Sofia Next

Multa paucis


μύθοι, παραβολές και αλληγορίες (συνέχεια 2)

 

Το πεινασμένο καφτάνι
Ο σοφός μουλάς φόρεσε το σεμνό καθημερινό καφτάνι του και πήγε σε μια δεξίωση που έκανε ένας πλούσιος και γνωστός έμπορος. Ο μουλάς βρέθηκε ανάμεσα σε λαμπερές ενδυμασίες από το μετάξι και βελούδο. Με περιφρόνηση οι επισκέπτες κοιτούσαν την φτωχή του φορεσιά. Τον μουλά επίτηδες δεν τον κοιτούσαν, έκαναν περιφρονητικούς μορφασμούς και τον έσπρωχναν μακριά από το τραπέζι γεμάτο απ’ τα καλύτερα φαγητά.
Τότε ο μουλάς πήγε στο σπίτι του και φόρεσε το πλούσιο χρυσοκεντημένο καφτάνι του και γύρισε στη δεξίωση γεμάτος αξιοπρέπεια σαν χαλίφης. Όλοι η καλεσμένοι προσπαθούσαν να αποκτήσουν την εύνοιά του, ο καθένας ήθελε ν’ ακούσει το σοφό του λόγο. Απ’ όλες τις πλευρές του πρότειναν τα καλύτερα κομμάτια των φαγητών, αλλά ο μουλάς αντί να τα φάει τα έβαζε στα φαρδιά μανίκια του καφτανιού. Σοκαρισμένοι και περίεργοι οι καλεσμένοι τον ρωτούσαν: 
– Τι κάνετε αξιότιμε; Γιατί βάζετε τα φαγητά στα μανίκια σας;
Ενώ ο μουλάς συνέχιζε να γεμίζει τα μανίκια του με φαγητά και ήρεμα απάντησε:
– Είμαι δίκαιος άνθρωπος. Η φιλοξενία σας δεν αφορά εμένα, αλλά το καφτάνι. Γι’ αυτό πρέπει να πάρει αυτά που αξίζει*.


Η εκδίκηση του υπάκουου
Στον κήπο ενός σοφού γέροντα ζούσε ένα πολύ όμορφο παγώνι. Το πουλί ήταν η μεγάλη χαρά του κηπουρού που το φρόντιζε. Ο φθονερός και άπληστος γείτονας έβλεπε πίσω από τη φράχτη το παγώνι και ζήλευε. Μερικές φορές απ’ την κακία του έριχνε πέτρες για να το σκοτώσει. Μια φορά τον είδε ο κηπουρός όταν έριχνε τις πέτρες και πολύ θύμωσε. Ο γείτονας δεν μπορούσε να ησυχάσει από την απληστία του και αποφάσισε με την κολακεία να πείσει τον κηπουρό να του δώσει ένα αυγό. Όμως ο θυμωμένος κηπουρός αρνήθηκε να του δώσει. 
Τότε ο γείτονας απευθύνθηκε στον νοικοκύρη του σπιτιού, στον σοφό γέροντα. Ζήτησε να του δώσει ένα αυγό για να το κλωσάει η κότα του. Ο γέροντας φώναξε τον κηπουρό και του διέταξε να δώσει ένα αβγό στον γείτονα. Ο κηπουρός έκανε αυτό που τον διέταξαν. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ο γείτονας ήρθε στον γέροντα και με παράπονο του είπε ότι παρόλο που οι κότες του βδομάδες κάθονταν πάνω στ’ αυγό ο νεοσσός του παγωνιού δε βγήκε, και θυμωμένος έφυγε. Ο σοφός φώναξε τον κηπουρό και τον ρώτησε: 
– Μήπως ξέρεις γιατί απ’ το αυγό που έδωσες στον γείτονά μας δεν εκκολάπτεται ο νεοσσός;
– Μάλιστα, ξέρω. Πριν να του δώσω το αυγό το έβρασα.
Ο γέροντας με απορία κοίταξε τον κηπουρό και εκείνος για να δικαιολογήσει την πράξη του, είπε:
– Εσείς μου είπατε να του δώσω ένα αυγό, αλλά δε μου είπατε αν πρέπει να είναι βρασμένο ή νωπό…*


Τα χρυσά καρφιά της σκηνής
Ένας δερβίσης για τον οποίον χαρά ήταν η αυταπάρνηση και ελπίδα του ήταν ο παράδεισος, μια φορά συνάντησε έναν πλούσιο άρχοντα. Ο μεγιστάνας μαζί με την μεγάλη συνοδεία του τοποθέτησε την σκηνή του έξω από την πρωτεύουσα για να παραθερίσει τις καλοκαιρινές μήνες δίπλα σ’ ένα ποτάμι.
Η πολυτελής σκηνή του ήταν φτιαγμένη από το πιο ακριβό ύφασμα, ακόμα και τα καρφιά με τα οποία η σκηνή ήταν καρφωμένη στο έδαφος ήταν από χρυσό. 
Ο δερβίσης ήταν κήρυκας του ασκητισμού και με θάρρος και τόλμη του λόγου επιτέθηκε στον άρχοντα λέγοντας πόσο άχρηστος και τιποτένιος είναι ο πλούτος, πόση θλιβερή ματαιοδοξία κρύβεται πίσω απ’ αυτά τα χρυσά καρφιά. Και το αντίθετο, πόσο μεγάλη είναι η ευτυχία της αυταπάρνησης και του ασκητισμού, πόσο όμορφοι και μεγαλοπρεπείς είναι οι άγιοι τόποι που εμπνέουν ολιγάρκεια, γαλήνη και τους οποίους αυτός σίγουρα δεν έχει επισκεφθεί.
Ο άρχοντας άκουγε τα λόγια του δερβίση σκεπτόμενος, με σοβαρό ύφος, μετά πήρε τα χέρια του δερβίση στα δικά του και είπε:
– Τα λόγια σου είναι σαν θερμές ακτίνες του ήλιου και σαν δροσιά του βραδινού αέρα. Φίλε, σε παρακαλώ να με συνοδεύεις, θα πάμε μαζί στους άγιους τόπους.
Και ο άρχοντας αμέσως πήρε τον δρόμο και ούτε κοίταξε πίσω του, αφήνοντας τη σκηνή του, χωρίς άλογο, χωρίς υπηρέτη, χωρίς λεφτά. Ο δερβίσης έκπληκτος έτρεχε πίσω του, φωνάζοντας:
– Κύριε, πράγματι θέλεις να κάνεις προσκύνημα στους άγιους τόπους; Αν είναι έτσι, περίμενε λίγο για να πάρω το καφτάνι μου.
Ο άρχοντας χαμογέλασε και είπε: 
– Εγώ άφησα πίσω μου όλα τα πλούτη μου, τα άλογα, τα χρυσαφικά μου, τη σκηνή μου, τους υπηρέτες, όλα αυτά που έχω. Λες σοβαρά πως θέλεις να επιστρέψεις για να πάρεις το παλιό καφτάνι σου;
Ο δερβίσης με μεγάλη απορία ρώτησε:
– Σε παρακαλώ, εξήγησέ μου πώς μπόρεσες ν’ αφήσεις όλα τα πλούτη σου και ούτε το καφτάνι πήρες μαζί σου;
Ο άρχοντας σοβαρά και με πεποίθηση είπε:
– Τα χρυσά καρφιά κάρφωσα στη γη, και όχι στην καρδιά μου.*


Ένας καλός άνθρωπος κάθε μέρα ερχόταν στον προφήτη Μωάμεθ. Μια φορά ο προφήτης του είπε:
– Μην έρχεσαι κάθε μέρα και τότε θα δεις πως περισσότερο θα εκτιμάμε ο ένας τον άλλον.
Και μετά του είπε μια μικρή ιστορία.
Μια φορά ρώτησαν έναν επιστήμονα: «Ο ήλιος είναι ωραίος και μεγαλοπρεπής, όμως γιατί δεν μπορούμε να τον αγαπάμε πάντα, μερικές φορές είναι βαρετός.». Ο επιστήμονας απάντησε: «Ο ήλιος φωτίζει τη γη κάθε μέρα και μερικές φορές γίνετε μπελάς. Ενώ το χειμώνα όταν συχνά κρύβεται πίσω από τα σύννεφα τον επιθυμούμε και τότε αρχίζουμε να τον εκτιμάμε».*


Η παραβολή του βασιλιά Δαβίδ
Όταν ήρθε η στιγμή ν’ αφήσει αυτόν τον κόσμο ο βασιλιάς Δαβίδ φώναξε τον γιο του, τον μελλοντικό βασιλιά Σολόμωντα:
– Ταξίδεψες σε πολλές χώρες και είδες πολλούς ανθρώπους, είπε ο Δαβίδ, τι γνώμη έχεις για τον κόσμο;
– Παντού που ήμουνα κυριαρχούν η αδικία, η ανοησία, η κακία και η δυστυχία. Δεν ξέρω γιατί έτσι είναι η ζωή, αλλά θέλω να την αλλάξω, είπε ο Σολόμωντας.
– Καλώς. Όμως ξέρεις πώς θα το κάνεις;
– Όχι, πατέρα!
– Τότε, άκουσέ με, είπε ο βασιλιάς Δαβίδ.
Και ο Δαβίδ διηγήθηκε στον γιο του την εξής ιστορία.
Πολλούς αιώνες πριν όταν η γη ήταν νέα, στον πλανήτή ζούσε μόνο ένας λαός. Κυβερνούσε αυτόν το λαό ένας βασιλιάς το όνομα του οποίου ο καιρός δεν διατήρησε. Ο βασιλιάς είχε τέσσερα παιδιά, και όταν ήρθε η ώρα να φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο τους είπε ότι πρέπει να δώσουν στον λαό την Δικαιοσύνη, την Σοφία, την Καλοσύνη και την Ευτυχία.
Τους είπε:
– Η Αδικία εμφανίζεται γιατί ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη ζωή με πάθος. Για να γίνει δίκαιος ο άνθρωπος πρέπει ν’ απαλλαχθεί από την εξουσία των αισθημάτων. Πρέπει όλες οι πράξεις του να είναι τέτοιες, σαν ο κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα απ’ αυτόν. «Ο κόσμος υπάρχει, ενώ εγώ δεν υπάρχω», μόνο αυτή η αρχή μπορεί να είναι η βάση του δίκαιου ανθρώπου.
Η Ανοησία εμφανίζεται γιατί ο άνθρωπος γνωρίζει ελάχιστα πράματα για το σύμπαν. Όπως είναι αδύνατον με την παλάμη σου να αδειάζεις τη θάλασσα, έτσι είναι αδύνατον να καταλάβεις τη Δημιουργία ολόκληρη. Αυξάνοντας τις «γνώσεις» του ο άνθρωπος πάει απ’ την λιγότερη ανοησία στη μεγαλύτερη. Γι’ αυτό σοφός είναι εκείνος ο άνθρωπος που αναζητάει την Αλήθεια όχι έξω, αλλά μέσα του. «Εγώ υπάρχω, αλλά ο κόσμος δεν υπάρχει», αυτή είναι η αρχή του σοφού.
Η Κακία εμφανίζεται όταν ο άνθρωπος αντιτάσσει τον εαυτό του απέναντι στον κόσμο, όταν για εγωιστικούς σκοπούς ανακατεύεται στην φυσική ροή των πραγμάτων και προσπαθεί να την υποτάξει στη βούλησή του. Όσο περισσότερο ο άνθρωπος προσπαθεί να κυριαρχεί πάνω στον κόσμο, τη φύση, τόσο περισσότερο ο κόσμος και η φύση αντιστέκονται, γιατί η βία γεννάει βία και κακία. «Ο κόσμος υπάρχει και εγώ υπάρχω. Εγώ διαλύομαι μέσα σ’ αυτό τον κόσμο» αυτή είναι η αρχή των ανθρώπων που προσπαθούν να επιφέρουν την Καλοσύνη.
Την Δυστυχία γνωρίζει ο άνθρωπος που πάντα θέλει κάτι. Και όσο περισσότερες επιθυμίες έχει τόσο περισσότερο δυστυχισμένος είναι. Και αφού ο άνθρωπος πάντα έχει ανάγκες και εκπληρώνοντας τις επιθυμίες του, το μόνο που κάνει είναι να βαδίζει από τη μικρότερη δυστυχία στη μεγαλύτερη. Ευτυχισμένος είναι μόνο εκείνος ο άνθρωπος που όλος ο κόσμος είναι μέσα του, και εκεί βρίσκει τα πάντα. «Ο κόσμος υπάρχει, υπάρχω και εγώ. Και όλος ο κόσμος χωράει μέσα μου», αυτή είναι η φόρμουλα της Ευτυχίας.
Ο βασιλιάς είπε τις μεγάλες αλήθειες στους κληρονόμους του και πέθανε. Τα παιδιά του αντιλήφθηκαν τις αντιφάσεις των αληθειών και αποφάσισαν να μοιράζουν το λαό της χώρας σε τέσσερα ισόβαθμα μέρη και ο καθένας κυβερνούσε το λαό του με τις δικές του αρχές, προσπαθώντας να ακολουθούν της εντολές του πατέρα τους. Ό ένας έβαλε τον λαό του στον δρόμο προς την Δικαιοσύνη, ο άλλος, προς την Σοφία, το τρίτος, προς την Καλοσύνη, ο τέταρτος, προς την Ευτυχία. Και σαν αποτέλεσμα πάνω στη Γη εμφανίστηκαν τέσσερις λαοί: Δίκαιος, Σοφός, Καλός και Ευτυχισμένος. 
Πέρασαν αιώνες και σιγά σιγά οι λαοί ανακατεύτηκαν. Οι Δίκαιοι άνθρωποι καλά ήξεραν τι είναι η δικαιοσύνη, αλλά δεν ήξεραν τι είναι σοφία, καλοσύνη και ευτυχία. Γι’ αυτό οι δίκαιο έφεραν στον κόσμο την ανοησία, την κακία και τη δυστυχία. Και ανάλογα: οι σοφοί άνθρωποι έφεραν στον κόσμο την αδικία, το κακό και τη δυστυχία. Οι καλοί άνθρωποι έφεραν στον κόσμο την αδικία, την ανοησία και τη δυστυχία. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι έφεραν στον κόσμο την αδικία, την ανοησία και το κακό.


Η δύναμη της οργής
Αρρώστησε ο σκληρόψυχος αυτοκράτορας. Τρόμαξε η αυλή…και χάρηκε η αυλή. Η ασθένειά του τον καθήλωσε στο κρεβάτι. Οι καλύτεροι γιατροί προσπαθούσαν να τον θεραπεύσουν αλλά η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε.
Πέρασαν μήνες, χρόνια, ενώ ο αυτοκράτορας δε μπορούσε να κουνηθεί. Τόσα κράτη κατέκτησε, τόσους λαούς γονάτισε! Κατέκτησε το μισό κόσμο, όλοι τρόμαζαν ακούγοντας το όνομα του σκληρού κατακτητή, αλλά μπροστά στην ασθένειά του ήταν αδύναμος. 
Μια φορά η αδυναμία του τον έκανε να λυσσάζει:
– Όλους τους γιατρούς να αποκεφαλίσετε και να βάζετε τα κεφάλια τους στους τείχους της πόλης.
Πέρασαν χρόνια, οι τείχη της πόλης άσπρισαν από τα ξεραμένα κρανία των γιατρών και μάγων.
Μια φορά ο αυτοκράτορας φώναξε τον βεζίρη του:
– Βεζίρη! πού είναι οι γιατροί;
– Δεν υπάρχουν γιατροί, αφέντη μου. Εσείς δώσατε την διαταγή να τους εκτελέσουν.
– Δεν έμεινε ούτε ένας…
– Μάλιστα! Ούτε ένας που αξίζει να εμφανιστεί μπροστά σας.
– Καλά να πάθουν…
Πέρασαν δέκα χρόνια ακινησίας και μια φορά ο αυτοκράτορας ξαναρώτησε τον βεζίρη του:
– Θυμάσαι είπες πως δεν έμεινε γιατρός που αξίζει να εμφανιστεί μπροστά μου. Εξήγησέ μου τι σημαίνει αυτό.
– Αφέντη μου, έμεινε μόνο ένας κομπογιαννίτης στο κράτος μας. Ζει εδώ στην πρωτεύουσα μας. 
– Ξέρει να θεραπεύει.
– Ναι, ξέρει. Εγώ τον επισκέφτηκα πολλά χρόνια πριν, αλλά είναι τόσο ανάγωγος, τόσο άγαρμπος και αγενής. Αρκεί ν’ ανοίγει το στόμα του και το μόνο που ακούς είναι βρισιές. Πρόσφατα άκουσαν πως είπε ότι ξέρει πως πρέπει να θεραπευθεί ο αυτοκράτορας.
– Γιατί δε μου το είπες, φώναξε ο αγανακτισμένος αυτοκράτορας.
– Μα, αφέντή μου, αν τον έφερνα θα με είχατε θανατώσει για την συμπεριφορά του.
– Υπόσχομαι, πως δε θα το κάνω. Φέρ’ τον αμέσως.
Σε λίγο ο βεζίρης ήρθε μαζί με τον κομπογιαννίτη.
– Λένε πως ξέρεις να θεραπεύεις. 
Η απάντηση ήταν η σιωπή.
– Γιατί δεν μιλάς; Απάντησε μου, διέταξε ο αυτοκράτορας.
– Αφέντη μου, εγώ τον διέταξα να μη ανοίγει το στόμα του, είπε ο φοβισμένος βεζίρης.
– Μίλα, εγώ σου επιτρέπω, είπε ο αυτοκράτορας. Δεν νομίζω πως έχεις τις ικανότητες να με θεραπεύσεις.
– Και τι ξέρεις εσύ από την ιατρική και μιλάς. Εσύ μόνο κεφάλια ξέρεις να κόβεις, ακόμη και αυτό κάνουν οι δήμιοί σου. Μήπως κάτι γνωρίζεις πώς να κυβερνάς, αλλά στη ιατρική δεν είσαι καλύτερος από έναν τσαγκάρη, με θράσος απάντησε ο κομπογιαννίτης.
– Φρουρά!!! φώναξε ο οργισμένος αυτοκράτορας, αποκεφαλίστε τον… Όχι! Καρφώστε τον πάνω σε ένα πάσσαλο, μετά ρίξτε πάνω του βρασμένο λάδι, μετά κάντε τον μικρά κομμάτια.
Ποτέ στη ζωή του ο αυτοκράτορας δεν είχε ακούσει να του μιλάνε με αυτό το αγενής τρόπο. Η φρουρά άρπαξε τον κομπογιαννίτη και τον οδήγησε στην έξοδο από το παλάτι. Εκείνος, όμως γύρισε το κεφάλι του και με κοροϊδία είπε:
– Είμαι η τελευταία σου ελπίδα! Μπορείς να με σκοτώσεις όμως μην ξεχνάς πως είμαι ο τελευταίος που μπορεί να σε θεραπεύσει και, μάλιστα, σήμερα!
Ο αυτοκράτορας ακούγοντας αυτά τα λόγια αμέσως ηρέμησε:
– Βεζίρη! Φέρ’ τον πίσω.
Και όταν τον «γιατρό» έφεραν πίσω, ο αυτοκράτορας του διέταξε:
– ’ρχισε να θεραπεύεις! Είπες πως θα το κάνεις σε μια μέρα, σήμερα!
– Εντάξει, όμως πρέπει να δεχτείς τρεις όρους, μόνο τότε θ’ αρχίσω την θεραπεία σου.
Ο αυτοκράτορας με δυσκολία συγκρατήθηκε από την οργή του και σφίγγοντας τα δόντια του είπε:
– Λέγε!
– Να διατάζεις, να φέρουν μπροστά στις πύλες του παλατιού το πιο γρήγορο άτι στην αυτοκρατορία σου και ένα μικρό σακούλι με χρυσές λύρες.
– Αν θα με θεραπεύεις, θα σου χαρίσω σαράντα άλογα φορτωμένα τσουβάλια με χρυσές λύρες.
– Αυτό θα το κάνεις μετά, μετά… Πίσω μου θα τα στέλνεις. Ο δεύτερος όρος: κανένας δεν πρέπει να είναι μέσα στα παλάτια του ανάκτορα, όταν θα σε θεραπεύω.
– Γιατί αυτό…
– Κατά τη θεραπεία θα νιώσεις πόνο, θα φωνάζεις, να μη βλέπει κανένας τον αυτοκράτορα τόσο αδύναμο.
– Εντάξει. Τι άλλο;
– Ο τρίτος όρος είναι να μη μπουν μέσα οι υπηρέτες σου όταν θα τους φωνάζεις, και μόνο ύστερα από μια ώρα να είναι στις διαταγές σου.
– Εξήγησε, γιατί!
– Μπορούν να με εμποδίσουν και να μην ολοκληρωθεί η θεραπεία.
Ο αυτοκράτορας δέχτηκε τους όρους του κομπογιαννίτη και διέταξε όλοι να φύγουν. Έμειναν οι δυο τους.
– Ν’ αρχίσεις!, διέταξε ο αυτοκράτορας.
– Τι ν’ αρχίσω, παλιόμουτρο; Ποιος σου είπε βλάκα ότι μπορώ να σε θεραπεύσω; Έπεσες στην παγίδα μου. Έχω μια ώρα. Τόσο καιρό περίμενα την κατάλληλη στιγμή να σε τιμωρήσω, αιμοβόρο θηρίο! Έχω τρία όνειρα, τρεις ενδόμυχες επιθυμίες. Το πρώτο είναι να φτύσω την αυτοκρατορική σου φάτσα!
Και με αυτά τα λόγια ο κομπογιαννίτης με όλη του τη δύναμη έφτυσε τον αυτοκράτορα στον πρόσωπο. Χλόμιασε το πρόσωπο του αυτοκράτορα από την οργή και αδυναμία να κάνει κάτι. ’ρχισε σιγά να κουνιέται στην προσπάθεια να αντισταθεί σ’ αυτό το εξευτελισμό!
– Α! σάπιο κούτσουρο, παλιόσκυλα, μπορείς και να κουνηθείς! Το δεύτερο μου όνειρο… Ω! πόσο θα το απολαμβάνω, είναι να κατουρήσω πάνω στο μούτρο σου. 
Και αμέσως άρχισε να πραγματοποιεί το όνειρό του.
– Φρουρά!!! Σε με… ούρλιαξε ο αυτοκράτορας, αλλά η φωνή του πνίγηκε απ’ τα ούρα! 
’ρχισε να κουνάει το κεφάλι του να αποφεύγει το ρεύμα των ούρων και κατάφερε να σηκώσει το κορμί του προσπαθώντας με δόντια να αρπάζει το πόδι του κομπογιαννίτη. Η φρουρά άκουσε τη φωνή του αλλά δεν τόλμησε να παραβιάζει την διαταγή του. 
– Ψόφιο γουρούνι, είπε ο γιατρός και του έδωσε μια κλοτσιά.
Ο αυτοκράτορας ένιωσε δυνατό πόνο. Ξαφνικά θυμήθηκε πως δίπλα στο κρεβάτι του υπάρχει μια μικρή ντουλάπα και εκεί υπάρχει ένα στιλέτο. Υποκινούμενος από μοναδική επιθυμία να τιμωρήσει τον άνθρωπο που τον προσέβαλλε βάναυσα άπλωσε το χέρι του προς το όπλο.
Εντωμεταξύ ο κομπογιαννίτης είπε το τρίτο του όνειρο. Κι όταν ο αυτοκράτορας το άκουσε ούρλιαξε σαν λαβωμένο θηρίο. Με τιτανικές προσπάθειες ο αυτοκράτορας σύρθηκε προς το ντουλαπάκι με στιλέτο.
– Θα σε σκοτώσω, βρυχιόταν ο αυτοκράτορας, με τα χέρια μου θα σε κομματιάσω!!!
Με δύναμη της θέλησης ο αυτοκράτορας σηκώθηκε πάνω στα βαμβακένια πόδια του κα άρπαξε το στιλέτο. Όταν γύρισε κανένας δεν ήταν μέσα στο παλάτι. Με πολλές δυσκολίες έφτασε στην έξοδο του ανακτόρου.
Αχ! πόσο μετάνιωσε που έδωσε σ’ αυτόν τον παλιάνθρωπο το καλύτερό του άτι! Γεμάτος οργή και θέληση πλησίασε το πρώτο άλογο, με δόντια γαντζώθηκε στη χαίτη του αλόγου και με χέρια που μέσα τους εμφανίσθηκε λίγη δύναμη ανέβηκε στη σέλλα.
Μέσα του ξύπνησε το πνεύμα του μεγάλου ηγεμόνα, ξύπνησε το πνεύμα του μεγάλου στρατηλάτη.
– Πού έφυγε, φώναξε ο αυτοκράτορας στους υπηρέτες που έτρεχαν προς τον αυτοκράτορα.
Βλέποντας τον αυτοκράτορα πάνω στο άλογο οι υπηρέτες και οι φρουροί έκπληκτοι και φοβισμένοι έδειξαν προς την κατεύθυνση που έφυγε ο κομπογιαννίτης.
Ο αυτοκράτορας ρίχτηκε πίσω από τον φυγά. Κάθε λεπτό ένιωθε πως οι δυνάμεις του επιστρέφουν. Πίσω του έμειναν πολλά χιλιόμετρα όταν ξαφνικά θυμήθηκε «Θεέ μου! Δέκα χρόνια δεν είχα καθίσει στη σέλλα! Δέκα χρόνια δεν έβλεπα μπροστά μου τη χαίτη του άτι! Δέκα χρόνια δεν κρατούσα στο χέρι μου όπλο!» 
Εκείνη τη στιγμή άκουσε πίσω του από καιρό ξεχασμένους ήχους. Ήταν το ποδοβολητό των αλόγων και τα ενθουσιώδεις ουρλιαχτά. Εκατό στρατηλάτες του πάνω στα άλογα με τα σπαθιά στα χέρια τους και ολόκληρο το στρατό πλησίαζε τον αυτοκράτορα φωνάζοντας:
– Ζήτω ο αυτοκράτορας!
Όταν ο στρατός έφτασε στον αυτοκράτορα, τον είδανε να κείται μέσα στη σκόνη του δρόμου, να τινάζει τα πόδια, τα χέρια του και να πνίγεται από τους καγχασμούς:
– Αχ! κομπογιαννίτη! Αχ! κάθαρμα!... Αξίζεις τελικά τα τσουβάλια με χρυσό!


Λένε πως σε μια πόλη εμφανίστηκε ένας σοφός που περπατούσε στους δρόμους και φώναζε:
– Ω! κάτοικοι της πόλης! υπάρχει μεταξύ σας κανένας έτοιμος να πληρώσει για τρία σοφά γνωμικά χίλια ευρώ;
Ένας όχι και πλούσιος πολίτης φώναξε τον σοφό στο σπίτι του. 
– Εδώ είναι ακριβός χίλια ευρώ. Είναι όλα τα λεφτά που έχω. Πες μου τα τρία γνωμικά.
Αυτό είναι το πρώτο, είπε ο δερβήσης: «Η μεγαλύτερη δύναμη και ο πιο μεγάλος πλούτος είναι να αποκτήσει κανείς την εγκράτεια». Αυτό είναι το δεύτερο: «Καμιά ευτυχία δεν είναι τόσο μεγάλη, όσο η γαλήνη του πνεύματος». Αυτό είναι το τρίτο: «Μια έννοια που έχει τη δύναμη να ρυθμίζει όλη τη ζωή μας: Επιείκεια.»
Ο πολίτης ήταν έκπληκτος απ’ αυτά που άκουσε. Οι λέξεις αυτές σαν βέλη καρφώθηκαν στη καρδιά του. Σιωπηρός άπλωσε το χέρι του με τα λεφτά στον σοφό.
– Όχι! δε θα πάρω τα λεφτά. Εγώ έψαχνα άνθρωπο έτοιμο να πληρώσει χίλια ευρώ, άλλά όχι τα ίδια τα λεφτά.
Ο σοφός σηκώθηκε και έφυγε. Ο πολίτης απ’ αυτή τη στιγμή ζούσε σύμφωνα με αυτά τα γνωμικά τα οποία άλλαξαν τη μίζερη ζωή του.


Ο μοναχός Μπρούνο στην όχθη μιας μικρής λίμνης έκανε την νυχτερινή του προσευχή, αλλά τον ενοχλούσαν οι βάτραχοι με τους κοασμούς τους.
– Ησυχία! φώναξε ο μοναχός και οι κοασμοί σταμάτησαν, γιατί ο Μπρούνο ήταν ένας άγιος άνθρωπος και όλοι άκουγαν τον λόγο του.
Και ξαφνικά ο μοναχός άκουσε την εσωτερική του φωνή η οποία έλεγε: «Μήπως στον Θεό οι κοασμοί αρέσουν περισσότερο από τις προσευχές σου; Μα, είναι ένα απλό κόασμα βατράχων; Τότε γιατί ο Θεός τους έπλασε, εάν δεν ήθελε να τους ακούσει;» 
– Συνεχίστε, είπε ο μοναχός στους βατράχους και ο αέρας γέμισε με τον ρυθμικό κοασμό τους και ο μοναχός κατάλαβε την ομορφιά του κοασμού, κατάλαβε πως είναι μια μελωδία που γεμίζει την νύχτα.*


Ένας άνθρωπος επιμελώς έψαχνε τον Θεό. Επισκέφθηκε πολλούς Δασκάλους, έζησε σε διάφορες μονές, μελέτησε τις πιο γνωστές διδασκαλίες. Όμως ο κόπος του ήταν μάταιος. Ο άνθρωπος είχε μεγάλο καημό: οι ημέρες του πλησίαζαν στο τέλος, ενώ ο στόχος της ζωής ήταν ακόμη ανέφικτος.
Οι άγγελοι αντιλήφθηκαν τους κόπους του ανθρώπου και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Πήγανε στον Θεώ και του είπαν για τον ακούραστο αναζητητή. Τον παρακάλεσαν να ανοιχτεί στον άνθρωπο, να μπει στην καρδιά του.
Και τότε ο Θεός είπε:
Είμαι γεμάτος συμπόνια προς αυτόν τον άνθρωπο, και θα ήθελα να τον βοηθήσω. Αλλά δυστυχώς αυτό είναι αδύνατο. Για αυτόν εγώ είμαι πάντα μακριά και είναι δύσκολο να με βρίσκει. Ενώ εγώ ήμουν πάντα δίπλα του. Αυτός ο άνθρωπος είναι τόσο απασχολημένος με αναζήτηση, ώστε στην καρδιά του δεν υπάρχει θέση για μένα.*


 Ένας άνθρωπος είπε στον δερβίση:
– Γιατί σε βλέπω τόσο σπάνια;
Ο δερβίσης απάντησε:
– Γιατί τα λόγια «Γιατί σε βλέπω τόσο σπάνια;» είναι για την ακοή μου πιο γλυκά, παρά τα λόγια «Γιατί ξαναήρθες;».*


Μια φορά όταν ο Βούδας καθόταν κάτω από το δέντρο τον επισκέφθηκε ένας μεγάλος φιλόσοφος. Ο Βούδας ήδη ήταν πολύ γέρος και σε λίγο θα έφευγε από τη ζωή.
Ο φιλόσοφος ρώτησε τον Βούδα: 
– Πέστε μου, σας παρακαλώ είπατε όλα αυτά που ξέρατε ή όχι;
Ο Βούδας έσκυψε και πήρε στο χέρι του μερικά ξερά φύλλα και ρώτησε τον φιλόσοφο:
– Πώς νομίζετε τα φύλλα που έχω στο χέρι είναι περισσότερα απ’ αυτά που έχει το διπλανό δάσος;
– Με κοροϊδεύετε; είπε ο φιλόσοφος, βεβαίως τα φύλλα του δάσος είναι πολύ περισσότερα.
Και τότε ο Βούδας απάντησε: 
– Αυτά που είπα, είναι τα φύλλα που έχω στο χέρι μου, ενώ αυτά που δεν είπα είναι όλα τα ξερά φύλλα του δάσους.
Τότε ο φιλόσοφος με απορία φώναξε:
– Γιατί δεν τα είπατε όλα αυτά;
Ο Βούδας απάντησε:
– Γιατί αυτό δε θα βοηθούσε τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι πρέπει να πάρουν τις γνώσεις από την εμπειρία της ζωής.


 Ο ευσεβής Μαχμούντ συνήθως φιλοξενούσε όλους που είχαν πρόβλημα στέγης. 
Μια φορά στο σπίτι του ήρθε ένας οδοιπόρος και ζήτησε να ξεκουραστεί. Ο Μαχμούντ ως φιλόξενος νοικοκύρης έβαλε πάνω στο τραπέζι όλα ότι είχε και κάλεσε τον κουρασμένο οδοιπόρο να φάει. Εκείνος με μεγάλη χαρά άρχισε βιαστικά να καταβροχθίζει ότι έβρισκε μπροστά του. Ο Μαχμούντ στενοχωρημένος ρώτησε, γιατί δεν ευχαρίστησε τον Θεό πριν ν’ αρχίσει να φάει. Εκείνος απάντησε πως ποτέ δεν το έκανε και δεν βλέπει το λόγο να το κάνει τώρα. Ο ευλαβής νοικοκύρης θύμωσε και τον έδιωξε.
Αργότερα όταν ήρθε ο καιρός της βραδινής προσευχής ο Θεός ρώτησε τον Μαχμούντ, γιατί εκείνος έδιωξε τον κουρασμένο και πεινασμένο επισκέπτη. Ο Μαχμούντ απάντησε πως δεν άντεξε την αχαριστία του προς τον Θεό. Ο Θεός όμως του είπε:
– Εγώ τον αντέχω 50 χρόνια, ενώ εσύ δεν μπόρεσες να τον αντέξεις ένα βράδυ!*


Θραύσματα*
Μια φορά ο Χινγκ-Σι μιλούσε με τον Γιάνγκ-Λι για πολύ σπουδαία ικανότητα του ανθρώπου να δαμάζει την οργή που έχει στην καρδιά του και να μην πέσει τόσο χαμηλά, ώστε να εκδικηθεί. Με προσοχή ακούγοντας τον Δάσκαλο ο Γιανγκ-Λι με σύγχυση ομολόγησε πως ακόμη δεν απέκτησε την ικανότητα να συγχωρεί τους εχθρούς του, παρ’ όλο που ειλικρινά προσπαθεί. 
– Έχω έναν εχθρό, είπε ο Γιανγκ-Λι, και θα ήθελα να ξεχάσω το κακό που μου έκανε, αλλά δεν μπορώ να καταφέρω να ξεριζώσω την οργή απ’ την καρδιά μου.
– Θα σε βοηθήσω, είπε ο Χινγκ-Σι και πήρε από το ράφι μια παλιά πήλινη τσαγιέρα, πάρε αυτήν την τσαγιέρα και πράξε αυτό που θα ήθελες να κάνεις με τον εχθρό σου.
Ο Γιανγκ-Λι πήρε την τσαγιέρα στα χέρια του, την κοιτούσε απ’ εδώ και απ’ εκεί δειλιάζοντας να κάνει κάτι. Τότε ο Δάσκαλος είπε:
– Είναι μια παλιά τσαγιέρα, δεν είναι άνθρωπος, μη φοβάσαι να κάνεις αυτό που θα ήθελες να κάνεις με τον εχθρό σου.
Τότε ο Γιανγκ-Λι σήκωσε την τσαγιέρα και με δύναμη την έριξε κάτω, ώστε η τσαγιέρα να γίνει κομμάτια που πέταξαν παντού. Ο Χυνγκ-Σι κοίταξε το δάπεδο γεμάτο θραύσματα και είπε:
– Βλέπεις τι έγινε; Σπάζοντας την τσαγιέρα εσύ δεν την ξεφορτώθηκες, αντίθετα την πολλαπλασίασες σε πολλά θραύσματα τα οποία μετατράπηκαν σε κίνδυνο για σένα και για τους γύρο ανθρώπους. Γι’ αυτό κάθε φορά όταν δεν θα έχεις δυνάμεις να πετάς την οργή από την καρδιά σου, να θυμηθείς αυτά τα θραύσματα, είπε ο Χινγκ-Σι.


Ένας μαθητής ρώτησε τον Βούδα:
– Είναι αθάνατοι η ψυχές των φωτισμένων;
Όπως πάντα ο Βούδας άφησε την ερώτηση χωρίς απάντηση, αλλά ο μαθητής ήταν επίμονος. Κάθε μέρα επαναλάμβανε την ερώτηση και κάθε μέρα δεν έπαιρνε την απάντηση.
Τελικά βαρέθηκε και έγινε πιο αποφασιστικός: είπε ότι θα φύγει αν δεν παίρνει απάντηση στην πολύ σπουδαία για αυτόν ερώτηση. Δηλαδή, ήθελε να καταλάβει, αν έχει νόημα να ζει ως ασκητής αφού τελικά οι ψυχές των φωτισμένων πεθαίνουν μαζί με τα σώματά τους.
Ο Βούδας έγινε ήπιος και είπε:
– Εσύ μοιάζεις με τον άνθρωπο που πέθαινε από το φαρμακωμένο βέλος. Οι συγγενής του έφεραν τον γιατρό, αλλά εκείνος τον άφηνε να βγάζει το βέλος από το σώμα του μέχρι που δεν θα του απαντήσουν σε τρεις ερωτήσεις. Πρώτον: εκείνος που έριξε ήταν λευκός ή μαύρος; Δεύτερον: ήταν ψηλός ή κοντός; Και η τελευταία ερώτηση: ήταν ιερέας ή όχι;
Τελικά ο μαθητής δεν έφυγε.*


Κάποτε στην αρχαία Ινδία ζούσε ένας βραχμάνος που απέκτησε υπερφυσικές ικανότητες και ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτό. Μια φορά τον επισκέφθηκε ο Θεός που είχε την όψη ενός απλού αναζητητή.
Ο Θεός είπε:
– Αξιότιμε βραχμάνε, είχα ακούσει πως κατέχεις υπερφυσικές δυνάμεις.
Ο βραχμάνος του πρότεινε να καθίσει. Αυτή τη στιγμή δίπλα τους περνούσε ένας ελέφαντας. Ο αναζητητής ρώτησε:
– Βραχμάνε, θα μπορούσες να σκοτώσεις αυτόν τον ελέφαντα;
– Ναι, μπορώ, είπε με υπερηφάνεια ο βραχμάνος και έψαλε μια μάντρα και έριξε μια χούφτα σκόνη στον ελέφαντα. Το μεγάλο ζώο έπεσε στη γη και ψόφησε. Βλέποντας αυτή τη σκηνή ο αναζητητής φώναξε:
– Μπράβο έχεις καταπληκτική δύναμη! Σκότωσες τον ελέφαντα μέσα σε ένα δευτερόλεπτο! Είμαι σίγουρος πως έχεις και την ικανότητα να ανασταίνεις τον ελέφαντα.
– Βεβαίως, απάντησε ο βραχμάνος Ξανά είπε τη μάντρα του, μετά έριξε σκόνη στον ελέφαντα και εκείνος ξαναζωντάνεψε. Ο αναζητητής έκπληκτος είπε:
– Έχεις φοβερές δυνάμεις, αλλά εγώ ήθελα να σε ρωτήσω. Σκότωσες και ανάστησες τον ελέφαντα: τι όφελος απ’ αυτό; Το μόνο που έκανες, προκάλεσες έκπληξή. Τον Θεό είχες νιώσει!
Ύστερα απ’ αυτά τα λόγια ο αναζητητής έγινε άφαντος.*


Αντιστοιχία
Ένας άνθρωπος οργάνωσε ένα γεύμα και έστειλε τους υπηρέτες του να καλέσουν τους επισκέπτες. Ένας από τους καλεσμένους ρώτησε των υπηρέτη που τον κάλεσε σε γεύμα:
– Τι, μήπως το αφεντικό σου δεν βρήκε κάποιον καλύτερο να στέλνει σε μένα;
Ο υπηρέτης απάντησε:
– Όλους τους καλούς έστειλαν σε καλούς, και εμένα, σε σας.*


Έπιασαν έναν λιοντάρι και το έβαλαν σε μια πολύ μεγάλη αυλή με ψηλό φράχτη. Ό χώρος ήταν γεμάτο λιοντάρια. Σε λίγο το λιοντάρι γνώρισε την κοινωνική ζωή των άλλων λιονταριών οι οποίοι ζούσαν εδώ πολλή καιρό. Τα λιοντάρια χώρισαν σε διάφορες ομάδες, πολιτικές, θρησκευτικές και η κάθε ομάδα με την δική της δράση, με την δική της φιλοσοφία, δόγματα, ιερά κείμενα και ιδεολογίες. Τα μέλη κάθε ομάδας μαζευόταν όλοι μαζί για να δείχνουν το μίσος τους και να απειλούν αυτούς που τους στέρησαν την ελευθερία. Δυστυχώς αυτή η δράση τους δεν άλλαζε τίποτα, αφού από το μίσος και της φωνές δεν είχε συμβεί κάτι που να καλυτερέψει οι κατάστασή τους. Τα μέλη μιας άλλης ομάδας συναντιόνταν για να τραγουδάνε συναισθηματικά τραγούδια για τις μελλοντικές πεδιάδες χωρίς φράχτες. Τα μέλη της τρίτης ομάδας μαζεύονταν για να εκπονήσουν μυστικά τρομοκρατικά σχεδία για να φοβίζουν τα μέλη των άλλων ομάδων. Αυτοί ήταν συνωμότες και η δράση τους αφορούσε όχι τόσο αυτούς που τους υποδούλωσαν, αλλά ενάντια στις άλλες ομάδες σκλαβωμένων λιονταριών.
Η κάθε ομάδα-κλαμπ προσπαθούσε να προσελκύσει τον πρωτάρη, αλλά εκείνος δίσταζε. Η αναποφασιστικότητα του προερχόταν από τις παρατηρήσεις που έκανε για έναν συγκεκριμένο λιοντάρι, που ήταν πάντα απομονωμένο και συλλογισμένο. Αυτό το λιοντάρι με την στάση του τραβούσε την προσοχή του πρωτάρη σαν να είχε κάποια εξουσία, κάποια μαγική δύναμη. Έτσι και οι άνθρωποι που ζουν μέσα στον όχλο χάνουν την συνειδητότητά τους και την έλξη τους, ενώ εκείνοι που ζούν απομωνομένα μαζεύουν γύρο τους την αύρα της υπόληψης. Ο αρχάριος με ντροπαλότητα πλησίασε το μοναχικό λιοντάρι και του ζήτησε να εξηγήσει την απομόνωσή του.
– Αυτά τα κλαμπ δεν έχουν καμία σημασία, Αυτά τα ανόητα όντα κάνουν πολλά και διάφορα, αλλά όχι αυτό που πρέπει. Εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνω να αποκτήσω την ελευθερία μου.
– Σε παρακαλώ πες μου τι είναι αυτό που κάνεις εσύ, ρώτησε ο πρωτάρης.
– Ακόμη και τώρα τον φράχτη τον έχω μισογκρεμισμένο. Εγώ μελετώ τη φύση του φράχτη. Αυτό είναι το μοναδικό ουσιαστικό πράμα στη ζωή εδώ: να καταλαβαίνεις τη φύση του φράχτη.*


Δυο άγγελοι*
Δυο άγγελοι-οδοιπόροι βρήκαν για διανυκτέρευση ένα πλούσιο σπίτι. Οι οικογένεια ήταν αφιλόξενη και τους επισκέπτες έστειλαν να κοιμηθούν σ’ ένα μικρό δωμάτιο στο υπόγειο. Εκεί ο πρεσβύτερος άγγελος είδε στον τοίχο μια τρύπα και την έκλεισε, και όταν ο νεότερος άγγελος ρώτησε γιατί το έκανε, ο πρεσβύτερος απάντησε:
– Δεν είναι έτσι τα πράγματα όπως φαίνονται.
Την άλλη μέρα το κατάλυμα βρήκαν στο σπίτι μιας φτωχής, αλλά πολύ φιλόξενης οικογένειας. Οι σύζυγοι μοίρασαν μαζί με τους αγγέλους το λίγο φαγητό τους και προσέφεραν το κρεβάτι τους. Το πρωί όταν οι άγγελοι ξύπνησαν βρήκαν τον νοικοκύρη και την γυναίκα του να κλαίνε. Η μοναδική αγελάδα που τους ταΐζε με το γάλα της ήταν νεκρή. Ο νεαρός άγγελος με απορία ρώτησε τον πρεσβύτερο:
– Είναι άδικο αυτό που έγινε! Η πρώτη οικογένεια έχει τα πάντα, αλλά εσύ τους βοήθησες. Η άλλη οικογένεια είχε πολύ λίγα, αλλά τα προσέφερε απλόχερα, ενώ εσύ επέτρεψες να χάνουν την αγελάδα τους. Γιατί;
– Δεν είναι έτσι τα πράγματα όπως φαίνονται, απάντησε ο πρεσβύτερος άγγελος, όταν ήμασταν στον υπόγειο είδα πως πίσω από την τρύπα κρυβόταν θησαυρός απο χρυσό. Εγώ διόρθωσα τον τοίχο να μην τον βρει ο πλούσιος που δεν ξέρει να προσφέρει καλοσύνη. Όμως την περασμένη νύχτα το σπίτι της φτωχής οικογένειας επισκέφθηκε ο άγγελος του θανάτου για να πάρει τη γυναίκα του νοικοκύρη. Εγώ τον έπεισα να πάρει την αγελάδα. Δεν είναι έτσι τα πράγματα όπως φαίνονται. Οι άνθρωποι ποτέ δεν ξέρουν όλη την αλήθεια, ποτέ δεν είναι ικανή να αναγνωρίζουν τι τους έχει συμβεί, το καλό ή το κακό. Γι’ αυτό πρέπει την κάθε στιγμή της ζωής, το κάθε τι που αντιμετωπίζουν να δέχονται ως δώρο.


Παράδεισος και κόλαση*
Βρέθηκε ένας άνθρωπος στον παράδεισο. Βλέπει πως οι άνθρωποι όλοι είναι χαρούμενη, ευτυχισμένη, ανοιχτή με ευμενής διάθεση, ενώ γύρο του όλα όπως στην συνηθισμένη ζωή. Ο άνθρωπος έκανε βόλτες, κοίταξε, μίλησε με τους άλλους και του άρεσε. Μετά είπε στον αρχάγγελο:
– Σε παρακαλώ, μπορώ να δω και την κόλαση;
– Ένταξη, πάμε να σου την δείξω.
Ήρθαν στην κόλαση. Ο άνθρωπος με αμηχανία βλέπει πως δεν υπάρχει καμιά διαφορά, όλα είναι έτσι όπως ήταν και στον παράδεισο, μόνο οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί: κακοί, δυσαρεστημένοι, προσβεβλημένοι, και αμέσως καταλαβαίνεις πως δεν τους αρέσει η ζωή εκεί που είναι. Ο άνθρωπος ρώτησε τον αρχάγγελο:
– Δεν καταλαβαίνω, βλέπω πως εδώ όλα είναι ακριβώς έτσι όπως και στον παράδεισο. Γιατί όλοι είναι τόσο δυσαρεστημένοι;
– Γιατί, νομίζουν πως στον παράδεισο είναι καλύτερα.


Το λάθος του Θεού
Μετά από τη Γη ο Θεός δημιούργησε το Νερό, το οποίο γέννησε τον Αέρα και μετά ο Θεός δημιούργησε την Χλωρίδα και την Πανίδα.
Πολλά εκατομμύρια χρόνια ο Θεός θαύμαζε το Δημιούργημά του. Η Γη ήταν το καμάρι του σ’ όλο το συμπάν.
Σε μια στιγμή χαλαρότητας αποφάσισε να δημιουργήσει απ’ το Νερό και τον Αέρα τους ανθρώπους και το μόνο που τους έδωσε ήταν η καρδιά. Με αυτήν την καρδιά οι άνθρωποι γνώρισαν το ένα και μοναδικό συναίσθημα, την Αγάπη: την Αγάπη για τον Θεό, την Φύση, τους συνανθρώπους τους.
Πέρασαν μερικά εκατομμύρια χρόνια. Όλα λειτουργούσαν θαυμάσια πάνω στη Γη, αλλά σε κάποια στιγμή περιέργειας και αλαζονείας ο Θεός αποφάσισε να δώσει στους ανθρώπους λίγο Μυαλό (δηλαδή απ’ αυτό που κατείχε μόνο Εκείνος σ’ ολόκληρο το Δημιούργημά του).
Χρειάστηκαν μόνο μερικές χιλιάδες χρόνια και ο άνθρωπος αναζητώντας εξουσία, πλούτη, ευτυχία με απληστία εξοντώνει την Πανίδα και καταστρέφει την Χλωρίδα, μολύνει το Νερό και τον Αέρα και με λίγο μυαλό που έχει αμφισβητεί ακόμα και τον ίδιο Δημιουργό του.
Και τώρα, σε κατάσταση πανικού ο Παντοδύναμος σκέφτεται, τι να κάνει; Να δώσει στον άνθρωπο περισσότερο μυαλό ή να πάρει πίσω αυτό που του έδωσε;
Γ. Σοϊλεμεζίδης


Πως χάθηκε η Ατλαντίδα
Η Ατλαντίδα ήταν ο καθρέπτης του Ήλιου. Δεν υπήρχε πιο όμορφη χώρα σ’ όλη την οικουμένη. Ο Αίγυπτος και η Βαβυλωνία θαύμαζαν τα πλούτη και τους ανθρώπους της Ατλαντίδας, τις μεγαλοπρεπείς πολιτείες τους και την σοφία του βασιλιά τους.
Όλοι οι ξένοι υμνούσαν τον σοφό βασιλιά τους που με αυταπάρνηση εδώ και δεκαετίες υπηρετούσε το λαό της Ατλαντίδας με αγάπη και καλοσύνη και πότε πότε με αυστηρότητα και σιδερένια θέληση. Ο καθένας ήταν σαν αδελφός του, για τον καθένα είχε να πει λόγια καλοσύνης. Ο λαός λάτρευε τον δίκαιο βασιλιά του ο οποίος με δυο – τρία λόγια έλυνε όλα του τα προβλήματα.
Ο κόσμος δεν πήγαινε στους ναούς, όλοι πήγαιναν στον αγαπημένο βασιλιά τους. Ο λαός έλεγε: είναι ο Ήλιος μας, είναι τα μάτια μας, είναι το χαμόγελό μας. Δόξα στον αγαπημένος βασιλιά μας!
Όμως ήρθε η τελευταία του μέρα και ο βασιλιάς αδύναμος κειτόταν μέσα στο παλάτι του. Όλοι οι ’τλαντοι μαζευτίκανε μέσα και έξω από το παλάτι του και έκλαιγαν και έλεγαν:
– Μη φεύγεις αγαπημένε βασιλιά μας! Ήρθαμε να διώξουμε το θάνατο. Σήκω και κοίτα όλη η Ατλαντίδα ήρθε να σε προστατέψει, να σου δείξει την αγάπη της. Ο λαός σου γέμισε όλοι την πόλη μέχρι τη θάλασσα και όλη κλαίνε και σε ικετεύουν να μη φύγεις.
Ο βασιλιάς έγνεψε τον Μεγάλο Ιερέα και ήθελε να πει τα τελευταία του λόγια την τελευταία του θέληση και ζήτησε ο κόσμος να βγει για λίγο από το παλάτι του. Όμως κανένας δεν έκανε βήμα πίσω, κανένας δεν έφυγε. Ήταν σαν να είναι όλοι βουβοί και κουφοί.
Τότε ο βασιλιάς σήκωσε το κεφάλι του και παρακάλεσε να βγούνε από το παλάτι του για να πει στον Μεγάλο Ιερέα την τελευταία του επιθυμία. Και ξανά κανένας δεν κουνήθηκε, σαν να ήταν κουφοί και προσπαθούσαν να πιάσουν το βλέμμα του αγαπημένου τους βασιλιά.
Και τότε… Ο βασιλιάς με μεγάλη δυσκολία σηκώθηκε και κάθισε πάνω στην κοίτη του και είπε:
– Δεν φύγατε; Δε θέλετε να φύγετε; Είστε ακόμη εδώ; Τώρα κατάλαβα. Σας μισώ! Απορρίπτω την αγάπη σας. Μου πήρατε τα πάντα. Πήρατε την παιδική μου χαρά που δεν γνώρισα ποτέ. Εσείς ήταν εκείνοι που με αγαλλίαση δεχτήκατε όταν για χάρη σας έμεινα για όλη μου τη ζωή μόνος. Τη γαλήνη της ώριμης ηλικίας μου εσείς γεμίσατε με θορύβους και κραυγές. Και τώρα περιφρονάτε το νεκροκρέβατο… Μόνο τη δική σας ευτυχία και το δικό σας πόνο γνώριζα εγώ. Μόνο τα δικά σας λόγια άκουγα όλη μου τη ζωή. Εσείς αρπάξατε τον Ήλιο μου! Δεν έβλεπα Ήλιο, μόνο τις σκιές σας έβλεπα. Ο ορίζοντας, ο γαλανός ορίζοντας! Εσείς δε με αφήσατε να πάω να τον πλησιάζω… Κερδίσατε! Δεν πρόκειται να περπατήσω μέσα στο πράσινο δάσους. Δεν ανέβηκα ποτέ κάποιο βουνό, δε με αφήσατε να τρέχω με τα κύματα της θάλασσας, δε μου δώσατε ελεύθερό χρόνο να κοιτάζω των έναστρο ουρανό. Κερδίσατε! Κλέψατε όλα από μένα…Σας μισώ! Και την αγάπη σας αρνιέμαι…
Ο βασιλιάς έπεσε νεκρός και εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε η θάλασσα σαν μεγάλος τοίχος και έπεσε πάνω στο νησί και για πάντα χάθηκε η Ατλαντίδα.
Ν. Ρέριχ (παράφραση)*


Δυο σπαθιά
Ο μάστορας Μουραμάσα έκανε γιαπωνέζικα σπαθιά ως επιθετικά όπλα. Ο μάστορας Μασαμούνε ως όπλα για υπεράσπιση της ζωής. Για να τα συγκρίνουν τα έμπηξαν στο πυθμένα ενός ρυακιού. Το ρεύμα ακολουθούσαν φύλλα που έπεσαν από τα δέντρα.
Όλα τα φύλλα που άγγιζαν το σπαθί του Μουραμάσα κόβονταν σε δυο. Το σπαθί του Μασαμούνε τα φύλλα περιέπλεαν χωρίς να το αγγίξουν.


Ζούσε πάνω στη γη ένα γένος από υπάρξεις αυτοτελείς: ο καθένας αρκούσε στον εαυτό του και μπορούσε να γνωρίσει μόνος και τη βαθύτερη ακόμη ένωση του έρωτα. Όμως ήταν δυνατοί, τόσο δυνατοί, που θέλησαν να γκρεμίσουν τον ουρανό. Ο Δίας τους φοβήθηκε και τους χώρισε στα δυο, έτσι που από το ένα μέρος βγήκε ένας άντρας κι από τ’ άλλο μια γυναίκα. Όταν συμβαίνει πάλι να συνευρεθούν, η ένωση τους είναι δυνατότερη από το Δία. Και δεν είναι πια δυνατός σαν Ένας αλλά πιο δυνατοί, γιατί του έρωτα η ένωση τους δυναμώνει.


Η κάμπια
Κολλημένη πάνω σ’ ένα φύλλο η κάμπια με ενδιαφέρων κοιτούσε τα έντομα που τραγουδούσανε, έτρεχαν, πηδούσανε, πετούσανε…. Όλα γύρο της ήταν σε κίνηση. Μόνο αυτή η καημένη δεν μπορούσε ούτε να βγάζει κάποιο ήχο, ούτε να τρέχει, ούτε να πετάξει. Με πολλές δυσκολίες μπορούσε μόνο να σέρνεται. Και ως που να μετακινηθεί από ένα φύλλο στο άλλο, της φαινόταν σαν να έκανε τον γύρο του κόσμου.
Παρ’ όλ’ αυτά δεν παραπονιόταν, δεν ζήλευε κανέναν κατανοώντας πως ο καθένας πρέπει να κάνει αυτό που μπορεί. Γνώριζε ότι ως κάμπια πρέπει να μάθει να υφαίνει πολύ λεπτά μεταξένια νήματα, για να πλέκει μ’ αυτά το σπιτάκι-κουκούλι της.
Χωρίς πολλές κουβέντες η κάμπια άρχισε με υπομονή και επιμέλεια να εκτελεί το έργο της και την κατάλληλη προθεσμία ήταν τυλιγμένη ολόκληρη μέσα στο θερμό κουκούλι.
– Και μετά τι; Ρώτησε η κάμπια αποκομμένη μέσα στο κουκούλι της από τον υπόλοιπο κόσμο.
– Όλα έχουν τη σειρά τους, άκουσε την απάντηση, να έχεις υπομονή και θα δεις.
Ήρθε ο χρόνος και η κάμπια ξύπνησε και ανακάλυψε πως τώρα δεν είναι εκείνη η δυσκίνητη κάμπια. Γρήγορα και με επιδεξιότητα βγήκε από το κουκούλι και με έκπληξη αντιλήφθηκε πως έχει δυο ελαφρά και φανταχτερά φτερά. Με χαρά και ενθουσιασμό εκείνη κούνησε τα φτερά της και σαν πούπουλο τινάχτηκε στον αέρα και πέταξε και σε λίγο διαλύθηκε μέσα στην γαλάζια αχλή.
Είχε υπομονή…
Λ. ντα Βίντσι*


Η πόλη των πηγαδιών
Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη.
Σ' εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά... αλλά πηγάδια.
Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο).
Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια τα¬πεινά από τούβλα και ξύλο, κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη.
Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ' άκρη σ' άκρη.
Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό.
Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό όν που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο.
Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα.
Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. ’λλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά.
Πέρασε ο καιρός.
Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτ' άλλο δεν χωρούσε.
Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους...
Ένα απ' αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητα του διευρύνοντας το χώρο του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια
δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειας τους για να επεκταθούν και ν' αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους. Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όρια τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητα του...
Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητα του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, άλλα βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενο του...
Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε.
Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει...
Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος... βρή¬κε νερό!
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό.
Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξη του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματα του, πι¬τσιλώντας το στόμιο του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω.
Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτ' άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια. Έτσι, η γη τριγύρω απ' το πηγάδι, αναζωογονη¬μένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά.
Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που με¬τατράπηκαν αργότερα σε δέντρα...
Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι, το οποίο άρχισαν να αποκαλούν: «το Περιβόλι».
Όλοι το ρωτούσαν πώς είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.
«Δεν είναι κανένα θαύμα» απαντούσε το Περιβόλι. «Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό, προς τα μέσα.»
Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού, αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συ¬νειδητοποίησαν ότι, για να βαθύνουν, θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν. Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ, για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα...
Στην άλλη άκρη της πόλης, ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει...
Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει...
Κι έφτασε κι αυτό στο νερό...
Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό...
«Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό;» το ρωτού¬σαν.
«Δεν ξέρω τι θα συμβεί» απαντούσε. «Αλλά, προς το παρόν, όσο περισσότερο νερό βγάζω, τόσο περισσότερο νερό βρίσκω.»
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη.
Μια μέρα, σχεδόν κατά τύχη, τα δύο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο...
Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα, γέμιζε το βάθος του άλλου.
Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι' αυτά μια καινούργια ζωή.
Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο, επιφανειακά, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά η αναζήτηση τους, τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής.
Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξης τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν...


Η Θλίψη και η Οργή
Σ’ ένα μαγεμένο βασίλειο όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως όπου οι άνθρωποι μεταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν...
Σ' ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά...
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό... μια πανέμορφη λίμνη.
Ήταν μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς...
Ως εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα.
Και οι δύο έβγαλαν τα ρούχα τους και, γυμνές, μπήκαν στη λίμνη.
Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε απ' το νερό...
Αλλά η οργή είναι τυφλή — ή, τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. Έτσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας απ' το νερό το πρώτο ρούχο που βρήκε...
Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι το δικό της αλλά της θλίψης...
Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.
Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και —χωρίς καμία βιασύνη— ή, καλύτερα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη.
Στην όχθη συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί.
Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή. Έτσι, φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φόρεμα της οργής.
Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή και θυμωμένη. Αλλά αν στα¬ματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι μόνο μια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η Θλίψη.

 


Ευτυχισμένη κότα
Μια φορά ένας κλέφτης μπήκε σε ξένο κοτέτσι και έκλεψε μια κότα. Όταν έφευγε, τυχαία έριξε κάτω τη λαμπάδα και το κοτέτσι πήρε φωτιά. Η κότα κοίταξε πίσω και βλέποντας τη φωτιά κατάλαβε πως ο άνθρωπος της έσωσε τη ζωή.
Όταν ο κλέφτης ταΐζε την κότα με κεχρί και ψωμί η κότα κατανοούσε πως τη φροντίζει.
Όταν ο κλέφτης περιπλανιόταν από πόλη σε πόλη κρύβοντας την στον κόρφο του η κότα καταλάβαινε πως την αγαπά.
Και όταν είδε τον κλέφτη να σηκώσει το μαχαίρι η κότα κατάλαβε ότι θέλει να αυτοκτονήσει και πήδηξε ενάντια στο μαχαίρι για να καλύψει με το σώμα της τον κλέφτη. Και πέθανε ευτυχισμένη.
Π. Μορντκόβιτς*


Ένας προσκυνητής καθόταν στην άκρη του δρόμου κι προσευχόταν. Καθώς βρισκόταν εκεί, παρατηρούσε όλους τους άπορους, τους άρρωστους, τους ανάπηρους που τον προσπερνούσαν. Λυπημένος, απευθύνθηκε στον Θεό λέγοντας: «Θεέ μου, πως γίνεται ένας τόσο ευσπλαχνικός Πατέρας να βλέπει όλων αυτό τον πόνο και να μην κάνει τίποτα;» και μετά από σιγή, ο Θεός απάντησε: «Εγώ έκανα κάτι! Δημιούργησα εσένα!»


Απίθανη συνάντηση
Μια φορά το Ανώτερο Όν οργάνωσε ένα μεγάλο γλέντι και φώναξε στο παλάτι του όλες τις αρετές. Μόνο οι αρετές….μόνο κυρίες.
Μαζευτήκαν πολλές, μικρές και μεγάλες αρετές. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι και ευγενικά μιλούσαν μεταξύ τους γιατί όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τας σαν να ήταν συγγενείς.
Αλλά κάποια στιγμή το Ανώτερο Όν είδε δυο όμορφες γυναίκες οι οποίες φαινόταν πως δεν γνώριζαν η μία την άλλη.
Ο νοικοκύρης πήρε το χέρι της μίας κυρίας και την οδήγησε στην άλλη.
– Η Ευεργεσία! είπε παρουσιάζοντας την μία.
– Η Ευγνωμοσύνη! είπε παρουσιάζοντας την δεύτερη.
Και οι δυο κυρίες πολύ εξεπλάγησαν: από τη στιγμή που εμφανίστηκε αυτός ο κόσμος, αυτές οι δυο αρετές συναντηθήκαν πρώτη φορά!
Ι. Τουργκένεφ*


Πού είναι η δύναμη;
Μια φορά ο μαθητής ρώτησε τον Δάσκαλο, που καθόταν στην όχθη ενός ρυακιού και απολάμβανε τη ροή του:
– Τι κάνετε Δάσκαλε;
– Μαθαίνω τη δύναμη, απάντησε εκείνος. 
– Και που εδώ βλέπετε δύναμη, με απορία ρώτησε ο μαθητής, αλλά πιο κάτω το ρυάκι γίνεται μεγάλο ποτάμι και πρόσφατα υπερχείλισε και πλημμύρισε χωράφια και κατάστρεψε χωριά. Αυτό είναι δύναμη!
Και τότε ο Δάσκαλος σηκώθηκε και χωρίς να λέει τίποτα τον χτύπησε μερικές φορές με τη μαγκούρα του.
– Κατάλαβες; Ρώτησε τον μαθητή.
– Ναι, είμαι ανόητος, είπε ο μαθητής, σκύβοντας.
Και τότε ο Δάσκαλος ξανά τον χτύπησε.
– Κατάλαβες; Ξανά ρώτησε ο Δάσκαλος.
Και άλλη μια φορά ο μαθητής έσκυψε το κεφάλι του και έμεινε σιωπηλός.
Ο Δάσκαλος κούνησε το κεφάλι του και είπε:
– Είσαι πιο νέος από μένα και πιο δυνατός. Θα μπορούσες να πάρεις τη μαγκούρα από τα χέρια μου και να χτυπήσεις εμένα, αλλά επέτρεψες να σε χτυπήσω. Γιατί δεν έκανες τίποτα; Πού είναι η δύναμή μου πάνω σου;
Ο μαθητής σιωπηλός άκουγε.
– Τώρα, για το ποτάμι, συνέχισε ο Δάσκαλος, λες ότι προκάλεσε πολλές καταστροφές; 
– Ναι, απάντησε ο μαθητής.
– Για πες’ μου, τι τώρα θα δεις στις όχθες αυτού του ποταμού;
– Νομίζω, χαμένη σοδειά, κατεστραμμένα σπίτια και απελπισμένους ανθρώπους.
– Και τώρα κοίτα τις όχθες αυτού του ρυακιού. Τι βλέπεις;
– Πυκνή βλάστηση και όμορφα λουλούδια.
– Και τώρα πες’ μου, πού είναι η δύναμη;


Ένα μικρό ωχρό πουλί
Μια φορά το φθινόπωρο ένα μικρό πουλί είδε ένα μεγάλο σμήνος κύκνων που προσγειώθηκε δίπλα στο λιβάδι. Τα μεγαλοπρεπείς κομψά λευκά πουλιά προσγειώθηκαν για να τραφούν, να ξεκουραστούν πριν τη μεγάλη μετανάστευση στις νότιες περιοχές. Το μικρό πουλί θαυμάζοντας αυτά τα μεγάλα πουλιά πλησίασε και με δειλία ρώτησε τον αρχηγό του σμήνους. 
– Συγνώμη, που πετάτε;
– Στο νότο για χειμερινή διαμονή, είπε ο αρχηγός προσεκτικά κοιτάζοντας το μικρό πουλί.
Το μικρό ωχρό πουλί με ζήλια κοιτούσε τον κύκνο και με πικρία είπε:
– Εσείς πετάτε εκεί που έχει τροφή και θέρμη, ενώ εγώ αυτόν το χειμώνα θα παγώσω από το κρύο και την πείνα.
Ο κύκνος σκέφτηκε για μια στιγμή μετά κοίταξε το μικρό πουλί και είπε:
– Έλα μαζί μας μικρούλη, αφού έχεις φτερά να πετάξεις!
Το μικρό πουλί αναστατώθηκε χτυπώντας με τα μικρά φτερά του τιτίβισε:
– Τι λέτε κύριε! Ο νότος είναι μακριά! Εσείς έχετε μεγάλα και δυνατά φτερά και με αυτά αγγίζετε τα σύννεφα, ενώ εγώ το μικρό πουλί θα εξασθενήσω και θα πέσω νεκρός.
Ο αρχηγός μίλησε με τα υπόλοιπα πουλιά του σμήνους και απάντησε στο μικρό πουλί;
– Έλα μαζί μας! Θα χώνεσαι μέσα στο θερμό πούπουλό μου και θα φτάσεις στο νότο. Εκεί έχει ζέστη και τροφή! 
Το μικρό πουλί με ανησυχία τιτίβισε:
– Και αν το σμήνος θα θέλει να ξεκουραστεί και προσγειωθεί για να τραφεί και εγώ θα είμαι υπναλέος και με ξεχνάτε, με μένα τι θα γίνει? Αφού είμαι μικρό πουλάκι θα πεθαίνω από την πείνα.
Ο αρχηγός κούνησε το κεφάλι του και θυμωμένα είπε:
– Πήγε να χαθείς!...
Το μικρό πουλί πετάχτηκε στο πλάι και με πικρία είπε:
– Οχ! Το ήξερα πως όλα έτσι θα τελειώσουν!
Το σμήνος ήδη ξέχασε το μικρό πουλί και ήταν έτοιμο για το μακρινό ταξίδι. Και σε λίγο το σμήνος σηκώθηκε στον ουρανό και εξαφανίστηκε στα επουράνια.
Αλλά το μικρό ωχρό πουλί ακόμη παραπονιόταν:
– Γιατί αυτά τα περήφανα και όμορφα πουλιά έτσι με πρόσβαλαν; 
Ν. Μουράντοβα*


 Μεγάλη Ανακάλυψη

Ότι η Ζωή εμφανίστηκε πρώτα στον Ωκεανό ξέρει τώρα ο καθένας. Όταν ο Ωκεανός «έβραζε» από την ποικιλότητα μορφών ζωής στην έρημη γη δεν υπήρχε ούτε χλωρίδα η οποία εμφανίστηκε μερικά εκατομμύρια χρόνια μετά και κάποια στιγμή, (δηλαδή μέσα σε άλλα εκατομμύρια χρόνια) διάφορα πλάσματα από τον Ωκεανό βγήκαν από το νερό και εγκαταστάθηκαν πάνω στη γη.

Μια μέρα δυο νεαρά, ζωηρά, έξυπνα και περίεργα δελφίνια-αδέλφια πλατσουρίζοντας βγήκαν στην ξηρά και με μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθούσαν την ζωή του δάσους που ήταν κοντά στην ακτή. Μέσα στο ένα απ’ τα αδέλφια γεννήθηκε μια ισχυρή περιέργεια και ακαταμάχητη θέληση να μείνει και να ζήσει πάνω στη γη. 
Χρειάστηκαν πολλά χρόνια το δελφίνι να μάθει να αναπνέει, να περπατάει και να τρέφετε με διάφορα χόρτα και έντομα. Όλα αυτά τα χρόνια ο αδελφός του και άλλα δελφίνια συχνά έρχονταν να τον δουν, να του δώσουν ψαράκι…όμως σιγά σιγά οι συναντήσεις τους έγιναν πιο σπάνιες γιατί το δελφίνι της γης πιο συχνά βρισκόταν μέσα στο δάσος όπου γνώρισε μια πολύ περίεργη μαϊμουδίτσα που τον βοηθούσε κάπου κάπου και συνέχεια τον ρωτούσε για τη ζωή στη θάλασσα που πολύ φοβόταν. Σε λίγο η φιλία τους μεταμορφώθηκε στην αγάπη και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα η μαϊμού γέννησε ένα παιδί τετράποδο και με λίγη τρίχα που ήταν ένας πάρα πολύ περίεργος και «έξυπνος» πίθηκος που δε φοβόταν τη θάλασσα και συχνά κολυμπούσε με τον πατέρα και τον θείο του, δηλαδή με το δελφίνι της θάλασσας.
Ακριβώς! Ιδού η ανακάλυψη! απ’ αυτόν τον πίθηκο κατάγεται το γένος τον ανθρώπων!
Δηλαδή, ο Δαρβίνος κατά κάποιο τρόπο είχε δίκαιο! 
Δηλαδή, τώρα εξηγούνται πολλά πράγματα: 
– δεν σας προβλημάτισε ποτέ η καταγωγή και η ομοιότητα των λέξεων: δελφίνι και αδέλφια;
– δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό σας γιατί όλα τα πλάσματα αποφεύγουν τον Πραγματικά Επικίνδυνο άνθρωπο και μόνο το δελφίνι χαίρετε και συνοδεύει τα βαπόρια του;
– δεν θυμάστε την εικόνα που σίγουρα είχατε πολλές φορές παρακολουθήσει: με πόση διστακτικότητα και δειλία ο άνθρωπος-μαϊμού προσπαθεί να μπει στη θάλασσα;;;

Η νοσηρή, αχόρταγη και επιζήμια Περιέργεια γέννησε αυτό το τέρας που λέγετε άνθρωπος. Κανένα άλλο πλάσμα δεν κατάστρεψε τη Φύση σε τέτοιο βαθμό. Η Περιέργεια τον έκανε να ξεχάσει απ’ όπού κατάγεται ο ίδιος. Η μόλυνση του Ωκεανού είναι τεράστια, ο αδελφός του το δελφίνι της θάλασσας υποφέρει από τα δίχτυα και την άπληστη δράση του δελφινιού της γης, δηλαδή του ανθρώπου ο οποίος, ο βλάκας δεν κατάφερε ακόμη να καταλάβει γιατί το δελφίνι της θάλασσας με τόση αδελφοσύνη αγαπάει τον άνθρωπο και πόσες φορές τον έσωσε στα ναυάγια. Ακόμη δεν κατανόησε τι νοστιμιά και το όφελος για την υγεία του από το ψάρι ως φαγητό, και από περιέργεια βάζει στο στόμα του βλαβερά και απαίσια πράγματα. 
Και τα δυο αδέλφια κάποτε πήρανε απ’ τον Δημιουργό τους την μοναδική εντολή να διαδίδουν το πολύτιμο δώρο Του, την Αγάπη. Μόνο ο ένας με την ευλάβεια τηρεί την εντολή του Πλάστη, ο άλλος τα έκανε... θάλασσα!;
Είναι γνωστό πως σ’ αυτόν τον πλανήτη μόνο δυο πλάσματα μπορούν να απολαμβάνουν τον έρωτα καθημερινά και πολλές φορές: το δελφίνι και ο άνθρωπος. Τ’ άλλα τα πλάσματα ζευγαρώνουν μόνο για να αναπαράγουν το είδος τους.

Και τώρα θυμηθείτε πως απολαμβάνει των έρωτα το δελφίνι: 
1. όποτε θέλει, 
2. όπου θέλει, 
3. όσες θέλει, 
4. όλες πανέμορφες και πανέτοιμες! 
5. Και το βασικό! Τζάμπα!

Και τώρα να δούμε τι έχει ο περίεργος βλάκας: 
α) δεμένος με τα δεσμά του γάμου (όνομα και πράμα) πάνω σε μια και μοναδική, και… βαρετή,
β) δικαστήρια και ηθικός ξεπεσμός όταν θα θέλει άλλη,
γ) κρύβετε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, καταϊδρωμένος περισσότερο από το άγχος, παρά από την ευχαρίστηση, φοβούμενος πως δε θα του βγει, ,
δ) θα χύσει πρώτα ιδρώτα για να βρίσκει εκείνη που θα τον καταδεχτεί,
ε) όλοι οι κόποι του πάνε για δώρα-μπιχλιμπίδια στη «μοναδική» και στις γκόμενες,
ζ) Και το βασικό! Έχασε το πιο πολύτιμο πράμα: την Ελευθερία!

Το συμπέρασμα: ο αληθινός ’νθρωπος είναι το δελφίνι!!!
Παιδιά! Πίσω …στη θάλασσα!

Γ. Σοϊλεμεζίδης


Ο θιγμένος Θεός
Ο Θεός και οι άγγελοι ζούσαν στον αχανής, άπειρο και απύθμενο Ουρανό. 
Μια φορά ο Θεός και ένας άγγελος που τον έλεγαν Διάβολε λογομάχησαν για τους ανθρώπους που ζούσανε σε μια μικροσκοπικά μικρή (μικρότερη και από τον κόκκο του άμμου) Γη.
Ο Θεός δημιούργησε για τους ανθρώπους ένα παράδεισο πάνω στη Γη, όπου αυτοί ζούσαν μέσα στην αγάπη, ομόνοια και γαλήνη, ενώ ο Διάβολος ισχυριζόταν ότι οι άνθρωποι πλήττουν από τέτοια ζωή και χρειάζονται έγνοιες και πάθη. Τελικά οι συζητητές αποφάσισαν να ρωτήσουν «Τι θέλουν;» τους ίδιους τους ανθρώπους και οι άνθρωποι ομολόγησαν πως βαρέθηκαν και τον ανέφελο ουρανό, και το ανιαρό χασομέρι, και την αδράνεια της σοφίας, και την απαθή αγάπη προς τον πλησίον, και την μονοτονία της ευτυχίας.
Ο θιγμένος Θεός εγκατέλειψε τους ανθρώπους, αφήνοντας τους υπό την κηδεμονία του Διαβόλου, και τώρα οι άνθρωποι έχουν έγνοιες με το παραπάνω και ζωή γεμάτη πάθη.
Γ. Σοϊλεμεζίδης


 Η Παναγία, με το Βρέφος στην αγκαλιά Της, αποφάσισε να κατέβει στη γη και να επισκεφτεί ένα μοναστήρι. Υπερήφανοι, όλοι οι ιερείς στάθηκαν στη σειρά και ο καθένας παρουσιαζόταν μπροστά στην Παναγία για να της αποδώσει τιμές. Ο ένας απήγγειλε ωραία ποιήματα, ο άλλος έδειξε τις μικρογραφίες του για τη Βίβλο, ένας τρίτος απαρίθμησε τα ονόματα όλων των αγίων. Και ούτω καθεξής, ο κάθε μοναχός με τη σειρά του τίμησε την Παναγία και το Βρέφος.Στην τελευταία θέση της σειράς στεκόταν ένας ιερέας, ο πιο ταπεινός του μοναστηριού, ο οποίος δεν είχε μάθει ποτέ τα σοφά κείμενα της εποχής. Οι γονείς του ήταν απλοί άνθρωποι που δούλευαν σ' ένα παλιό τσίρκο της γειτονιάς και το μόνο που του είχαν μάθει ήταν να πετάει μπάλες στον αέρα και να κάνει μερικές ταχυδακτυλουργίες.
Όταν ήρθε η σειρά του, οι άλλοι ιερείς έσπευσαν να τελειώσουν με την απόδοση τιμών, γιατί ο τέως ταχυδακτυλουργός δεν είχε τίποτε το σημαντικό να πει και ενδεχομένως να υποβάθμιζε την εικόνα του μοναστηριού. Στο μεταξύ, στα βάθη της καρδιάς του αισθανόταν κι εκείνος απέραντη ανάγκη να προσφέρει κάτι στον Χριστό και στην Παναγία. Ντροπαλός, αισθανόμενος το βλέμμα αποδοκιμασίας των αδελφών, έβγαλε μερικά πορτοκάλια από την τσέπη του και βάλθηκε να της τα πετά στον αέρα,κάνοντας μερικές φιγούρες, το μόνο που ήξερε. Μόνο τότε χαμογέλασε το Βρέφος κι άρχισε να χτυπά παλαμάκια στην αγκαλιά της Παναγίας. Και προς αυτόν τον ιερέα άπλωσε η Παναγία τα χέρια Της και τον άφησε να κρατήσει το Βρέφος λίγη ώρα
Π. Κοέλιο


Ήταν κάποιος ΅ια φορά που είχε πάρει απόφαση να χαίρεται τη ζωή του. 
Νό΅ιζε ότι για να ΅πορεί να το κάνει αυτό, έπρεπε να έχει πολλά λεφτά. 
Σκεφτόταν ότι δεν ΅πορεί να υπάρχει πραγματική ευχαρίστηση, όταν πρέπει να διακόπτεται η απόλαυση από τη δυσάρεστη φροντίδα του να βγάλεις λεφτά. 
Σκέφτηκε, έτσι ΅εθοδικός που ήταν, ότι για να ΅ην απασχολεί το ΅υαλό του και να ΅η στενοχωριέται, έπρεπε να χωρίσει τη ζωή του σε δύο ΅έρη: πρώτα θα έβγαζε αρκετά λεφτά και ΅ετά θα απολά΅βανε ό, τι επιθυ΅ούσε η ψυχή του. 
Υπολόγισε ότι ένα εκατο΅΅ύριο δολάρια θα του έφταναν για να ζήσει ήσυχος την υπόλοιπη ζωή του. Αφιέρωσε λοιπόν όλες του τις δυνά΅εις στο να κερδίσει χρή΅ατα και να ΅αζέψει πλούτη. Επί χρόνια, κάθε Παρασκευή, άνοιγε το βιβλίο εσόδων και άθροιζε τα αγαθά του. 
«Όταν ΅αζέψω το εκατομμύριο» έλεγε, «δεν θα δουλέψω άλλο. Θα είναι η στιγ΅ή της απόλαυσης και της διασκέδασης. Δεν θ' αφήσω να ΅ου συ΅βεί αυτό που έπαθαν άλλοι, που όταν έφτασαν στο πρώτο εκατο΅΅ύριο άρχισαν να θέλουν κι άλλο. 
Και πιστός στην απόφασή του έφτιαξε ΅ια τεράστια πινακίδα και την κρέ΅ασε στον τοίχο:
«Μόνο ένα εκατομμύριο»
Πέρασαν τα χρόνια. 
Ο τύπος ΅άζευε λεφτά κι έκανε προσθέσεις. Κάθε φορά ήταν όλο και πιο κοντά στο στόχο του. 
Χα΅ογελούσε αυτάρεσκα όταν σκεφτόταν τις χαρές που τον περί΅εναν. Μια Παρασκευή κατάπληκτος βλέπει το τελικό νού΅ερο: Το άθροισ΅α ήταν 999.999,75 δολάρια. Έλειπαν ΅όνο 25 σεντς για να συ΅πληρωθεί το εκατο΅΅ύριο! Πανικόβλητος, αρχίζει να ψάχνει κάθε σακάκι, κάθε παντελόνι, κάθε συρτάρι, ΅ήπως βρει τα λίγα νο΅ίσ΅ατα που λείπουν ... Δεν ήθελε να περι΅ένει άλλη ΅ία βδο΅άδα. Τελικά, στο τελευταίο συρτάρι βρίσκει τα 25 σεντς που ήθελε. Κάθεται στο γραφείο του, και γράφει ΅ε τεράστια νού΅ερα: Ικανοποιη΅ένος, κλείνει τα βιβλία, κοιτάζει την πινακίδα στον τοίχο και ΅ονολογεί: 
«Ένα ΅όνο. Και τώρα απολα΅βάνου΅ε ... » Εκείνη ακριβώς τη στιγ΅ή, χτυπάει η πόρτα. Δεν περι΅ένει κανέναν. Απορη΅ένος, πάει να ανοίξει. Μια γυναίκα ντυ΅ένη στα ΅αύρα, ΅' ένα δρεπάνι στο χέρι του λέει: «Ήρθε η ώρα σου.» 
Είχε έρθει ο θάνατος να τον πάρει. 
«Όχι ... » ψελλίζει αυτός. «Όχι ακό΅η ... δεν εί΅αι έτοι΅ος.»
«Ήρθε η ώρα σου» ξαναλέει ο Θάνατος. 
«Μα πώς ... Τα λεφτά ... Οι χαρές ... » 
«Καταλαβαίνω, αλλά ήρθε η ώρα σου.» 
«Σε παρακαλώ, δώσε ΅ου ακό΅η ένα χρόνο ... Ανέβαλλα τα πάντα γιατί περί΅ενα αυτή τη στιγ΅ή, σε παρακαλώ ... «Λυπά΅αι» λέει ο Θάνατος. 
«Ας κάνου΅ε ΅ια συ΅φωνία» προτείνει αυτός απελπισ΅ένος, «κατάφερα και ΅άζεψα ένα εκατο΅΅ύριο δολάρια. Πάρε τα ΅ισά και δώσε ΅ου ένα χρόνο διορία. Σύ΅φωνοι; 
«Όχι.» 
«Σε παρακαλώ. Πάρε 750.000 και δώσε ΅ου ένα ΅ήνα ... » «Δεν έχεις καθόλου διορία.» 
«900.000 για ΅ια βδο΅άδα.» 
«Δεν έχεις καθόλου διορία.» 
«Ας κάνου΅ε κάτι άλλο. Πάρ' τα όλα, και δώσε ΅ου έστω και ΅ία ΅έρα. Έχω τόσα να πω, τόσο κόσ΅ο να δω, έχω αναβάλει τόσα πράγ΅ατα ... σε παρακαλώ.» 
«Ήρθε η ώρα σου» επαναλα΅βάνει ο Θάνατος, αδιάλλακτος. 
Ο άνθρωπος σκύβει το κεφάλι. Αποδέχεται την κατάσταση και παραιτείται από κάθε άλλη προσπάθεια διαπραγ΅άτευσης. Με περίλυπο ύφος, ζητάει ΅όνο ΅ία τελευταία χάρη: 
«Έχω έστω λίγα λεπτά ακό΅η;» παρακαλεί. 
Ο θάνατος βλέπει ακό΅η λίγους κόκκους ά΅΅ου στην κλεψύδρα του και του λέει: 
«Εντάξει». 
Παίρνει ο άντρας ένα χαρτί και ΅ια πένα από το γραφείο του και γράφει: 
Αναγνώστη: 
Όποιος κι αν είσαι. 
Εγώ δεν μπόρεσα να αγοράσω ούτε ΅ία μέρα ζωής ΅ε όλα ΅ου τα λεφτά. 
Πρόσεξε τι θα κάνεις ΅ε τον χρόνο σου. Είναι η μεγαλύτερη σου περιουσία ...


Ο Θεός και ο επιστήμονας
Ο Θεός κάθεται στον ουρανό όταν ε΅φανίζεται ένας επιστή΅ονας και του λέει: «Θεέ, δεν σε χρειαζό΅αστε πια. Τελικά η επιστή΅η βρήκε τρόπο να δη΅ιουργήσει ζωή από το τίποτα. Με λίγα λόγια, ΅πορού΅ε τώρα να κάνου΅ε, αυτό που έκανες εσύ στην αρχή». 
«Αλήθεια; Για πες ΅ου!» απαντά ο Θεός. 
«Λοιπόν, παίρνου΅ε καθαρό χώ΅α και του δίνου΅ε σχή΅α όπως Εσύ, του ε΅φυσού΅ε ζωή, όπως Εσύ, και έτοι΅ος ο άνθρωπος». 
«Πολύ ενδιαφέρον, για δείξε ΅ου ... » 
Ο επιστή΅ονας σκύβει τότε στο έδαφος και αρχίζει να σχη΅ατίζει ΅ε χώμα, ένα ανθρώπινο σώ΅α. 
«Όχι, όχι» λέει τότε ο Θεός «βάλε το δικό σου χώ΅α!» 


Πόσο απέχει η ελευθερία;
Υπήρχε κάποτε ένας ΅εγάλος σοφός που ονο΅αζόταν Ναράντα. Μια ΅έρα καθώς ταξίδευε ΅έσα από ένα δάσος, έφτασε σε ένα ξέφωτο. Εκεί αντίκρισε έναν άνδρα που διαλογιζόταν τόσο πολύ καιρό, που τα ΅υρ΅ήγκια είχαν σχη΅ατίσει ένα βουνό γύρω από το σώ΅α του. 
Μόλις είδε το Ναράντα, του φώναξε: «Πού πηγαίνεις;» «Στον Παράδεισο» απάντησε ο σοφός. 
«Τότε ρώτησε σε παρακαλώ τον Σίβα, πότε θα φανεί ελεή΅ον ΅αζί ΅ου ώστε να κερδίσω την ελευθερία ΅ου;» 
Ο Ναράντα συνέχισε το δρό΅ο του και πιο κάτω συνάντησε έναν άλλο άνδρα, που χοροπηδούσε και τραγουδούσε. 
«Πού πηγαίνεις;» τον ρώτησε κι εκείνος. «Στον Παράδεισο» απάντησε και πάλι ο Ναράντα. 
«Μπορείς ΅όλις φτάσεις, να ρωτήσεις πότε θα αποκτήσω την ελευθερία ΅ου;» τον παρακάλεσε ο άνδρας. Έτσι ο Ναράντα συνέχισε... και ΅ετά από καιρό, πήρε το δρό΅ο της επιστροφής. Πρώτα συνάντησε τον άνδρα που διαλογιζόταν. Εκείνος, ΅όλις τον είδε, όλος αγωνία φώναξε: «Ναράντα, ρώτησε τον Κύριο για ΅ένα;» 
«Ναι» απάντησε ο Ναράντα. «Και τι σου απάντησε;» 
«Ότι θα κερδίσεις την ελευθερία σου σε τέσσερις ζωές». 
Ο άνδρας ΅όλις το άκουσε αυτό ξέσπασε σε κλά΅ατα και δια΅αρτυρίες: «Διαλογιζό΅ουν τόσον καιρό που τα ΅υρ΅ήγκια ΅ε σκέπασαν ... και πρέπει να υπο΅ένω ακό΅η τέσσερις ζωές;» 
Μετά από λίγο ο Ναράντα συνάντησε τον δεύτερο άνδρα. 
«Ρώτησες τον Κύριο για ΅ένα;» 
«Ναι» απάντησε ο Ναράντα. «Το βλέπεις αυτό το δέντρο; Όσα φύλλα υπάρχουν πάνω του, τόσες φορές πρέπει να ξαναγεννηθείς για να αποκτήσεις την ελευθερία σου» 
Ο άνδρας ακούγοντας την απάντηση άρχισε να χορεύει και είπε: «Εί΅αι χαρού΅ενος γιατί θα ελευθερωθώ τόσο γρήγορα!» 
Τότε, ΅ια φωνή ακούστηκε: «Παιδί ΅ου, έχεις ήδη ελευθερωθεί αυτήν εδώ τη στιγ΅ή!»


 Θεία δικαιοσύνη
Μια ΅έρα, ΅ια παρέα παιδιών βρήκε αφη΅ένο σε ένα πεζούλι ένα ΅εγάλο τσα΅πί σταφύλια. Μη ΅πορώντας να συ΅φωνήσουν στη ΅οιρασιά, αποφάσισαν να ζητήσουν τη βοήθεια ενός σοφού γέροντα. 
Εκείνος τους ρώτησε πώς ήθελαν να γίνει η μοιρασιά: σύ΅φωνα ΅ε την ανθρώπινη ή τη θεία δικαιοσύνη; «Φυσικά ΅ε τη θεία δικαιοσύνη» απάντησαν ο΅όφωνα τα παιδιά. Τότε ο γέροντας πήρε το τσα΅πί και το έδωσε σε ένα ΅όνο παιδί. 
Τα παιδιά δια΅αρτυρήθηκαν για την επιλογή του και ρώτησαν τον γέροντα πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτή είναι η φύση της θείας δικαιοσύνης. Κάποιος παίρνει τα πάντα και οι άλλοι τίποτε ... » 


Τα κόλπα του Διαβόλου
Κάποτε τρεις φίλοι συνάντησαν τον Διάβολο. Θέλοντας να μη χάσουν την ευκαιρία, άρχισαν να τον ρωτούν πώς να καταφέρνει, πώς χρησιμοποιεί την πονηριά του και χειρίζεται τις διάφορες καταστάσεις.
Ο Διάβολος απάντησε ήρεμα, διατηρώντας πάντα ένα μειλίχιο χαμόγελο. 
«Τα πάντα έχουν ένα σκοπό», έλεγε στο τέλος κάθε διήγησης του, για να συνεχίσει μετά με ένα επόμενο κατόρθωμά του, μαγεύοντας με την πονηριά του τους τρεις φίλους.
«Και δεν φοβάσαι τον Θεό;» ρώτησε κάποια στιγμή ο ένας. 
«Από τη στιγμή που η Αλήθεια είναι κρυμμένη, θρυμματισμένη θα έλεγα, τότε δεν υπάρχει λόγος να φοβάμαι τίποτα», απάντησε ο Διάβολος.
Έτσι, συνέχισαν να προχωρούν συζητώντας, μέχρι που κάποια στιγμή ένας να προχωρούν συζητώντας, μέχρι που κάποια στιγμή ένας από τους τρεις φίλους είδε κάτι στο πλακόστρωτο και έσκυψε γρήγορα να το πάρει, κρύβοντάς το στον κόρφο του.
Οι άλλοι δυο παραξενεύτηκαν με την κίνησή του και κοίταξαν τον Διάβολο που χαμογελούσε. 
«Τι συμβαίνει;» των ρώτησαν με περιέργεια. 
«Τίποτα. Απλώς ο φίλος σας βρήκε ένα κομμάτι της Αλήθειας του Θεού».
Οι δύο φίλοι κοιτάχτηκαν απορημένοι με την ηρεμία με την οποία αντιμετώπιζε το θέμα ο Διάβολος.
«Καλά», ρώτησαν αμέσως, «το ότι βρήκε ένα κομμάτι της Αλήθειας δεν φοβάσαι ότι θα βλάψει το έργο σου;
Ο Διάβολος κοίταξε κατάματα τους δυο φίλους και χαμογελώντας είπε: «Τουναντίον, όχι απλώς δεν φοβάμαι αλλά χαίρομαι, γιατί σε λίγο θα έχω πείσει το φίλο σας να χρησιμοποιήσει την Αλήθεια που βρήκε… Να την οργανώσει, να τη συστηματοποιήσει και να φτιάξει μια ακόμη θρησκεία…»


Γλυκιά παραβολή*
Κάποτε, εδώ και πολύ καιρό ο Θεός έκανε δέκα Αδάμους. Ένας από αυτούς όργωνε τη γη, ο άλλος βοσκούσε κοπάδι, ο τρίτος ήταν ψαράς... 
Μετά από λίγο καιρό ήρθαν στον πατέρα τους με ένα παράπονο: 
– Έχουμε όλα που χρειαζόμαστε, αλλά κάτι λείπει. Είναι βαρετή η ζωή για μάς.
Ο Κύριος τους έδωσε ζύμη και είπε:
–Να κάνει ο καθένας από αυτή τη ζύμη, κατ 'ομοίωσή του μια γυναίκα της αρεσκείας του: παχουλή, λυγερή, μικρή ... Και εγώ θα τις δώσω ζωή. 
Μετά από αυτό ο Κύριος έφερε μια πιατέλα με ζάχαρη, και είπε:
– Εδώ βλέπετε δέκα κομμάτια. Πάρτε ο καθένας από ένα κομμάτι και δώστε στη γυναίκα σας για να είναι η ζωή μαζί της γλυκιά. 
Όταν όλοι το έκαναν ο Κύριος είπε: 
– Ανάμεσά σας υπάρχει ένας κατεργάρης, γιατί στο πιάτο ήταν έντεκα κομμάτια ζάχαρης. Ποιος πήρε τα δύο κομμάτια; 
Όλοι σιωπούσαν. 
Από τότε, εννέα Αδάμοι από τους δέκα πιστεύουν ότι μια ξένη γυναίκα είναι πιο γλυκιά, επειδή έφαγε το πρόσθετο κομμάτι ζάχαρης. Και μόνο ένας άνδρας ξέρει ότι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες, αφού το επιπλέον κομμάτι ζάχαρης έφαγε ο ίδιος...


Πολύ καιρό πριν, κάηκε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, επέζησε μόνο ένα χειρόγραφο.
Για πολλά χρόνια βρισκόταν στο ράφη ενός βιβλιοπωλείου και κανείς δεν του έδωσε σημασία. Κάπια στιγμή το κατάστημα άλλαξε χέρια και ο νέος ιδιοκτήτς αποφάσισε να καθαρίσει και να αδιάσει τα ράφια από τα αχρηστα βιβλία και χειρόγραφα. 
Το παλιό χειρόγραφο βρέθηκε μές στα σκουπίδια, και έπεσε στα χέρια ενός τυχαίου περαστικού, ένός ζητιάνου. Ήταν έτοιμος να το πετάξεις στη φωτιά για να ζεσταθεί, αλλά μετά αποφάσισε να δεί τι γράφει μέσα.
Το χειρόγραφο έγραφε: εκείνος ο άνθρωπος που θα βρίσκει στην παραλία της θάλασσας ζεστή πέτρα, θα αποκτήσει τα πάντα που είχε ονειρευτεί στη ζωή.
Ο ζητιάνος σκέφτηκε ότι δεν έχει τίποτα να χάσει, και πήγε προς τη θάλασσα. Σήκωσε πολλές πέτρες, αλλά όλες ήταν κρύες, και ο ζητιάνος τους έριξε στη θάλασσα.
Αυτό συνεχίστηκε μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια ...
Κάποια μέρα, το χέρι του ζητιάνου έπιασε τη ζεστή πέτρα ... Αυτός το πήρε και το πέταξε από συνήθεια ... στη θάλασσα.
Η ζωή μας σαν παραλία, μέρα με τη μέρα, ψάχνουμε τη δική μας μοίρα. Και είναι λυπηρό όταν βρίσκουμε αυτό που ψάχνουμε, σαν αυτός ο ζητιάνος, θα περάσουμε δίπλα μόνο και μόνο επειδή έχουμε συνηθίσει να ψάξουμε και όχι να βρίσκουμε...


Η παραβολή για τα δύο σπαθιά
Ο δάσκαλος Μουραμάσα έκανε σπαθιά για τους Σαμουράι ως όπλα για επίθεση. Ο δάσκαλος Μασαμούνε - ως όπλα για την προστασεία. Για να συγκρίνουν την κοφτερότητα τους τα σπαθιά βουτήξανε σε ένα ρεύμα, στο οποίο επέπλεαν φύλλα δέντρων. Όλα τα φύλλα που είχαν αγγίξει το σπαθί του Μουραμάσα, κόπικαν σε δύο μέρη. Ενώ του Μασαμούε το σπαθί τα φύλλα το αφήνει υδρορροή, χωρίς να το αγγίζουν.

 


 

Παραβολές του βουδισμού ζεν 

Βουδισμός Ζεν: Διδασκαλία χωρίς Ιερά Κείμενα, πέρα από γραπτά και λόγια, δίνει μάθημα περί ανθρώπινης νόησης διεισδύοντας στη φύση του νου και οδηγεί στη διαύγεια τον πνεύματος.

Ο μεγάλος πατριάρχης του Βουδισμού Ζεν, Μποντχιντχάρμα μετέφερε το ζεν από την Ινδία στην Κίνα στον 6ο αιώνα μ.Χ. Ύστερα από εννιά χρόνια που πέρασε στην Κίνα ασκώντας τη διδασκαλία του ζεν, ο Μποντχιντχάρμα αποφάσισε να επιστρέψει στην Ινδία και μάζεψε γύρω του τους μαθητές του για να δει τα αποτελέσματα της διδασκαλίας.
Ο Ντουφούκου είπε:
- Κατά τη γνώμη μου η αλήθεια βρίσκεται εκτός του ισχυρισμού και της άρνησης γιατί και τα δυο είναι μόνο ο δρόμος πάνω στο οποίο εκείνη κινείται.
Ο Μποντχιντχάρμα απάντησε: 
- Εσύ έχεις το δέρμα μου.
Η μοναχή Σοντζί είπε:
- Η αλήθεια είναι σαν μια ματιά του Ανάντα στη γη του Βούδα, την είδε μια φορά και για πάντα.
Ο Μποντχιντχάρμα απάντησε:
- Εσύ έχεις τη σάρκα μου.
Ο Ντοϊκού είπε:
- Τέσσερα στοιχεία, το φως, ο αέρας, το υγρό και το στερεό είναι κενό. Το πέμπτο -το πνεύμα- δεν είναι ύλη, όμως είναι πραγματικότητα.
Ο Μποντχιντχάρμα απάντησε:
- Εσύ έχεις το σκελετό μου.
Και τελικά ο Έκα υποκλίθηκε μπροστά στον δάσκαλο και έμεινε σιωπηλός.
Ο Μποντχιντχάρμα είπε:
- Εσύ έχεις την ουσία μου.*

*          *          *

Υπακοή

Οι συζητήσεις που έκανε ο δάσκαλος του Βουδισμού ζεν, Μπανκέϊ μαζεύανε όχι μόνο μαθητές του ζεν, αλλά και πολλούς άλλους ανθρώπους από διάφορες αιρέσεις. Ο Μπανκέϊ ποτέ δεν έκανε αναφορές στις γραφές και σε άλλα ιερά βιβλία και δεν έκανε σχολαστικούς συλλογισμούς. Τα λόγια του ήταν απλά και συνετά και έφταναν αμέσως στις καρδιές των ακροατών.
Το μεγάλο ακροατήριο του Μπανκέϊ προκάλεσε τη δυσαρέσκεια ενός ιερέα μιας αίρεσης, γιατί οι οπαδοί αυτής της αίρεσης τον εγκατέλειψαν και πήγανε ν' ακούσουν τον Μπανκέϊ. Ο εγωκεντρικός ιερέας ήρθε στο ναό έτοιμος να λογομαχήσει με τον δάσκαλο του ζεν.
- Ε, εσύ, φώναξε ο ιερέας, περίμενε ένα λεπτό. Ο καθένας που σ' εκτιμάει υποτάσσεται στα λόγια σου, όμως εγώ δε σε σέβομαι. Μπορείς να με κάνεις να σε υπακούσω;
- Έλα κοντά μου και θα δούμε, είπε ο Μπανκέϊ. 
Ο ιερέας διέσχισε τον δρόμο μέσα σε πλήθος και πλησίασε τον δάσκαλο. Ο Μπανκέϊ χαμογέλασε:
- Στάσου αριστερά δίπλα μου.
Ο ιερέας στάθηκε δίπλα του.
- Όχι, είπε ο Μπανκέϊ, θα ήταν καλύτερα αν σταθείς δεξιά από μένα.
Ο ιερέας με αξιοπρέπεια πέρασε δεξιά. 
- Είδες, είπε ο Μπανκέϊ, με υπακούς και νομίζω πως είσαι άνθρωπος πράος και με τρόπους. Τώρα κάτσε μαζί με τους άλλους και άκου…*

*          *          *

Το καλό και το κακό

Όταν ο Μπανκέϊ περνούσε τις μέρες του κάνοντας διαλογισμό, απ' όλη την Ιαπωνία μαζευόταν κόσμος για να γίνουν μαθητές του. Κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος έπιασαν έναν μαθητή που έκλεβε. Το μετέφεραν στον Μπανκέϊ και του ζήτησαν να διώξει τον κλέφτη. Ο Μπανκέϊ δεν έδωσε προσοχή σ' αυτό το ζήτημα.
Αργότερα, μερικές μέρες μετά, τον πιάσανε ενώ προσπαθούσε να κλέψει κάτι. Ο Μπανκέϊ δεν έδωσε συνέχεια σ' αυτήν την υπόθεση. Αυτό αγανάκτησε τους άλλους μαθητές και έγραψαν στον Μπανκέϊ μια αίτηση, που ζητούσανε να διωχθεί ο κλέφτης από τον ναό, αλλιώς απειλούσαν ότι θα εγκαταλείψουν τον δάσκαλό τους.
Ο Μπανκέϊ τους μάζεψε όλους και είπε: 
- Αδέλφια μου, είστε αρκετά σοφοί. Εσείς ξέρετε τι είναι καλό και τι είναι κακό. Εσείς μπορείτε να πάτε να διδαχθείτε όπου θέλετε. Αλλά αυτόν που έχασε τον δρόμο του και δεν ξέρει να ξεχωρίζει το καλό απ' το κακό ποιος θα τον μάθει αν δεν το κάνω εγώ; Αυτός θα μείνει, ακόμα κι αν φύγετε όλοι.
Τα μάτια του κλέφτη γέμισαν με δάκρια ντροπής.*

*          *          *

Βρώμικος δρόμος

Δυο μοναχοί του ζεν ο Ταντζάν και ο Εκίντο βάδιζαν πάνω σ' ένα χωμάτινο βρώμικο δρόμο. Έβρεχε. Δίπλα στην διασταύρωση συνάντησαν μια όμορφη κοπέλα η οποία δεν μπορούσε να περάσει ένα μεγάλο νερόλακκο. 
- Έλα να σε βοηθήσω, είπε ο Ταντζάν, την πήρε στα χέρια και την πέρασε στην άλλη πλευρά.
Ο Εκίντο σιωπούσε μέχρι την πόρτα του ναού. Εκεί δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και είπε με ύφος:
- Εμείς οι μοναχοί δεν πρέπει να πλησιάσουμε τις γυναίκες, ιδιαίτερα τέτοιες νέες και όμορφες. Αυτό είναι επικίνδυνο, γιατί το έκανες;
- Εγώ άφησα την κοπέλα εκεί, είπε ο Ταντζάν, ενώ εσύ την κουβάλησες μέχρι εδώ!

*          *          *

Παραβολή του Βούδα

Ο άνθρωπος περνούσε από ένα μεγάλο λιβάδι όπου ζούσε ένας τίγρης. Ο τίγρης τον κυνήγησε κι ο άνθρωπος έτρεξε με όλες του τις δυνάμεις για να σωθεί. Πλησιάζοντας μια χαράδρα ο άνθρωπος άρχισε να κατεβαίνει την απότομη πλαγιά της, όμως έπεσε και την τελευταία στιγμή έπιασε τη ρίζα μιας άγριας κληματόβεργας. Ο τίγρης από πάνω ξεφυσούσε με άγριες προθέσεις. Τρέμοντας από φόβο, ο άνθρωπος κοίταξε κάτω και είδε έναν άλλο τίγρη έτοιμο να τον κατασπαράξει.
Μόνο η ρίζα τον κρατούσε.
Δυο ποντίκια, ένα άσπρο κι ένα μαύρο, άρχισαν να ροκανίζουν την ρίζα. Το απελπισμένο βλέμμα του ανθρώπου έπεσε πάνω σε μερικές άγριες φράουλες. Κρατώντας με το ένα χέρι τη ρίζα, με το άλλο χέρι μάζευε τις μυρωδάτες άγριες φράουλες. 
Τι νόστιμες και γλυκές που ήταν!*

*          *          *

Ο κλέφτης που έγινε μαθητής

Μια βραδιά, όταν ο γνωστός δάσκαλος του ζεν, Σιτίρο Κοντζιούν έκανε διαλογισμό στο σπίτι του, μπήκε ένα κλέφτης με σπαθί και είπε:
- Τα λεφτά ή τη ζωή σου!
Ο Σιτίρο είπε:
- Μη με ενοχλείς, τα λεφτά είναι μέσα στο συρτάρι του τραπεζιού. Και συνέχισε τον διαλογισμό.
Ο κλεφτής πήρε τα λεφτά και ήταν έτοιμος να φύγει, όμως ο Σιτίρο τον σταμάτησε:
- Μην πάρεις όλα τα λεφτά, πρέπει αύριο να πληρώσω τον φοροεισπράκτορα.
Ο απρόσκλητος επισκέπτης άφησε τα λεφτά του φόρου και ετοιμάστηκε να φύγει.
- Όταν σου κάνουν δώρο πρέπει να ευχαριστήσεις, του είπε ο Σιτίρο.
- Ευχαριστώ, απάντησε ο κλέφτης και έφυγε.
Ύστερα από μερικές μέρες έπιασαν τον κλέφτη και μαζί με άλλα εγκλήματα ομολόγησε ότι λήστεψε και τον Σιτίρο.
Όταν φώναξαν τον Σιτίρο για μάρτυρα εκείνος είπε:
- Αυτός ο άνθρωπος δεν μ' έκλεψε. Εγώ του έδωσα τα λεφτά κι εκείνος μ' ευχαρίστησε γι' αυτό.
Μετά από τη φυλακή, αυτός ο άνθρωπος πήγε στον Σιτίρο και έγινε μαθητής του.*

*          *          *

Οι πύλες του Παράδεισου

Ο σαμουράι Νομπισούγκε πήγε στον δάσκαλο Χακουήν και τον ρώτησε:
- Στ' αλήθεια υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση;
- Ποιος είσαι 'συ, ρώτησε ο Χακουήν.
- Είμαι σαμουράι, απάντησε ο Νομπισούγκε.
- Ψέματα, είσαι απλός στρατιώτης! φώναξε ο Χακουήν. Ποιος στρατάρχης σε κρατάει στο στρατό; Έχεις πρόσωπο ενός ζητιάνου.
Ο Νομπισούγκε έχασε την ψυχραιμία του και άρπαξε την λαβή του σπαθιού, ενώ ο Χακουήν συνέχισε.
- Έχεις και σπαθί; Νομίζω πως είναι πολύ στομωμένο και δεν μπορείς να με αποκεφαλίσεις.
Ο Νομπισούγκε δεν άντεξε την προσβολή και έβγαλε το σπαθί του. Τότε ο Χακουήν με ηρεμία ξεστόμισε:
- Εδώ ανοίγουν οι πύλες της Κόλασης.
Αυτά τα λόγια έκαναν τον σαμουράι να αισθανθεί τον εαυτό του μαθητή του ζεν και βάζοντας το σπαθί στη θήκη του, υποκλίθηκε.
- Εδώ ανοίγουν οι πύλες του Παράδεισου, είπε ο Χακουήν.*

*          *          *

Οι στρατιώτες της ανθρωπότητας

Μια φορά, μια μεραρχία του ιαπωνικού στρατού, έκανε στρατιωτικές ασκήσεις στην περιοχή που βρισκόταν ο ναός του δασκάλου Ζεν Γκαντζάνα. Μερικοί αξιωματικοί ήρθαν να διανυκτερεύσουν στο ναό.
Ο Γκαντζάνα είπε στον μάγειρα.
- Να προσφέρεις και στους αξιωματικούς τα φαγητά που τρώμε εμείς καθημερινά.
Οι αξιωματικοί θίχτηκαν απ' αυτήν τη συμπεριφορά, γιατί ήταν συνηθισμένοι στην ευλάβεια που έδειχνε ο κόσμος. Ένας από τους αξιωματικούς πήγε στον Γκαντζάνα και του είπε με θυμό:
- Ποιοι νομίζεις πως είμαστε εμείς; Για ποιους μας πέρασες; Είμαστε στρατιώτες που θυσιάζουμε τις ζωές μας για την πατρίδα μας. Αξίζουμε περισσότερο σεβασμό.
Ο Γκαντζάνα με σκληρή φωνή του απάντησε:
- Και τι νομίζεις εσύ, για το ποιοι είμαστε εμείς; Είμαστε οι στρατιώτες της ανθρωπότητας, και ο σκοπός μας είναι να σώσουμε το κάθε ον πάνω στη γη.*

*          *          *

Στα χέρια της μοίρας

Ο μεγάλος στρατηλάτης του γιαπωνέζικου στρατού ο Νομπουνάγκα αποφάσισε να επιτεθεί στον εχθρικό στρατό που ήταν δέκα φορές πιο μεγάλος. Εκείνος πίστευε πως θα νικήσει, αλλά οι στρατιώτες του είχαν αμφιβολίες.
Ο στρατός του σταμάτησε δίπλα στο εθνικό ιερό. Ο Νομπουνάγκα ανακοίνωσε: 
- Θα επισκεφτώ το ιερό μας, μετά θα ρίξω κλήρο. Αν πέσει κορώνα, θα νικήσουμε, αν πέσει γράμματα, θα χάσουμε. Η μοίρα κρατάει τις ζωές μας στα χέρια της.
Ο Νομπουνάγκα μπήκε στο ναό και έκανε την σιωπηλή προσευχή του. Όταν βγήκε, έριξε κλήρο μπροστά στο στρατό. Έπεσε κορώνα. Οι εμψυχωμένοι στρατιώτες του ρίχτηκαν στη μάχη και κατέστρεψαν τον εχθρικό στρατό.
- Κανένας δεν μπορεί ν' αλλάξει τη μοίρα, είπε ένας φίλος του στρατηλάτη μετά από τη μάχη.
- Κάνεις λάθος, απάντησε ο Νομπουνάγκα και του έδειξε το νόμισμα-κλήρο, το οποίο και από τις δυο πλευρές είχε κορώνα.*

*          *          *

Διάσημος, αλλά…βλάκας

Οι δάσκαλοι του ζεν, Νταϊγκού και Γκουντού ήταν προσκεκλημένοι στο σπίτι ενός διάσημου στελέχους της κυβέρνησης. Ύστερα από μερικά λεπτά συζήτησης ο Γκουντού είπε στον διάσημο κύριο:
- Από τη φύση σας είστε σοφός και έχετε έμφυτες ικανότητες για το ζεν.
- Τρίχες-κατσαρές, είπε ο Νταϊγκού, γιατί κολακεύεις αυτόν τον βλάκα; Εντάξει, έχει ένα υψηλό πόστο, όμως ό,τι αφορά το ζεν είναι ένα μηδενικό.
Ο διάσημος κύριος έχτισε ναό για τον Νταϊγκού - και όχι για τον Γκουντού - και έγινε μαθητής του.*

*          *          *

Αληθινή ευημερία

Ένας πολύ πλούσιος κύριος, ζήτησε από τον δάσκαλο Σεγκάγια να γράψει μια ευχή για να συνεχιστεί η ευημερία της οικογένειάς του από γενιά σε γενιά.
Ο Σεγκάγια πήρε μια κόλα και έγραψε: "Πέθανε ο πατέρας, πέθανε ο γιος, πέθανε ο εγγονός".
- Εγώ σου ζήτησα να γράφεις κάτι για την ευτυχία της οικογένειας μου. Γιατί αστειεύτηκες με τόσο αγενή τρόπο;
- Δεν είχα καμιά πρόθεση να αστειευτώ, εξήγησε ο Σεγκάγια, εάν ο γιος σου πέθαινε νωρίτερα από σένα, αυτό θα προκαλούσε μεγάλο πόνο σ' εσένα. Εάν ο εγγονός σου πέθαινε νωρίτερα από τον γιο σου, αυτό θα γκρέμιζε όλες τις ελπίδες και του γιου σου και τις δικές σου. Εάν στην οικογένειά σου από γενιά σε γενιά πεθαίνουν με τη σειρά που έγραψα, αυτό θα είναι η φυσική πορεία της ζωής. Εγώ την ονομάζω αληθινή ευημερία.*

*          *          *

Όποιος δε δουλεύει, δεν τρώει

Ο Χαϊκούντζι,  γνωστός κινέζος δάσκαλος του Βουδισμού ζεν, συνήθως δούλευε μαζί με τους μαθητές του και αν και έφτασε στα 80 του χρόνια, δούλευε μέσα στον κήπο και καθάριζε τα δρομάκια γύρω από το ναό. Οι μαθητές, ένοιωθαν άβολα βλέποντας τον γέρο-δάσκαλό τους να δουλεύει, όμως ήξεραν πως δε θ' άκουγε τις συμβουλές τους για ν' αφήσει τη δουλειά. Γι' αυτό αποφάσισαν μια μέρα να κρύψουν τα εργαλεία του.
Εκείνη την ημέρα ο δάσκαλος δεν έφαγε τίποτα. Δεν έφαγε ούτε άλλες δυο μέρες.
Οι μαθητές φοβήθηκαν πως αυτό θα βλάψει την υγεία του και του έδωσαν πίσω τα εργαλεία του.
Ο δάσκαλος δούλεψε όλη την ημέρα και έφαγε μαζί με άλλους. Το βράδυ είπε στους μαθητές του:
- Όποιος δε δουλεύει, δεν τρώει.*

*          *          *

Ο καιρός να πεθάνει…

Ο Ικιού, δάσκαλος του ζεν ήταν πολύ έξυπνος ακόμα και στην παιδική ηλικία. Ο δάσκαλος του είχε ένα πολύ ακριβό φλιτζάνι για τσάι, που ήταν παλιό κειμήλιο του δασκάλου του. Έτυχε ο Ικιού να σπάσει το φλιτζάνι και τα 'χασε από τη σύγχυση. ’κουσε τα βήματα του δασκάλου του που ερχόταν κι αμέσως έκρυψε πίσω του τα θραύσματα. 
Όταν ο δάσκαλος μπήκε στο δωμάτιο ο Ικιού τον ρώτησε:
- Γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν;
- Αυτό είναι φυσικό, εξήγησε ο γέροντας, όλοι κάποτε πρέπει να πεθάνουν, ειδικά αυτοί που έζησαν ζωή μεγάλη σε διάρκεια.
Ο Ικιού έδειξε τα θραύσματα στον δάσκαλό του και πρόσθεσε:
- Ήρθε καιρός να πεθάνει και το φλιτζάνι σας.*

*          *          *

Τιποτένια πράγματα

Ο μαθητής Λιν-Τζι κοιμόταν πάνω στον πάγκο. Ο δάσκαλός του ο Χουαμπό χτύπησε μερικές φορές με το ραβδί του στον πάγκο για να ξυπνήσει τον Λιν-Τζι. Εκείνος άνοιξε τα μάτια του, αντιλήφθηκε τον δάσκαλό του, όμως μετά ξανά αποκοιμήθηκε. Ο Χουαμπό πήγε και βρήκε τον άλλον μαθητή σ' ένα ειδικό δωμάτιο για διαλογισμό του ναού. Εκείνος έκανε διαλογισμό, όταν ο Χουαμπό τον πλησίασε και είπε:
- Εκεί έξω στον πάγκο ο Λιν-Τζι πραγματικά ακολουθεί το Ζεν, εσύ για ποια τιποτένια πράγματα κάθεσαι εδώ και σκέφτεσαι.*

*          *          *

Το βασικό είναι να πραγματοποιείς

Μια φορά ο μεγάλος ποιητής της εποχής του ο Μπο-Τζιου επισκέφθηκε τον διάσημο δάσκαλο του Ζεν τον Νταολίν και τον ρώτησε:
- Ποιο είναι το νόημα της διδασκαλίας του Βούδα;
Ο Νταολίν απάντησε με γνωστά λόγια της "Βίβλου" του Βουδισμού:
- Να μην κάνεις κακό, να επιδιώκεις το καλό! 
Ο Μπο-Τζιου ήλπιζε ότι ο μεγάλος δάσκαλος θα του πει τη δική του ενδόμυχη σκέψη, αλλά εκείνος ξέφυγε λέγοντας κάτι κοινότυπο. Ο ποιητής με απογοήτευση είπε.
- Αυτό το γνωρίζει και ένα τρίχρονο παιδάκι.
Ο Νταολίν απάντησε:
- Μάλιστα, ίσως να το ξέρει και ένας τρίχρονος, αλλά και ένας ογδοντάχρονος δεν μπορεί να το πραγματοποιήσει.*

*          *          *

Ο γνωστός Γάλλος συγγραφέας Ζοζέφ Ρενάν (1823-1892), πολλά χρόνια μελετούσε το βουδισμό-ζεν. Μια φορά του είπαν, ότι ο ανιψιός του παρά τις παρακλήσεις και νουθεσίες των συγγενών του, ξοδεύει πολλά λεφτά με εταίρες. Αφού ο ανιψιός αντικατέστησε τον Ρενάν στη διοίκηση της οικογενειακής περιουσίας, η ευημερία των συγγενών του βρέθηκε σε κίνδυνο. Και τότε οι συγγενείς απευθύνθηκαν στον Ρενάν με την παράκληση να κάνει κάτι. 
Ο Ρενάν επισκέφθηκε τον ανιψιό του (ζούσε σε άλλη πόλη), τον οποίο δεν είχε δει για  μερικά χρόνια. Ο ανιψιός με χαρά υποδέχτηκε τον θείο του και τον κάλεσε να διανυκτερεύσει. Όλοι τη νύχτα ο Ρενάν έκανε διαλογισμό. Όταν το πρωί ετοιμάστηκε να φύγει, είπε στον νεαρό ανιψιό του:
- Γέρασα, τα χέρια μου τρέμουν. Θα με βοηθήσεις; Σε παρακαλώ δέσε τα κορδόνια των παπουτσιών μου.
Ο ανιψιός το έκανε με προθυμία.
- Ευχαριστώ, είπε ο Ρενάν, όπως βλέπεις ο άνθρωπος γερνάει και κάθε μέρα χάνει τη δύναμή του. Πρόσεξε τον εαυτό σου.
Ο Ρενάν έφυγε και δεν είπε ούτε μια λέξη για τις εταίρες και για τα παράπονα των συγγενών. Όμως, από κείνη την ημέρα ο ανιψιός σταμάτησε την ακόλαστη και σπάταλη ζωή.*

*          *          *

Ο Ναν Ιν, γνωστός δάσκαλος του ζεν, υποδέχτηκε έναν πανεπιστημιακό καθηγητή που ήρθε να γνωρίζει, τι είναι το ζεν. Ο Ναν Ιν κάλεσε τον καθηγητή να πιούνε τσάι, γέμισε το φλιτζάνι, όμως συνέχιζε να χύνει το τσάι. Ο καθηγητής τον παρακολουθούσε να γεμίζει το φλιτζάνι κι όταν είδε ότι ο δάσκαλος δεν σταματάει να χύνει, φώναξε:
- Το φλιτζάνι είναι γεμάτο. Δεν μπορεί να πάρει περισσότερο.
Και τότε ο Ναν Ιν είπε: 
- Όπως κι αυτό το φλιτζάνι, είστε γεμάτος με τις δικές σας γνώμες και σκέψεις. Πώς μπορώ να σας δείξω, τι είναι Ζεν, αν δεν εκκενώσετε το φλιτζάνι σας.

*          *          *

Ο μεγάλος δάσκαλος του ζεν, ο Κέϊτσου έγινε διευθυντής του κεντρικού ναού της πόλης Κιότο. Μια φορά, ήρθε να τον επισκεφτεί ο κυβερνήτης. Ο μαθητής έφερε στον Κέϊτσου το επισκεπτήριο. Εκεί έγραφε: "Κιταγκάκι, κυβερνήτης του Κιότο".
- Μ' αυτόν τον άνθρωπο δε θέλω να έχω καμία σχέση, είπε ο Κέϊτσου στον μαθητή, πες του να φύγει.
Ο μαθητής επέστρεψε το επισκεπτήριο και άρχισε να ζητάει συγνώμη.
- Ήταν σφάλμα μου, είπε ο κυβερνήτης και έσβησε με μολύβι τις λέξεις "κυβερνήτης του Κιότο", σε παρακαλώ πήγαινε στον δάσκαλο σου άλλη μια φορά.
- Α, είναι ο Κιταγκάκι, φώναξε ο δάσκαλος κοιτάζοντας το επισκεπτήριο, πες του να περάσει, τον περιμένω.*

*          *          *

Ο μαθητής ρώτησε τον Δάσκαλο. 
- Κατά πόσο είναι σωστά και αληθινά τα λόγια, ότι την ευτυχία δεν την φέρνουν τα λεφτά; 
Ο Δάσκαλος είπε πως αυτά τα λόγια είναι απολύτως αληθινά και αυτό είναι εύκολο να το αποδείξεις. Γιατί με λεφτά μπορείς ν' αγοράσεις κρεβάτι αλλά όχι τον ύπνο, φαγητά άλλα όχι την όρεξη, φάρμακα αλλά όχι την υγεία, υπηρέτες αλλά όχι φίλους, γυναίκες αλλά όχι αγάπη, σπίτι αλλά όχι οικογενειακή εστία, διασκέδαση αλλά όχι χαρά, μόρφωση αλλά όχι εξυπνάδα.*

*          *          *

Μια φορά στον Δάσκαλο ήρθε ένας νεαρός και ζήτησε να γίνει μαθητής του.
- Γιατί το θέλεις, ρώτησε ο Δάσκαλος.
- Θέλω να γίνω δυνατός και ακατανίκητος.
- Τότε να γίνεις! Να είσαι πάντα καλός, ευγενικός και προσεκτικός. Η καλοσύνη και η ευγένεια θα σου φέρνουν την αγάπη των άλλων. Η ψυχή σου θα γίνει καθαρή και έξυπνη και σαν συνέπεια δυνατή. Η παρατηρητικότητα θα σε βοηθήσει να αντιλαμβάνεσαι τις πιο λεπτές αλλαγές, κι αυτό θα σου δώσει τη δυνατότητα να βρεις τον δρόμο για ν' αποφύγεις τη σύγκρουση, δηλαδή να κερδίζεις τη μονομαχία χωρίς να την αρχίζεις. Ενώ αν μάθεις να προλαβαίνεις τις διενέξεις, τότε θα είσαι ακατανίκητος.
Ο νεαρός έφυγε, αλλά μετά από μερικά χρόνια επέστρεψε στον Δάσκαλο.
- Τι θέλεις αυτήν τη φορά ρώτησε ο Δάσκαλος. 
- Ήρθα να δω τι κάνετε, πώς είστε, μήπως χρειάζεστε κάποια βοήθεια…
Και τότε ο Δάσκαλος τον δέχτηκε ως μαθητή.*

*          *          *

Όταν ο μονάχος Μποκουντζιού κατάλαβε ότι σε λίγο θα πέθαινε, ζήτησε από τους μαθητές του να φέρουν όλα τα βιβλία του, όλα τα χειρόγραφά του και τα γραπτά των μαθητών του, δηλαδή όλα αυτά που είπε και έγραψε. Έγινε μια μεγάλη στοίβα και κανένας απ' τους μαθητές δεν κατάλαβε τι πρόκειται να γίνει. Όταν όμως ο μονάχος πήρε στα χέρια του μια δάδα, όλοι κατάλαβαν τις προθέσεις του και άρχισαν να φωνάζουν και να παρακαλάνε να μην το κάνει.
Ο Μποκουντζιού είπε:
- Φεύγω για πάντα, και δε θέλω ν' αφήσω πίσω μου κάποια ίχνη. Δεν πρέπει ν' αφήσω ούτε ένα αποτύπωμα των ποδιών μου. Από δω και πέρα ο καθένας που θέλει να μ' ακολουθήσει, πρέπει ν' ακολουθήσει τον εαυτό του. Εκείνος που θέλει να με καταλάβει, πρέπει να καταλάβει τον εαυτό του. Γι' αυτό θέλω να καταστρέψω όλα αυτά τα βιβλία.*

*          *          *

Μη δένεσαι 

Ο Δάσκαλος Δζενγκέτσου έγραψε και άφησε τις παρακάτω συμβουλές στους μαθητές του:
- Ζώντας μέσα στον κόσμο, μη δένεσαι με την ύλη του.
- Αν και είσαι μόνος στο δωμάτιο σου, να είσαι τέτοιος σαν να είσαι μπροστά σ' ένα ευγενικό πρόσωπο.
- Η φτώχεια είναι ο θησαυρός σου. Μην τον αλλάζεις με την εύκολη ζωή. 
- Ο άνθρωπος μπορεί να φαίνεται βλάκας, αλλά δεν είναι. Ίσως, απλά φυλάγει τη σοφία του.
- Οι αρετές είναι καρποί της αυτοπειθαρχίας και δεν πέφτουν από τον ουρανό σαν βροχή η χιόνι. 
- Να σε ανακαλύψουν οι γείτονες σου, πριν τους ανακαλύψεις εσύ.
- Να κρίνεις τον εαυτό σου, αλλά όχι τους άλλους.
- Μην κρίνεις ούτε εκείνον που έχει δίκιο, ούτε εκείνον που έχει άδικο.*

*          *          *

Το χέρι του Μοκουσέν

Στον Δάσκαλο Μοκουσέν, μια μέρα ήρθε ένας από τους οπαδούς του και παραπονέθηκε για την τσιγκουνιά της γυναίκας του. Ο Δάσκαλος επισκέφτηκε το σπίτι της γυναίκας και της έδειξε το χέρι του με τη γροθιά. 
- Τι θέλεις να πεις μ' αυτό; ρώτησε η γυναίκα με απορία.
- Ας υποθέσουμε ότι το χέρι μου πάντα είναι σφιγμένη γροθιά. Πώς θα το ονόμαζες;
- Σακάτεμα, είπε η γυναίκα.
Τότε ο Μοκουσέν άνοιξε τη γροθιά και ρώτησε:
- Τώρα ας υποθέσουμε ότι το χέρι μου πάντα είναι σ' αυτή την κατάσταση. Τότε τι είναι αυτό; 
- ’λλη μορφή σακατέματος, είπε η γυναίκα.
- Βλέπω, ότι σωστά τα καταλαβαίνεις, είσαι καλή σύζυγος, είπε ο Μοκουσέν και έφυγε.
Ύστερα από αυτήν την επίσκεψη η γυναίκα άρχισε να βοηθάει τον σύζυγό της και στη συσσώρευση και στο ξόδεμα.*

*          *          *

Ξερά φύλλα

Τον καινούργιο κήπο του αυτοκράτορα τον ετοίμαζαν τρία χρόνια. Τελικά, όλες οι δουλειές ολοκληρώθηκαν και ο αυτοκράτορας κάλεσε όλη την αριστοκρατία της χώρας για να δει την ομορφιά του θαυμάσιου κήπου.
Όλοι ήταν έκπληκτοι και άρχισαν να εγκωμιάζουν το καταπληκτικό έργο και να συγχαίρουν τον αυτοκράτορα. Όμως τον αυτοκράτορα ενδιέφερε η γνώμη του αξεπέραστου γνώστη της κηπουρικής τέχνης, του Δάσκαλου Λιν-Τσι. Όταν ο αυτοκράτορας απευθύνθηκε στον Λιν-Τσι όλοι οι παρευρισκόμενοι με προσοχή άκουσαν την απάντηση του Λιν-Τσι:
- Παράξενο, αλλά εγώ δε βλέπω ούτε ένα ξερό φύλλο. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς θάνατο. Αφού δεν υπάρχουν ξερά φύλλα ο κήπος είναι νεκρός. Βλέπω ότι σήμερα το πρωί σκούπισαν τον κήπο με επιμέλεια . Σας παρακαλώ, πέστε να φέρουν λίγα ξερά φύλλα.
Όταν έφεραν τα ξερά φύλλα και τα σκόρπισαν, ο άνεμος άρχισε να παίζει μαζί τους. Το θρόισμα των φύλλων ζωντάνεψε τον κήπο. 
Ο Δάσκαλος είπε:
- Τώρα όλα είναι εντάξει. Ο κήπος Σας είναι πολύ όμορφος, αλλά ήταν υπερβολικά περιποιημένος. Η τέχνη είναι μεγαλόπρεπη όταν δεν φανερώνει τον εαυτό της.*

*          *          *

Εγώ ακολουθώ τον Δάσκαλό μου

Ένας άνθρωπος επισκέφθηκε τον Δάσκαλο Μποκουτζιού και τον ρώτησε:
- Εσείς ακολουθείτε τον Δάσκαλό σας;
Ο Μποκουτζιού απάντησε:
- Ναι, τον ακολουθώ, είπε ο Μποκουτζιού.
Όμως όλοι γνώριζαν ότι ο Μποκουτζιού καθόλου δεν ακολουθούσε τη διδασκαλία του Δάσκαλού του. Γι' αυτό ο άνθρωπος με δυσπιστία ρώτησε:
- Δε μου λέτε την αλήθεια, γιατί όλοι ξέρουν πως εσείς δεν ακολουθείτε τον Δάσκαλό σας, ενώ εσείς ισχυρίζεστε πως ακολουθείτε τον Δάσκαλό σας.
Ο Μποκουτζιού απάντησε:
- Εγώ ακολουθώ τον Δάσκαλό μου, γιατί ο Δάσκαλός μου ποτέ κανέναν δεν ακολουθούσε, ούτε τον Δάσκαλό του. Αυτό το έμαθα απ' εκείνον.*

*          *          *

Ο μαθητής του ζεν ήρθε στον δάσκαλό του τον Μπανκέϊ και τον ρώτησε:
– Δάσκαλε, έχω χαρακτήρα που δεν μπορώ να τον δαμάζω. Πώς μπορώ να τον αλλάξω;
– Αυτό που λες είναι περίεργο, για δείξε μου τον χαρακτήρα σου, είπε ο Μπανκέϊ.
– Τώρα δεν μπορώ να τον δείξω, γιατί δεν νιώθω θυμό.
– Καλώς, φέρ’ τον και δείξε μου τον θυμό σου όταν θα εμφανιστεί.
– Μα, εγώ δεν μπορώ να τον φέρω. Αυτός εμφανίζεται ξαφνικά και σίγουρα θα τον χάσω μέχρι που να φτάσω σε σένα.
– Αυτό σημαίνει πως δεν είναι κομμάτι της δικής σου φύσης. Εάν ήταν κάτι δικό σου θα μπορούσες να τον δείξεις οποιαδήποτε στιγμή. Όταν γεννήθηκες δεν είχες θυμό. Δηλαδή τον απέκτησες απ’ έξω.
Σε συμβουλεύω, όταν ξανά θα εμφανιστεί, να χτυπάς τον εαυτό σου με ένα ραβδί μέχρι που ο θυμός δε θ’ αντέξει και θα φύγει. Και μια άλλη φορά όταν θα νιώθεις οργή και θυμό πρέπει να τρέξεις πέντε φορές γύρω από το σπίτι, να κάτσεις κάτω από το δένδρο και να παρατηρήσεις, πού έφυγε ο θυμός. Δεν πρέπει να τον συγκρατάς, δεν πρέπει να τον ελέγχεις, δεν πρέπει να τον ξεσπάς πάνω σε κάποιον.*

*          *          *

Τον Μπασέ, τον δάσκαλο του ζεν μια φορά ρωτήσανε:
– Επικοινωνώντας με τους μαθητές σας, συνήθως μιλάτε μαζί τους, ενώ ταυτόχρονα δηλώνετε ενάντια της ομιλίας. Εσείς λέτε: «Εκείνος που ξέρει σιωπά!», ενώ μιλάτε με τους μαθητές σας. Πώς μπορούμε να καταλάβουμε όλα αυτά;
Ο Μπασέ απάντησε:
– Μιλάνε οι άλλοι. Εγώ ανθώ.*

*          *          *

 Όταν πέθανε ο Δάσκαλος του ζεν ο Μπανκέι, ένας τυφλός είπε:
– Δεν βλέπω το πρόσωπο του ανθρώπου, αλλά μπορώ να καταλάβω τον χαρακτήρα του ανθρώπου από την φωνή του. Συνήθως, όταν κάποιος λέει συγχαρητήρια εγώ ακούω τον κρυμμένο φθόνο. Εάν κάποιος λέει συλλυπητήρια, συνήθως εγώ ακούω ικανοποίηση στη φωνή του. Αλλά όταν ακούω να μιλάει ο Μπανκέι ακούω μια ειλικρινή φωνή. Εάν εκείνος μιλούσε για χαρά εγώ άκουγα στην φωνή το μόνο χαρά. Εάν μιλούσε για λύπη η φωνή του ήταν λυπημένη.

 

 

Συνέχεια...