην πόλη ήρθε ο Βούδας πήγε να τον δει και γοητευμένος απ' την ομιλία του ζήτησε να γίνει μαθητής του. Όλο το βασίλειο ήταν αμήχανο με την εξέλιξη των γεγονότων. Οι άνθρωποι δε μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο Σραβάν έγινε μονάχος, αφού ήταν άνθρωπος που πάντα ήθελε να ικανοποιήσει τις ιδιοτροπίες του, ακόμη και τις ακραίες. Οι συνηθισμένες ασχολίες του ήταν το κρασί και οι γυναίκες.
Και οι μαθητές του Βούδα με απορία ρωτούσανε τον δάσκαλό τους:
- Τι έγινε; Αυτό είναι θαύμα. Ο Σραβάν έγινε μοναχός!; Τι του έκανες, δάσκαλε;
- Δεν έκανα τίποτα, είπε ο Βούδας, ο νους του ανθρώπου πολύ εύκολα κινείται από τη μία κατάσταση σε άλλη. Είναι η συνηθισμένη διαδρομή του νου. Εκπλήσσεστε γιατί δεν γνωρίζετε τους νόμους που χειρίζονται τον ανθρώπινο νου. Ο άνθρωπος που είχε τρέλα, βυθισμένος μες στα πλούτη, τώρα έχει τρέλα απορρίπτοντας τα πλούτη. 
Έτσι ο Σραβάν έγινε οπαδός του Βούδα και πολύ σύντομα οι μαθητές άρχισαν να παρατηρούν πως κινείται από την μία ακρότητα σε άλλη. Ο Βούδας ποτέ δε ζητούσε από τους μαθητές του να είναι γυμνοί, ενώ ο Σραβάν έπαψε να φοράει ρούχα. Οι άλλοι έκαναν διαλογισμό κάτω απ' τα δέντρα, ενώ ο Σραβάν κάτω απ' τον καυτό ήλιο. Όλοι έτρωγαν μια φορά την ημέρα, ενώ ο Σραβάν μια φορά στις δυο μέρες.
Ένα βράδυ ο Βούδας τον πλησίασε και του είπε:
- Σραβάν, ξέρω πως όταν ήσουν πρίγκιπας και έπαιζες σιτάρ. Ήσουν καλός μουσικός. Δε μου λες; Τι θα γίνει αν χαλαρώσεις τις χορδές; 
- Δε θα μπορέσεις να βγάλεις μουσική.
- Εάν τεντώνεις τις χορδές, τότε τι θα γίνει;
- Το ίδιο, δε θα βγάλεις μουσικό ήχο. Το τέντωμα των χορδών δεν πρέπει να είναι ούτε πολύ δυνατό, ούτε αδύνατο, ακριβώς στη μέση. Μόνο ο ειδικός μπορεί να τεντώσει σωστά τις χορδές.
Και τότε ο Βούδας είπε:
- Σε παρατηρώ εδώ και έξι μήνες. Η μουσική που θέλεις να βγάλεις από τον εαυτό σου θα παράγει μουσικό ήχο, μόνο αν οι χορδές δεν είναι πολύ τεντωμένες ή δεν είναι χαλαρές. Πρέπει να βρεις την χρυσή τομή. Σραβάν, φέρε τον εαυτό σου σε ισορροπία, μόνο έτσι θα φτάσεις στον σκοπό σου.*


Η στάμνα με το κουσούρι
Ο μαθητής ενός Γκουρού έκανε και τη δουλειά του νεροκουβαλητή. Το νερό το έφερνε απ' την πηγή στο σπίτι του δασκάλου, με δύο στάμνες, κρεμασμένες από ένα μακρύ κονταρόξυλο στηριγμένο στους ώμους. Η μία στάμνα είχε ρωγμή, ενώ η άλλη ήταν εντάξει και πάντα έφερνε όλο το νερό στο σπίτι. Η στάμνα με τη ρωγμή έφερνε μόνο το μισό νερό. 
Δυο χρόνια, καθημερινά ο μαθητής έφερνε στο σπίτι μόνο μιάμιση στάμνα νερό. Βεβαίως η γερή στάμνα περηφανευόταν για τα κατορθώματά της, αλλά η ελαττωματική στάμνα ένιωθε ντροπή και ήταν πολύ δυστυχισμένη γιατί δεν έκανε τη δουλειά της όπως θα έπρεπε. 
Μια μέρα, δίπλα στην πηγή η στάμνα με το κουσούρι, μίλησε στον νεροκουβαλητή και είπε:
- Σου ζητώ συγνώμη, νιώθω τύψεις απέναντί σου.
- Γιατί; Τι έγινε;
- Στη διάρκεια των δύο χρονών, μπόρεσα να κουβαλήσω στο σπίτι μόνο το μισό νερό. Εξ αιτίας αυτής της ρωγμής έχανα το άλλο μισό στο δρόμο, απ' την πηγή στο σπίτι. Αυτό το ελάττωμά μου, δε σου έδωσε τη δυνατότητα να έχεις το καλύτερο αποτέλεσμα του κόπου σου, είπε η στάμνα με στενοχώρια.
Ο μαθητής του Γκουρού ένιωσε λύπη για την παλιά ραγισμένη στάμνα και αφού ήταν καλός άνθρωπος, είπε:
- Τώρα, όταν θα επιστρέφουμε στο σπίτι του δασκάλου, θέλω να προσέξεις τα όμορφα λουλούδια στον δρόμο προς το σπίτι.
Πράγματι, από τη μια πλευρά του δρόμου είχε πολύ όμορφα λουλούδια και η στάμνα τα είδε. Τότε ο νεροκουβαλητής σταμάτησε και είπε: 
- Ελπίζω να αντιλήφθηκες, πως τα λουλούδια φυτρώνουν μόνο απ' τη δική σου πλευρά και όχι από την πλευρά της γερής στάμνας; Εγώ από την πρώτη στιγμή ήξερα για το ελάττωμά σου και το χρησιμοποίησα προς όφελος. Έσπειρα λουλούδια από την πλευρά σου και εσύ κάθε μέρα τα πότιζες με τη ρωγμή σου. Έτσι, στη διάρκεια των δύο ετών, μάζευα όμορφα λουλούδια για να στολίζω το τραπέζι του δάσκαλού μου. Χωρίς εσένα, έτσι όπως είσαι με ελάττωμα, δε θα είχαμε αυτή την ομορφιά στο σπίτι.*


Μια φορά ο Ισά, ο γιος της Μαρίας, περπατούσε στην έρημο κοντά στην Ιερουσαλήμ με μερικούς ανθρώπους που περικύκλωσαν τον μεγάλο Προφήτη και ζητούσαν να τους πει τη μυστική λέξη που ανασταίνει τους νεκρούς. 
Ο Ισά τους είπε:
- Εάν σας πω τη μυστική λέξη, ξέρω πως δε θα τη χρησιμοποιήσετε σωστά.
Οι άνθρωποι όμως ικέτευαν και επίμονα ζητούσαν να τους αποκαλύψει το μυστικό:
- Είμαστε προετοιμασμένοι για αυτή τη γνώση και την αξίζουμε. Εκτός αυτού, το μυστικό θα δυναμώσει την πίστη μας. 
- Δεν κατανοείτε, τι ζητάτε, έφερε αντίρρηση ο Ισά, όμως τελικά αναγκάστηκε να αποκαλύψει τη μυστική λέξη.
Την άλλη μέρα, αυτοί οι άνθρωποι περπατώντας στην έρημο, είδαν μια στοίβα οστών που ήταν άσπρα από το χρόνο.
- Ελάτε να δοκιμάσουμε τη δύναμη του μυστικού λόγου, είπαν οι άνθρωποι και χωρίς να το σκεφτούν, όλοι μαζί φώναξαν τη Λέξη.
Μόλις είπαν τη Λέξη, αμέσως τα οστά ενώθηκαν και έγιναν σκελετός ο οποίος γρήγορα μεταμορφώθηκε σε κορμί που σκεπάστηκε από μαλλιά και μπροστά τους εμφανίστηκε ένα τεράστιο λιοντάρι. Το θηρίο που ζωντάνεψε, όρμησε πάνω στους ανθρώπους και τους κατασπάραξε.*


Ο Νασρεντίν και οι φιλόσοφοι
Οι φιλόσοφοι μαζεύτηκαν στην αυλή του Πατισάχ για να δικάσουν τον Νασρεντίν. Η υπόθεση ήταν σοβαρή, γιατί τον κατηγορούσαν οι φιλόσοφοι πως περνώντας από χωριά και πόλεις έλεγε: "Αυτοί που ονομάζονται φιλόσοφοι, είναι άνθρωποι αγράμματοι, αναποφάσιστοι κι ανόητοι". Τον κατηγορούσαν για υπονόμευση των θεμελίων του κράτους.
Ο Πατισάχ απευθύνθηκε στον Μουλά και είπε:
- Μπορείς να μιλήσεις πρώτος. Τι έχεις να πεις για τις κατηγορίες;
- Ας φέρουν κόλλες και μολύβια, είπε ο Νασρεντίν, και όταν τα έφεραν, συνέχισε:
- Δώστε τα στους πρώτους εφτά φιλόσοφους, και όταν τα έδωσαν, είπε:
- Ας γράψει ο καθένας την απάντηση στην ερώτηση: "Τι είναι το ψωμί;"
Οι φιλόσοφοι έγραψαν και παρέδωσαν τα γραπτά στον Πατισάχ ο οποίος τα διάβασε φωναχτά.
Ο πρώτος έγραψε: "Το ψωμί είναι τροφή".
Ο δεύτερος: "Είναι αλεύρι και νερό".
Ο τρίτος: "Είναι το δώρο του Αλλάχ".
Ο τέταρτος: "Ψημένο ζυμάρι".
Ο πέμπτος: "Ευμετάβλητη έννοια που υπονοεί την βασική τροφή των ανθρώπων".
Ο έκτος: "Θρεπτική ουσία".
Ο έβδομος: "Μόνο ο Αλλάχ ξέρει την απάντηση".
Και τότε σηκώθηκε ο Νασρεντίν και απευθύνθηκε στον Πατισάχ και τους αυλικούς:
- Όταν αυτοί οι άνθρωποι αποφασίσουν, τι είναι τελικά το ψωμί, τότε ίσως να μπορέσουν να λύσουν και άλλα προβλήματα, π.χ. "Έχω δίκιο ή άδικο;". Τώρα πέστε μου! Μπορούμε να βασιζόμαστε στην κρίση τέτοιων ανθρώπων; Δεν είναι παράξενο που δε μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους, τι τρώνε κάθε μέρα; Μόνο σ' ένα πράγμα ήταν ομόφωνοι, να με κατηγορήσουν ως εγκληματία.*


Νερό του Παράδεισου
Ο βεδουίνος Χαρίς και η γυναίκα του Ναφίσα περιπλανούνταν στην έρημο από τη μία όαση στην άλλη. Ζούσαν σε μια παλιά σκηνή εκεί όπου έβρισκαν δυο-τρία φοινικόδεντρα, ακανθώδεις θάμνους για την καμήλα τους και καμιά πηγή γλυφού νερού. Έτσι ζούσαν για δεκαετίες. Όλες οι ημέρες του νομάδα έμοιαζαν η μία την άλλη και πολύ σπάνια κάτι άλλαζε την συνηθισμένη τους ροή. Με διάφορες παγίδες έπιανε διάφορα αγρίμια της ερήμου για το κρέας και το δέρμα τους και έκανε σκοινιά από τις ίνες των φοινικόδεντρων. Όλα αυτά, τα πουλούσε και στα καραβάνια που περνούσαν από την έρημο.
Όμως μια φορά, ο Χαρίς βρήκε τυχαία μέσα στην έρημο μια πηγή. Πήρε στην παλάμη του λίγο νερό και το δοκίμασε. Το νερό αυτό ξεχώριζε τόσο από το συνηθισμένο, που του φάνηκε ως νερό του Παραδείσου. Στην πραγματικότητα το νερό ήταν αρκετά αλμυρό και για μας θα ήταν βρώμικο και αλμυρό, όμως ο βεδουίνος ένιωσε μεγάλο ενθουσιασμό.
- Αυτό το νερό, είπε στον εαυτό του, πρέπει να το πάω σ' εκείνον που θα το εκτιμήσει επάξια. 
Ο Χαρίς αμέσως πήρε τον δρόμο για τη Βαγδάτη, για την αυλή του Μεγάλου Χαλίφη Χαρούν αλ-Ρασίντ, γεμίζοντας δυο ασκούς, ένα για τον εαυτό του και ένα για τον Χαλίφη. Ημέρα και νύχτα χωρίς κούραση βίαζε την καμήλα του και σταματούσε μόνο για να φάει λίγους χουρμάδες. Όταν έφτασε στη Βαγδάτη, ο βεδουίνος κατευθύνθηκε προς το μέγαρο του Χαλίφη. Οι φύλακες τον ακούσανε και έχοντας υπ' όψιν τις διαταγές του Χαλίφη τον οδήγησαν στην αίθουσα του θρόνου.
- Ω! μεγάλε Βασιλιά! απευθύνθηκε ο Χαρίς στον Χαλίφη, είμαι ένας φτωχός βεδουίνος και γνωρίζω πολύ καλά τις πηγές της ερήμου, αν και γνωρίζω πολύ λίγα για τ' άλλα πράγματα. Βρήκα στην έρημο μια πηγή με νερό του Παράδεισου και σκέφτηκα πως αυτό το νερό είναι άξιο μόνο για έναν τέτοιο μεγάλο άνδρα σαν κι εσένα. Σε παρακαλώ να δεχτείς το δώρο μου. 
Με αυτά τα λόγια, έδωσε στον Χαρούν αλ-Ρασίντ τον ασκό με το νερό. Ο Χαρούν ο Δίκαιος δοκίμασε το νερό και κατάλαβε… γιατί ήξερε καλά το λαό του. Τον ευχαρίστησε και διέταξε τους φύλακες να πάνε τον βεδουίνο στο δωμάτιο για τους επισκέπτες για να ξεκουραστεί. Μετά, ο Χαλίφης είπε στον αρχηγό των φυλάκων:
- Το γλυκό νερό που εμείς έχουμε άφθονο, γι' αυτόν είναι θησαυρός. Τη νύχτα να οδηγήσεις αυτόν τον βεδουίνο έξω από την πόλη και κοίτα να μη δει τον ποταμό Τίγρη. Δεν πρέπει να γνωρίσει τη γεύση του ποταμίσιου γλυκού νερού. Όταν θα φτάσετε στην όασή του, θα τον ευχαριστήσεις από μένα και θα του δώσεις χίλια χρυσά δηνάρια. Να του πεις ότι τον διορίζω φύλακα αυτής της πηγής του νερού του Παράδεισου και ότι πρέπει να προμηθεύει με νερό όλους τους ταξιδιώτες που περνάνε από την έρημο.*


Δεν παίρνω από τους ζητιάνους
Ένας Βασιλιάς, πήγε μια φορά στο δάσος και συνάντησε έναν σοφό. Μίλησε  πολύ καιρό με τον σοφό και έμεινε έκπληκτος από την σοφία του γέροντα. Ο Βασιλιάς, με ευλάβεια ζήτησε από τον σοφό να δεχτεί κάποιο δώρο. Ο σοφός αρνήθηκε και είπε:
- Οι καρποί αυτού του δάσους είναι αρκετοί για μένα, τα καθαρά νερά των πηγών μου δίνουν νερό, ο φλοιός των δένδρων μου δίνει ρούχα, τα σπήλαια είναι το σπίτι μου. Γιατί να πάρω δώρο από σένα ή κάποιον άλλο;
Ο Βασιλιάς απάντησε:
- Μόνο και μόνο για να μου δώσεις ευχαρίστηση. Σε παρακαλώ, έλα μαζί μου στην πόλη, στο μέγαρό μου και πάρε κάποιο δώρο από μένα.
Για πολύ καιρό ο Βασιλιάς ικέτευε τον σοφό γέροντα και τελικά εκείνος συμφώνησε και πήγε μαζί στο μέγαρό του. 
Πριν να δώσει το δώρο ο Βασιλιάς άρχισε να προσεύχεται:
- Πανάγαθε! Σε παρακαλώ δώσε μου κι άλλα παιδιά, δώσε μου πλούτη και βοήθησέ με να αποκτήσω και άλλα εδάφη. Κύριε! Φύλαξε την υγεία μου…
Πριν τελειώσει ο Βασιλιάς την προσευχή του, ο σοφός σηκώθηκε και βγήκε από το διαμέρισμα. Ο Βασιλιάς στεναχωρημένος έτρεξε από πίσω του και φώναζε:
- Φεύγεις, χωρίς να πάρεις το δώρο μου;
Ο γέροντας σταμάτησε γύρισε το κεφάλι του και είπε:
- Δεν παίρνω από τους ζητιάνους. Εσύ ο ίδιος είσαι διακονιάρης, πώς μπορείς να μου δώσεις κάτι.*


Ο Αντβαντχούτα και ο αετός
Μια φορά, ο Αντβαντχούτα έδωσε στον κόσμο τέσσερις Γκουρού. Ο ένας απ' αυτούς ήταν αετός. 
Στην ακτή ενός ποταμού οι ψαράδες έβγαζαν την αλιεία τους. Ο αετός πέταξε προς τη γη και άρπαξε ένα ψάρι. Βλέποντας τον αετό με ψάρι στα νύχια του, εκατοντάδες κοράκια άρχισαν να κρώζουν, δημιούργησαν μεγάλο θόρυβο και όρμησαν πίσω του. Όπου και να πετούσε ο αετός, τα κοράκια τον ακολουθούσαν. Πετούσε ψηλά, τον κυνηγούσε και όλο το σμήνος από κάτω, πετούσε χαμηλά, του επιτίθονταν από πάνω και πουθενά δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Τελικά, κουράστηκε πολύ και άφησε το ψάρι. Τότε τα κοράκια όρμησαν κάτω να πιάσουν το ψάρι και ο αετός έμεινε μόνος. Κάθισε σε κορυφή ενός μεγάλου δέντρου και σκέφτηκε: "Αυτό το ψάρι ήταν η αιτία της αγωνίας μου, και τώρα που δεν το έχω είμαι ευτυχισμένος και νιώθω γαλήνη".
Ο Αντβαντχούτα γνώρισε απ' αυτόν τον αετό, ότι όσο ο άνθρωπος είναι προσκολλημένος στα αγαθά, έχει πολλές σκοτούρες, ανησυχίες, αγωνίες και δυστυχίες. Όμως, όταν αυτή η προσκόλληση ξεπερνιέται, τελειώνουν και τα προβλήματα του ανθρώπου και έρχεται η γαλήνη και η ησυχία.*


Ξύλινο πιάτο
Κάποτε ζούσε ένας γέρος. Τα μάτια του δεν έβλεπαν καλά, η ακοή του ήταν χάλια, τα γόνατά του δεν τον κρατούσαν και ο γέρος περπατούσε με μεγάλη δυσκολία. Όταν έτρωγε δεν μπορούσε να κρατήσει σταθερά το κουτάλι του και συχνά λέρωνε το τραπεζομάντιλο. Ο γιος του και η νύφη του, κοιτούσαν με περιφρόνηση τον γέρο και αποφάσισαν να τον ταΐζουν καθιστό πάνω στο πάτωμα, στη γωνιά του δωματίου. Μια φορά, τα χέρια του έτρεμαν τόσο, ώστε δε μπόρεσε να κρατήσει το παλιό του πιάτο κι εκείνο έπεσε και καταστράφηκε. Η νύφη άρχισε να κατσαδιάζει τον γέρο. Εκείνος δεν είπε τίποτα, μόνο αναστέναξε βαριά. Τότε ο γιος του έκανε ένα χοντροκομμένο ξύλινο πιάτο. Τώρα ο πατέρας του έτρωγε από 'κει. 
Μια μέρα, όταν οι γονείς κάθονταν γύρω από το τραπέζι και έτρωγαν, μπήκε στο δωμάτιο ο τετράχρονος γιος τους με ένα κομμάτι ξύλο.
- Τι θα κάνεις με αυτό το ξύλο, ρώτησε ο πατέρας.
- Πιάτο, απάντησε το παιδί, από 'κεί θα τρως εσύ και η μητέρα μου, όταν θα μεγαλώσω.*


Ένας Βασιλιάς της Ανατολής ήταν γνωστός σ' όλο τον κόσμο για τη σοφία που τον διέκρινε. Κανένας δε μπορούσε να τον ξεπεράσει σε εξυπνάδα και να συγκριθεί με τα πλούτη του. Μια φορά, ο Βεζίρης ήρθε στον Βασιλιά πολύ στεναχωρημένος:
- Ω! μεγάλε Σουλτάνε, είσαι ο πιο σοφός, ο πιο ισχυρός στη χώρα μας. Έχεις στα χέρια σου τη ζωή και το θάνατο. Άκουσε τώρα, τι λέει για σένα ο κόσμος. Μόλις επέστρεψα από την περιοδεία μου στις πόλεις και στα χωριά. Ό λαός σε ανυψώνει στους ουρανούς, αλλά υπάρχουν και κάποιοι που σε βρίζουν. Αυτοί σε περιγελούν και κοροϊδεύουν τις σοφές σου αποφάσεις. Είναι ανεπίτρεπτη αυτή η κατάσταση, αγαπητέ μου Σουλτάνε!
Ο Σουλτάνος χαμογέλασε και απάντησε:
- Όπως και οι άλλοι στο Βασίλειο μου, γνωρίζεις για τις υπηρεσίες που προσέφερα στο λαό μου. Το κράτος μου είναι πλούσιο και δυνατό. Μάλιστα, έχεις δίκιο, μπορώ να κάνω πολλά πράματα. Μπορώ να διατάξω να κλείσουν οι πύλες όλων των πόλεων, αλλά δε μπορώ να κλείσω τα στόματα των υπηκόων μου. Δεν έχει σημασία τι λένε μερικοί για μένα, σημασία έχει αυτό που ξέρω εγώ, πως κάνω το καλό για τους ανθρώπους.*


Είναι πολύ παλιά παραβολή, τόσο παλιά, ώστε ο Θεός ακόμη ζούσε πάνω στη γη, ανάμεσα στους ανθρώπους.
Μια φορά, τον επισκέφθηκε ένας παλιός αγρότης και του είπε:
- Άκουσε, καλά Είσαι Θεός, δημιούργησες το σύμπαν, αλλά πρέπει να σου πω, ότι δεν είσαι αγρότης, δεν γνωρίζεις τα πιο απλά πράγματα για τη γεωργία. Πρέπει να πάρεις λίγα μαθήματα. 
- Τι προτείνεις, ρώτησε ο Θεός.
- Δώσε μου ένα χρόνο και αν όλα γίνουν έτσι όπως θα τα ζητήσω εγώ, θα δεις τι θα γίνει. Θα εξαφανίσω τη φτώχεια.
Ο Θεός συμφώνησε και έδωσε στον αγρότη ένα χρόνο.
Ο γεωργός είχε όλα αυτά που ζήτησε. Βροχή όποτε ήθελε, όχι θύελλες, αστραπές και χαλάζι, τίποτα επικίνδυνο για το σιτάρι. Ο αγρότης ήταν ευτυχισμένος, το σιτάρι φύτρωνε πολύ ψηλό! Ο ήλιος φώτιζε ή η βροχή διαρκούσε όσο ήθελε. Αυτό το χρόνο όλα ήταν σωστά με μαθηματική ακρίβεια και το σιτάρι ήταν ασυνήθιστα ψηλό. 
Και τότε ο αγρότης ήρθε στον Θεό και του είπε:
- Κοίτα, θα έχουμε τέτοια σοδειά, ώστε οι άνθρωποι για δέκα χρόνια θα μπορούν να μη δουλεύουν, γιατί θα έχουν ψωμί.
Όμως, όταν μαζέψανε τη σοδειά, είδανε πως τα στάχυα δεν είχαν κόκκους. Ο αγρότης έμεινε κατάπληκτος και με απορία ρωτούσε τον Θεό:
- Γιατί συμβαίνει αυτό; Πού είναι το λάθος μου;
Ο Θεός είπε:
- Γιατί δεν υπήρχε αντίρρηση, δεν υπήρχε σύγκρουση, δεν υπήρχε τριβή, γιατί εσύ απομάκρυνες τα "κακά" φαινόμενα. Γι' αυτό το σιτάρι σου έμεινε άκαρπο. Χρειάζεται λίγη πάλη. Οι θύελλες, οι βροντές και οι αστραπές θα ξυπνούσαν την ψυχή του σιταριού.
Αυτή η παραβολή έχει μεγάλο νόημα. Εάν είσαι πάντα ευτυχισμένος, η ευτυχία χάνει τη σημασία της. Είναι σα να γράφει κάποιος με άσπρη κιμωλία πάνω σε άσπρο τοίχο. Κανένας δε θα μπορέσει να διαβάσει τα γραμμένα. Η νύχτα είναι στο ίδιο βαθμό χρήσιμη, όπως και η ημέρα, και οι ημέρες απελπισίας έχουν την ίδια σπουδαιότητα, όπως και οι ημέρες χαράς. Και αν σιγά-σιγά αντιληφθείς τον ρυθμό της ζωής, θα νιώσεις τον δισυπόστατο ρυθμό της, τον ρυθμό των αντιθέσεων και τότε θα βρεις τις Μεγάλες Απαντήσεις. Τότε θα αποκτήσεις το Μυστικό. Ακόμη και η απελπισία και η θλίψη δεν θα έχουν την συνηθισμένη καταστροφική μορφή. Όχι! θα σ' επισκεφθεί η δυστυχία, αλλά δε θα είναι εχθρός σου. Θα συμφιλιωθείς μαζί της, γιατί θα βλέπεις το όφελός της. Θα είσαι ικανός να βλέπεις την ομορφιά της, θα καταφέρεις να κατανοήσεις για ποιο λόγο υπάρχει η συμφορά και γιατί πότε-πότε είναι απαραίτητη.*


Πως μπορείτε να κρίνετε!
Κάποτε, παλιά, σ' ένα χωριό ζούσε ένας γέρος. Ήταν πολύ φτωχός, αλλά τον ζήλευαν οι Βασιλιάδες, γιατί είχε ένα ωραίο άσπρο άλογο. Ποτέ κανένας δεν είδε παρόμοιο άτι, τόσο όμορφο και δυνατό. Οι Βασιλιάδες και οι πιο πλούσιοι άνθρωποι της χώρας πρότειναν στο γέρο τα πάντα για ν' αγοράσουν το άλογο, όμως ο γέρος έλεγε:
- Αυτό το άλογο έχει πρόσωπο, είναι ο φίλος μου. Είναι δυνατόν να πουλήσω τον φίλο μου;
Και αν η φτώχια του ήταν μεγάλη και οι πειρασμοί αμέτρητοι, ο γέρος δεν ήθελε να πουλήσει το άλογο. 
Μια μέρα το πρωί, ο γέρος μπήκε στο παχνί και δεν βρήκε το άλογό του. Μαζεύτηκε όλο το χωριό και όλοι μαζί φώναζαν:
- Είσαι ανόητος! Δε σου λέγαμε ότι μια μέρα θα κλέψουν το άλογό σου; Με τόσες ανάγκες να κρατάς τέτοιο θησαυρό!…Αν το πουλούσες, θα είχες όσα λεφτά ήθελες. Τι δυστυχία!
Ο γέρος είπε: 
- Μην υπερβάλετε! Ναι, είναι γεγονός ότι το άλογο δεν είναι μέσα στην παχνί, όλα τ' άλλα είναι λόγια του αέρα, ευτυχία, δυστυχία… Πώς το ξέρετε; Πώς μπορείτε να κρίνετε;
Οι άνθρωποι γελούσαν και κορόιδευαν το γέρο. Όλοι νόμισαν πως ο γέρος τρελάθηκε από τη δυστυχία. Και πριν οι χωριανοί υποψιάζονταν πως ο γέρος δεν είναι καλά. Αν ήταν άλλος στη θέση του, από καιρό θα πουλούσε το άτι του και θα ζούσε σαν Βασιλιάς. 
Αλλά, ύστερα από δυο βδομάδες, το άτι επέστρεψε και έφερε μαζί του άλλα δώδεκα άγρια άλογα. Και ξανά μαζεύτηκε ο κόσμος και όλοι φώναζαν:
- Άλλα δώδεκα άλογα! Ολόκληρη περιουσία! Τι μεγάλη ευτυχία! Ναι, γέρο είχες δίκιο, εμείς είμαστε βλάκες! Συγνώμη!
Ο γέρος απάντησε:
- Τι πάθατε εσείς οι άνθρωποι; Ναι, επέστρεψε το άτι μου. Ναι, έφερε μαζί του και άλλα άλογα. Ευτυχία ή δυστυχία, πώς το ξέρετε; Είναι ένα μικρό επεισόδιο. Διαβάσατε από το βιβλίο μόνο μια σελίδα, πώς μπορείτε να κρίνετε όλο το βιβλίο; 
Δεν απάντησαν οι χωριανοί στον γέρο μήπως είχε δίκιο και τώρα. Γι' αυτό σιώπησαν, ενώ κατά βάθος της ψυχής τους ήξεραν καλά, πως είναι απέραντη ευτυχία δώδεκα άλογα! Αν επιθυμούσε, μπορούσε σε μια στιγμή να τα μετατρέψει σε αμύθητο πλούτο! 
Ο γέρος είχε έναν νεαρό γιο κι εκείνος άρχισε να δαμάζει τα άγρια άλογα, όμως ύστερα από δυο βδομάδες έπεσε από το άλογο και έσπασε το πόδι του. Ξαναήρθαν οι άνθρωποι και -οι άνθρωποι παντού είναι ίδιοι- άρχισαν να κρίνουν:
- Ναι, είπανε στον γέρο, κι άλλη μια φορά είχες δίκιο. Είναι δυστυχία ο μοναδικός γιος σου να σπάσει το πόδι του. Είχες μια υποστήριξη στα γηρατειά σου. Τώρα τι θα κάνεις καημένε;
Ο γέρος τους είπε:
- Ξανά κρίνετε; Γιατί βιάζεστε; Πέστε απλά πως ο γιος μου έσπασε το πόδι του. Δε μπορείτε να έχετε γνώμη για το τι είναι αυτό, δυστυχία ή ευτυχία. Η ζωή έχει ανεβοκατεβάσματα και μπορείς να κρίνεις μόνο στο τέλος της. 
Μετά από μερικές μέρες επιτέθηκε στη χώρα ο εχθρός, άρχισε ο πόλεμος και όλα τα παιδιά πήγανε στο στρατό. Και μόνο ο γιος του γέρου έμεινε γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει. Και ξανά οι άνθρωποι έκλαιγαν και φώναζαν. Από κάθε σπίτι έφυγαν οι άνδρες και τα παιδιά και δεν υπήρχε ελπίδα πως θα επιστρέψουν, γιατί ο εχθρός ήταν πολύ πιο δυνατός και η μάχη ήταν δεδομένο ότι θα χαθεί. Και ποτέ τα παιδιά δεν θα επέστρεφαν στα χωριά τους!
Όλο το χωριό ήδη πενθούσε τα παιδιά του. Και ήρθανε οι άνθρωποι στον γέρο και του είπανε: 
- Να μας συγχωρείς, γέρο! Ο Θεός βλέπει πως ξανά είχες δίκιο. Ήταν ευλογία το πέσιμο του παιδιού σου από το άλογο. Αν και ανάπηρος, είναι όμως μαζί σου, ενώ τα δικά μας παιδιά έφυγαν για πάντα! Ο γιος σου έμεινε ζωντανός και σε λίγο ίσως θ' αρχίσει να περπατάει. Καλύτερα κουτσός και ζωντανός!
Και είπε ο γέρος:
- Είστε αδιόρθωτοι εσείς οι άνθρωποι. Ξανά συνεχίζετε να κρίνετε και να έχετε γνώμη για πράγματα που δεν μπορεί να ξέρει ο θνητός. Βέβαια, πήρανε στον πόλεμο τα παιδιά σας με τη βία, ενώ ο δικός μου έμεινε μαζί μου. Αλλά κανένας δεν ξέρει, τι είναι αυτό, ευλογία ή δυστυχία. Μόνο ο Θεός ξέρει.*


Υποταγμένος να μην αλλάξεις
Ένας απ' τους μαθητές του Λάο Τσε του είπε:
- Άκουσα, πως είστε σοφός και για αυτό ήρθα να γίνω μαθητής σας. Δε με σταμάτησε ο μακρύς δρόμος. Πέρασα δίπλα από εκατό πανδοχεία, τα πόδια μου γέμισαν κάλους, αλλά εγώ συνέχισα το δρόμο μου. Όμως τώρα, ύστερα από μερικές μέρες, βλέπω πως δεν είστε σοφός, είστε σπάταλος. Τι είναι αυτό το ρύζι δίπλα στις φωλίτσες των ποντικιών; Δεν είναι άσπλαχνο απέναντι στον κόσμο που πεινάει;
Ο Λάο Τσε αδιάφορος, άκουσε και σιώπησε, δεν απάντησε. Την άλλη μέρα ο μαθητής πλησίασε τον Λάο Τσε και του είπε:
- Χθες σας προσέβαλα. Όμως σήμερα η καρδιά μου αρνείται αυτά που είπα.
- Αν χθες με αποκαλούσες γάιδαρο, θα δεχόμουνα το όνομα του γάιδαρου, αν μου έλεγες ότι είμαι αμαθής, με ηρεμία θα δεχόμουν το όνομα του αμαθούς. Αν ο άνθρωπος δεν αποδέχεται την προσβολή, τότε μπορεί να έρθει η σύμφορα. Εγώ υποτάχθηκα και δέχτηκα, όχι γιατί ήμουν υποταγμένος, αλλά γιατί υποτάχθηκα να μην αλλάζω.*


Να δεχθείς τον εαυτό σου
Ένας Βασιλιάς βγήκε να δει τον κήπο του και βρήκε πως πεθαίνουν και μαραίνονται τα δένδρα, τα δενδρύλλια και τα λουλούδια. Η βελανιδιά είπε πως πεθαίνει γιατί δε μπορεί να γίνει τόσο ψηλή όσο το πεύκο. Απευθυνόμενος στο πεύκο ο Βασιλιάς άκουσε πως ξεραίνεται, γιατί δε μπορεί να κάνει τσαμπιά όπως το αμπελόκλημα. Το αμπελόκλημα πέθαινε, γιατί δε μπορούσε να ανθήσει όπως το τριαντάφυλλο.
Βρήκε μόνο τις ντάλιες να είναι φρέσκες και να εκπέμπουν άρωμα και ομορφιά. Στο ερώτημά του ο Βασιλιάς πήρε την επόμενη απάντηση:
- Θεωρώ αυτονόητο, ότι με φύτεψες επειδή ήθελες ο κήπος σου να έχει ντάλιες. Εάν ήθελες σ' αυτό το μέρος να έχεις βελανιδιά ή αμπελόκλημα, ή τριαντάφυλλο, τότε θα φύτευες εκείνους κι όχι εμένα. Γι' αυτό σκέφτηκα, πως αφού δε μπορώ να είμαι κάποιος άλλος δε ζήλεψα κανέναν. Και αποφάσισα να είμαι αυτό που είμαι. 
Φίλε μου, είσαι σ' αυτόν τον κόσμο, επειδή ακριβώς εσένα με τις αρετές σου και τα ελαττώματα σου ήθελε το Σύμπαν. Μη ζηλεύεις κανένα. *


Ο Κομφούκιος και ο Λάο Τσε 
Όταν ο Κομφούκιος πήγε για πρώτη φορά και είδε τον Λάο Τσε στη σπηλιά που ζούσε, τον κοίταξε στα μάτια, είδε μία άβυσσο και κατάλαβε πως η συζήτησή τους θα είναι πολύ δύσκολη. Ο Κομφούκιος ξεκίνησε την κουβέντα προσπαθώντας να αναπτύξει το θέμα του "ανώτερου ανθρώπου", αλλά ο Λάο-Τσε γέλασε και είπε: 
- Εγώ ποτέ δεν είδα κάτι "ανώτερο" ή κάτι "κατώτερο". Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, όπως και το δέντρο είναι δέντρο. Όλοι συμμετέχουν στην ίδια και μοναδική Ύπαρξη. Κανένας δεν είναι ανώτερος ή κατώτερος. Αυτά είναι ανοησίες.
Τότε ο Κομφούκιος ρώτησε:
- Τι γίνεται ο άνθρωπος ύστερα από το θάνατό του;
- Εσείς ζείτε, αλλά φοβάμαι πως δεν θα μπορέσετε να μου πείτε: Τι είναι η ζωή; απάντησε με ερώτηση ο Λάο Τσε.
Ο Κομφούκιος βρέθηκε σε αμηχανία, ενώ ο Λάο Τσε συνέχισε:
- Δεν γνωρίζετε ακόμη αυτή τη ζωή, όπου βρίσκεστε. Κι αντί να προσπαθήσετε να την γνωρίσετε, εσείς ανησυχείτε για εκείνη που είναι πίσω από τα σύνορα.*


Ένας Μουλάς ήθελε να προφυλάξει την κόρη του από τους κινδύνους της ζωής και την κρατούσε μακριά από τα μάτια του κόσμου. Όμως η κόρη του μεγάλωσε, και η ομορφιά της άνθισε σαν λουλούδι. Τότε ο Μουλάς αναγκάστηκε να μιλήσει με την κόρη του και να της πει πόσο άτιμη είναι η ζωή και πόση υπουλότητα κρύβουν οι άνθρωποι.
- Αγαπητή μου κόρη, σε παρακαλώ σκέψου καλά αυτά που θα σου πω. Όλοι οι άνδρες θέλουν μόνο ένα πράμα. Είναι πονηροί, ύπουλοι και παντού βάζουν παγίδες. Στην αρχή ο άνδρας θαυμάζει την ομορφιά σου, μετά ζητά να πάτε για μια βόλτα. Περνάτε δίπλα από το σπίτι του κι εκείνος λέει πως θέλει να πάρει το παλτό του και ζητάει να τον περιμένεις μέσα στο σπίτι του. Εκεί σε κερνάει ένα τσάι. Μετά βάζει μουσική, περνάει η ώρα και ξαφνικά εκείνος ορμά πάνω σου! Και τότε ατιμάζεσαι, ατιμαζόμαστε κι εγώ και η μητέρα σου, ατιμάζεται και το καλό όνομά μας για πάντα.
Η κόρη του πήρε τα λόγια του κατάκαρδα και υποσχέθηκε στον πατέρα της ότι θα είναι πολύ προσεκτική. Πέρασαν μήνες. Κάποτε η κόρη, με υπερηφάνεια και χαμογελώντας πλησίασε τον πατέρα της και του είπε: 
- Πατέρα, μήπως είσαι Προφήτης; Πώς ήξερες, ότι ακριβώς έτσι θα συμβούν όλα; Όλα έγιναν όπως είπες εσύ. Στην αρχή εκείνος θαύμαζε την ομορφιά μου, μετά ζήτησε να κάνουμε μια βόλτα. Σάμπως τυχαία περνούσαμε δίπλα από το σπίτι του. Τότε θυμήθηκε πως ξέχασε το παλτό του και για να μη μείνω μόνη, με κάλεσε στο σπίτι του. Ήταν πολύ διακριτικός και μου πρόσφερε τσάι και έβαλε μια καταπληκτική μουσική. Εδώ πατέρα θυμήθηκα τα λόγια σου και ήδη ήξερα τι με περιμένει. Αλλά θα δεις πως είμαι άξια να έχω το όνομά σου. Όταν ένιωσα ότι η στιγμή πλησίαζε, εγώ η ίδια όρμησα πάνω του και τον ατίμασα, ατίμασα και τους γονείς του και το όνομά του.*


Η Χώρα των Ηλιθίων
Ένας κακός μάγος θέλησε να εξαφανίσει κάποιο βασίλειο και έριξε στις πηγές του νερού, απ' όπου έπιναν όλοι οι κάτοικοι, ένα ισχυρό φαρμάκι. Εάν κάποιος έπινε έστω και λίγο νερό τρελαινόταν. 
Την άλλη μέρα, όλοι οι κάτοικοι της χώρας, αφού ήπιαν νερό τρελάθηκαν, εκτός του βασιλιά και της οικογένειάς του, γιατί είχαν ειδική πηγή που ο μάγος δεν μπόρεσε να φτάσει. Όταν ο βασιλιάς κατάλαβε τι έγινε, προσπάθησε να αλλάξει την κατάσταση και έγραψε ειδικούς νόμους, αλλά οι υπουργοί του και οι αστυνόμοι που ήπιαν το τρελόνερο θεώρησαν ότι ο βασιλιάς τους τρελάθηκε και αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις εντολές του. Σε λίγο, όλη η χώρα έμαθε για τους νόμους του βασιλιά και ο λαός θεώρησεε ότι ο ηγέτης του είναι τρελός. Γύρω από το μέγαρο του βασιλιά μαζεύτηκε πολύς κόσμος και με κραυγές του ζητούσαν να παραιτηθεί. Απεγνωσμένος ο βασιλιάς θέλησε να απαρνηθεί τον θρόνο του, αλλά η βασίλισσα του είπε:
- Έλα να πιούμε κι εμείς απ' αυτό το τρελόνερο και τότε θα γίνουμε σαν το λαό μας.
Το είπαν και το έκαναν, και αμέσως άρχισαν να λένε ανοησίες και να κάνουν βλακείες. Όταν οι υπήκοοί τους είδαν πόσο σοφός είναι ο βασιλιάς τους σταμάτησαν να φωνάζουν "κάτω!" και άρχισαν να φωνάζουν "ζήτω!". Μετά στη Χώρα των Βλάκων επικράτησε η ησυχία και ο βασιλιάς κατάφερε να βασιλέψει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Παόλο Κοέλο*


Ο λόγος του Θεού
Μια φορά ο σοφός ρώτησε:
- Τι θα κάνατε, αν ήσασταν Θεός;
Ένας άνθρωπος απάντησε:
- Εγώ θα ζούσα μες στα πλούτη και τη χλιδή και θα είχα πολλούς υπηρέτες να με φροντίζουν.
Ο άλλος είπε:
- Εγώ θα δημιουργούσα ένα κράτος, όπου όλοι θα δούλευαν για το καλό της κοινωνίας και πάντα θα υπήρχε τάξη.
Ο τρίτος είπε:
- Εγώ θα έκανα πάνω στη γη τη Βασιλεία του Θεού. Θα φρόντιζα όλοι οι άνθρωποι να έχουν αυτά που επιθυμούν και να μη γνωρίζουν στενοχώριες και έγνοιες.
Άκουσε όλα αυτά ο Θεός και είπε με θλιμμένο χαμόγελο:
- Παιδιά μου αγαπημένα! Οι ιδέες που έχετε  για Μένα και αυτό που Είμαι στην πραγματικότητα, διαφέρουν πάρα πολύ το ένα από το άλλο. Ναι, πραγματικά, Είμαι ο Πλάστης και ο Παντοδύναμος όπως λένε οι θρησκείες σας και νομίζω καταλαβαίνετε πως δεν θα ήταν δύσκολο για Μένα να επιβάλλω στη γη την Δικαιοσύνη και την Ευτυχία. Όμως δεν είναι αυτός ο σκοπός μου για σας τους ανθρώπους. Αφού είστε τα παιδιά Μου, θέλω και εσείς να είστε σαν εμένα, να γίνετε και εσείς Θεοί. Και όλα αυτά που είπατε μπορούν να σας κάνουν ανθρωπάκια και τίποτα περισσότερο.
Ο σκοπός Μου μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με έναν τρόπο και αυτός ο τρόπος  κυριαρχεί τώρα πάνω στη γη. Και να ξέρετε, ότι όλοι τελικά θα καταφέρετε να γίνετε Θεοί αφού έχετε αθάνατη ψυχή, γιατί δεν έχει για Μένα  σημασία ο χρόνος.  Τώρα, όλη σας η ζωή είναι μια Πικρή Εμπειρία επειδή βιώνετε το μη θεϊκό,  αργότερα όμως, θα διαλέξετε μόνοι σας το δρόμο που θα σας οδηγήσει στο να γίνετε Θεοί. Γι' αυτό, με κάθε νέα γέννηση μπαίνει σε λειτουργεί ο Μηχανισμός Λησμονιάς που σας επιτρέπει να ξεχάσετε εντελώς την προηγούμενη, λιγότερο θεϊκή ζωή που είχατε (που μόνο στα βαθιά όνειρά σας βλέπετε επειδή ξεχνάτε πολύ εύκολα  οτιδηπωτε  για τις προηγούμενες ζωές σας). Ενώ αντίθετα, η ψυχή σας που τίποτε δεν ξεχνάει ασχολείται με Σύγκριση και Συσσώρευση Εμπειριών. Ναι, γνωρίζω την ταπεινή ζωή του ανθρώπου, την καταδίωξη του πλούτου, της δόξας, της διασκέδασης, γνωρίζω την λανθασμένη του άποψη ότι εκεί θα βρει την ευτυχία. Ναι, θα περάσουν χιλιάδες χρόνια μέχρι που το μυαλό σας θα καταλάβει τον πραγματικό στόχο και προορισμό της ψυχής σας και η ανάγκη της λειτουργίας του Μηχανισμού Λησμονιάς θα εξαφανιστεί και τότε και ο νους δε θα νιώθει την παραίσθηση του θανάτου τη στιγμή που σταματάει να λειτουργεί το φυσικό σώμα.
Μήπως, βλέποντας τη θλιβερή ζωή σας, νομίζετε πως ο Θεός σας άφησε στο έλεος της μοίρας; Όχι, δεν Είμαι Εγώ εκείνος που δημιούργησε αυτές τις συνθήκες μες στις οποίες ζείτε τώρα. Τις δημιουργήσατε εσείς οι ίδιοι. Απλά, λειτουργούν οι Νόμοι Μου που σας δείχνουν σ' αυτή την χρονική στιγμή τι είστε και προσωπικά και όλοι μαζί σαν κοινωνία. Μάλιστα, Είμαι λυπημένος γιατί για να μ' ακούσετε χρειάστηκαν χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια και ίσως θα χρειαστούν άλλα τόσα για να καταλάβετε το Νόημα της ζωής. Όμως, ξέρω πως δεν υπάρχει λόγος να αποθαρρύνομαι γιατί Είμαι Θεός και ο Τρόπος Μου είναι θεϊκά τέλειος! Μπορείτε ν' αλλάξετε τη ζωή σας όποτε εσείς επιθυμείτε ή αύριο ή μετά από χίλια χρόνια αφού είμαστε αθάνατοι και ο χρόνος δεν μας περιορίζει. Η διαφορά μεταξύ μας είναι μόνο μία: Εγώ το ξέρω, εσείς όχι!
Όμως από σήμερα και Εσείς το ξέρετε!
Μην ακούτε εκείνους που λένε ότι Εγώ κάτι ζητάω από σας και θα σας τιμωρήσω για τη μη εκτέλεση των εντολών Μου. Αυτοί θέλουν να σας μετατρέψουν σε δικούς τους υπηρέτες και σκλάβους. Μην τους ακούτε! Περπατήστε το Μονοπάτι της Καρδιάς σας, αγνοώντας τους ηγέτες και τους μεσίτες.*


Ο θάνατος και η αγάπη
Ο Βούδας πέθανε από τροφική δηλητηρίαση. 
Ένας φτωχός αγρότης περίμενε πολλές μέρες  για να καλέσει τον Βούδα στο σπίτι του. Μια μέρα, νωρίς το πρωί, ήρθε και στάθηκε δίπλα σ' ένα δέντρο κάτω απ' το οποίο κοιμόταν ο Βούδας για να είναι ο πρώτος που θα τον καλέσει.
Όταν ο Βούδας ξύπνησε ο αγρότης είπε: 
- Σε παρακαλώ, δέξου την πρόσκλησή μου. Ονειρευόμουν πολλά χρόνια και περίμενα αυτή τη στιγμή πως μια φορά θα είσαι επισκέπτης στο σπίτι μου. Είμαι φτωχός άνθρωπος και δεν μπορώ να σου προσφέρω πολλά, αλλά σε παρακαλώ, μην απορρίπτεις την παράκλησή μου.
Ο Βούδας απάντησε:
- Θα 'ρθω;
Εκείνη τη στιγμή έφτασε μια μεγάλη συνοδεία με τον κυβερνήτη της περιοχής, ο οποίος είπε στον Βούδα:
- Σε προσκαλώ στο μέγαρό μου. Κάνε μου την τιμή.
Ο Βούδας είπε στον άρχοντα:
- Σήμερα δε θα μπορέσω. Ήδη υποσχέθηκα να επισκεφθώ αυτόν τον άνθρωπο.
Το φτωχό τραπέζι του αγρότη είχε μόνο ένα φαγητο, μανιτάρια κουκαρμούτα, που σπάνια, σε μερικές περιπτώσεις, είναι δηλητηριώδη. Ο καημένος ο αγρότης δεν το ήξερε. Όταν ο Βούδας άρχισε να τρώει ένιωσε την πίκρα, όμως δεν ήθελε να το πει, για να μη στενοχωρηθεί ο νοικοκύρης. Έτσι ο Βούδας έτρωγε τα δηλητηριώδη μανιτάρια και ο φτωχός άνθρωπος ήταν ευτυχισμένος.
Ο Βούδας επέστρεψε και το δηλητήριο άρχισε να δρα προκαλώντας του δυνατούς πόνους. Ήρθε ο γιατρός και είπε:
- Η κατάσταση είναι πολύ βαριά. Το δηλητήριο διείσδυσε στο αίμα και είναι αδύνατον να σωθεί. Ο Βούδας θα πεθάνει.
Ο Βούδας είπε στους μαθητές του που μαζεύτηκαν γύρω του:
- Είναι εξαιρετικός άνθρωπος. Την πρώτη τροφή μου την έδωσε η μητέρα μου και την τελευταία αυτός. Η μητέρα μου με βοήθησε να δω αυτόν τον κόσμο, ενώ αυτός ο άνθρωπος με βοήθησε να δω τον άλλο κόσμο. Πρέπει να του συμπεριφέρεστε με σεβασμό. 
Οι μαθητές του ήταν πολύ στενοχωρημένοι και ο Ανάντα είπε με οργή:
- Τι λες Δάσκαλε;! Να τον σεβόμαστε όπως και την μητέρα σου; Είναι δολοφόνος! και αξίζει το θάνατο για αυτό που έκανε.
Ο Βούδας είπε στους μαθητές του:
- Ναι, ξέρω πως θα μπορούσατε να σκοτώσετε αυτόν τον καημένο άνθρωπο, αλλά θα κάνετε αυτό που λέγω εγώ. Ο Βούδας δέχεται δηλητήριο, αλλά εκπέμπει αγάπη.*


Η ύψιστη θυσία
Ένας σπουδαίος βραχμάνος ρώτησε τον Βούδα, τι ιδιότητες έχει η ύψιστη θυσία. Και ο Βούδας διηγήθηκε μια ιστορία με έναν ισχυρό βασιλιά που ζούσε πολλούς αιώνες πριν. 
Ύστερα από μια μεγάλη μάχη, όταν κατέκτησε την μισή οικουμένη, θέλησε να κάνει στους θεούς μια μεγάλη θυσία. 
Φώναξε έναν πολύ γνωστό άγιο και ζήτησε την συμβουλή του για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Απαντώντας ο άγιος είπε στον βασιλιά, ότι πρέπει πρώτ' απ' όλα να αποκαταστήσει στο κράτος την ησυχία, την ευημερία και την ασφάλεια και μόνο μετά θα 'πρέπε να κάνει την θυσία. Δεν θα 'πρέπε να σκοτωθεί ούτε ένα ζωντανό πλάσμα. Θα 'πρέπε να ρίξουν μέσα στο γκρεμό του Ιερού Βουνού από εκατό κουβάδες γάλα, βούτυρο και μέλι. Μόνο έτσι η θυσία θα έφτανε στον στόχο της.
Μετά ο Βούδας συνέχισε:
- Όμως υπάρχει άλλη θυσία, που είναι πολύ πιο εύκολη και πιο ύψιστη: Να χτίσεις ένα Ναό για τον Θεό και τους μαθητές του.
Όμως υπάρχει πιο ύψιστη θυσία από την προηγούμενη: Να χτίσεις μέσα σου τον Ναό της Αλήθειας, ποτέ να μη σκοτώσεις ζωντανό πλάσμα και να αποφεύγεις την ψευτιά.
Όμως υπάρχει πιο ύψιστη θυσία: Να γίνεις μονάχος και απαρνηθείς όλες τις χαρές και τις θλίψεις αυτού του κόσμου.
Όμως για τον απλό άνθρωπο η ποιο ύψιστη θυσία είναι: Να αποκτήσει με τη δύναμη της ψυχής του τη σιγουριά πως δεν τον αγγίζουν τα υλικά αγαθά αυτού του κόσμου.*


Βυθίσου στη σιωπή
Μια φορά κάποιος ρώτησε τον Βούδα: 
- Υπάρχει Θεός;
- Ναι, απάντησε ο Βούδας.
Την ίδια μέρα ένας άλλος άνθρωπος τον ρώτησε:
- Υπάρχει Θεός;
Και ο Βούδας είπε:
- Όχι.
Στο τέλος της ημέρας ένας τρίτος άνθρωπος ρώτησε τον Βούδα για την ύπαρξη του Θεού και ο Βούδας δεν απάντησε, μόνο σήκωσε το δάχτυλό του, δείχνοντας τον ουρανό.
Όλα αυτά τα παρακολουθούσε ο μαθητής του ο Ανάντα. Τη νύχτα ρώτησε τον Βούδα:
- Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Σε παρακαλώ, πες μου, γιατί στην ίδια ερώτηση έδωσες τρεις διαφορετικές απαντήσεις;
Ο Βούδας είπε:
- Γιατί ήταν τρεις διαφορετικοί άνθρωποι. Ο πρώτος πίστευε ότι δεν υπάρχει Θεός και ήθελε πάρα πολύ να δυναμώσει την πίστη του. Εγώ του είπα ότι υπάρχει Θεός, γιατί για να φτάσει στην Αλήθεια ο άνθρωπος πρέπει να απαλλαχθεί από αυτά στα οποία πιστεύει. Ο άλλος πίστευε ότι Θεός υπάρχει. Σ' αυτόν είπα ότι δεν υπάρχει Θεός. Είμαι εδώ, πάνω στη γη για να καταστρέψω κάθε πίστη για να φτερουγίσει ο νους πάνω στην πίστη και μόνο τότε ο άνθρωπος θα γνωρίσει την Αλήθεια. Ο τρίτος δεν ήταν θρήσκος, ούτε άθεος, δεν υπήρχε ανάγκη να πω "Ναι" ή "Όχι", γι' αυτό σιώπησα, λέγοντας με αυτόν τον τρόπο "Κάνε όπως εγώ, δηλαδή βυθίσου στη σιωπή και τότε θα ξέρεις".*


Να μιλάς ή να σιωπάς;
Την στιγμή που ο Βούδας έγινε Φωτισμένος ήταν νύχτα με πανσέληνου. Εξαφανίστηκαν όλες οι ανησυχίες και οι στενοχώριες του, σαν να μην υπήρχαν ποτέ πριν, σαν να ήταν κοιμισμένος και τώρα ξύπνησε. Εξαφανίστηκαν όλα τα προβλήματα και οι αναπάντητες ερωτήσεις που τον βασάνιζαν πριν, νοιώθοντας την πληρότητα της Ύπαρξης και την Ενότητα με την Φύση.
Η πρώτη ερώτηση που γεννήθηκε μες στο μυαλό του ήταν: "Πώς να εκφράσω όλα αυτά που νιώθω; Πρέπει να τους εξηγήσω την ομορφιά της Αλήθειας, πρέπει να τους δείξω την Πραγματικότητα. Όμως πώς να το κάνω;" Αυτή η ερώτηση μετά βασάνιζε τον καθένα που έγινε φωτισμένος και γνώρισε την Αλήθεια.
Άνθρωποι απ' όλο τον κόσμο ήρθαν να δουν τον Βούδα, γιατί όλα τα ζωντανά πλάσματα στρέφονται προς το Φως.
Η πρώτη σκέψη που ξεστόμισε, ήταν: "Ή κάθε εκφρασμένη σκέψη είναι ψέμα". Το είπε και μετά σιώπησε. Η σιωπή κράτησε εφτά μέρες. Όταν τον ρωτούσαν κάτι, εκείνος σήκωνε το χέρι του και με βαρυσήμαντο ύφος έδειχνε με το δάχτυλό του προς τα πάνω.
Ο θρύλος λέει πως: "Οι θεοί πάνω στους ουρανούς ανησύχησαν. Επιτέλους είχε εμφανηστεί πάνω στη Γη Φωτισμένος άνθρωπος. Αυτό ήταν πολύ σπάνιο φαινόμενο! Παρουσιάστηκε η δυνατότητα να ενωθούν ο κόσμος των ανθρώπων με τον Ανώτατο Κόσμο,…όμως ο άνθρωπος ο οποίος θα μπορούσε να γίνει γέφυρα μεταξύ του Ουρανού και της Γης δε μιλούσε. Ύστερα από εφτά μέρες οι θεοί μαζί με τον βασιλιά τους τον Ίντρα, κατέβηκαν στη γη και πλησίασαν τον Βούδα. Άγγιξαν την πατούσα του και του ζήτησαν να μη μένει αμίλητος.
Ο Βούδας τους είπε:
- Εφτά μέρες σκέφτομαι τα υπέρ και τα κατά, και ακόμη δεν βλέπω το λόγο για να μιλήσω. Πρώτ' απ' όλα, δεν υπάρχουν λόγια με τα οποία θα μπορούσα να μεταφέρω την θαυμάσια εμπειρία μου. Δεύτερον, ό,τι και να πω ξέρω πως δε θα γίνω κατανοητός. Τρίτον, από τους εκατόν ανθρώπους στους ενενήντα εννιά η εμπειρία μου δε θα δώσει τίποτα, ενώ εκείνος που είναι ικανός, μπορεί και μόνος του να βρει την Αλήθεια. Γιατί να του στερήσω αυτή τη δυνατότητα; Ίσως η αναζήτηση της Αλήθειας να διαρκέσει πολύ περισσότερο. Και τι έγινε; Μπροστά του ο καθένας έχει αιώνες! 
Και τότε οι θεοί του είπαν:
- Ίσως να χαλάσει ο κόσμος αφού η καρδιά του Τέλειου προτίμησε την Σιωπή. Ο Μεγάλος Βούδας πρέπει να κηρύξει την διδασκαλία του. Πάνω στη γη υπάρχουν άνθρωποι με καθαρό πνεύμα, απαλλαγμένοι από την Ύλη, αλλά αν η διδασκαλία σου, ο λόγος σου δεν αγγίξουν την καρδιά τους θα πεθάνουν. Χρειάζονται ένα ελαφρό σπρώξιμο, έναν ορθό λόγο. Μόνο εσύ θα μπορούσες να τους βοηθήσεις να κάνουν το μοναδικό σωστό βήμα προς το Άγνωστο.
Επικράτησε σιωπή…μετά ο Βούδας έκλεισε τα μάτια του και είπε:
- Μάλιστα, θα μιλήσω σ' αυτούς τους λίγους. Δεν έχω τόσες δυνάμεις για να τους πω όλη την Αλήθεια, αλλά μπορώ να τους δείξω το Άστρο οδηγό .*


Συνέχεια...