Multa paucis
φιλοσοφικά ανέκδοτα και ιστορίες (συνέχεια
1)
Τον Βολτέρο στον πύργο του Φερνέ επισκέφθηκε ένας γνωστός του, ο οποίος για τρεις βδομάδες ως μουσαφίρης ζούσε στο κάστρο και έγινε πολύ βαρετός. Ο Βολτέρος έλεγε για τον επισκέπτη:
- Αυτός ο άνθρωπος είναι γνήσιος Δον - Κιχώτης, αλλά ανάποδα: εκείνος έπαιρνε τα ξενοδοχεία για πύργους, ενώ αυτός, τους πύργους για ξενοδοχεία.*
Μια φορά, πριν από μια μεγάλη μάχη, τον Μέγα Αλέξανδρο προειδοποίησαν ότι οι οπλίτες είναι σε μια πολύ ύποπτη και επικίνδυνη κατάσταση. Συνεννοήθηκαν μεταξύ τους πως όλα αυτά που θα ληστέψουν και θα αρπάξουν δε θα τα παραδώσουν στο ταμείο, αλλά θα τα πάρουν για τον εαυτό τους.
- Πολύ ωραία είδηση, είπε ο Μέγας Αλέξανδρος, έτσι μπορούν να συνωμοτούν μόνο οι στρατιώτες που είναι σίγουροι για
τη νίκη.*
Ο διάσημος αστρολόγος Καρντάν που προμάντεψε το θάνατό του, ήταν τόσο σαστισμένος όταν ο θάνατος δε ήρθε την προκαθορισμένη ημερομηνία, ώστε αποφάσισε να πεθαίνει από την πείνα, μόνο και μόνο για να μη ρεζιλέψει την αστρολογία.*
Όταν ο Αντόν Τσέχοφ ήρθε στη δεύτερη πρόβα του "Γλάρου" στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, ένας ηθοποιός του είπε, ότι στο "Γλάρο" πίσω από τη σκηνή θ' ακούγεται το κόασμα των βατράχων, θα τριζοβολούν τα τζιτζίκια, θα γαβγίζουν τα σκυλιά.
- Γιατί αυτό, ρώτησε δυσαρεστημένος ο συγγραφέας.
- Για να είναι πιο ρεαλιστικά, είπε ο ηθοποιός.
- Ρεαλιστικά
, επανέλαβε ο Τσέχοφ χαμογελώντας και ύστερα από μια μικρή παύση, είπε, ο Κραμσκόι (διάσημος Ρώσος ζωγράφος) έχει ένα καταπληκτικό πίνακα με πορτρέτο μιας όμορφης γυναίκας. Τι θα γίνει, αν από το πρόσωπο
αφαιρέσουνε τη ζωγραφισμένη μύτη και
βάλουνε μια "ζωντανή" μύτη; Η μύτη θα είναι πραγματική
αλλά ο πίνακας καταστράφηκε
Η σκηνή ζητάει κάποια συμβατικότητα. Η σκηνή αντικατοπτρίζει μέσα της την πεμπτουσία της ζωής και δε χρειάζεται τίποτα περιττό.*
Χίλια χρονιά πριν σ' ένα χωριό ζούσε ένας άνθρωπος. Από μικρός ήταν ακίνητος. Πάνω από τριάντα χρόνια βρισκόταν στο κρεβάτι του και το μόνο που έκανε, ζητούσε απ' το Θεό να τελειώσει αυτή η ζωή.
Ίσως ο θάνατος θα τον έβρισκε μέσα στο κρεβάτι, αν μια φορά δεν περνούσε απ' το χωριό ένας γέρος. Ο οδοιπόρος μπήκε στο σπιτάκι που ζούσε ο κακομοίρης και ζήτησε νερό. Ο άρρωστος έκλαψε και είπε:
- Σε όλη μου τη ζωή δεν έκανα ούτε ένα βήμα.
- Πότε δοκίμασες να κάνεις αυτό το βήμα, ρώτησε ο γέροντας.
Ο άρρωστος δεν θυμόταν, ούτε ήξερε πόσο χρονών είναι.
- Πάρε αυτό το μαγικό ραβδί, είπε ο οδοιπόρος, στηρίξου πάνω του και φέρε μου νερό.
Ο άπορος τόλμησε και
και σηκώθηκε απ' το κρεβάτι. Ξανά έκλαψε, όμως τώρα απ' τη χαρά του.
- Πώς να σ' ευχαριστήσω. Τι θαυμάσιο ραβδί μου έδωσες;
- Αυτό το ραβδί το βρήκα μπροστά στην είσοδο του σπιτιού σου.*
Τον Γάλλο ουτοπιστή Γκ. Μαμπλί (1709-1785) πολλοί συμβούλευαν να γίνει υποψήφιος στην Ακαδημία. Εκείνος αρνιόταν, λέγοντας:
- Αν γίνω ακαδημαϊκός, πολλοί θα αναρωτιούνται, "πώς κατάφερε να αρπάξει αυτό το αξίωμα". Ενώ, όταν δεν είμαι ακαδημαϊκός, το μόνο που μπορούν να ρωτήσουν είναι: "γιατί ακόμα δεν είναι ακαδημαϊκός". Κι αυτό για μένα είναι πιο κολακευτικό.*
Όταν ο όχλος θορυβούσε κάτω απ' το παράθυρο της βασίλισσας της Γαλλίας της Μαρίας-Αντουανέτας (1755-1793) χαίροντας την καταδίκη της στο θάνατο, η βασίλισσα μεγαλόφωνα, ενώ ήρεμα είπε στο χαιρέκακο πλήθος:
- Οι δικές μου δυστυχίες σε λίγο θα τελειώσουν, αλλά τα δικά σας μόλις αρχίζουν.*
Σ' ένα θεατρικό έργο στη Ρωσία, παρ' όλο που έγιναν στην πρόβα πολλές προσπάθειες, οι κομπάρσοι δεν μπορούσαν με επιτυχία να παίζουν το γογγυσμό του όχλου.
- Είστε απαράδεκτοι, αν δεν μπορείτε να παρουσιάζεται πειστικά τη χλαλοή του πλήθους, έλεγε ο σκηνοθέτης, έχετε τόσο μικρό μισθό, ώστε θα έπρεπε να γογγύσετε με παραδειγματικό τρόπο.*
Ο βασιλιάς των Φράγκων ο Καρλομάγνος (742-814) μόνος του σφράγιζε τα διατάγματά του με την κεφαλή της χειρολαβής του σπαθιού του, όπου ήταν χαραγμένη η σφραγίδα του βασιλιά. Συνήθως έλεγε:
- Αυτά είναι τα διατάγματά μου, και μετά σήκωνε το σπαθί και συμπλήρωνε, ενώ αυτό είναι εκείνο που κάνει τους εχθρούς μου να τα εκτελούν χωρίς αντιρρήσεις.*
Ο Μάρτενβιλ τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης ασκούσε έντονη αντεπαναστατική δράση, αλλά συνελήφθηκε και βρέθηκε μπροστά στο επαναστατικό δικαστήριο, που συνήθως είχε μόνο μία απόφαση σ' αυτές τις περιπτώσεις: αποκεφαλισμό.
- Για έλα εδώ, πολίτη ντε Μάρτενβιλ, φώναξε ο πρόεδρος του δικαστηρίου.
- Το όνομά μου είναι Μάρτενβιλ, και όχι ντε Μάρτενβιλ! έβαλε φωνή ο κατηγορούμενος, εσείς ξεχνάτε κύριε πρόεδρε ότι οι υποχρεώσεις σας δεν είναι να μακρύνετε τους ανθρώπους, αλλά να τους κοντύνετε! (δηλαδή να τους αποκεφαλίζετε).
Αυτή η εκκεντρική πράξη τον έσωσε.*
Ο Βολτέρος δεν είχε καλές σχέσεις με τον ζωγράφο Ζαν-Μπατίστ Περονώ. Μια φορά ο Περονώ έκπληκτος βλέπει τον Βολτέρο να πλησιάζει το σπίτι του. Ο Περονώ αποφάσισε να τον δεχτεί με ευγένεια και καλοσύνη και περίμενε μόνο το χτύπημα στην πόρτα. Αλλά κανένας δεν χτύπησε την πόρτα, ενώ ακούστηκε κάποιο γρατσούνισμα, λες και κάποιος έγραφε στην πόρτα. Μετά από μερικά λεπτά ο Περονώ άνοιξε την πόρτα και είδε στην εξωτερική πλευρά της γραμμένες με κιμωλία βρώμικες λέξεις. Ο Περονώ αποφάσισε να εκδικηθεί. Φόρεσε το καλύτερό του φόρεμα και παρουσιάστηκε μπροστά στον Βολτέρο σαν επισκέπτης, και όταν εκείνος εξέφρασε την απορία του για τα αίτια της επίσκεψης ο Περονώ είπε:
- Τίποτα παράξενο στην επίσκεψή μου, γιατί στην πόρτα μου αφήσατε το δικό σας επισκεπτήριο και εγώ βιάστηκα να απαντήσω.*
Ο πάπας ο Σίξτος Ε΄ (1414-1484) συχνά έλεγε πως είναι πρόθυμος να αγιοποιήσει εκείνη τη γυναίκα για την οποία ο σύζυγός της ποτέ δεν είπε μια κακή κουβέντα.*
Ο βασιλιάς Φρειδερίκος Β΄ της Σουηδίας (1194-1250) ήταν άθεος. Μια φορά συζητώντας με έναν φιλόσοφο άρχισε να επιτίθεται στη θρησκεία, αλλά ο συνομιλητής του ένθερμα υποστήριξε την εκκλησία. Έκπληκτος, ο βασιλιάς ρώτησε:
- Πώς! και εσείς είστε οπαδός τέτοιων οπισθοδρομικών απόψεων;
- Μάλιστα, μεγαλειότατε, είπε ο φιλόσοφος, είναι παρηγορητικό να σκέφτεσαι πως υπάρχει κάτι που είναι ανώτερο απ' τους βασιλιάδες.*
Μια φορά ο πνευματικός του πρίγκιπα του Μιλάνου Μπερναμπό (πέθανε το 1385) μπήκε στο δωμάτιο, όταν ο πρίγκιπας βρισκόταν εκεί πάνω
στο κρεβάτι με μια γυναίκα. Εξαιρετικά δυσαρεστημένος και ντροπιασμένος ο Μπερναμπό ρώτησε τον μοναχό, τι θα έκανε εκείνος αν η μοίρα τον έφερνε πρόσωπο με πρόσωπο με τέτοια όμορφη γυναίκα;
- Εγώ γνωρίζω μόνο, τι δεν θα έπρεπε να κάνω σ' αυτήν την περίπτωση, απάντησε ο μοναχός, αλλά τι θα έκανα, δεν γνωρίζω.*
Ο σκληρός ’γγλος δικαστής Τζέφρης μια φορά σήκωσε το μπαστούνι του και δείχνοντας τον άνθρωπο που καθόταν στο εδώλιο του κατηγορημένου, με αυστηρή φωνή έλεγε:
- Στην άκρη του μπαστουνιού μου κάθετε ένας τέτοιος κατεργάρης και κάθαρμα που για πρώτη φορά γέννησε η γη.
- Σε ποια άκρη κύριε, ρώτησε ο τολμηρός κατηγορούμενος.*
Ο βασιλιάς της Ισπανίας ο Αλφόνσο ο Μαχητής (πέθανε το 1134) διακρινόταν ως ένας πολύ ντελικάτος και λεπτός άνθρωπος. Μια φορά με μεγάλη συνοδεία επισκέφθηκε το κοσμηματοπωλείο. Στο τέλος ο έμπορος ανακάλυψε πως χάθηκε ένα πολύτιμο διαμάντι. Κάποιος πρότεινε να υποβάλουν σε έρευνα τον καθένα, όμως ο βασιλιάς δεν το επέτρεψε και διέταξε να φέρουν ένα κουβά με πίτουρα. Ο καθένας από τη συνοδεία έπρεπε να βάλει τη γροθιά του μέσα στα πίτουρα και μετά να βγάλει την ανοιχτή παλάμη. Ο πρώτος που έκανε όλη αυτή τη διαδικασία ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς. Όταν όλοι έβαλαν το χέρι τους μες στα πίτουρα, τον κουβά αναποδογύρισαν πάνω στο τραπέζι και το διαμάντι βρέθηκε μες στα πίτουρα. Ο κοσμηματοπώλης ήταν ικανοποιημένος, ενώ και ο κλέφτης έμεινε άγνωστος, αποφεύγοντας την ατιμία.*
Ο Γάλλος λογοτέχνης και φιλόσοφος Ντένις Ντιντερό (1713-1784) ήταν πολύ συγκαταβατικός και η επιείκειά του για τους συνανθρώπους έφτανε τα όρια της αυταπάρνησης. Έτσι, μια φορά τον επισκέφθηκε ένας νεαρός εκβιαστής που του έδωσε ένα ογκώδες τετράδιο και ζήτησε να το διαβάσει. Το χειρόγραφο ήταν πολύ
κακιά και μοχθηρή σάτιρα κατά τον Ντιντερό.
- Αγαπητέ, δε σας γνωρίζω και δε θα μπορούσα να κάνω κάτι κακό σε σας. Πώς εξηγείται αυτή η επίθεση εναντίον μου;
- Απλά, δεν έχω να φάω, είπε ο νεαρός απατεώνας. Ήλπιζε, ότι ο Ντιντερό θα
του δώσει λεφτά για να τον αφήσει ήσυχο.
- Αλίμονο, είπε ο φιλόσοφος, δεν είστε ο πρώτος που προσφεύγει σ' αυτόν τον τρόπο για να επιβιώσει, και πολλοί είναι εκείνοι που πληρώνουν για τη σιωπή. Όμως νομίζω ότι μπορείτε να έχετε περισσότερο κέρδος απ' αυτό το χειρόγραφο. Να πάτε μ' αυτό το τετράδιο στον κόμη του Ορλεάν, εκείνος με μισεί τόσο, ώστε για ένα λίβελο εναντίον μου θα σας πληρώσει πολύ περισσότερο. Δωρίστε του τη σάτιρά σας. Κάντε ένα καλό δέσιμο, βάλτε στο εξώφυλλο το έμβλημά του και προσφέρετε το τετράδιο στον κόμη. Να είστε σίγουρος ότι θα είναι πολύ γενναιόδωρος.
- Δυστυχώς εγώ δε γνωρίζω τον κόμη και δε θα μπορέσω να γράψω την αφιέρωση, είπε ο εκβιαστής. Ο φιλόσοφος αμέσως κάθισε και έγραψε την
αφιέρωση. Ο απατεώνας πήρε το χειρόγραφο του και έκανε όλα όσα του
τον συμβούλεψε ο Ντιντερό. Αργότερα, όταν πήρε
την αμοιβή του, ήρθε να ευχαριστήσει τον Ντιντερό.*
Ένας σοφός ήταν και αγρότης. Έγραψε πολλά βιβλία που τον έκαναν γνωστό σ' όλο τον κόσμο. Μια φορά τον επισκέφθηκε ένας άνθρωπος που διάβασε όλα τα βιβλία του φιλοσόφου και θεωρούσε τον εαυτό του Ερευνητή της αλήθειας.
- Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία σας, είπε ο επισκέπτης, και θέλω να σας πω πως με κάποιες σκέψεις σας συμφωνώ, με άλλες όχι. Μερικά βιβλία σας μου άρεσαν, ενώ τ' άλλα δεν είναι και τόσο καλά.
Ο αγρότης-σοφός συνόδεψε τον επισκέπτη στην αυλή του σπιτιού του, που βρισκόταν πολλά ζώα και η τροφή τους: διάφορα φρούτα και λαχανικά. Εκεί είπε στον επισκέπτη:
- Είμαι αγρότης και παράγω τροφή. Βλέπετε εκείνα τα
μήλα και τα καρότα; Κάποιοι προτιμάνε τα
μήλα, ενώ οι άλλοι τα καρότα. Βλέπετε αυτά τα ζώα; Μερικοί τα θέλουν για ιππασία, οι δεύτεροι τα θέλουν να
ανατρέψουν, οι τρίτοι: για να τα χρησιμοποιήσουν ως τροφές.
Σε κάποιους αρέσουν οι κότες, σε
άλλους οι γίδες. Το "αρέσει" και "δεν αρέσει" δεν είναι παρονομαστής. Όλα αυτά είναι τροφή.*
Η φιλοσοφική σχολή του Επίκουρου είχε πάρα πολλούς οπαδούς. Βεβαίως είχε και αντίπαλους όπως η φιλοσοφική σχολή του Αρκεσίλαου Πιτανάτη (315-240 π. Χ.). Μια φορά κάποιος εγκωμίαζε τους επικούρειους μπροστά στον Αρκεσίλαο και εν τω μεταξύ ισχυρίστηκε πως εκείνος που έγινε επικούρειος ποτέ δεν εγκαταλείπει αυτή τη σχολή, δεν επιστρέφει πίσω.
- Αυτό δε λέει τίποτα, είπε ο Αρκεσίλαος, αν ο άνθρωπος έγινε ευνούχος και αυτός δε μπορεί να "επιστρέψει πίσω".*
Ο βασιλιάς της Αγγλίας ο Έρρικος Η΄ Τουδόρ παρ' όλο που ήταν πολύ αυτάρκης και ξετσίπωτος είχε κάποιους ενδοιασμούς και τύψεις όταν ήθελε να κάνει ερωμένη του την ’ννα Μπόλεν. Όλος ο κόσμος ήξερε ότι η ’ννα είναι η νόθη κόρη του. Θέλοντας κάπως να καθησυχάσει τη συνείδησή του απευθύνθηκε ζητώντας συμβουλή σ' έναν αυλικό συγγενή της ’ννα.
- Δεν ξέρω, αν μπορώ να παντρευτώ την κόρη, ύστερα απ' ότι είχα τη μάνα;
- Για όνομα του Θεού, μεγαλειότατε! είπε ο βολικός αυλικός, είναι σαν να διστάζετε να φάτε το κοτόπουλο, αφού πριν φάγατε την κότα.*
Ο τύραννος των Σιρακούζων ο Διονύσιος Α΄ Πρεσβύτερος ήταν πολύ ιδιότροπος και συχνά
προσέβαλλε τους επισκέπτες του, όταν τους έδινε την απομακρυσμένη τελευταία θέση στο τραπέζι του.
Πρώτα το έκανε με τον Πλάτωνα, μετά το επανέλαβε και με τον Αρίστιππο Κορυναίο. Την πρώτη μέρα
υποδεχόμενος τον Αρίστιππο, τον κάθισε δίπλα του, ενώ την άλλη μέρα του πρόσφερε την τελευταία θέση. Επιπλέον, κοροϊδεύοντας ρώτησε, πως βρίσκει τη σημερινή του θέση σε σύγκριση με τη χθεσινή:
- Δε βλέπω διαφορά, απάντησε ο φιλόσοφος, και οι δύο θέσεις γίνονται τιμητικές, όταν εγώ κάθομαι εκεί.*
Ο διάσημος ’γγλος ποιητής Ε. Γιούγκ (1683-1765) ήταν και καλός μουσικός. Μια φορά στο Λονδίνο συνόδευε με βάρκα στον Τάμεση τρεις κυρίες. Στον δρόμο για να διασκεδάσει τις
συνταξιδιώτισες του άρχισε να παίζει φλάουτο. Σε λίγο τη βάρκα τους έφτασε μια άλλη βάρκα με τέσσερις αξιωματικούς του στρατού. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ο Γιούγκ σταμάτησε να παίζει και έβαλε το φλάουτο στην τσέπη του.
- Γιατί σταματήσατε να παίζετε, ξαφνικά ρώτησε ένας λοχαγός.
- Αυτή είναι η επιθυμία μου, ήρεμα είπε ο Γιούγκ.
- Η δική μου επιθυμία είναι ν' αρχίσετε αμέσως να
παίζετε, φώναξε ο λοχαγός, και αν δε παίζετε τότε θα σας πετάξω στον Τάμεση.
Η φιλονικία φόβισε πολύ τις κυρίες που ήταν μαζί με τον Γιούγκ και εκείνος για να δώσει τέλος στον καβγά, υποτάχθηκε, έβγαλε το φλάουτο και
ξανάπαιξε.
Σύντομα και οι δυο βάρκες έφτασαν στον προορισμό τους. Οι κυρίες και οι αξιωματικοί αποβιβάστηκαν. Ο Γιούγκ αποχαιρέτησε τις κυρίες και μετά έφτασε την παρέα των αξιωματικών, σταμάτησε τον λοχαγό και του είπε:
- Κύριε! θέλω να σας πω, ότι υποχώρησα μπροστά στη θρασύτητά σας μόνο και μόνο για να
ηρεμήσω τις τρομοκρατημένες κυρίες. Ενώ, για να σας αποδείξω πως η ανδρεία δεν κρύβεται αποκλειστικά κάτω από τα κόκκινα στολίδια των αξιωματικών του στρατού, σας
καλώ αύριο στις δέκα το πρωί στο πάρκο του Χάιντ. Υποθέτω πως δεν έχουμε ανάγκη από τους μάρτυρες: ο καυγάς αφορά μόνο εμάς τους δυο και νομίζω δεν πρέπει ν' ανακατέψουμε τους άλλους. Φυσικά, δε θα ξεχάσετε να πάρετε το ξίφος σας.
Ο λοχαγός, βέβαια δεν μπορούσε να πει όχι σ' αυτήν την πρόσκληση.
Την άλλη μέρα, την συγκεκριμένη ώρα και οι δυο τους εμφανίστηκαν στην
ορισμένη τοποθεσία της μονομαχίας. Ο λοχαγός έβγαλε το ξίφος του και εκείνη τη στιγμή ο Γιούγκ τον σημάδεψε με το πιστόλι του.
Ο λοχαγός ήταν αιφνιδιασμένος και με αγωνία ρώτησε:
- Με παρασύρατε στην παγίδα για να με σκοτώσετε;
- Όχι, ήρεμα είπε ο Γιούγκ, σας παρακαλώ βάλτε το ξίφος στη θήκη και χορέψτε ένα μενουέτο. Αλλιώς, θα σας σκοτώσω.
Ακούγοντας την ψύχραιμη φωνή και βλέποντας μπροστά του έναν ατάραχο άνδρα με μεγάλη αυτοπεποίθηση, ο λοχαγός κατάλαβε ότι πρέπει να υποταχθεί και χόρεψε το μενουέτο.
- Κύριε, είπε ο Γιούγκ, όταν ο λοχαγός τελείωσε το χορό, χτες με αναγκάσατε παρά τη θέληση μου να παίξω φλάουτο, ενώ σήμερα εγώ δια της βίας σας ανάγκασα να χορέψετε. Είμαστε πάτσι. Όμως, αν δεν είστε ικανοποιημένος, τότε είμαι στη διάθεσή σας και μπορούμε να συνεχίσουμε τη μονομαχία.
Ο λοχαγός είχε τόσο θαυμάσει την ακαμψία του Γιούγκ, ώστε τον αγκάλιασε και του ζήτησε να γίνει φίλος του. Και μετά συμπλήρωσε:
- Μου δώσατε ένα καλό μάθημα ευγένειας και για να σας αποδείξω ότι το μάθημα έπιασε
τόπο, σύντομα θα βρω αυτές τις κυρίες και θα ζητήσω συγνώμη για την αγενή συμπεριφορά μου.*
Μια φορά τον Ε. Χεμιγκουέϊ ρώτησαν:
- Είναι αλήθεια, ότι αν βαδίζεις κρατώντας μπροστά σου μια δάδα, τότε το λιοντάρι ποτέ δεν θα σ' επιτεθεί.
Ο συγγραφέας απάντησε:
- Εξαρτάται με τι ταχύτητα θα βαδίζετε.
Έναν γέροντα επισκέφθηκε μια νεαρή γυναίκα και του λέει:
- Αξιότιμε, νηστεύω εδώ και έξι βδομάδες, και καθημερινά μελετάω την
Καινή και Παλιά Διαθήκη.
Ο γέροντας ρώτησε:
- Έγινε για σένα η πενιχρότητα, ίδια με την αφθονία;
- Όχι, απάντησε η γυναίκα.
- Η ατιμία με το εγκώμιο;
- Όχι.
- Οι εχθροί με τους φίλους;
- Όχι.
- Τότε, είπε ο σοφός γέροντας, πήγαινε και
συνέχισε, ακόμη δεν απέκτησες τίποτα.*
Μια φορά ο Λάο Τσε με τους μαθητές του περνούσε μέσα από το δάσος όπου οι υλοτόμοι έκοβαν δέντρα.
Εκατό υλοτόμοι χτυπούσαν τα δέντρα με τσεκούρια και το δάσος ήταν γεμάτο με πεσμένα δέντρα. Εδώ ο Λάο
Τσε αντιλήφθηκε ένα δέντρο που δεν το έκοψαν οι υλοτόμοι. Το δέντρο είχε λοξό, καμπύλο κορμό με πολλά κλαδιά. Ο Δάσκαλος έστειλε τους μαθητές να ρωτήσουν, γιατί δεν έκοψαν αυτό το δέντρο.
- Είναι άχρηστο, απάντησε ο παλιότερος υλοτόμος, απ' αυτό το δέντρο δεν μπορείς να κάνεις τυπωτά, ούτε καυσόξυλα.
Όταν την απάντηση μετέφεραν στον Λάο Τσε εκείνος είπε στους μαθητές του:
- Να είστε σαν αυτό το δέντρο, να μάθετε να είστε άχρηστοι, τότε κανένας δε θα σας πειράζει. Αυτό το δέντρο είναι σοφό. Κοιτάξτε
γύρω του τα πεσμένα δέντρα, ήταν ίσια, λυγερά και ψηλά. Φαίνεται πως αυτά τα ψηλά δέντρα ήταν υπερήφανα για τον εαυτό τους και έγιναν για κάποιους χρήσιμα. Να είστε ανώφελοι και
άχρηστοι, δηλαδή μην γίνεστε εμπόρευμα, πράμα το οποίο μπορεί κανείς να το πουλήσει και να το αγοράσει.*
Δίπλα στο δρόμο υπήρχε ένα μικρό ξεραμένο δέντρο. Τη νύχτα, τον δρόμο περνούσε ένας κλέφτης και όταν είδε το δέντρο φοβήθηκε, γιατί σκέφτηκε πως είναι ένας αστυνόμος. Πέρασε ένας ερωτευμένος νεαρός και η καρδιά του γέμισε με χαρά, γιατί του φάνηκε πως είναι η αγαπημένη του. Ένα παιδί που περνούσε μαζί με τη μητέρα του είδε το δέντρο και άρχισε να κλαίει, γιατί νόμισε ότι είναι φάντασμα.
Βλέπουμε τον γύρω κόσμο σύμφωνα με αυτό που είμαστε εμείς οι ίδιοι.*
Ο Λιν-Τσι διηγείται: όταν ήμουν νεαρός μου άρεσε να κάνω βόλτες με τη μικρή βάρκα μου. Μπορούσα ώρες να περιπλανιέμαι μες στη λίμνη.
Μια νύχτα καθόμουν στη βάρκα με κλειστά μάτια. Ξαφνικά κάτι χτύπησε τη βάρκα μου. Εξοργισμένος σηκώθηκα, ήμουν έτοιμος να μαλώσω με τον άνθρωπο που με ενόχλησε, αλλά είδα μια άδεια βάρκα. Η οργή μου έπεσε στο κενό. Δε μου έμεινε τίποτα να κάνω, παρά να ξανακαθίσω, να κλείσω τα μάτια μου και ν' αρχίσω να μελετάω την οργή μου. Εκείνη τη στιγμή έκανα το πρώτο βήμα προς τον εαυτό μου. Αυτήν την ήσυχη νύχτα πλησίασα την ψυχή μου. Η άδεια βάρκα έγινε ο δάσκαλός μου.
Μετά πολλές φορές όταν κάποιος ήθελε να με προσβάλλει και μέσα μου ξυπνούσε η οργή, εγώ γελούσα και έλεγα:
- Και αυτή η βάρκα είναι άδεια.*
Ο Κώστας αποφάσισε ν' αλλάξει αυτόν τον κόσμο. Αλλά ο κόσμος είναι τόσο μεγάλος και ο Κώστας τόσο μικρός. Τότε ο Κώστας αποφάσισε ν' αλλάξει την πόλη του, αλλά η πόλη είναι τόσο μεγάλη και ο Κώστας τόσο μικρός. Τότε ο Κώστας αποφάσισε ν' αλλάξει την οικογένειά του, αλλά η οικογένεια του Κώστα είναι μεγάλη, μόνο παιδιά έχει έξι. Έτσι ο Κώστας έφτασε σ' αυτό το μοναδικό που ήταν ικανός ν' αλλάξει, στον εαυτό του.
Ένας βασιλιάς μιλούσε με έναν σοφό:
- Τι είναι το φως του ανθρώπου;
- Ο ήλιος, βασιλιά μου, απάντησε ο σοφός.
- Μετά τη δύση του ηλίου, τι είναι το φως για τον άνθρωπο;
- Το φεγγάρι.
- Όταν δύει ο ήλιος και σβήνει το φεγγάρι, τότε;
- Τότε η φλόγα είναι το φως.
- Αν δύει ο ήλιος, και σβήνει το φεγγάρι και η φλόγα, τότε τι είναι το φως;
- Η ομιλία. Ο άνθρωπος, πάει εκεί που ακούγεται φωνή, αν και εκεί δεν μπορεί να δει ούτε το δικό του χέρι.
- Αν όμως βασίλεψε ο ήλιος, έσβησε το φεγγάρι και η φλόγα, σταμάτησε η ομιλία, τότε τι αποτελεί φως για τον άνθρωπο; Τι
μένει για τον άνθρωπο μέσα σε απόλυτο σκοτάδι και απόλυτη σιγή, όταν μείνει με τον εαυτό του;
- Τότε το μοναδικό στήριγμα-φως και πηγή ζωής για τον άνθρωπο είναι η εσωτερική δύναμη, η ικανότητα να μη φοβάται τη μοναξιά. Ο πιο δυνατός άνθρωπος είναι εκείνος που αγαπάει τη μοναχικότητα.*
Διηγείται η γνωστή Ρωσίδα ηθοποιός Φαήνα Ρανέφσκαγια:
Κοιμάμαι και βλέπω στον όνειρό μου τον αγαπημένο μου Πούσκιν. Εκείνος κουνώντας το μπαστούνι κάνει βόλτα στο περίφημο Αρμπάτ. Εγώ τρέχω από πίσω του και φωνάζω. Ο Πούσκιν σταμάτησε, με κοίταξε, υποκλίθηκε και είπε:
"Θα μ' αφήσεις στην ησυχία μου, παλιοπουτάνα. Πως βαρέθηκα και εσένα και την αγάπη σου".
Κάποτε ρώτησαν τον Σοφοκλή:
- Πώς τα πάς, Σοφοκλή, με το σεξ; Μπορείς ακόμη να τα καταφέρεις με γυναίκα;
- Μη μου μιλάς γι' αυτό. Με μεγάλη μου χαρά γλίτωσα, σαν δούλος που απέδρασε από κάποιον άγριο και λυσσαλέο κύριο.
Σε κάποιον που του είπε:
- Οι πολλοί γελούν εις βάρος σου
, ο Διογένης απάντησε:
- Και γι' αυτούς γελούν ίσως τα γαϊδούρια, αλλά ούτε εκείνοι απαντούν στα γαϊδούρια, ούτε εγώ σ' εκείνους.
Σε κάποιον που κορόιδευε τον Διογένη, διότι πήγαινε σε ακάθαρτους χώρους απάντησε:
- Και ο ήλιος πηγαίνει στους αποπάτους, αλλά δε βρωμίζει.
Αντίθετος στο ρεύμα Διογένης
Στο θέατρο έμπαινε, ενώ οι άλλοι έβγαιναν. Όταν ρωτήθηκε για τον λόγο, απάντησε:
- Σε όλη μου τη ζωή αυτό φροντίζω να κάνω.
Ο τύραννος των Συρακουσών ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος (432 π. Χ-367 π. Χ) έστειλε στις κόρες του βασιλιά της Σπάρτης Λύσανδρου πολύ ακριβά χιτώνια και περιδέραια. Ο Λύσανδρος δε δέχτηκε τα δώρα:
- Αυτά τα στολίδια μάλλον θα ατιμήσοθν, παρά θα κοσμήσουν τις κόρες μου.*
Μια φορά τον τσαγκάρη επισκέφθηκε ένας επιστήμονας-ηθικολόγος για να επισκευάσει τις μπότες του. Ο τσαγκάρης τον ρώτησε:
- Πες μου, σε παρακαλώ, εσύ ο ίδιος ακολουθείς τις νουθεσίες που δίνεις στον κόσμο μέσα
από βιβλία σου;
- Όχι, βέβαια! Μήπως εσύ, όλα τα παπούτσια που κάνεις για τους πελάτες σου, τα φοράς και ο ίδιος, είπε διδακτικά ο ηθικολόγος.*
Κάποτε ένας βασιλιάς κατακτητής νίκησε τον αντίπαλο στρατό και ιππεύοντας μπήκε στην πόλη. Το χάος και ο πανικός στους δρόμους της πόλης ήταν
έκδηλοι. Όλοι προσπαθούσαν να σωθούν απ' το σκληρό εχθρό. Ξαφνικά ο βασιλιάς είδε έναν γέρο που συγκεντρωμένος προσευχόταν. Η ηρεμία και η αφοσίωση ήταν
ζωγραφισμένα στο πρόσωπο του γέροντα και προξένησαν έκπληξη στον βασιλιά. Περικυκλωμένος από τους καβαλάρηδες-συνοδούς ο βασιλιά πλησίασε τον γέροντα ο οποίος συνέχιζε την προσευχή του.
Ο βασιλιάς φώναξε:
- Ανόητε! η βλακεία σου σου στέρησε και το φόβο. Μήπως νομίζεις πως οι ανόητες προσευχές σου θα σε προστατέψουν απ' το ανελέητο σπαθί;
Ο ατάραχος γέροντας απάντησε:
- Όλα είναι υπό τη θέληση του Θεού.
Ο βασιλιά γέλασε φωναχτά. Η συνοδεία του άρχισε να κοροϊδεύει τον ανυπεράσπιστο γέρο. Όταν ο βασιλιάς ηρέμησε, είπε:
- Με αναγκάζεις να σου δώσω ένα σκληρό μάθημα που θα σε συνετίσει. Εάν τώρα, αμέσως δε μου
δείξεις τον Θεό σου, στον οποίον στηρίζεσαι, θα σε κρεμάσω.
- Θέλεις να δεις τον Θεό; ρώτησε ο γέροντας.
- Ναι, θέλω να μου τον δείξεις.
- Όμως πριν, πρέπει να εκπληρώσεις ένα όρο.
Ο υπεροπτικός βασιλιάς ξεστόμισε:
- Ακούω τον όρο σου.
- Θα σου δείξω τον Θεό, αν καταφέρνεις, μετρώντας μέχρι
τα δέκα να κοιτάς τον ήλιο, χωρίς να μισοκλείνεις τα μάτια σου.
Ο βασιλιάς προσπάθησε, όμως δε μπόρεσε. Πρόλαβε να μετρήσει ως τα τρία όταν από τα μάτια έτρεξαν τα δάκρυα και μετά γύρισε το κεφάλι του.
Ο σοφός γέροντας είπε:
- Η περηφάνια, σε στέρησε το λογικό σου: θέλεις να δεις τον Θεό, αλλά δεν έχεις δυνάμεις να δεις ούτε το Δημιούργημά του!
Ο βασιλιάς έμεινε έκπληκτος από τη σοφία του γέροντα. Ύστερα έγινε μαθητής του.*
Περπατούσαμε μαζί με τον φίλο μου έναν Ινδιάνο πάνω σε μια πολυσύχναστη οδό της Νέας Υόρκης, όταν εκείνος φώναξε: "Ακούω τριζόνι". "Τρελάθηκες", απάντησα εγώ, και έριξα μια ματιά γύρω μου ακούγοντας μόνο το δυνατό θόρυβο της οδού της μεγαλούπολης σε ώρα αιχμής. "Σου λέω την αλήθεια, πραγματικά ακούω τριζόνι", επέμενε ο φίλος μου και κατευθύνθηκε προς μια πρασιά δίπλα στην είσοδο κάποιου ιδρύματος. Μετά υποκλίθηκε, παραμέρισε μερικά φυτά και μου έδειξε το τριζόνι που
αμέριμνα έτριζε χαίροντας τη ζωή. "Καταπληκτικό, είπα εγώ, έχεις μια φανταστική ακοή". "Όχι! κάνεις λάθος. Δεν είναι η ακοή. Όλα εξαρτώνται από την προδιάθεση του ανθρώπου". "Κότα", είπε ο σοφός φίλος μου και σκόρπισε στο πεζοδρόμιο μια χούφτα νομισμάτων. Αμέσως πολλοί περαστικοί άρχισαν να γυρίζουν τα κεφάλια τους, να χώνουν τα χέρια στις τσέπες τους για να εξακριβώσουν, μήπως ήταν δικά τους λεφτά.
"Βλέπεις, είπε ο Ινδιάνος, όλα εξαρτώνται από την ροπή των ανθρώπων".
Ντ. Μόρια*
Μια φορά ένας αρχάριος μουσικοσυνθέτης παραπονέθηκε στον γνωστό Ρώσο μουσικοσυνθέτη και τραγουδιστή Αλεξάνδρ Βαρλάμοφ (1801-1848) πως δεν του βγαίνει το τραγούδι και ζήτησε συμβουλή
- Πολύ απλή η συμβουλή μου, αγαπητέ! είπε ο Βαρλάμοφ, γράψτε δέκα τραγούδια και ρίξτε τα στη σόμπα, ίσως το ενδέκατο θα βγει καλό
*
Ένας μαθητής ρώτησε τον σούφι-δάσκαλό του:
- Δάσκαλε, τι θα έλεγες, αν έβλεπες ότι έπεσα;
- Θα έλεγα, σήκω!
- Αν έπεφτα, άλλη μια φορά;
- Ξανά, σηκώ!
- Τι, πάντα πρέπει να σηκώνεσαι;
- Ναι, πάντα όταν πέφτεις πρέπει να σηκωθείς, γιατί εκείνος που έπεσε και δεν σηκώθηκε, είναι νεκρός.*
Ο κυβερνήτης μιας πολιτείας έδωσε την διαταγή να ρίχνουν στη φυλακή έναν σούφι (οπαδός ισλαμικής αίρεσης). Οι μαθητές του ήρθαν στη φυλακή να δουν τον δάσκαλό τους. Έμειναν έκπληκτοι όταν είδαν τον δάσκαλό τους που καθόλου δεν άλλαξε και με χαρά τους υποδέχτηκε σαν να τον επισκέφτηκαν στο σπίτι του.
- Δάσκαλε, τι είναι αυτό που σας παρηγορεί μέσα σ' αυτό το σπίτι της θλίψης; με θαυμασμό ρωτούσανε οι μαθητές.
- Τα τέσσερα γνωμικά, απάντησε ο σούφι. Αυτό είναι το πρώτο: "Το κακό δε μπορείς να το αποφύγεις, γιατί όλα είναι προκαθορισμένα από τη μοίρα". Το δεύτερο "Τι απομένει στον άνθρωπο τον οποίον χτύπησε η συμφορά εκτός να υποφέρει με υπομονή; Αφού στον κόσμο δεν είσαι ο μόνος που περνάει παρόμοιες δύσκολες καταστάσεις". Το τρίτο "Να ευγνωμονείς τη μοίρα σου αφού δεν έπαθες κάτι χειρότερο, που μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή". Και στο τέλος, λέω στον εαυτό μου "Η απελευθέρωση μπορεί να είναι πολύ κοντά, αλλά εσύ δεν το γνωρίζεις".
Αυτή τη στιγμή οι φύλακες ήρθαν με είδηση ότι ο σουφί είναι ελεύθερος, και τον φυλάκισαν κατά λάθος.*
Ένας γιατρός, ένας μηχανικός κι ένας δικηγόρος συζητούσαν για το ποιο από τα επαγγέλματα που εκπροσωπούσαν ήταν το αρχαιότερο επάγγελμα. Ο γιατρός είπε:
"Θυμηθείτε, την έκτη μέρα ο Θεός πήρε ένα πλευρό του Αδάμ κι έφτιαξε την Εύα, άρα ήταν ο πρώτος χειρούργος. Γι' αυτό και η ιατρική είναι το αρχαιότερο επάγγελμα".
Ο μηχανικός απάντησε: "Πριν απ' αυτό όμως, ο Θεός έφτιαξε τη Γη και τον ουρανό από το χάος και την αταξία, ήταν δηλαδή ο πρώτος μηχανικός. ’ρα η μηχανική είναι το αρχαιότερο επάγγελμα".
Και τότε ο δικηγόρος μίλησε: "Ναι", είπε, "Αλλά ποιος νομίζεις ότι δημιούργησε όλο αυτό το χάος;"
Ο κ. Σκαραμανγκάκης ήταν ο πρόεδρος της τοπικής φιλανθρωπικής οργάνωσης, που δεν είχε ποτέ λάβει δωρεά από τον πιο επιτυχημένο δικηγόρο της πόλης. Του τηλεφώνησε με σκοπό να προσπαθήσει να τον κάνει ν' αλλάξει συμπεριφορά. "Η ερευνά μας έδειξε ότι τον περασμένο χρόνο βγάλατε περισσότερα από 600.000 ευρώ και δεν έχετε δώσει ούτε ένα λεπτό για τους φιλανθρωπικούς οργανισμούς της πόλης σας! Τι έχετε να πείτε γι' αυτό;"
Ο δικηγόρος απάντησε: "Η ερευνά σας έδειξε ότι η μητέρα μου πεθαίνει μετά από μια μακρόχρονη ασθένεια και τα νοσήλια της είναι πολλαπλάσια από το ετήσιο εισόδημα της; Ξέρετε για τον αδελφό μου, τον ανάπηρο βετεράνο του πολέμου, που είναι τυφλός και βρίσκεται σε αναπηρικό καροτσάκι; Ξέρετε γα την αδερφή μου, που έχασε τον άντρα της σε αυτοκινητιστικό ατύχημα και έχει μείνει άφραγκη, με πέντε παιδιά;"
Ο εκπρόσωπος της φιλανθρωπικής οργάνωσης, παραδέχτηκε μουδιασμένος ότι δεν γνώριζε τίποτα απ' όλα αυτά. Ο δικηγόρος πρόσθεσε:
"Εδώ δεν δίνω σ' αυτούς λεφτά, γιατί να δώσω σε σας;"
Στη Ρωσία ένας Εβραίος κάνει τη στρατιωτική του θητεία και λαμβάνει το πρώτο γράμμα από τη σύζυγο του.
"Αγαπημένε μου, πως περνάς; Ελπίζω καλά. Εγώ περνάω δύσκολα γιατί χωρίς εσένα δεν μπορώ ούτε να κόψω τα ξύλα ούτε να σκαλίσω το λαχανόκηπο."
Εκείνος απαντά: "Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Είμαι καλά. Παρεμπιπτόντως, νομίζω πως, για να είμαστε σίγουροι, θα πρέπει να θάψουμε το χρυσάφι στον κήπο αντί να το φυλάμε μέσα στα ξύλα".
Μετά από δύο βδομάδες φτάνει το δεύτερο γράμμα της γυναίκας του: "Αγαπημένε μου, φαίνεται ότι ο θεός εισάκουσε τις προσευχές; μου. Αφού σου έστειλα το πρώτο γράμμα ήρθαν δέκα αστυνομικοί, έκοψαν όλα τα ξύλα και σκάλισαν και το λαχανόκηπο..."
Ο αμερικανός αστροναύτης Νέιλ ’ρμστρονγκ άπλωσε το πόδι του για να πατήσει στη σελήνη και είπε μια ιστορική φράση:
- Ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο και ένα μεγάλο άλμα για την ανθρωπότητα.
Και μετά πρόσθεσε με σιγανή φωνή:
- Σας εύχομαι επιτυχία κύριε Γκόρσκι.
Τα λόγια του ακούστηκαν σε όλη τη Γη.
Όταν ο ’ρμστρονγκ επέστρεψε από το φεγγάρι, πολλά χρόνια οι δημοσιογράφοι ρωτούσαν για το νόημα αυτής της τελευταίας φράσεις, αλλά ο αστροναύτης δεν ήθελε να απαντήσει. Σε κάθε συνάντηση με το κοινό η ερώτηση έγινε παραδοσιακή, όπως και η απάντηση.
Ξαφνικά, ύστερα από 10 χρόνια ο ’ρμστρονγκ σε μια συνέντευξη απάντησε σε ήδη καθιερωμένη ερώτηση, πως αφού ο κύριος Γκόρσκι πρόσφατα πέθανε, μπορεί να εξηγήσει αυτή τη μυστηριώδη φράση:
- Ήμουν 7 χρόνων και με τον αδελφό μου παίζαμε μπέιζμπολ στην αυλή μας. Ο αδελφός μου χτύπησε πολύ δυνατά τη μπάλα και εκείνη έπεσε κάτω από το παράθυρο του υπνοδωματίου των γειτόνων μας, της οικογένειας Γκόρσκι. Έσκυψα να πάρω τη μπάλα και άκουσα τη φωνή της κυρίας Γκόρσκι που μιλούσε με τον σύζυγό της:
- Στοματικό σεξ! Ώστε θέλεις στοματικό σεξ; Θα περιμένεις ως που το αγόρι των γειτόνων μας θα κάνει βόλτα πάνω στο φεγγάρι.*
Ισπανία, ΧV αιώνας και οι ιησουΐτες καίνε στην πυρά τους αιρετικούς ή τα βιβλία των αλλόθρησκων, δηλαδή φυλάγουν την καθαρότητα της θρησκείας.
Ήρθανε και σ' έναν επιστήμονα και ραβίνο και πήρανε όλες τις περγαμηνές του και τα παρέδωσαν στην πηρά.
Πλατεία, όχλος, πυρά, σπίθες και ο δήμιος που ανασκαλεύει τη φωτιά. Οι μαζεμένοι από την πόλη Εβραίοι στέκονται δίπλα στο ικρίωμα και δέχονται το παραινετικό μάθημα. Ο ασπρομάλλης ραβίνος περιτριγισμένος από τους μαθητής του αφηρημενα κοιτάζει τη φωτιά, τα χείλια του κάτι ψιθυρίζουν και μερικές φορές χαμογελάει.
Ο ένας απ' τους μαθητές του ρωτάει:
- Ραβί, γιατί γελάτε; Αφού καίνε τα χειρόγραφά σας που είναι όλος ο κόπος και το νόημα της ζωής σας.
Και εκείνος απαντάει:
Τα χειρόγραφα δεν καίγονται, καίγεται το χαρτί
, αλλά τα λόγια επιστρέφουν στο Θεό.*
Μια φορά ο Αϊνστάιν έγραψε: "Μάζεψα πολλά γράμματα στα οποία ακόμη δεν απάντησα, μεγαλώνει ο αριθμός των ανθρώπων που δίκαια είναι δυσαρεστημένοι μαζί μου. Όμως θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα με έναν άνθρωπο παθιασμένο με το έργο του; Όπως και στα νιάτα μου κάθομαι εδώ ατέλειωτες ώρες: σκέφτομαι και υπολογίζω, ελπίζοντας να φτάσω στα ποιο μεγάλα μυστικά του σύμπαντος. Ο κόσμος εκεί έξω, τα σούρτα-φέρτα των ανθρώπων με έλκουν όσο και πιο λιγότερο, κάθε μέρα γίνομαι περισσότερο ασκητής και ερημίτης."
Εκείνο τον καιρό, προσπαθώντας να υποστηρίζει το απομονωμένο τρόπο ζωής του ο Αϊνστάιν συχνά έλεγε έναν αφορισμό: "Για να είσαι άψογο πρόβατο, πρώτα απ' όλα πρέπει να είσαι πρόβατο".*
Μια φορά ο σοφός ’ραβας Αλαμπάσι είπε ότι συχνά μέσα στον άνθρωπο υπάρχει κάτι που αντιστέκεται στην προσπάθεια των άλλων να τον βοηθήσουν. Βρέθηκαν άνθρωποι που είχαν αντίρρηση με αυτήν την θεωρία του σοφού και τότε ο Αλαμπάσι υποσχέθηκε ότι θα προσπαθήσει να το αποδείξει στην πράξη. Ύστερα από ένα χρονικό διάστημα ο Αλαμπάσι μάζεψε αυτούς με τους οποίους είχε λογομαχία και τους είπε να περιμένουν λίγο. Εν τω μεταξύ έστειλε έναν άνθρωπο ν' αφήσει στη μέση της γέφυρας ένα σάκο με χρυσά νομίσματα. Από έναν άλλο άνθρωπο ζήτησε να καλέσει από την άλλη όχθη του ποταμού έναν φτωχό και καταχρεωμένο αγρότη.
Στην άκρη της γέφυρας στεκόταν ο Αλαμπασί και η παρέα του και περίμεναν τον αγρότη που είχε πλησιάσει τον σοφό.
- Για πες μου, τι είδες στη μέση της γέφυρας; ρώτησε ο Αλαμπασί.
- Τίποτα, δεν είδα, είπε ο αγρότης.
- Δεν είναι δυνατόν! Γιατί! φώναξαν οι άνθρωποι που ήταν μαζί με τον σοφό.
- Όταν πλησίασα τη γέφυρα, σκέφτηκα, θα καταφέρω άραγε να περάσω τη γέφυρα με κλειστά μάτια; Και να φανταστείτε πως το κατάφερα!
Ο ρήτορας Ισοκράτης ζήτησε διπλή αμοιβή από τον Καρεώνα που ήταν φλύαρος και ήθελε να σπουδάσει κοντά του. Και όταν αυτός του ζήτησε τον λόγο, ο Ισοκράτης είπε, τον ένα μισθό για να μάθεις να μιλάς και τον άλλο για να μάθεις να σιωπάς.
Ο Σωκράτης έλεγε ότι αν κάποιος ζητήσει από τον κήρυκα να καλέσει τους τσαγκάρηδες να σηκωθούν, θα σηκωθούν μόνον αυτοί. Εάν όμως καλέσει τους συνετούς η τους δίκαιους, τότε όλοι θα σηκωθούν. Και στη ζωή προξενεί πολύ μεγάλο κακό το ότι ενώ οι περισσότεροι είναι ανόητοι, νομίζουν ότι είναι μυαλωμένοι.
Τον σουφί Χαλκάβι ρωτήσανε:
- Τι συμπεριφορά είχατε απέναντι στους ανθρώπους που συναντήσατε στη ζωή σας, για να καταλάβετε τα προσόντα τους;
Εκείνος απάντησε:
- Συνήθως προσπαθούσα να είμαι ήπιος και πράος. Και εκείνους, που η συμπεριφορά μου εκνεύριζε, απέφευγα με όλες μου τις δυνάμεις. Κρατούσα απόσταση και από τους ανθρώπους που με εκτιμούσαν για την εσωτερική μου εμφάνιση.*
Ήρθε ένας Εβραίος στον ραβίνο και τον ρώτησε:
- Ποιο είναι το νόημα της ύπαρξής μας;
- Είναι πολύ περίπλοκη αυτή η ερώτηση, είπε ο ραβίνος. Εάν απευθυνθούμε σ' έναν από τους πρώτους Εβραίους, στον Μωυσή, εκείνος θα έδειχνε τα επουράνια: εκεί πρέπει να ψάχνουμε το νόημα της ύπαρξης. Εάν όμως ρωτούσαμε τον πιο σοφό Εβραίο των Σολόμωντα, εκείνος θα έδειχνε το κεφάλι και θα έλεγε πως το νόημα της ύπαρξης είναι στο μυαλό του ανθρώπου. Εάν ρωτούσαμε έναν άλλο πολύ γνωστό Εβραίο, τον Ιησού, αυτός θα έδειχνε την καρδιά. Κατά τη γνώμη του εκεί πρέπει να ψάξουμε το νόημα της ύπαρξης. Ο άλλος γνωστός Εβραίος, ο Μαρξ θα έδειχνε την κοιλιά του. Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ θα έλεγε πως το νόημα της ύπαρξης είναι ανάμεσα στην κοιλιά και τα γόνατα. Αλλά, παιδί μου, έχουμε έναν άλλο πολύ διάσημο και έξυπνο Εβραίο, τον ’λμπερτ Αϊνστάιν που θα έλεγε πως "όλα είναι σχετικά".
Ένας Εβραίος είχε πτηνοτροφείο όπου άρχισαν να ψοφάνε οι κότες. Οι κτηνίατροι δεν ήξεραν πώς να σταματήσουν την επιζωοτία και συμβούλεψαν τον πτηνοτρόφο να απευθυνθεί στον σοφό ραβίνο.
Ο ραβίνος ρώτησε:
- Τι είδους τροφή τις έδινες;
- Κεχρί, απάντησε ο Εβραίος.
- Τότε να ρίχνεις πάνω στο κεχρί μπόλικο λάδι και λίγο αλάτι.
Την άλλη μέρα ο πτηνοτρόφος ήρθε στον ραβίνο και είπε:
- Ψοφήσανε 50 κότες.
- Τότε ν' αλλάξουμε την τροφή. Θα τις ταΐζεις με ρύζι ποτισμένο με γάλα και πασπαλισμένο με λίγο πιπέρι.
Την άλλη μέρα ο πτηνοτρόφος ήρθε και είπε:
- Ραβί, ψοφήσανε άλλες 50 κότες.
- Τότε πρέπει να δίνεις στις κότες σου ψίχα του ψωμιού πασπαλισμένη με ζάχαρη, είπε ο ραβίνος.
Την άλλη μέρα ο πτηνοτρόφος ήρθε και είπε:
- Ψοφήσανε οι τελευταίες κότες.
- Τι κρίμα! είπε ο ραβίνος, είχα ακόμη τόσες ιδέες!
Πληροφορήθηκε ο Αριστοτέλης από κάποιον ότι μερικοί τον έβριζαν. Ο φιλόσοφος απάντησε: "Καθόλου δεν με νοιάζει. Όταν είμαι απών, δέχομαι ακόμα και να με μαστιγώνουν".
Μια φορά ο Διογένης φώναξε: "Ελάτε εδώ, άνθρωποι!" και όταν μαζεύτηκαν πολλοί, τους κυνήγησε με το μπαστούνι του, λέγοντας: "Ανθρώπους κάλεσα, όχι καθάρματα!"
Ο Βολτέρος έλεγε για το βιβλίο "Αντιμακιαβέλι" του βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκος Β΄, ότι φτύνει στο πιάτο με φαγητό για να κόβει την όρεξη των άλλων.*
Μια φορά βλέπει ο Χοτζά Νασρεντίν πως μες στην πηγή κολυμπάνε αγριόπαπιες. Όταν ο Χοτζά έτρεξε να τα πιάσει εκείνα έφυγαν πετώντας. Τότε ο Χοτζά έκατσε δίπλα και άρχισε να τρώει βουτώντας το ψωμί στο νερό. Ένας περαστικός του είπε:
- Καλή όρεξη, Χοτζά! Τι τρως;
- Σούπα από της αγριόπαπιες, απάντησε ο Χοτζά.*
Μια φορά ο Σωκράτης συνάντησε στο δρόμο έναν γνωστό του που του είπε:
- Σωκράτη, ξέρεις τι άκουσα για έναν από τους μαθητές σου;
- Περίμενε, πριν το πεις, θέλω να σκεφτείς και να κατανοήσεις κάτι. Είσαι σίγουρος ότι αυτό που θέλεις να πεις είναι αλήθεια;
- Όχι, το άκουσα από τον γείτονά μου και νόμιζα πως
- Λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, δεν είσαι σίγουρος αν είναι αλήθεια ή όχι. Τότε πες μου, αυτό που ήθελες να πεις για τον μαθητή μου είναι κάτι καλό;
- Όχι, αντίθετα
- Δηλαδή, θέλεις να πεις κάτι κακό, όμως δεν ξέρεις με σιγουριά αν είναι αλήθεια ή όχι. Τότε σκέψου και πες μου ειλικρινά, αυτό που θέλεις να πεις θα μου φέρει κάποιο όφελος;
- Ίσως, όχι
- Λοιπόν, εάν θέλεις να μου πεις κάτι που είναι κακό, αναληθής και ανώφελο, τότε γιατί να το ακούσω;
- Ναι, Σωκράτη, όπως πάντα έχεις δίκιο.*
Ύστερα από το θάνατο του Βούδα το σώμα του έκαψαν και την τέφρα του πήραν οι πιο διάσημοι άνθρωπου του κράτους. Ο καθένας απ' αυτούς δημιούργησε λείψανο και καθιέρωσε μια γιορτή. Σ' αυτές τις γιορτές οι άνθρωποι
έφερναν πολλά λουλούδια και έκαναν διάφορα πυροτεχνήματα.
Όμως, όχι και πολύ καιρό ο βουδισμός ήταν θρησκεία χωρίς Θεό. Σε λίγο Θεό έκαναν τον Βούδα. Στους ναούς εμφανίστηκαν μικρά και μεγάλα αγαλματίδια του Βούδα και χιλιάδες κόσμου τα προσκυνούσανε. Τα αγάλματα συνήθως παρουσίαζαν έναν άνδρα καθισμένο πάνω στο λωτό με ακίνητο στερεότυπο πρόσωπο. Πόσο διαφορετικός ήταν ο πραγματικός Βούδας νέος, όταν ρίχτηκε στον άβυσσο μαρτυρίων για να βρει την Αλήθεια. Πόσο ανόμοιος ήταν ο γέρος Βούδας που προειδοποιούσε: αναζητήστε την Αλήθεια και μην προσκυνάτε εκείνους που την βρήκαν.*
Ο καθηγητής της φιλοσοφίας άρχισε το μάθημα. Πάνω στο τραπέζι του έχει ένα μεγάλο γυάλινο βάζο και τρία κουτιά. Χωρίς να μιλάει γεμίζει το βάζο με βότσαλα που παίρνει από το κουτί. Μετά ρωτάει:
- Το βάζο είναι γεμάτο;
- Ναι, απαντάνε οι φοιτητές.
Τότε ο καθηγητής παίρνει μικρά βοτσαλάκια και τα ρίχνει στο ίδιο βάζω. Ύστερα από ελαφρό κούνημα τα βοτσαλάκια γεμίζουν τα κενά μέσα στο βάζο. Ο καθηγητής ξαναρωτάει τους φοιτητές:
- Το βάζο είναι γεμάτο;
Οι φοιτητές γέλασαν και συμφώνησαν, ότι το βάζο είναι γεμάτο. Τότε ο καθηγητής ρίχνει στο βάζο το περιεχόμενο του τρίτου κουτιού που ήταν άμμος. Φυσικά, η άμμος γέμισε τα κενά και τώρα το βάζο τρίτη φορά ήταν γεμάτο.
- Τώρα, είπε ο καθηγητής, θέλω να καταλάβατε ότι έτσι είναι και η ζωή μας. Τα βότσαλα είναι τα πιο σπουδαία πράγματα: η οικογένεια, η υγεία σας, τα παιδιά σας. Εάν έτυχε και χάσατε όλα τα υπόλοιπα η ζωή σας ακόμη θα ήταν γεμάτη. Τα βοτσαλάκια είναι άλλα πράγματα στη ζωή και έχουν τέτοια σημασία όπως η δουλειά σας, το σπίτι σας, το αυτοκίνητο. Η άμμος είναι όλα τα υπόλοιπα, είναι τα μικροπράγματα στη ζωή μας. Εάν πρώτα βάζετε στο βάζω την άμμο, τότε δε θα υπάρχει θέση για τα βότσαλα και τα μικρά βοτσαλάκια. Το ίδιο και στη ζωή. Εάν ξοδεύετε όλη την ενέργεια, όλο το χρόνο για μικροπράγματα, τότε δε θα έχετε χώρο για άλλα πιο σπουδαία πράγματα. Δώστε μεγαλύτερη προσοχή στα πράγματα που αποτελούν, που δημιουργούν την ευτυχία. Φροντίστε πρώτα για τα βότσαλα, αυτά πραγματικά είναι σπουδαία. Καθορίστε τις προτεραιότητες. Τα υπόλοιπα είναι άμμος.*
Ένας Ισπανός μιλούσε με τον Χριστόφορο Κολόμβο:
- Δεν μπορώ να καταλάβω, τι σπουδαιότητα έχει αυτό που έκανες. Εντάξει έκανες ένα ταξίδι. Κι εγώ θα μπορούσα να το κάνω. Λένε πως ανακάλυψες κάτι. Κι εγώ θα μπορούσα ν' ανακαλύψω.
Ο Κολόμβος δεν μπήκε στον κόπο να λογομαχήσει με τον αντίπαλό του. Πήρε από το τραπέζι ένα βραστό αυγό και ζήτησε να το σταθεροποιήσει όρθιο. Ο Ισπανός έκανε πολλές προσπάθειες, αλλά δεν κατάφερε το αυγό πάντα έπεφτε. Τότε ο Κολόμβος πήρε τ' αυγό και ελαφρά το χτύπησε και μετά το σταθεροποίησε πάνω στο σπάσιμο του τσοφλιού.
- Αυτό είναι, είπε με μορφασμό ο Ισπανός, κι εγώ μπορώ να το κάνω.
- Ναι, μπορείς, γέλασε ο Κολόμβος, όμως μόνο μετά από μένα.*
Ένας γέρος ήταν ετοιμοθάνατος. Φώναξε τον γιο του και του είπε:
- Πρέπει να σου ανακαλύψω το μυστικό μου, ο θάνατός μου είναι πολύ κοντά. Πάντα να θυμάσαι δύο πράγματα, χάρη στα οποία γνώρισα την επιτυχία στη ζωή μου. Πρώτα, όταν κάτι υποσχέθηκες, να τηρείς τον λόγο σου. Όσο και ψηλό να ήταν το κόστος, να είσαι τίμιος και εκτέλεσε την υπόσχεσή σου. Αυτό ήταν η αρχή μου στην οποία βασιζόμουν όλη μου τη ζωή, αυτό με βοήθησε να πετύχω. Δεύτερον: ποτέ, σε κανέναν μην υποσχεθείς τίποτα.*
Μια φορά κάποιος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού που ζούσε ο ραβίνος Ναφταλί. Ο ραβίνος άνοιξε την πόρτα και ρώτησε:
- Τι θέλεις;
- Ήρθα να γίνω μαθητής σου, απάντησε ο άνθρωπος.
- Δεν είμαι δάσκαλος. Ψάξε κάποιον άλλο που θα σε μάθει το Ταλμούδ, είπε ο Ναφταλί και έκλεισε την πόρτα.
- Γιατί, τον έδιωξες, είπε η γυναίκα του ραβίνου. Ο άνθρωπο κάτι ψάχνει στη ζωή, θέλει να ξέρει.
Ο Ναφταλί απάντησε:
- Αυτοί που θέλουν να μάθουν το Ταλμούδ, είναι συνήθως ανόητοι. Στην πραγματικότητα θέλουν να κρυφτούν πίσω από το Ταλμούδ.
Την άλλη μέρα την πόρτα χτύπησε ένας άλλος άνθρωπος. Ο Ναφταλί άνοιξε την πόρτα και ρώτησε:
- Τι θέλεις;
- Θέλω να είμαι κοντά σου και να υπηρετώ την ανθρωπότητα.
- Φύγε, είπε ο ραβίνος, χτύπησες λάθος πόρτα.
Η γυναίκα του Ναφταλί με αμηχανία είπε:
- Αυτός δεν ήθελε να μάθει το Ταλμούδ, ήθελε να υπηρετήσει τους ανθρώπους. Είναι μια αγνή ψυχή, γιατί τον έδιωξες;
- Εκείνος που δεν ξέρει τον εαυτό του, δεν μπορεί να υπηρετήσεί κανέναν. Και σαν αποτέλεσμα από τις προσπάθειές του γεννιούνται μόνο αποτυχίες.
Την τρίτη μέρα χτύπησε άλλος ένας. Ο ραβίνος ρώτησε:
- Εσύ, τι θέλεις;
- Είμαι ανόητος. Μπορείς να με βοηθήσεις ν' απαλλαχθώ από τη βλακεία.
Ο Ναφταλί τον φίλησε στο μέτωπο και είπε:
- Έλα. Ευχαρίστως θα το κάνω.*
Το αφεντικό έστειλε τον υπηρέτη του στην αγορά ν' αγοράζει ένα μεγάλο ψάρι. Όταν το έφερε στο σπίτι, το αφεντικό είδε πως το ψάρι είναι χαλασμένο. Γι' αυτό το αφεντικό πρότεινε στον υπηρέτη να διαλέξει ένα από τις τρεις τιμωρίες: ή να φάει το σάπιο ψάρι, ή να του δώσουν εκατό ραβδιές, ή να πληρώσει εκατόν δηνάρια.
- Θα φάω το ψάρι, είπε ο υπηρέτης.
’ρχισε να φάει, όμως δεν πρόλαβε να το τελειώσει, γιατί ένιωσε πολύ άσχημα, ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει.
- Όχι, καλύτερα να δεχθώ τις ραβδιές.
Ύστερα από εξήντα ραβδιές, ένιωσε πως δε θ' αντέξει.
- Σταματήστε, φώναξε, θα πληρώσω τα εκατό δηνάρια.
Τελικά, φάνηκε πως έφαγε το σάπιο ψάρι, ξυλοκοπήθηκε και έμεινε χωρίς λεφτά.*
Μια φορά ο Βασιλιάς της Πρωσίας ο Φρειδερίκος Β΄ κάλεσε τον Βολτέρο να κάνουν μια βόλτα με την βάρκα. Ο Βολτέρος δέχτηκε την πρόσκληση και μπήκε μέσα στη βάρκα, αλλά αντιλήφθηκε ότι η βάρκα έχει τρύπα και το νερό μπαίνει μέσα. Ο Βολτέρος γρήγορα πήδηξε από τη βάρκα στην όχθη. Ο βασιλιάς γέλασε:
- Τι, φοβάστε για τη ζωή σας; Εγώ όμως δε φοβάμαι.
Ο Βολτέρος με ψυχρή φωνή είπε:
- Είναι κατανοητό: ο κόσμος έχει πολλούς βασιλιάδες, αλλά μόνο έναν Βολτέρο.*
Μια κοπέλα στο Παντζάμπ περνούσε από ένα πάρκο που ένας θρησκευόμενος άνθρωπος έκανε την προσευχή του. Οι νόμοι της θρησκείας απαγορεύουν να διασχίζεις το μέρος όπου κάποιος προσεύχεται. Και όταν η κοπέλα επέστρεψε, ο άνθρωπος που προσευχόταν την σταμάτησε και με αυστηρό ύφος είπε:
- Η πράξη σου είναι ανεπίτρεπτη. Είναι μεγάλη αμαρτία να διασχίζεις το μέρος όπου ο άνθρωπος προσεύχεται.
Η κοπέλα με απορία ρώτησε:
- Συγνώμη, τι σημαίνει "προσεύχεται";
- Προσεύχεται; φώναξε ο άνθρωπος, δεν το ξέρεις; Προσεύχεται, σημαίνει αφοσιωμένος σκέφτεσαι τον Αλλάχ.
Η κοπέλα είπε:
- Όταν περνούσα απ' εδώ εγώ σκεφτόμουνα τον αγαπημένο μου και δεν σας είδα. Και πώς εσείς είδατε εμένα αφού αφοσιωμένος σκεφτόσασταν τον Αλλάχ.*
Όταν ήταν μικρός, ο πρίγκιπας Χοσρόης είχε έναν καθηγητή ο οποίος κατάφερε να τον κάνει να διακριθεί σε όλα τα μαθήματα. Ένα απόγευμα ο καθηγητής, χωρίς προφανή λόγο, τον τιμώρησε πολύ αυστηρά.
Μετά από χρόνια ο Χοσρόης ανέβηκε στο θρόνο. Από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να στείλει να του φέρουν τον καθηγητή των παιδικών του χρόνων και να του ζητήσει εξηγήσεις για την αδικία που είχε διαπράξει.
-Γιατί με τιμώρησες χωρίς να φταίω; ρώτησε.
-Όταν είδα τη νοημοσύνη σου, κατάλαβα αμέσως ότι θα κληρονομούσες το θρόνο του πατέρα σου, απάντησε ο παλιός του δάσκαλος. Αποφάσισα λοιπόν να σου δείξω ότι η αδικία μπορεί να σημαδέψει έναν άνθρωπο για όλη του τη ζωή. Καθώς ξέρεις τι σημαίνει αυτό, συνέχισε ο καθηγητής, ελπίζω ότι ποτέ δεν θα τιμωρήσεις κανέναν χωρίς λόγο.
Το κουκούλι
Ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης ("Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά") αφηγείται ότι, όταν ήταν παιδί, βρήκε ένα κουκούλι να κρέμεται από ένα δέντρο, στο οποίο ετοιμαζόταν να γεννηθεί μια πεταλούδα. Περίμενε λιγάκι, αλλά επειδή έπρεπε να περιμένει πολύ ακόμα, αποφάσισε να ζεστάνει το κουκούλι με την αναπνοή του. Η πεταλούδα τελικά βγήκε, αλλά τα φτερά της ήταν ακόμα ενωμένα και πέθανε λίγο αργότερα. "Έπρεπε να ωριμάσει υπομονετικά στον Ήλιο και εγώ δεν μπόρεσα να περιμένω", λέει ο Καζαντζάκης. "Το μικρό εκείνο πτώμα είναι μέχρι σήμερα το μεγαλύτερο βάρος που έχω στη συνείδησή μου. Χάρη σ' αυτό, όμως, κατάλαβα τι πραγματικά είναι η θανάσιμη αμαρτία: να παραβιάζεις τους μεγάλους νόμους του σύμπαντος. Χρειάζεται υπομονή, να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή και να ακολουθείς με εμπιστοσύνη το ρυθμό που διάλεξε ο Θεός για τη Ζωή μας".
Ο έξυπνος υπάλληλος
Την εποχή που βρισκόταν σε μια αεροπορική βάση στην Αφρική, ο συγγραφέας Σεντ-Εξιπερί έκανε έναν έρανο με τους φίλους του καθώς ένας Μαροκινός υπάλληλος ήθελε να επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Κατάφερε να συγκεντρώσει χίλια φράγκα.
Ένας πιλότος μετέφερε τον υπάλληλο ως την Καζαμπλάνκα και, όταν γύρισε, τους αφηγήθηκε τι είχε συμβεί:
-Μόλις έφτασε, πήγε να δειπνήσει στο καλύτερο εστιατόριο, μοίρασε πλούσια φιλοδωρήματα, κέρασε ποτά σε όλους, αγόρασε κούκλες για τα παιδιά του χωριού του. Ο άνθρωπος αυτός δεν έχει την παραμικρή αίσθηση της οικονομίας.
-Το αντίθετο, απάντησε ο Σεντ-Εξιπερί. Ήξερε ότι η καλύτερη επένδυση στον κόσμο είναι οι άνθρωποι. Ξοδεύοντας, με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να ξανακερδίσει το σεβασμό των συμπατριωτών του, οι οποίοι τελικά θα του δώσουν δουλειά. Στο κάτω-κάτω, μόνο ένας νικητής μπορεί να είναι τόσο γενναιόδωρος.
Ο δάσκαλος και η μάχη
Ο δάσκαλος του άϊκίντο απαιτούσε εντατική εξάσκηση, αλλά ποτέ δεν έδινε στους μαθητές του την άδεια να αγωνιστούν εναντίον μαθητών από άλλες σχολές πολεμικών τεχνών. Όλοι διαμαρτύρονταν, αλλά κανείς δεν είχε το θάρρος να σχολιάσει το θέμα κατά τη διάρκεια του μαθήματος, έως ότου ένα απόγευμα ένας νεαρός τόλμησε να ρωτήσει:
-Έχουμε αφιερωθεί με όλη μας την καρδιά στη μελέτη του αϊκίντο. Ποτέ, ωστόσο, δεν θα μάθουμε αν είμαστε καλοί ή κακοί μαχητές γιατί δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε κανέναν εκτός μαθήματος.
-Να μην χρειαστείτε ποτέ σας να μάθετε, απάντησε ο δάσκαλος. Ο άνθρωπος που θέλει να καβγαδίζει χάνει τα δεσμά του με το σύμπαν. Εμείς βρισκόμαστε εδώ για να μελετήσουμε την τέχνη της επίλυσης των διαμαχών και όχι της πρόκλησής τους.
Σε μια ταβέρνα κάθεται ένας πολύ λυπημένος άνδρας, κρατάει το σκυμμένο κεφάλι του με τα χέρια και είναι έτοιμος να κλάψει. Μπροστά του πάνω στο τραπέζι βρίσκεται ένα γεμάτο ποτηράκι. Ένας θρασύς περαστικός, βλέποντας τον σκεπτόμενο άνδρα, αρπάζει το ποτηράκι, το πίνει και φεύγει. Ο άνδρας αργά σηκώνει το κεφάλι του και λέει:
- Είναι ζωή αυτή
Το διαμέρισμά μου λήστεψαν, το εξοχικό μου κάηκε ολοσχερώς, η γυναίκα μου μ' εγκατέλειψε, η γκόμενά μου βρήκε άλλον
και τώρα κάποιο κάθαρμα ήπιε το δηλητήριό μου.*
Ένας φιλόσοφος διέταξε στον μαθητή του τρία χρόνια να διανέμει αργυρά νομίσματα σ' αυτούς που θα τον διασύρουν και προσβάλλουν. Μετά από τρία χρόνια ο δάσκαλος είπε:
- Τώρα είσαι προετοιμασμένος και μπορείς να πας στην Αθήνα για να μάθεις σοφία.
Στην είσοδο της πύλης της πόλης των Αθηνών ο μαθητής είδε έναν γέροντα που εξευτέλιζε όλους τους περαστικούς. Το ίδιο έκανε και στον μαθητή. Εκείνος άρχισε ξεκαρδιστικά να γελάει.
- Γιατί γελάς όταν σε προσβάλλω; ρώτησε ο γέροντας.
- Γιατί εγώ τρία χρόνια πλήρωνα σ' αυτούς που με είχαν προσβάλλει, ενώ εσύ το κάνεις τζάμπα.
- Πέρασε, παιδί μου, η πόλη είναι δική σου, είπε ο σοφός γέροντας.*
Μια γυναίκα ρωτήσανε:
- Πώς αντιμετωπίζετε αυτό που ο σύζυγός σας τρέχει πίσω από κάθε φουστάνι;
- Και τι έγινε; Το σκυλάκι μου τρέχει πίσω από κάθε αυτοκίνητο, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως όταν θα το φτάσει θα πάρει στα χέρια του και το τιμόνι.*
Κάποτε στην Ιαπωνία. Ο Δάσκαλος Σεϊσέτσου ήταν ο ηγούμενος του ναού που ήταν πολύ μικρός και δεν χωρούσε των κόσμο που ήθελε ν' ακούσει τον σοφό Δάσκαλο.
Ένας πολύ πλούσιος έμπορας με όνομα Ουμέντζου αποφάσισε να κάνει δωρεά πεντακόσια χρυσά ριο για να κτιστεί καινούριος ναός.
- Καλώς, εγώ θα τα δεχτώ, είπε ο Σεϊσέτσου.
Ο Ουμέντζου έδωσε στον ηγούμενο το σακί με χρυσό και έμεινε με απορία αφού είδε την αδιαφορία του Δασκάλου: με τρία ριο μπορεί κανείς να ζήσει ολόκληρο χρόνο, ενώ εδώ δεν του λένε ούτε ένα "Ευχαριστώ" για 500 ριο!
- Ο σάκος έχει 500 ριο, είπε ο Ουμέντζου.
- Ναι, μου το είπες, απάντησε ο ηγούμενος.
- Ακόμη και για μένα, τα 500 ριο είναι τεράστιο ποσό! είπε ο έμπορας.
- Θέλεις να σ' ευχαριστήσω; ρώτησε ο Σεϊσέτσου.
- Πρέπει να το κάνετε, με ύφος είπε ο Ουμέντζου.
- Γιατί, με απορία ρώτησε ο Δάσκαλος, το "Ευχαριστώ" πρέπει να λέει εκείνος που δίνει.*
Η Μις Πριμ, η πιο ηλικιωμένη γεροντοκόρη,
δίνει μια εισαγωγική ομιλία στο κολέγιο θηλέων:
Τώρα κορίτσια, όποτε βγαίνετε έξω, να θυμάστε: Να μην καπνίζετε στους δρόμους,
να μην συμπεριφέρεστε αναιδώς δημόσια κι όταν σας ενοχλεί ένας άνδρας, ρωτήστε
τον εαυτό σας: Αξίζει μιας ώρας απόλαυση την ταπείνωση μιας ολόκληρης ζωής;
Τώρα, κορίτσια, έχετε καμιά ερώτηση;
Μια φωνή από το βάθος, φώναξε:
Πώς μπορεί κανείς να το κάνει να κρατήσει μια ώρα.
Μια μέρα ο γιος του Νασρεντίν επέστρεψε στο
σπίτι από το προοδευτικό του σχολείο και έφερε ένα βιβλίο σεξολογίας. Η μητέρα
του είδε το βιβλίο και ενοχλήθηκε πολύ. Όταν γύρισε ο Νασρεντίν στο σπίτι, η
γυναίκα του του έδειξε το βιβλίο. Ο Νασρεντίν πήγε στο δωμάτιο του γιου του και
τον βρήκε να φιλιέται μα την υπηρέτρια.
Γιε μου, όταν τελειώσεις το μάθημά σου έλα στο καθιστικό.
Όσσο
Η βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Α΄ μια φορά
είδε πάνω σε έναν αυλικό που ήταν διπλωμάτης κάποιο ξένο παράσημο. Μαινόμενη
ούρλιαξε:
Τα δικά μου σκυλιά πρέπει να φοράνε μόνο δικά μου περιλαίμια!
Στην ερώτηση:
Που πας, δάσκαλε, ο ραβίνος Γκίλεν απάντησε:
Πάω να φάω και έτσι θα κάνω μια εγκάρδια υποδοχή στον επισκέπτη μου.
Ποιος είναι αυτός που σ επισκέπτεται καθημερινά;
Η ελεύθερη ψυχή μας. Μήπως δεν είναι επισκέπτης του σώματός μας; Σήμερα είναι
εδώ, ενώ αύριο μπορεί να μας αποχαιρετά.
Ο Λάο-Τσε σηκωνόταν το πρωί πολύ νωρίς και
έκανε μια βόλτα. Πάντα τον συνόδευε και ο γείτονας του που ήξερε ότι ο Λάο-Τσε
είναι άνθρωπος της Σιωπής και στα πολλά χρόνια που τον συνόδευε δεν ξεστόμισε
ούτε μια λέξη.
Μια φορά ο γείτονας είχε επισκέπτη ο οποίος επίσης ήθελε να κάνει μια βόλτα με
τον σοφό. Ο γείτονας του είπε:
Σε παρακαλώ, να μη μιλάς στην διάρκεια της βόλτας, γιατί ο Λάο-Τσε αγαπάει τη
σιωπή.
Ήταν ένα πολύ όμορφο πρωί, κυριαρχούσε η σιγή, ακουγόταν μόνο το τιτίβισμα των
πουλιών και ο επισκέπτης ξέχασε για την προειδοποίηση και είπε:
Τι ωραία!
Ο Λάο-Τσε τον κοίταξε σαν να έκανε μια μεγάλη αμαρτία. Η βόλτα συνεχιστικέ για
μια ώρα χωρίς κουβέντα. Όταν επέστρεψαν στο σπίτι ο Λάο-Τσε είπε στον γείτονά
του με αυστηρό ύφος:
Ο άνθρωπος είναι φαφλατάς. Μην παίρνεις ποτέ μαζί σου κανέναν άλλο. Το πρωί
ήταν πραγματικά ωραίο. Αυτός ο άνθρωπος το κατέστρεψε.
Ένας άνθρωπος δήλωσε σ έναν άλλο που
καυχιόταν με αξίωμα του φιλοσόφου, πως θα τον αναγνωρίσει ως φιλόσοφο, αν
εκείνος θα υπομένει τις προσβολές ήρεμος και ατάραχος. Ο αποκαλούμενος φιλόσοφος
για πολύ καιρό άκουγε τις προσβολές και τελικά με κοροϊδία είπε:
Τώρα πίστεψες, πως πραγματικά είμαι φιλόσοφος;
Ο άλλος απάντησε:
Θα το πίστευα, εάν θα σιωπούσες.
Το φυλλάδιο οδηγιών
Αφού είχε αγοράσει μια καινούρια συσκευή αποφλοίωσης λαχανικών, η γυναίκα
προσπάθησε, χρησιμοποιώντας το φυλλάδιο οδηγιών, να την κάνει να λειτουργήσει.
Τελικά παραιτήθηκε, αφήνοντας τα εξαρτήματα της σκορπισμένα στο τραπέζι. Πήγε
στην αγορά και, γυρίζοντας, ανακάλυψε ότι η οικιακή της βοηθός είχε συναρμολογήσει
τη συσκευή.
Μα πώς τα κατάφερες; ρώτησε έκπληκτη.
Ε, αφού δεν ξέρω να διαβάζω, αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω το κεφάλι μου, ήταν
η απάντηση.
Ένας νεαρός καλόγερος έπλυνε φρούτα για το βραδινό τραπέζι στη μονή. Τον πλησίασε ένας άλλος καλόγερος και θέλοντας να δοκιμάσει την προσοχή του τον ρώτησε:
Ελπίζω πως με προσοχή άκουσες το κήρυγμα του ηγουμένου;
Ναι, το άκουγα με ενδιαφέρον, είπε ο νεαρός καλόγερος.
Μήπως μπορείς να επαναλαμβάνεις αυτά που είπε στο κήρυγμα;
Δυστυχώς, δε θυμάμαι
, συγκεχυμένος ομολόγησε ο νεαρός καλόγερος.
Γιατί τότε άκουγες, αφού δεν θυμάσαι τίποτε;
Βλέπεις πως το νερό πλένει τα φρούτα. Το νερό φεύγει πάνω από τα φρούτα χωρίς ν αφήνει ίχνη, αλλά τα φρούτα γίνονται πιο καθαρά.
Τρεις γυναίκες και οι γιοι τους
Τρεις γυναίκες συζητούν για τα χαρίσματα των γιων τους. Λέει η πρώτη:
Είμαι πολύ ευχαριστημένη που αποφάσισε να γίνει ιερέας. Κάθε φορά που μπαίνει σε ένα δωμάτιο, οι άνθρωποι τον κοιτούν με σεβασμό και λένε: «Πάτερ μου!» Τα μάτια της δεύτερης λάμπουν και λέει:
Φυσικά, εγώ είμαι ακόμα πιο ευχαριστημένη που ξέρω ότι ο γιος μου όχι μόνο έγινε ιερέας, αλλά διορίστηκε καρδινάλιος. Έτσι, όταν μπαίνει σε ένα δωμάτιο, οι άνθρωποι κατεβάζουν το κεφάλι με σεβασμό, του φιλούν το χέρι και λένε: «Μακαριότατε!» Η τρίτη γυναίκα παραμένει σιωπηλή. Οι άλλες δύο γυρίζουν και τη ρωτούν:
Και ο γιος σου;
Ε, λοιπόν, ο γιος μου... είναι ένα και ογδόντα, ξανθός, με γαλανά μάτια. Κάθε φορά που μπαίνει σε ένα δωμάτιο, οι άνθρωποι κοιτάζονται μεταξύ τους και λένε: «Θεέ μου!»
Τηρώντας το λόγο του
Δύο αδερφοί με πάρα πολύ κακό χαρακτήρα εκμεταλλεύονταν τους εργάτες του χωριού τους. Για να σώζουν τα προσχήματα, όμως, πήγαιναν την Κυριακή στην εκκλησία. Ο παλιός πάστορας αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί και διορίστηκε στην περιοχή ένας καινούριος - ένας νέος άντρας, με φήμη ότι έλεγε πάντα την αλήθεια, κάτοχος ενός τεράστιου χαρίσματος. Γεμάτος ενθουσιασμό, αποφάσισε να ανακαινίσει το ναό. Όταν άρχισε τη συλλογή δωρεών από τους πιστούς, ένας από τους κακούς αδερφούς πέθανε. Την παραμονή της κηδείας ο άλλος αδερφός πήγε να βρει τον πάστορα και του έδωσε μια επιταγή με ένα ποσό αρκετό για την ολοκλήρωση των εργασιών που γίνονταν.
Υπάρχει όμως ένας όρος, είπε. Αύριο, την ώρα που θα διαβάζετε τις ευχές για τον νεκρό, πρέπει να πείτε ότι ο αδερφός μου ήταν πραγματικά άγιος. Ξέρω ότι δεν αθετείτε ποτέ το λόγο σας.
Ο πάστορας υποσχέθηκε να κάνει αυτό που του ζήτησε, πήρε την επιταγή και τα χρήματα. Την επομένη, τήρησε το λόγο του:
Αυτός ο άνθρωπος ήταν κακός, είπε κατά τη διάρκεια της τελετής. Εκμεταλλευόταν τους φτωχούς, δάνειζε χρήματα με αβάσταχτους τόκους, απατούσε τη σύζυγο του και κακομεταχειριζόταν τους αδύναμους. Μετά από μια παύση κατέληξε:
Σε σύγκριση όμως με τον αδερφό του που βρίσκεται ακόμα μαζί μας, νεκρός ήταν
πραγματικά άγιος.
Μια μέρα ένας άπιστος έλεγε στον ιερό Αυγουστίνο:
Οι εντολές τoυ Θεού είναι ένα φορτίο που περιορίζει την ανθρώπινη ελευθερία.
Αληθινά ελεύθερος άνθρωπος είναι μόνο εκείνος που κάνει ό,τι θέλει ο ίδιος.
Ο ιερός Αυγουστίνος του απάντησε:
Τα φτερά του χελιδονιού είναι πρόσθετο Βάρος στο σώμα του. Όμως,
ακριβώς χάρη σ' αυτό το πρόσθετο βάρος το σώμα του χελιδονιού δεν μένει
κάτω στη γη, αλλά διασχίζει τους αιθέρες. Το ίδιο συμβαίνει και στον άνθρωπο.
Οι εντολές του Θεού φαίνονται βαριές, αλλά μονάχα χάρη ο αυτές ο άνθρωπος
υψώνεται από τη λάσπη και τη δουλεία της αμαρτίας στους ουρανούς της θείας
μακαριότητας κι ελευθερίας».
Ένας ψυχίατρος καθώς έκανε τους γύρους στους θαλάμους, ρωτούσε τους ασθενείς: «Γιατί βρίσκεσαι εδώ;» Η απάντηση συνήθως αποκάλυπτε το βαθμό του ασθενή στον προσανατολισμό του στην πραγματικότητα.
Ένα πρωί, ο ψυχολόγος έλαβε μια απάντηση που τον πάγωσε: «Βρίσκομαι εδώ», απάντησε ο ασθενής, «για τον ίδιο λόγο που βρίσκεσαι κι εσύ, γιατρέ. Δεν μπορούσα να πορευτώ στον έξω κόσμο.»
Κάποιος: «Σας παρακαλώ, κύριε Κούλιντζ, μιλήστε μαζί μου. Έβαλα στοίχημα, ότι θα καταφέρω να αποσπώ από σας παραπάνω από μια λέξη».
Κάλβιν Κούλιτζ, αμερικανός πρόεδρος: «Έχασες»*.
Μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα στον κήπο ενός σπιτιού κοιμόντουσαν όλα τα μέλη της οικογένειας. Η μητέρα είδε πως η νύφη της, την οποία μισούσε και ο γιος της κοιμούνται αγκαλιασμένοι. Δεν μπορούσε να βλέπει αυτήν την εικόνα και τους ξύπνησε και φώναξε:
Δε γίνεται σε τέτοια ζέστη να σφίγγεστε ο ένας πάνω στον άλλο. Είναι βλαβερό για την υγεία.
Στην άλλη γωνία του κήπου κοιμόντουσαν η κόρη της με τον αγαπημένο της γαμπρό. Κείτονταν χώρια ο ένας από τον άλλον. Η μητέρα τους ξύπνησε και με αγάπη είπε:
Πουλάκια μου, γιατί κοιμάστε χώρια, αντί να θερμαίνετε ο ένας τον άλλον. Στον κήπο υπάρχει δροσιά.
Αυτά τα λόγια άκουσε η νύφη και φωναχτά είπε:
Ω! Θεέ μου περίεργα τα θαύματά σου. Το σπίτι έχει έναν κήπο, αλλά πόσο διαφορετικό είναι το κλίμα του.*
Ο μεγάλος μύστης Τσουάνγκ Τσου ήταν ετοιμοθάνατος και οι μαθητές του ετοίμαζαν μια μεγαλοπρεπής κηδεία, ενώ ο Τσουάνγκ Τσου είπε:
Ο Ουρανός από πάνω και η Γη από κάτω θα είναι η κασέλα μου, ο ήλιος και το φεγγάρι θα είναι τα κεριά, τα άστρα θα είναι τα μαργαριτάρια ως μεταθανάτια δώρα σας και η φύση θα κλάψει για μένα. Τι άλλο χρειάζεται για την κηδεία μου;
Όμως εμείς φοβόμαστε πως μπορούν να σας ραμφίζουν οι κάργες και οι κίρκοι, είπαν οι μαθητές.
Και τότε ο σοφός είπε:
Πάνω στη γη θα είμαι τροφή για τις κάργες και τους κίρκους, ενώ κάτω από τη γη θα με φάνε τα σκουλήκια. Δε μπορώ να καταλάβω γιατί προτιμάτε τα σκουλήκια και όχί οι κάργες και οι κίρκοι.*
Μια φορά ο πατισάχ φώναξε τον μουλά Χοτζά Νασρεντίν και τον διέταξε:
Χοτζά, πήγαινε και κάνε μου μια λίστα όλων των ηλιθίων της χώρας μου.
Ο πατισάχ μέσα του ήλπιζε πως ο μουλάς θα βάζει στη λίστα και τον εαυτό του. «Τότε, ας προσπαθεί να με νουθετήσει! Αμέσως θα του υπενθυμίσω: «Χοτζά! Κοίτα τη λίστα!», ονειρευόταν ο πατισάχ.
Την άλλη μέρα ο Χοτζάς έφερε τη λίστα. Ο πατισάχ κοίταξε τη λίστα και έμεινε κόκαλο: το όνομά του ήταν πρώτο στη λίστα!
Πώς τόλμησες να με προσβάλλεις! Ξέρεις τι μπορώ να σου κάνω
Ξέρεις...εγώ!...
Περίμενε, μη θυμώνεις τόσο γρήγορα
είπε ο Χοτζά, για πες μου, δεν ήσουν εσύ που δέχτηκες μια βδομάδα πριν έναν έμπορα από την Ινδία;
Ναι, εγώ.
Τον γνώριζες από πριν.
Όχι, συναντηθήκαμε πρώτη φορά.
Και του έδωσες δέκα χιλιάδες χρυσές λύρες για να σου φέρει πολύτιμες πέτρες από την Ινδία;
Μάλιστα! Και τι σημαίνει αυτό;
Δηλαδή, υποστηρίζεις πως δεν είναι ηλιθιότητα, να δίνεις τόσα λεφτά στον πρώτο περαστικό και να περιμένεις πως θα επιστρέψει με πολύτιμες πέτρες;
Και τι! Τι θα κάνεις αν επιστρέψει; στην παραφορά του φώναξε ο πατισάχ.
Τότε, θα διαγράψω από τη λίστα το δικό σου όνομά και θα γράψω το δικό του.*
Μια φορά το 1727 οι κάτοικοι του Λονδίνου ήθελαν να λιντσάρουν τον Βολτέρο. Βλέποντας τον μανιασμένο όχλο ο μεγάλος διανοητής δεν έχασε την ψυχραιμία του και φώναξε:
’γγλοι! Θέλετε να με σκοτώσετε αφού είμαι Γάλλος! Μήπως δεν έχω αρκετά τιμωρηθεί με αυτό που δεν γεννήθηκα ’γγλος;
Ο όχλος δέχτηκε τα λόγια του με ενθουσιασμό και τον άφησε ήσυχο.*
Όταν τον Ανάχαρσης ρώτησαν γιατί δεν κάνει παιδιά, εκείνος απάντησε:
Από αγάπη για τα παιδιά.
Ο Θαλής, τον οποίον η μητέρα συνέχεια συμβούλευε να παντρευτεί, απέφευγε τις παρακλήσεις τις, λέγοντα στην αρχή: «Ακόμη είναι νωρίς», και αργότερα «Πέρασε ο καιρός».
Κάποτε, μια πολύ όμορφη γυναίκα πήγε να δει τον ψυχίατρο της για πρώτη φορά. Ο ψυχίατρος είπες: "Ελάτε: πιο κοντά παρακαλώ."
Όταν η γυναίκα πλησίασε, αυτός όρμησε, αγκάλιασε και φίλησε τη γυναίκα.
Εκείνη ταράχτηκε.
Τότε ο ψυχίατρος της είπε: "Καθίστε, παρακαλώ! Αυτό ήταν για το δικό μου πρόβλημα, τώρα ποιο είναι το δικό σας πρόβλημα;"
Ο γνωστός Γάλλος μυθογράφος Ζαν ντε Λαφονταίν ήταν πολύ αφηρημένος άνθρωπος. Μια φορά πήγε να επισκεφθεί έναν φίλο του συγγραφέα.
Μα αυτός πέθανε ένα μήνα πριν, είπε η υπηρέτρια, και εσείς κύριε Λαφονταίν είπατε ένα θαυμάσιο επικήδειο λόγο.
Ναι, μάλιστα, είναι σωστό, θυμήθηκε ο μυθογράφος, ξέρεται έχω εξαιρετική μνήμη και μπορώ να επαναλαμβάνω ακριβώς αυτά που είπα.*
Ο Κομφούκιος με τους μαθητές του βγήκε από το δάσος και συνάντησε έναν καμπούρη που έπιανε τους τζίτζικες με τόση επιδεξιότητα σαν να τους μάζευε από το έδαφος.
Πώς κατάφερες αυτήν την τέχνη; ρώτησε ο Κομφούκιος.
Το πέμπτο φεγγάρι, όταν έρχεται η εποχή του κυνηγιού των τζιτζικιών, εγώ βάζω πάνω στο ραβδάκι μου μπαλάκια. Εάν καταφέρω να βάζω πάνω στο ραβδάκι δυο μπαλάκια, τότε λίγοι τζίτζικες θα σωθούν. Εάν καταφέρω να βάζω τρία μπαλάκια, τότε θα σωθεί ένας από τους δέκα, ενώ αν καταφέρω να κρατώ πέντε μπαλάκια, τότε θα πιάσω όλους. Στέκομαι σαν ένα ξερό δέντρο και τα χέρια μου κρατώ σαν ξηρά κλαδιά. Και σ αυτόν τον κόσμο, μέσα σ αυτό το άπειρο ποσοστό πραγμάτων μ ενδιαφέρουν μόνο οι φτερωτοί τζίτζικες. Δεν βλέπω τίποτα άλλο και δεν αλλάζω τα φτερά των τζιτζικιών με όλα τα πλούτη του κόσμου.
Ο Κομφούκιος είπε στους μαθητές:
Όλες οι σκέψεις είναι μαζεμένες γύρο από το στόχο, το πνεύμα είναι ατάραχο. Η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη.*
Στο πανεπιστήμιο ο καθηγητής ρώτησε τους φοιτητές:
Τα πάντα είναι δημιουργήματα του Θεού;
Ένας φοιτητές με σιγουριά είπε:
Μάλιστα, κύριε καθηγητά.
Ο καθηγητής είπε:
Αφού τα πάντα δημιούργησε ο Θεός, τότε και το Κακό είναι δικό του δημιούργημα και σύμφωνα με την αρχή ότι τα έργα μας καθορίζουν τι είμαστε, ο Θεός είναι το Κακό.
Ο φοιτητής δεν είχε να πει τίποτα και ο καθηγητής ικανοποιημένος με τον εαυτό του είπε στους φοιτητές πως η πίστη στο Θεό είναι μύθος.
Ένας φοιτητής σήκωσε το χέρι του και είπε:
Κύριε καθηγητά, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;
Βεβαίως, απάντησε ο καθηγητής.
Κρύος υπάρχει, κύριε καθηγητά;
Τι ερώτηση είναι αυτή; Βεβαίως υπάρχει. Ποτέ δεν ένιωσες κρύο;
Οι φοιτητές γέλασαν με την ερώτηση του συμμαθητή τους.
Όμως ο φοιτητής συνέχισε:
Στην πραγματικότητα, όμως κρύος δεν υπάρχει. Σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής, εκείνο που εμείς θεωρούμε κρύο είναι απουσία θερμότητας. Το απόλυτο «μηδέν» ( 460 βαθμούς κατά του Fahrenheit) είναι πλήρης απουσία θερμότητας. Κρύος δεν υπάρχει. Εμείς δημιουργήσαμε αυτή τη λέξη για να περιγράφουμε τι νιώθουμε όταν δεν υπάρχει θερμότητα.
Μετά ο φοιτητής συνέχισε:
Τι λέτε, κύριε καθηγητά, σκοτάδι υπάρχει;
Βεβαίως υπάρχει, απάντησε ο καθηγητής.
Όχι κύριε καθηγητά, και σκοτάδι δεν υπάρχει. Στην πραγματικότητα το σκοτάδι είναι απουσία φωτός. Εμείς μπορούμε να ερευνούμε το φως, αλλά δεν μπορούμε το σκοτάδι. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την πρίσμα του Νεύτωνα για να αποσυνθέσουμε το φως σε άλλα χρώματα και να ερευνήσουμε το μάκρος των κυμάτων του κάθε χρώματος. Όμως δεν μπορούμε να μετρήσουμε και να αποσυνθέσουμε το σκοτάδι. Η ακτίνα του φωτός μπορεί να μπει στο σκοτάδι και να το φωτίζει. Πώς μπορείτε να μετρήσετε σε πιο βαθμό είναι το σκοτάδι; Μόνο μετρώντας το ποσοστό του φωτός. Δηλαδή, το σκοτάδι είναι μια έννοια την οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για να περιγράψουν της καταστάσεις όταν απουσιάζει το φως.
Και μετά ο φοιτητής ρώτησε:
Κύριε καθηγητά, Κακό υπάρχει;
Ο καθηγητής απάντησε με, όχι και μεγάλη, σιγουριά:
Δεν είναι Κακό αυτό που βλέπουμε καθημερινά; Η σκληρότητα μεταξύ των ανθρώπων, πολλά εγκλήματα και βία παντού στον κόσμο, όλα αυτά κατά τη γνώμη μου είναι παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι υπάρχει Κακό.
Κακό δεν υπάρχει, κύριε καθηγητά. Το Κακό είναι απλά απουσία Θεού. Είναι μια λέξη που μοιάζει το κρύο και το σκοτάδι, δηλαδή λέξη που οι άνθρωποι επινόησαν για να περιγράφουν την απουσία Θεού. Ο Θεός δεν δημιούργησε το Κακό. Το Κακό δεν είναι σαν την αγάπη, που υπάρχει όπως η θερμότητα και το φως. Το Κακό είναι αποτέλεσμα απουσία στην καρδιά του ανθρώπου θεϊκής αγάπης. Είναι σαν το κρύο που έρχεται όταν απουσιάζει η θερμότητα, ή σαν το σκοτάδι που έρχεται όταν δεν υπάρχει φως.
Αυτός ο φοιτητής ήταν ο ’λμπερτ Αϊνστάιν.
Μια φορά όταν ο Νικίτα Χρουστσόφ (ως Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος του ΕΣΣΔ) μιλούσε από το βήμα για τα εγκλήματα του Στάλιν, κάποιος από την αίθουσα φώναξε:
Εσείς δουλεύατε με τον Στάλιν, γιατί δεν τον σταματήσατε;
Ο Χρουστσόφ με άγρια διάθεση φώναξε:
Ποιος το είπε;
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπηλής έντασης ο Χρουστσόφ με καλοκάγαθη φωνή είπε:
Τώρα ελπίζω πως καταλάβατε, γιατί δεν τον σταμάτησα.*
Στην Ιαπωνία του δέκατου τέταρτου αιώνα Ανώτατος Ιερέας μιας πόλης ήταν ο Ριογκάκου, ένας πολύ δύστροπος άνθρωπος. Δίπλα στην μονή του υπήρχε ένα μεγάλο δέντρο. Έτυχε να γίνει έτσι ώστε ο κόσμος ονόμασε αυτό το δέντρο Δέντρο Ανώτατος Ιερέας.
Όταν το άκουσε ο ιερέας εξοργίστηκε και διέταξε να κόψουν το δέντρο. Έμεινε μόνο το κούτσουρο και τότε ο λαός το ονόμασε Κούτσουρο Ανώτατος Ιερέας. Ο Ριογκάκου έγινε έξω φρενών και διέταξε να ξεριζώσουν το δέντρο και στην θέση του να κάνουν βόθρο. Και πολύ γρήγορα ο κόσμος ονόμασε αυτό το μέρος Βόθρος Ανώτατος Ιερέας.*
Κίνα, τρίτος αιώνας προ Χριστού. Πρώτος υπουργός του κράτους Λιου είναι ο Κουν Ίση που πάρα πολύ αγαπούσε να φάει ψάρι. Ο κόσμος το ήξερε και όταν κάποιος ερχόταν με τα προβλήματά του πάντα έφερνε και ψάρι για να του κάνει δώρο. Όμως ο Κουν δεν δεχόταν τα δώρα. Ο μικρότερος αδελφός του μια φορά με απορία ρώτησε:
Αφού εσύ αγαπάς το ψάρι, γιατί το αρνείσαι, όταν σου το κάνουν δώρο;
Ο Κουν απάντησε:
Ακριβώς γι αυτό το σκοπό, γιατί μου αρέσουν τα ψάρια, αρνούμαι να τα πάρω ως δώρο. Αφού, εάν θα δέχομαι το δώρο θα νιώθω τον εαυτό μου υπόχρεο και πολύ σύντομα θα είμαι αναγκασμένος να παραβιάσω τον νόμο. Κι αν θα παραβιάσω τον νόμο, τότε θα με απολύσουν από την θέση μου. Μένοντας χωρίς δουλειά δεν θα είμαι σε θέση να ταΐσω τον εαυτό μου και επιπλέον δε θα μπορέσω να εξασφαλίσω την αγαπημένη μου λιχουδιά, το ψάρι.
Και αντίθετα, αν δε θα δέχομαι το ψάρι από τους αιτούντες, θα παραμείνω στη θέση μου και θα μπορέσω ο ίδιος ν αγοράσω τόσα ψάρια όσα θέλω.
Χαν Φέϊ*
Μια φορά στα χρόνια του Μεσαίωνα ένας μισθοφόρος το όνομα του οποίου δεν κράτησε η ιστορία έσωσε με την ηρωική του πράξη την πόλη Σιένη από τους κατακτητές. Οι καλοί πολίτες της Σιένης πάρα πολύ ήθελαν να ευχαριστήσουν τον στρατιώτη. Θεωρούσαν πως ούτε τα πολλά λεφτά ούτε οι μεγάλες εκτιμήσεις μπορούν να εκπληρώσουν αυτό που έμεινα ελεύθεροι. Οι πολίτές ήθελαν να τον κάνουν κυβερνήτη της πόλης, όμως αποφάσισαν πως δεν είναι αρκετή εκτίμηση. Τελικά, ένας πολίτης πρότεινε:
Ελάτε να τον σκοτώσουμε και μετά να τον αγιοποιήσουμε.
Έτσι και έπραξαν.*
Όταν εφευρέθηκαν τα ψηλά τακούνια στη Γαλλία το 1590, φορέθηκαν από άντρες που ήθελαν να δηλώσουν την κυριαρχία τους επί άλλων αντρών.
Σύντομα, οι άντρες κατάλαβαν ότι πέφτοντας κάθε τρεις και λίγο, μόνο κυρίαρχοι δεν ήταν.
Έτσι, τα ψηλά τακουνιά τα έδωσαν στις γυναίκες και με
τον καιρό αυτά έγιναν σύμβολα σεξουαλικής υποταγής. Οι γυναίκες της ανώτερης τάξης τα φορούσαν για να δηλώσουν ότι ήταν πολύ πλούσιες και δεν χρειαζόταν να τρέχουν.
Στη Γαλλική Επανάσταση, οι γυναίκες σταμάτησαν να φοράνε ψηλά τακούνια, γιατί τα θεωρούσαν ενδυμασία της ελίτ. Οι μπαλαρίνες, σε μια αντεπαναστατική χειρονομία, άρχισαν να χορεύουν στις φτέρνες, σαν να φορούσαν δηλαδή ψηλά τακούνια.
Τον 18° αιώνα, οι άγγλοι δικαστές υπέβαλλαν στο τεστ του πνιγμού αυτές που κατηγορούνταν ως μάγισσες. Το σκεπτικό τους ήταν ότι αν μια γυναίκα ήταν μάγισσα, το νερό θα την απέρριπτε. Έτσι, το μόνο που χρειαζόταν να κάνει μια γυναίκα για να αποδείξει την αθωότητα της ήταν να πνιγεί. Χιλιάδες αθώες γυναίκες πέθαναν μ' αυτό τον τρόπο.
Μια ομάδα κατά των ναρκωτικών στη Νέα Υόρκη διένειμε δωρεάν μολύβια στους μαθητές των σχολείων. Τα μολύβια έγραφαν πάνω: "Δεν είναι μαγκιά να παίρνεις ναρκωτικά".
Στην αρχή, όλα ήταν καλά. Όταν οι μαθητές άρχισαν να χρησιμοποιούν τα μολύβια, αρχίσανε και τα προβλήματα. Όταν έξυνες το μολύβι ή αυτό με τον καιρό φθειρότανε, διάβαζες πάνω του: "μαγκιά να παίρνεις ναρκωτικά". Αργότερα, έγινε: "να παίρνεις ναρκωτικά".
Ο Γουίλιαμ Σίντις μιλούσε άπταιστα λατινικά και αρχαία ελληνικά σε ηλικία πέντε ετών. Σε ηλικία εννέα ετών, ανέπτυξε μια νέα μέθοδο για τον υπολογισμό των αλγορίθμων. Μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ σε ηλικία έντεκα ετών, απ' όπου αποφοίτησε στα δεκαέξι του.
0 Σίντις πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ως λαντζιέρης και γραφιάς. Όλη του τη ζωή μάζευε εισιτήρια συγκοινωνιών και κατάφερε να φτιάξει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές σε όλο τον κόσμο.
Στον γάμο της Πάτι Ρίγκαν, της κόρης του προέδρου, οι μυστικοί πράκτορες και οι αστυνομικοί (σύνολο 180) ήταν περισσότεροι από τους καλεσμένους (134).
Οι καλλιτέχνες συχνά υποστηρίζουν πως το έργο τους είναι αυτό που έχει σημασία και όχι οι ίδιοι. Δυστυχώς, το μεγαλοπρεπές αυτό ψέμα το πιστεύουν και οι κυβερνήσεις.
Ο μεγάλος γάλλος γλύπτης Αύγουστος Ροντέν, ήταν άφραγκος, πεινούσε και κρύωνε τον βαρύ χειμώνα του 1917. Ζήτησε από τη γαλλική κυβέρνηση να του επιτρέψει να ζήσει μέσα στο μουσείο που φιλοξενούσε τα έργα του.
Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι απέρριψαν την αίτηση του και ο Ροντέν, που ζούσε σε μια σοφίτα χωρίς θέρμανση, πέθανε από το κρύο. Πολλά από τα έργα του τα είχε ο ίδιος δωρίσει στην αγαπημένη του πατρίδα.
Το 1939 εμφανίστηκε το DDΤ και ο εφευρέτης του πήρε Βραβείο Νόμπελ για την ανάπτυξη ενός ζιζανιοκτόνου που θα απάλλασσε τους αγρούς από τα κουνούπια και τα άλλα επιβλαβή έντομα.
Η επιτροπή του Βραβείου Νόμπελ αποδείχτηκε εξίσου κοντόφθαλμη όσο και ο εφευρέτης. Κανείς δεν φρόντισε να μελετήσει τις μακροχρόνιες επιπτώσεις του DDΤ. Πιθανόν, να θεώρησαν ότι μια τέτοια έρευνα πρέπει να γίνει στην πράξη. Μετά από αλλεπάλληλες ασθένειες και θανάτους, το DDΤ αποδείχτηκε ότι ήταν μια λύση σαφώς χειρότερη από το πρόβλημα.
Ο Γουόρεν Όστιν, εκπρόσωπος των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη το 1948, παρουσίασε μια πρωτότυπη προσέγγιση στην επίλυση του μεσανατολικού προβλήματος. Η πρότασή του ήταν οι Εβραίοι και οι ’ραβες να λύσουν τις διαφορές τους "σαν καλοί χριστιανοί".
Επί αρκετούς μήνες, οι νοσοκόμες σε μια κλινική στη Νότια Αφρική προσπαθούσαν να λύσουν ένα αίνιγμα καθώς κάθε Παρασκευή πρωί, έβρισκαν νεκρό έναν ασθενή, πάντα στο ίδιο κρεβάτι.
Κατά τα φαινόμενα, οι θάνατοι αυτοί δεν είχαν λογική εξήγηση. Οι ενδελεχείς έρευνες για πιθανές μολύνσεις δεν βοήθησαν καθόλου.
Τελικά, οι υπεύθυνοι του νοσοκομείου ανακάλυψαν το εξής: κάθε Παρασκευή πρωί, έμπαινε στην πτέρυγα η καθαρίστρια, έβγαζε από την πρίζα το σύστημα που κρατούσε στη ζωή τον ασθενή και έβαζε τη ηλεκτρική σκούπα της για να καθαρίσει το δάπεδο.
Μην αφήσετε τους κανόνες να σας σταματήσουν
Κάθε φορά που εμείς νομίζουμε ότι υπάρχουν κανόνες για το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει κανείς, κάποιος έξυπνος επιτυγχάνει αγνοώντας τους παντελώς.
Ο Ιμπραήμ Πασάς, πριν γίνει ο μεγάλος στρατηγός του 18ου αιώνα, ήταν ένα αγόρι που παρατηρούσε τα τεκταινόμενα στην αυλή του βασιλιά της Αιγύπτου. Έβλεπε τον πατέρα του να δοκιμάζει τους στρατηγούς, για να δει ποιος είναι ο πιο έξυπνος, ο πιο ικανός να υπερασπιστεί τη χώρα.
Ο βασιλιάς έβαζε ένα μήλο στο κέντρο ενός τεράστιου χαλιού και έλεγε στους στρατηγούς να το πιάσουν χωρίς να πατήσουν στο χαλί.
Κανείς από τους στρατηγούς δεν βρήκε λύση στο πρόβλημα και ο μικρός Ιμπραήμ ζήτησε κι αυτός να δοκιμάσει. Πήγε στη μία άκρη του δωματίου, τύλιξε το χαλί μέχρι τη μέση και άπλωσε το χέρι του και πήρε το μήλο.
Ο Ίνγκιο, αυτοκράτορας της Ιαπωνίας τον 5° αιώνα, ήταν προβληματισμένος γιατί ήταν πολλές οι οικογένειες που είχαν κάνει ψευδή δήλωση για να τους δοθούν τίτλοι ευγενείας. Ο Ίνγκιο βρήκε λύση στο πρόβλημα: έβαλε τους θεούς να αποφασίσουν. Ανακοίνωσε ότι όλοι οι αιτούντες θα έπρεπε να βυθίσουν το χέρι τους σε βραστό νερό.
Οι θεοί θα προστάτευαν εκείνους μόνο που έλεγαν αλήθεια και δικαίως ζητούσαν να τους αποδοθούν τίτλοι ευγενείας. Μόνο αυτοί δεν θα καίγονταν.
Την ημέρα της δοκιμασίας, ελάχιστοι άντρες εμφανίστηκαν. Ο Ίνγκιο έδωσε τίτλους σε όλους όσους εμφανίστηκαν, χωρίς να υποχρεώσει κανέναν να Βαπτίσει το χέρι του στο βραστό νερό για να εξακριβωθεί η ειλικρίνεια των λεγομένων του.
Οι αβέβαιοι και οι άπιστοι βγήκαν μόνοι τους εκτός συναγωνισμού.
Να ξέρετε τι ακριβώς θέλετε.
Ο φυσιολάτρης Τζον Μιούιρ έλεγε κάποτε ότι ο ίδιος ήταν πιο πλούσιος από τον εκατομμυριούχο Ε. Χ. Χάριμαν. "Εγώ έχω όσα λεφτά θέλω ενώ αυτός όχι".
Προκαλέστε τον εαυτό σας όπως θα προκαλούσατε έναν αντίπαλο.
Βάλτε τον εαυτό σας σε σκληρή δοκιμασία για να υποχρεωθείτε να σκεφθείτε έναν τρόπο να τα βγάλετε πέρα
Ο συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Ρόμπερτ ’ρντρεϊ έγραφε τα εξής: "Είμαστε ζώα για κακοκαιρία, είμαστε παιδιά που επιβιώνουν στην καταστροφή. Η πιο σοφή πλευρά της εξέλιξης είναι ότι ο άνθρωπος επιτυγχάνει το καλύτερο αποτέλεσμα στις πιο δύσκολες συνθήκες".
Να έχετε εμπιστοσύνη στα γονίδια σας. Έχουμε τη δύναμη να σκεφτόμαστε καλύτερα απ' ό,
τι νομίζουμε.
Κλέψτε απ' τους καλύτερους
Δεν χρειάζεται πάντα να γεννάτε δημιουργικές ιδέες - αρκεί να ξέρετε τον τρόπο να τις κλέβετε από τους δημιουργικούς ανθρώπους. "Όπως ομολογούσε ο εμπνευσμένος συγγραφέας Ντέιλ Κάρνεγκι, "Οι ιδέες που υποστηρίζω δεν είναι δικές μου. Τις δανείστηκα από τον Σωκράτη. Τις βούτηξα από τον Τσέστερφιλντ. Τις έκλεψα από τον Χριστό. Και τις έβαλα όλες σ' ένα Βιβλίο".
Βοηθήστε τους εχθρούς σας να κάνουν κάτι πιο έξυπνο απ' ότι συνήθως
Η αστυνομία της Φλόριντα έστησε μια έξυπνη παγίδα. Έβαλαν μια ταμπέλα στον αυτοκινητόδρομο, σ' ένα σημείο όπου γινόταν συνήθως λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Η ταμπέλα έγραφε: "Εντός Ολίγου Έλεγχος για Ναρκωτικά".
Μετά, κρύφτηκαν κάπου κοντά στην ταμπέλα. Κάθε φορά που ένα αμάξι έκανε απότομη στροφή για να γυρίσει πίσω, το σταματούσαν και το έψαχναν για ναρκωτικά.
Κάποτε ο Νασραντίν ήθελε να μάθει κολύμπι. Πήγε σε ένα δάσκαλο και ο δάσκαλος είπε: "Έλα μαζί μου. Πηγαίνω στο ποτάμι. Δεν είναι δύσκολο, θα μάθεις. Είναι απλό, ακόμα και τα παιδιά μπορούν να μάθουν."
Όταν όμως ο Νασραντίν έφτασε στην όχθη, υπήρχε λάσπη εκεί, γλίστρησε, έπεσε και φοβήθηκε πολύ. Αμέσως απομακρύνθηκε τρέχοντας και κάθισε στο σημείο που αισθάνθηκε ασφαλής, κάτω από ένα δέντρο. Ο δάσκαλος τον ακολούθησε. Τον ρώτησε: "Γιατί το 'βαλες στα πόδια; Πού πας;"
Ο Νασραντίν είπε: "Πρώτα να με διδάξεις κολύμπι κι ύστερα θα πλησιάσω. Αυτό είναι επικίνδυνο! Αν κάτι πάει στραβά, ποιος θα είναι υπεύθυνος; Γι' αυτό, θα πλησιάσω το ποτάμι μόνο όταν θα έχω μάθει να κολυμπάω!"
Δύο πολιτικοί μιλούσαν για ένα φίλο τους. Είπε ο ένας: "Αυτός ο άνθρωπος είναι τόσο ανέντιμος, τόσο πονηρός, τόσο χυδαίος, που δεν έχω γνωρίσει ποτέ κανέναν σαν αυτόν. Και μου φαίνεται ότι δεν τον ξέρεις τόσο καλά, όσο τον ξέρω εγώ." Ο άλλος είπε: "Όχι, κάνεις λάθος. Τον ξέρω κι εγώ πολύ καλά."
Ο πρώτος είπε: "Πώς μπορείς εσύ να τον ξέρεις πολύ καλά; Εγώ είμαι ο καλύτερος του φίλος!"
Ο Γκουρτζίεφ συνήθιζε να ρωτάει κάθε αναζητητή, όποιον ερχόταν σ' εκείνον... Η πρώτη ερώτηση που συνήθιζε να κάνει ήταν αν αναζητάς γνώση ή ύπαρξη. "Θέλεις να μάθεις περισσότερα ή θέλεις να είσαι περισσότερο;" Αυτές είναι βασικά διαφορετικές διαστάσεις.
Και αν κάποιος έλεγε, "θέλω να γνωρίσω περισσότερο," ο Γκουρτζίεφ έλεγε: "Αυτή η πόρτα είναι κλειστή. Εγώ δεν βρίσκομαι εδώ για να σου προσφέρω γνώση. Πήγαινε... Υπάρχουν πολλά πανεπιστήμια και κολέγια, που προσφέρουν γνώση. Πήγαινε εκεί. Όταν χορτάσεις με τη γνώση, τότε έλα και χτύπα. Αν είμαι ζωντανός, αυτή η πόρτα θα ανοίξει, ωστόσο, αυτή η πόρτα είναι ανοιχτή μόνο για εκείνους που αναζητούν το είναι."
Ο Νασραντίν ερέθιζε συνεχώς τους φίλους του με την αιώνια αισιοδοξία του. Όσο άσχημη κι αν ήταν μια κατάσταση, εκείνος έλεγε πάντοτε: «Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι χειρότερο.» Για να τον θεραπεύσουν από αυτή του την ενοχλητική συνήθεια, οι φίλοι του αποφάσισαν να του στήσουν μια κατάσταση τόσο μαύρη, τόσο ζοφερή, που να μην μπορούσε ο Νασραντίν να βρει καμία ελπίδα σ' αυτήν.
Μια μέρα, ένας απ' αυτούς τον πλησίασε στο μπαρ και του είπε: «Νασραντίν, άκουσες τι συνέβη στο Γιώργο; Χθες βράδυ, πήγε στο σπίτι του, βρήκε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με έναν άλλο άντρα, τους σκότωσε και τους δύο κι ύστερα αυτοκτόνησε.»
«Τρομερό,» είπε ο Νασραντίν, «θα μπορούσε όμως να είχε συμβεί κάτι χειρότερο.»
«Τί στα κομμάτια θα μπορούσε να είχε συμβεί, που να ήταν χειρότερο απ' αυτό;»
«Αν είχε συμβεί προχθές, τώρα θα μπορούσα να είμαι εγώ ο σκοτωμένος.»
Δυο φίλες που έχουν να συναντηθούν καιρό, πίνουν καφέ σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο και τα λένε. Η μία μιλάει για τον πετυχημένο γάμο της:
«Ο σύζυγος μου, μου αγόρασε ένα καινούργιο σετ διαμάντια, όταν το παλιό μου λερώθηκε. Εγώ δεν μπαίνω ποτέ στον κόπο να τα καθαρίσω.»
«Φανταστικό!» Λέει η άλλη γυναίκα.
«Ναι», λέει η πρώτη, «εμείς αγοράζουμε καινούργιο αυτοκίνητο κάθε δύο μήνες και το παλιό μας το κάνουμε δώρο στον κηπουρό μας και στους υπηρέτες μας.»
«Φανταστικό!» Λέει η άλλη.
«Και το σπίτι μας,» επιμένει η πρώτη, «τέλος πάντως, τι να λέμε τώρα, είναι...»
«Φανταστικό!» Λέει η άλλη.
«Ναι και για πες μου, εσύ τί κάνεις αυτόν τον καιρό;»
«Πηγαίνω σε μια σχολή καλών τρόπων.» Λέει η άλλη.
«Σχολή καλών τρόπων; Τί είναι αυτό; Τί μαθαίνεις εκεί;»
«Α! Μαθαίνω να λέω 'φανταστικό,' αντί για 'μπούρδες!
Μια φορά ο Διογένης ο Κυνικός βρέθηκε σε μια συντροφιά όπου όλοι έπλητταν θανάσιμα από απαγγελία ενός ποιητή. Βλέποντας να προβάλλει το λευκό στο τέλος του ειληταρίου που κρατούσε ο ποιητής, ο Διογένης είπε:
Κουράγιο φίλοι, βλέπω στεριά.
Ο Ιάπωνας ήταν παλιός πελάτης σ' εκείνο το ελληνικό εστιατόριο, γιατί είχε ανακαλύψει πως έφτιαχναν πολύ νόστιμο βρασμένο ρύζι. Κάθε βράδυ πήγαινε εκεί και παράγγελνε "Βλασμένο λύζι."
Αυτό έκανε τον Έλληνα εστιάτορα να χτυπιέται από τα γέλια. Πότε-πότε έφερνε και δυο-τρεις φίλους του, που καθόταν εκεί, μόνο και μόνο για να ακούσουν τον Ιάπωνα να παραγγέλνει το "Βλασμένο λύζι" του.
Ο Ιάπωνας αισθάνθηκε τόσο πολύ θιγμένος, ώστε έκανε μαθήματα ορθοφωνίας, μόνο και μόνο για να μπορέσει να πει σωστά "Βρασμένο ρύζι."
Την επόμενη φορά που πήγε στο εστιατόριο, είπε πολύ σοβαρά: "Βρασμένο ρύζι, παρακαλώ."
Ο Έλληνας εστιάτορας δεν πίστευε στα αυτιά του: "Πώς είπατε, κύριε, μπορείτε να το επαναλάβετε;"
Και ο Ιάπωνας: "’κουσες πολύ καλά τι σου είπα, αχλείε Έλληνα εστιάτολα!"
Μαχαίρι
Ένας περιπλανώμενος δερβίσης ήρθε στον σουφί που διαλογιζόταν και φώναξε:
Γρήγορα, κάντε κάτι! Η μαϊμού άρπαξε το μαχαίρι και έφυγε!
Μην ανησυχείς, είπε ο σουφί, αφού δεν είναι άνθρωπος.
Όταν ο δερβίσης επέστρεψε στη μαϊμού είδε πως εκείνη άφησε το μαχαίρι κι έφυγε.
Ι. Σαχ*
Ο Δάσκαλος-σουφί για την μετάφραση
Για να μείνει το νόημα του πρωτότυπου αναλλοίωτο χρειάζεται ορισμένη ελευθερία στην μεταχείριση με το κείμενο και το γράμμα του. Το νόημά του πρέπει κάθε φορά να ανανεώνεται, πάντα σε μορφή που είναι κατανοητή και δεχτή στο συγκεκριμένο μέρος, στο συγκεκριμένο χρόνο και για συγκεκριμένους ανθρώπους.
Ι. Σαχ*
Η ιστορία του λαγηνιού
Ο άνθρωπος ήταν πολύ άρρωστος και κειτόταν στο κρεβάτι του. Ήταν μόνος και καιγόταν απ τη δίψα και δεν μπορούσε να σηκωθεί και να πιει νερό απ το λαγήνι που βρισκόταν σε απρόσιτη απόσταση.
Το λαγήνι έβλεπε τα βάσανα του αρρώστου και πάρα πολύ ήθελε να βοηθήσει. Έκανε μεγάλη προσπάθεια και στριφογυρίζοντας πλησίασε τον άρρωστο σε απόσταση του απλωμένου χεριού.
Όταν ο άνθρωπος είδε κοντά του το λαγήνι ένιωσε μεγάλη χαρά και θαυμασμό. Με δυσκολία άπλωσε το χέρι του, το έφερε στα χείλη του και ανακάλυψε πως είναι άδειο.
Ι. Σαχ*
Ένας άνθρωπος ήρθε στον Δάσκαλο Μπακί Μπιλάχ και του είπε:
Διάβασα το γνωστό ποίημα του Δασκάλου Χαφίζ και δεν μπορώ να καταλάβω αυτούς τους στίχους, κατά τη γνώμη μου είναι ιεροσυλία: «Εάν ο Δάσκαλος ζητάει να ρίχνεις κρασί πάνω στο μικρό χαλί για προσευχή, να υπακούς χωρίς να αμφιβάλλεις».
Ο Μπακί Μπιλάχ είπε:
Πήγε με το καλό, θα σου εξηγήσω αργότερα.
Πέρασε αρκετός χρόνος και ο άνθρωπος έλαβε μια επιστολή από τον Μπακί Μπιλάχ.
Εκεί έγραφε:
«Πάρε όλα τα λεφτά που έχεις και δώσ τα στον ιδιοκτήτη του οίκου ανοχής». Ο άνθρωπος σκέφτηκε πως ο Δάσκαλος είναι απατεώνας, ενώ αργότερα θυμήθηκε τα λόγια του Δασκάλου και αποφάσισε να κάνει αυτό που ζητούσε. Πήγε στο πιο κοντινό οίκο ανοχής και έδωσε τα λεφτά του στον ιδιοκτήτη.
Με αυτά τα λεφτά θα σου προσφέρω το μαργαριτάρι της συλλογής μου, γυναίκα που δεν άγγιξε κανένας, είπε ο ιδιοκτήτης.
Όταν ο άνθρωπος μπήκε στο δωμάτιο, είδε μια πολύ όμορφη γυναίκα. Εκείνη έπεσε στα πόδια του και ικετεύοντας είπε:
Με παρέσυραν σ αυτό το μέρος με ψέμα και κρατάνε εδώ με βία, παρά τη θέλησή μου. Εάν το αίσθημα δίκαιου σας είναι πιο δυνατό από την αιτία που σας έφερε εδώ, σας παρακαλώ να με βοηθήσετε να φύγω.
Και τότε ο άνθρωπος κατάλαβε το νόημα των στίχων του Χαφίζ: «Εάν ο Δάσκαλος ζητάει να ρίχνεις κρασί πάνω στο μικρό χαλί για προσευχή, να υπακούς χωρίς να αμφιβάλλεις».
Ι. Σαχ*
Τα δώρα
Τους επισκέπτες του Σχολείου «Τζαν-Φισαν-Χανά» μερικές φορές συναντούσε ένας άνθρωπος που τους χαιρετούσε με κολακευτικά λόγια. Μετά τους προσφέρανε χαλβά. Και στο τέλος, πριν συναντηθούν με τον Δάσκαλο στον καθένα έδιναν μία μικρή ράβδο χρυσού.
Όταν οι επισκέπτες έρχονταν μπροστά στον Δάσκαλο, εκείνος έλεγε:
Προσέξτε τι δώρα πήρατε. Στο σχολείο μας αυτά τα δώρα σημαίνουν: εάν θέλετε να βλάψετε κάποιον κάντε του δώρα: την κολακεία, φαγητό και λεφτά. Μπορείτε ακόμη και να καταστρέψετε με αυτόν τον τρόπο τον άνθρωπο, ενώ εκείνος θα σας ευχαριστήσει εγκάρδια για αυτό που του κάνετε.
Ι. Σαχ*
Επιτυχία
Ένας άνθρωπος ήρθε στον σουφί και του είπε:
Θέλω να μου μαθαίνεις πάντα να έχω επιτυχίες.
Ο σούφι είπε:
Θα σου μαθαίνω κάτι πολύ πιο σπουδαίο. Θα σου μαθαίνω να είσαι μεγαλόψυχος προς αυτούς που ποτέ δεν γνώρισαν επιτυχία. Αυτό θα στρώσει τον δρόμο προς τη δική σου επιτυχία.
Επίσης, θα σου μαθαίνω να είσαι μεγαλόψυχος προς αυτούς που είχαν επιτυχίες, αλλιώς θα γίνεις σκληρόκαρδος και δε θα είσαι σε θέση να ασχοληθείς με αυτό που σε φέρνει στην αληθινή επιτυχία.
Ι. Σαχ*
Μια φορά οι αυλικοί θαύμαζαν και υμνούσαν τον αυτοκράτορα Ιουλιανό για κάποια δίκαιη πράξη του.
«Θα ήμουν πολύ περήφανος με αυτά τα εγκώμια, είπε ο Ιουλιανός, αν προέρχονταν από τους ανθρώπους που θα είχαν την τόλμη να με αποδοκιμάσουν για τις αντίθετες πράξεις».
Ντε Μονταίν*
Ένας ιερέας συναντά ένα γεωργό στο χωράφι, και παρατηρεί:
Ωραίο χωράφι φτιάξατε, εσύ κι ο Παντοδύναμος.
Ναι, απαντά ο γεωργός, και πού να το 'βλεπες όταν το είχε μόνος Του.
Ο Χοτζά Νασρεντίν ποτέ δεν έδινε σημασία στην καθαριότητα της ενδυμασίας του. Μια φορά ένας περαστικός που είδε ότι το πουκάμισό του είναι πολύ βρώμικο του είπε:
’κου, μουλά, καλό θα ήταν αν θα έπλυνες το πουκάμισό σου.
Όμως σε λίγο θα γίνει ξανά βρώμικη, έτσι δεν είναι; είπε με χαμόγελο ο Νασρεντίν.
Θα την πλένεις ξανά!
Ενώ και αυτή θα ξαναβρωμίζει.
Και ξανά θα την πλένεις.
Προς Θεού! Ήρθαμε σ αυτόν τον κόσμο να πλένουμε τα πουκάμισα;
Κάποτε στην Κίνα γινόταν ένας μεγάλος διαγωνισμός: Ποιος μπορεί να πει το πιο παράλογο και απίστευτο πράγμα. Ήταν μεγάλος διαγωνισμός. Είχαν μαζευτεί ψεύτες, απατεώνες, ποιητές, φλύαροι και δημοσιογράφοι.
Ο άνθρωπος που κέρδισε το βραβείο, είπε κάτι πολύ απλό. Είπε: «Κάποτε πήγα στο πάρκο και είδα δυο γυναίκες να κάθονται σιωπηλά σ' ένα παγκάκι για πέντε λεπτά.»
Ο κριτής είπε: «Αυτό είναι το πιο απίστευτο πράγμα.»
Κι ο άνθρωπος πήρε το πρώτο βραβείο!
Στη Μαχαμπαράτα, στο μεγαλύτερο έπος του κόσμου, υπάρχει μια πολύ όμορφη ιστορία. Οι πέντε Πανταβας, τα πέντε αδέλφια, γύρω από τα οποία κινείται ολόκληρο το έπος, έχουν εκδιωχθεί από το βασίλειο και ζουν σαν φυγάδες μέσα στο δάσος.
Μια μέρα, διψούσαν πολύ και ο νεότερος αδελφός πηγαίνει να βρει νερό. Φτάνει σε μια όμορφη λίμνη, τη στιγμή όμως που πάει να γεμίσει το δοχείο του με νερό, ακούει μια φωνή, μια αόρατη φωνή, να λέει: «Περίμενε! Αν δεν απαντήσεις στις ερωτήσεις μου, δεν μπορείς να πάρεις νερό απ' αυτή τη λίμνη. Πρέπει να απαντήσεις σε τρεις ερωτήσεις μου. Αν μπορέσεις να απαντήσεις, θα πάρεις νερό. Αν δεν μπορέσεις να απαντήσεις, τότε θα πέσεις νεκρός αυτή τη στιγμή. Η πρώτη ερώτηση είναι: Ποιο είναι το σημαντικότερο πράγμα σχετικά με τον άνθρωπο; Ποιο είναι το πιο σημαντικό;» Ο νεαρός Παντάβα δεν μπόρεσε να απαντήσει κι έπεσε νεκρός.
Ύστερα ακολούθησαν τα άλλα τρία αδέλφια και συνέβη το ίδιο. Έπειτα πήγε στη λίμνη ο μεγάλος αδελφός, για να δει τι συνέβη στα αδέλφια του και να βρει νερό.
Τα τέσσερα αδέλφια του κείτονταν στην άκρη της λίμνης και τη
στιγμή που έφτασε στο νερό, άκουσε την ίδια φωνή: «Απάντησε σ'αυτές τις ερωτήσεις, αλλιώς θα πεθάνεις κι εσύ. Και αν μπορέσεις να
απαντήσεις, όχι απλώς θα ζήσεις, αλλά θα μπορέσεις να πιεις νερό
από τη λίμνη και το ίδιο νερό θα ζωντανέψει τα αδέλφια σου. Πρώτα
όμως απάντησε στις ερωτήσεις μου. Και η πρώτη ερώτηση είναι: Ποιο
είναι το πιο σημαντικό θέμα σχετικά με τον άνθρωπο;»
Και ο μεγαλύτερος Παντάβα είπε: «Το ση μαντικότερο θέμα σχετικά με τον άνθρωπο είναι ότι ο άνθρωπος δεν μαθαίνει ποτέ.» Του επέτρεψε να πιει νερό και του επέτρεψε να ξαναζωντανέψει τα αδέλφια του.
Στην πραγματικότητα, αυτό είναι από τα σημαντικότερα θέματα σχετικά με τον άνθρωπο ότι ο άνθρωπος δεν μαθαίνει ποτέ. Μπορεί να γίνεις μεγάλος γνώστης, δεν μαθαίνεις όμως ποτέ. Η γνώση και η μάθηση είναι διαφορετικά. Η γνώση είναι δανεισμένη, είναι παπαγαλία, γεμίζει τη μνήμη σου. Ο εγκέφαλος σου γίνεται κομπιούτερ.
Η μάθηση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Μάθηση σημαίνει να μαθαίνεις μέσα από την εμπειρία, να μην ξανακάνεις ποτέ το ίδιο λάθος, να γίνεσαι όλο και πιο συνειδητός, όλο και πιο ξύπνιος, με όλο και μεγαλύτερη επίγνωση.
Ο Νασραντίν ερωτεύτηκε μια γυναίκα. Ξέρει ότι συνέχεια πρέπει να έχει εγρήγορση. Και όταν είπε στη γυναίκα: «Είσαι η πιο όμορφη, η πιο υπέροχη γυναίκα στον κόσμο», ξαφνικά, θυμήθηκε ότι πρέπει να είναι επιφυλακτικός, οπότε είπε: «Μια στιγμή! Συγγνώμη, αυτό το έχω πει σε πολλές γυναίκες και δεν είμαι σίγουρος ότι δεν θα το ξαναπώ σε άλλες, μετά από σένα.»
Ο Νασραντίν ονειρευόταν μια νύχτα πως βρισκόταν στον παράδεισο. Όλα ήταν τόσο όμορφα! Μια σιωπηλή κοιλάδα, ο ήλιος ανέτειλε, τα πουλιά τραγουδούσαν κι εκείνος, μόνος του κάτω από ένα δέντρο.
Σύντομα όμως άρχισε να πεινάει και δεν υπήρχε κανένας, δεν φαινόταν κανένας τριγύρω. Εκείνος όμως είπε: «Ε! Είναι κανείς εδώ;»
Και εμφανίστηκε έναν πολύ όμορφος άντρας και είπε: «Είμαι στην υπηρεσία σας, κύριε. Οτιδήποτε μου πείτε, θα το κάνω.» Έτσι, ο Νασραντίν του ζήτησε φαγητό. Και οτιδήποτε του ζητούσε, εκείνος αμέσως του το πρόσφερε. Δεν χανόταν ούτε μια στιγμή. Έφαγε, καλά, κοιμήθηκε καλά κι αυτό συνεχιζόταν, με οτιδήποτε χρειαζόταν. Οτιδήποτε χρειαζόταν! Χρειαζόταν ένα κρεβάτι για τη νύχτα και το κρεβάτι βρισκόταν εκεί.
Κι αυτό συνεχίστηκε για μερικές μέρες. Για πόσο όμως; ’ρχισε να μπουχτίζει, να βαριέται. Τα πάντα παραήταν καλά. Δεν μπορούσε να το αντέξει. ’ρχισε να ψάχνει να βρει κάποια δυστυχία, επειδή τα πάντα ήταν πάρα πολύ όμορφα. ’ρχισε να ψάχνει να βρει κάποια ένταση, επειδή ποτέ δεν είχε ζήσει χωρίς ένταση κάποια αγωνία, κάτι για να στενοχωρηθεί και να νιώσει λύπη. Και το κάθε τι ήταν τόσο ευδαιμονικό, αβάσταχτα ευδαιμονικό.
Έτσι, κάλεσε τον άνθρωπο και του είπε: «Αυτό πάει πολύ! Θα ήθελα να κάνω κάποια δουλειά, έχω μπουχτίσει να κάθομαι με σταυρωμένα χέρια.»
Ο άνθρωπος είπε: «Μπορώ να κάνω τα πάντα για σένα, αυτό όμως δεν είναι εφικτό. Δεν μπορώ να σου δώσω δουλειά. Εδώ δεν είναι εφικτό. Οτιδήποτε άλλο θελήσεις, είμαι έτοιμος να σου το δώσω. Και τί
ανάγκη έχεις να ψάχνεις για δουλειά, όταν το κάθε τι σου προσφέρεται αμέσως; Δεν χρειάζεται να δουλεύεις!»
Ο Νασραντίν είπε: «Έχω μπουχτίσει! Αν δεν μπορεί να μου δοθεί δουλειά, τότε είναι καλύτερα να πάω στην κόλαση.»
Ο άνθρωπος άρχισε να γελάει και είπε: «Και πού νομίζεις πως βρίσκεσαι;»
Με το γέλιο, ο Νασραντίν ξύπνησε. Το όνειρό του κομματιάστηκε.
Κάπου στην Κίνα γινόταν μια μεγάλη γιορτή κι είχαν μαζευτεί πολλοί άνθρωποι. Υπήρχε ένα ανοιχτό πηγάδι, χωρίς κανένα τοίχο γύρω του κι ένας άνθρωπος έπεσε μέσα.
Φώναζε δυνατά, όμως η γιορτή ήταν πολύ μεγάλη και το πλήθος ήταν πολύ μεγάλο κι έκανε τόσο θόρυβο, που δεν μπορούσε κανένας να τον ακούσει. Τότε, ήρθε στο πηγάδι ένας βουδιστής μοναχός. Ο άνθρωπος έκλαιγε και φώναζε κι έλεγε: «Σώσε με!»
Ο βουδιστής μοναχός, είπε: «Κανένας δεν μπορεί να σώσει κανέναν. Αυτό έχει πει ο Βούδας. Να είσαι φως για τον εαυτό σου. Κανένας δεν μπορεί να σώσει κανέναν. Αυτό είναι αδύνατον. Μην περιμένεις κάτι τέτοιο. Και επιπλέον, ο Βούδας έχει πει επίσης ότι κάθε ένας πρέπει να υποφέρει τα δικά του κάρμα. Πρέπει να έχεις κάνει κάποιες αμαρτίες στο παρελθόν και πρέπει να υποφέρεις. Να
υποφέρεις λοιπόν σιωπηλά. Μην κλαις και μην κάνεις τόση φασαρία, επειδή με το να κλαις και να
φωνάζεις, δημιουργείς κάρμα.»
Ο άνθρωπος είπε: «Σώσε με πρώτα κι ύστερα θα ακούσω το κήρυγμά
σου. Αυτή τη στιγμή, μου είναι αδύνατο να σε ακούσω.»
Ο βουδιστής μοναχός όμως συνέχισε το δρόμο του, επειδή ο Βούδας έχει πει: «Μην παρεμβαίνεις στο κάρμα κανενός.»
Ύστερα ήρθε στο πηγάδι ένας κομφουκιανός, ένας άλλος μοναχός. Ο άνθρωπος φώναζε: «Σώσε με! Πεθαίνω και δεν φαίνεται να ακούει κανένας.»
Ο κομφουκιανός είπε: «Πόσο δίκιο έχει ο Κομφούκιος! Ο Κομφούκιος έχει πει ότι κάθε πηγάδι πρέπει να έχει ένα τοίχο γύρω του. Μην ανησυχείς! Θα πιέσουμε την κυβέρνηση να χτίσει τοίχους γύρω από όλα τα πηγάδια της χώρας. Μην ανησυχείς!»
Ο άνθρωπος είπε: «Μέχρι τότε, εγώ θα έχω πεθάνει. Και πώς θα με βοηθήσει εμένα αυτό; Εγώ ήδη βρίσκομαι μέσα στο πηγάδι.»
Ο κομφουκιανός είπε: «Δεν είναι εκεί το ζήτημα. Το ζήτημα δεν είναι το άτομο. Τα άτομα έρχονται και φεύγουν. Το ζήτημα είναι η κοινωνία. Μπορείς όμως να πεθάνεις με τη βαθιά παρηγοριά ότι δεν πρόκειται να ξανασυμβεί σε κανέναν άλλον.»
Ύστερα ήρθε ένας χριστιανός ιεραπόστολος. Κοίταξε στο πηγάδι. Πριν ο άνθρωπος πει κουβέντα, ο ιεραπόστολος άνοιξε την τσάντα του κι έβγαλε ένα σχοινί. Ο χριστιανός ιεραπόστολος είναι πάντα έτοιμος να προσφέρει, πριν ακόμα του ζητηθεί. Ο ιεραπόστολος πέταξε το σχοινί και φώναξε: «Κρατήσου και θα σε τραβήξω.»
Ο άνθρωπος ήταν πολύ ευγνώμων. Όταν βγήκε έξω από το πηγάδι, έπεσε στα πόδια του ιεραπόστολου και είπε: «Εσύ είσαι ο μόνος θρησκευτικός άνθρωπος!»
Ο χριστιανός ιεραπόστολος είπε: «Μην πλανιέσαι. Ο Ιησούς είπε ότι αν δεν υπηρετήσεις μέχρι τον τελευταίο, τον έσχατο, δεν θα φτάσεις στο βασίλειο του Θεού. Μέσα από την προσφορά φτάνει κανείς στον παράδεισο. Να θυμάσαι λοιπόν, να πέφτεις ξανά και ξανά μέσα στο πηγάδι, επειδή εγώ δεν είμαι ο μοναδικός ιεραπόστολος. Και θα διδάξω και τα παιδιά σου να πέφτουν μέσα στο πηγάδι, για να μπορούμε να ερχόμαστε και να τα σώζουμε, επειδή πώς θα μπούμε εμείς στον παράδεισο, αν εσύ δεν πέφτεις;
Υπάρχει μια όμορφη ιστορία, που θα ήθελα να σου πω. Συνέβη στη ζωή ενός σπουδαίου Ινδού μουσικού, του Τάνσεν. Ήταν στην αυλή του μεγάλου βασιλιά Ακμπάρ. Κάποτε ο Ακμπάρ τον ρώτησε: «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι μπορεί να σε ξεπεράσει κανένας. Μοιάζει ανέφικτο. Έχεις πάντα την τελευταία λέξη. Όποτε όμως το σκέφτομαι αυτό, μπαίνει στο νου μου η σκέψη ότι πρέπει να έχεις μαθητεύσει σε ένα δάσκαλο από τον οποίο έμαθες και ποιος ξέρει, μπορεί εκείνος να σε ξεπερνάει. Ποιος είναι ο δάσκαλος σου; Είναι ακόμη ζωντανός; Αν είναι ζωντανός, προσκάλεσε τον στην αυλή.»
Ο Τάνσεν είπε: «Είναι ζωντανός, μα δεν μπορώ να τον προσκαλέσω στην αυλή, επειδή είναι άγριο ζώο. Δεν είναι άνθρωπος της κοινωνίας, είναι σαν τους ανέμους, σαν τα σύννεφα. Δεν έχει ρίζες μέσα στην κοινωνία. Είναι ένας περιπλανώμενος άστεγος. Και επιπλέον, δεν μπορείς να του ζητήσεις να τραγουδήσει ή να παίξει. Αυτό δεν είναι εφικτό. Τραγουδάει όποτε το νιώθει, χορεύει όποτε το νιώθει. Θα πρέπει να πας εσύ σ' εκείνον και να περιμένεις υπομονετικά.»
Ο Ακμπάρ γοητεύτηκε. «Αξίζει τον κόπο! Όπου κι αν βρίσκεται,» είπε ο Ακμπάρ, «θα πάω.»
Ήταν ένας περιπλανώμενος φακίρης. Το όνομα του ήταν Χάριντας. Έτσι, ο Τάνσεν έστειλε ανθρώπους να ψάξουν να μάθουν πού βρισκόταν. Τον βρήκαν σε μια καλύβα, κοντά στον ποταμό Τζαμούνα. Ο Ακμπάρ και ο Τάνσεν πήγαν να τον ακούσουν. Οι χωρικοί είπαν: «Μερικές φορές, γύρω στις τρεις τη νύχτα, τραγουδάει και χορεύει, όλη μέρα όμως κάθεται σιωπηλός.»
Έτσι, μέσα στη νύχτα, ο Ακμπάρ και ο Τάνσεν, κρυμμένοι σαν τους κλέφτες, περίμεναν πίσω από ένα κοτέτσι, επειδή αν τους έβλεπε, μπορεί και να μην τραγουδούσε. Ο Χάριντας όμως άρχισε να τραγουδάει κι ύστερα άρχισε να χορεύει. Ο Ακμπάρ ήταν σαν υπνωτισμένος. Δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε λέξη, επειδή δεν είχε λόγια για να εκφράσει το θαυμασμό. Έκλαιγε συνεχώς. Κι όταν το τραγούδι σταμάτησε και πήραν το δρόμο του γυρισμού, έμεινε σιωπηλός. Από τα μάτια του κυλούσαν δάκρια.
Όταν ήρθε στο παλάτι, είπε στον Τάνσεν: «Νόμιζα ότι κανένας δεν μπορούσε να σε ξεπεράσει, νόμιζα πως είσαι μοναδικός, τώρα όμως.., Τώρα όμως πρέπει να πω πως δεν είσαι τίποτα, συγκρινόμενος με το δάσκαλο σου. Γιατί τόση διαφορά;»
Ο Τάνσεν είπε: «Η διαφορά είναι απλή. Εγώ τραγουδάω, παίζω για να κερδίσω κάτι άλλο χρήματα, κύρος, σεβασμό. Η μουσική μου εξακολουθεί να είναι ένα μέσο για έναν άλλο σκοπό. Κι ο δάσκαλός μου τραγουδάει επειδή έχει ήδη κάτι. Αυτή είναι η διαφορά. Εκείνος τραγουδάει μόνο όταν έχει κάτι μέσα του. Τότε ρέει το τραγούδι, τότε χορεύει. Όταν είναι γεμάτος με το θεϊκό και δεν μπορεί να το χωρέσει, τότε μόνο τραγουδάει. Το τραγούδι του είναι από μόνο του ένας σκοπός. Το γλεντάει!»
Συνέβη να μιλάει ο Βούδας σε ένα χωριό. Είχαν μαζευτεί πολλοί άνθρωποι ελάχιστοι αναζητητές, πολύ
περισσότεροι περίεργοι. Είχε έρθει ένας Bούδας. Είχαν μαζευτεί να τον δουν και να τον ακούσουν
από περιέργεια. Ο Βούδας είπε κάτι κι εκείνοι χειροκρότησαν και ο
Βούδας στενοχωρήθηκε πολύ και σταμάτησε. Ο Ανάντα, ο μαθητής του
Βούδα, τον ρώτησε: «Γιατί σταμάτησες; Και γιατί στενοχωρήθηκες;»
Ο Βούδας είπε: «Πρέπει να είπα κάτι λάθος, αλλιώς πώς μπόρεσαν αυτοί
οι άνθρωποι να χειροκροτήσουν; Πρέπει να είπα κάτι λάθος, επειδή
αυτοί οι λάθος άνθρωποι δεν μπορούν να αναγνωρίσουν την αλήθεια.
Το χειροκρότημά τους δείχνει ότι με έχουν καταλάβει. Πρέπει να
ήμουν λάθος, αλλιώς πώς μπόρεσαν να καταλάβουν;
Τα βρήκανε
Σε καιρούς όταν τσάρος της Ρωσίας ήταν ο Αλέξανδρος Γ΄ σε μια ταβέρνα ένας φαντάρος που τον έλεγαν Ορέσκιν ήπιε πολύ βότκα και άρχισε να καβγαδίζει και να υβρίζει τους θαμώνες. Προσπάθησαν να τον συνετίσουν δείχνοντας το πορτρέτο του τσάρου που κρεμόταν στον τοίχο της ταβέρνας, αλλά το στρατιωτάκι βγήκε από τα όριά του και φώναξε: «Εγώ όμως φτύνω τον τσάρο σας και δεν τον φοβάμαι». Τον Ορέσκιν είχαν συλλάβει και τον παρέπεμψαν στη δίκη για προσβολή του αυτοκράτορα. Ο φάκελος της υπόθεσης έφτασε στον ίδιο τον τσάρο τον Αλέξανδρο Γ΄ ο οποίος αμέσως κατάλαβε πως η ιστορία είναι τιποτένια και έγραψε πάνω σε φάκελο: «Η υπόθεση να κλείσει, από σήμερα να αποσυρθούν τα πορτρέτα μου από τις ταβέρνες, ο Ορέσκιν να απελευθερωθεί και να του μεταβιβάσετε πως και εγώ τον φτύνω».
’κουσα ότι κάποτε στην Κίνα γινόταν ένας μεγάλος διαγωνισμός: Ποιος μπορεί να πει το πιο παράλογο και απίστευτο πράγμα. Ήταν μεγάλος διαγωνισμός. Είχαν μαζευτεί ψεύτες, απατεώνες, ποιητές, φλύαροι και δημοσιογράφοι.
Ο άνθρωπος που κέρδισε το βραβείο, είπε κάτι πολύ απλό. Είπε: «Κάποτε πήγα στο πάρκο και είδα δυο γυναίκες να κάθονται σιωπηλά σ' ένα παγκάκι για πέντε λεπτά.»
Ο κριτής είπε: «Αυτό είναι το πιο απίστευτο πράγμα.»
Κι ο άνθρωπος πήρε το πρώτο βραβείο!
Η γυναίκα του Νασραντίν έλεγε πολύ άσχημα λόγια για εκείνον. Ήταν πολύ θυμωμένη, απότομη, επιθετική, βίαιη, έτοιμη να εκραγεί. Και ο Νασραντίν απλώς καθόταν σιωπηλά κι άκουγε. Τότε, ξαφνικά, εκείνη γύρισε προς το μέρος του και του είπε: "Πάλι διαφωνείς μαζί μου!" Ο Νασραντίν είπε: "Μα, δεν είπα ούτε μια λέξη." Η σύζυγος είπε: "Το ξέρω, αλλά ακούς με μεγάλη επιθετικότητα!"
Την πρώτη φορά που παίχτηκε η όπερα Κάρμεν του Μπιζέ, οι κριτικοί την έθαψαν, χαρακτηρίζοντας την άσεμνη. Το κοινό την περιφρόνησε. Ο ταπεινωμένος συνθέτης πέθανε ύστερα από τρεις μήνες.
Σήμερα η Κάρμεν θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες και δημοφιλέστερες όπερες στον κόσμο.
Μπ. Φένστερ
Ο συγγραφέας Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, που ήταν υπερβολικά αδύνατος, συνάντησε τον επίσης συγγραφέα Γκ. Κ. Τσέστερτον, ο οποίος ήταν υπερβολικά παχύσαρκος.
«Όταν σε βλέπει κανείς, θα νομίζει ότι έπεσε λιμός στην Αγγλία» αναφώνησε ο Τσέστερτον.
«Κι όταν βλέπει εσένα, θα νομίζει ότι εσύ τον προκάλεσες» απάντησε ο Σω.
Μπ. Φένστερ
Ας σηκωθεί παρακαλώ ο μεγαλύτερος βλάκας... Η εταιρεία ΑΤ&Τ απέλυσε τον πρόεδρο της Τζον Γουόλτερ μετά από εννέα μήνες διοίκησης, λόγω έλλειψης ευφυούς διαχείρισης. Ο Γουόλτερ πήρε 26 εκατομμύρια δολάρια σαν αποζημίωση. Αν αυτό δεν είναι ευφυής διαχείριση, τότε τι είναι;
Μπ. Φένστερ
Όταν ο επιχειρηματίας του θεάματος Φ.Τ. Μπάρναμ εγκαινίασε το μουσείο εκκεντρικότητας, είχε κάνει τόσο καλή δουλειά, που ο κόσμος δεν έλεγε να φύγει. Κάθονταν στο μουσείο με τις ώρες, χαζεύοντας τα παράξενα εκθέματα, έτσι ώστε δεν μπορούσαν να εισέλθουν στο χώρο άλλοι πελάτες.
Ο Μπάρναμ έτρεξε τελικά στην κεντρική αίθουσα και άνοιξε τη θύρα της εξόδου, φωνάζοντας: «Από 'δω παιδιά. Δείτε τη μεγαλύτερη έξοδο στον κόσμο». Όταν έτρεξε το πλήθος, νομίζοντας ότι θα δει κάποιο άλλο αξιοπερίεργο έκθεμα, ο Μπάρναμ έκλεισε την πόρτα και πήγε μπροστά να κόψει άλλα εισιτήρια.
Μπ. Φένστερ
Η πρώτη διαφήμιση στον κόσμο εμφανίστηκε στην Αίγυπτο πριν από 3 χιλιάδες χρόνια. Ήταν μια ανακοίνωση σε έναν τοίχο που πρόσφερε αμοιβή για την εύρεση ενός σκλάβου που είχε δραπετεύσει. Από τότε, η διαφήμιση προσπαθεί να σκλαβώσει ψυχολογικά τους ανθρώπους.
Μπ. Φένστερ
Ένας ύποπτος ληστείας σε μια αναγνώριση υπόπτων στο Λος ’ντζελες παρεξηγήθηκε όταν οι αστυνομικοί ζήτησαν από τους άλλους ύποπτους να επαναλάβουν τη φράση: «Δώστε μου τα λεφτά σας, αλλιώς θα σας σκοτώσω».
«Δεν τα είπα εγώ έτσι» τους διόρθωσε ο ληστής.
Εντάξει παιδιά, οι υπόλοιποι μπορείτε να πηγαίνετε.
Μπ. Φένστερ
Ένας ληστής που συνήθως βουτούσε πράγματα από καταστήματα, αποφάσισε να δει τι θα μπορούσε να σουφρώσει από τη βιτρίνα ενός κοσμηματοπωλείου. Πρώτα όμως έπρεπε να σπάσει το τζάμι.
Κανένα πρόβλημα. Σήκωσε το καπάκι ενός φρεατίου από το δρόμο και το πέταξε στη βιτρίνα. ’ρπαξε τα κοσμήματα και τράπηκε σε φυγή. Μπορεί και να τη γλίτωνε, αν δεν έπεφτε μέσα στο ανοιχτό φρεάτιο.
Μπ. Φένστερ
Αναρωτιέστε γιατί οι φυλακές είναι γεμάτες κόσμο; Επειδή άτομα σαν αυτό επιμένουν να τις γεμίζουν.
Το 2002, μια γυναίκα έκλεψε κάποια πράγματα από ένα μαγαζί. Καθώς την κυνηγούσαν οι καταστηματάρχες, της έπεσε η τσάντα της. Αργότερα, τηλεφώνησε στην αστυνομία και ρώτησε αν είχε βρει κανείς την τσάντα.
«Είστε τυχερή, κυρία μου. Κάποιος μας την παρέδωσε» της είπε ένας αστυνομικός. Μόλις εμφανίστηκε στο τμήμα για να την πάρει, την πιάσανε.
Μπ. Φένστερ
Να ένας νέος τρόπος για να δει κανείς την αμνησία που προκαλεί η ανοησία της τηλεόρασης: ο τσελίστας Γκρεγκόρ Πιατιγκόρσκι αρχικά συμφώνησε να κάνει την πρώτη του εμφάνιση στην τηλεόραση, όταν ένας φίλος τού εξήγησε ότι «θα χρειαζόταν να δίνει κονσέρτα για πάνω από εκατό χρόνια για να τον ακούσουν τόσοι πολλοί άνθρωποι». Μετά καλοσκέφτηκε
«Δεν μου είπε όμως πόσα δευτερόλεπτα θα τους έπαιρνε για να ξεχάσουν το κονσέρτο» δήλωσε ο τσελίστας και δεν πήγε στο κονσέρτο.
Μπ. Φένστερ
Σκέφτεστε να θέσετε υποψηφιότητα για κάποιο αξίωμα;
Να η στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσετε, σύμφωνα με τον πολιτικό εμπειρογνώμονα Φρανκ Ντέιν: «Πάρτε όλους τους βλάκες με το μέρος σας και θα εκλεγείτε σε οποιαδήποτε θέση».
Μπ. Φένστερ
Ορισμένα πράγματα μπορεί να μοιάζουν βλακώδη, αλλά στην ουσία δεν είναι. Για παράδειγμα, αν τύχαινε να βρεθείτε στο Λονδίνο το 1898, μπορεί να πετυχαίνατε τον Σέσιλ Μπουθ να ρουφάει με το στόμα του τη σκόνη από τις καρέκλες των εστιατορίων.
Ο Μπουθ δεν ήταν τρελός. Ήταν ένας εφευρέτης που πειραματιζόταν με την αναρρόφηση. Μετά από τα αρχικά πειράματα με το στόμα, ο Μπουθ εφηύρε την ηλεκτρική σκούπα που ρουφάει τη σκόνη.
Μπ. Φένστερ
Όταν κοιτάς την τεράστια γκάμα των φονικών όπλων που έχει ο στρατός μας, αναρωτιέσαι για ποιο λόγο κάθονται και εφευρίσκουν κι άλλα φονικά μηχανήματα.
Ένας από τους μεγαλύτερους μηχανικούς όπλων στην Ευρώπη συμφώνησε με την παραπάνω άποψη. Δήλωσε: «Θα αγνοήσω όλες τις ιδέες για νέα όπλα και πολεμικές μηχανές. Έχουν φτάσει πια στα όρια τους και δεν βλέπω περιθώρια για περαιτέρω βελτίωση».
Ποια ήταν αυτή η στρατιωτική ιδιοφυΐα που έβλεπε τόσο μακριά; Ο Ιούλιος Φροντίνιος, ένας σχεδιαστής όπλων που βοήθησε τη Ρώμη να γίνει κυρίαρχη του κόσμου τον πρώτο μετά Χριστό αιώνα.
Μπ. Φένστερ
Ένας νεαρός απευθυνόμενος σ έναν μοναχικό γέρο τον ρώτησε:
Ποιο είναι το πιο βαρύ πράγμα στη ζωή;
Ο γέρος απάντησε λυπημένα:
Να μην έχεις τίποτα να κουβαλήσεις.
Πολύ σημαντικό
Πρώτον, είναι σημαντικό να έχεις έναν άντρα που βοηθάει στις δουλείες του σπιτιού,
που μαγειρεύει και ετοιμάζει το δείπνο κάπου κάπου.
Δεύτερον, είναι σημαντικό να έχεις έναν άντρα να σε κάνει να γελάς.
Τρίτον, είναι σημαντικό να έχεις έναν άντρα που εμπιστεύεσαι και δε σου λέει ψέματα.
Τέταρτο, είναι σημαντικό να έχεις έναν άντρα που είναι καλός στο κρεβάτι και του αρέσεις πολύ.
Είναι, όμως πάρα πολύ σημαντικό αυτοί οι 4 άντρες να μη γνωρίζουν
ο ένας τον άλλον.
Ένας έμπορας όταν ο πελάτης του δεν είχε να πληρώσει, έδινε δανεικά και έλεγε:
Κοίτα, γράφω το όνομά σου στο τεφτέρι μου. Την άλλη φορά θα επιστρέψεις το χρέος σου.
Όταν όμως ο οφειλέτης δε μπορούσε να πληρώσει ο έμπορας έλεγε:
Καλώς, αφού δεν έχεις να πληρώσεις τώρα, εγώ βάζω σταυρό δίπλα στο όνομά σου και την άλλη φορά θα εισπράξω το χρέος σου.
Το ίδιο επαναλαμβανόταν και την επόμενη φορά και ο έμπορας έβαζε άλλο ένα σταυρό.
Την τρίτη φορά, όταν ο οφειλέτης δεν είχε να πληρώσει ο έμπορας έλεγε:
Δεν πειράζει, σε συγχωρώ το χρέος σου. Κοίτα, εγώ διαγράφω το όνομά σου και τους σταυρούς. Το χρέος σου, ας το εισπράξει ο Θεός.*
Μια φορά ένας Aθηναίος κατηγόρησε τον Πλάτωνα πως είναι φτωχός. Ο Πλάτωνας έφερε αντίρρηση:
Σοβαρά το λες; Δηλαδή πρέπει να προσπαθήσω να αποκτήσω αυτό που η απληστία και η φιλαργυρία επιμελώς φυλάγουν, ενώ η γενναιοδωρία και η σπατάλη τελικά εξαφανίζουν;*
Το ποτήρι της υπομονής
Μια φορά ο Γιανγκ-Λι ρώτησε τον Δάσκαλο Χινγκ-Σι για την φύση της ανθρώπινης υπομονής και πώς πρέπει να πράξει ένας ευγενικός άνδρας με την εκδήλωση αυτής της ανθρώπινης αρετής.
Ο Δάσκαλος πήρε ένα άδειο ποτήρι και το τοποθέτησε πάνω στα γόνατα του Γιανγκ-Λι και μετά του έδωσε μια κανάτα γεμάτη νερό. Ο Χινγκ-Σι ζήτησε από τον μαθητή του να κλείσει τα μάτια του και σιγά-σιγά να βάζει νερό στο ποτίρη;
Δοκιμάζοντας την υπομονή του άλλου ανθρώπου εσύ χωρίς να βλέπεις γεμίζεις το ποτήρι του άλλου, ενώ αυτό βρίσκεται πάνω στα γόνατά σου. Αφού δεν βλέπεις δεν ξέρεις πότε θα ξεχειλίζει το ποτήρι και ρισκάρεις να περιβρέξεις τον εαυτό σου.
Συνεχίζοντας να γεμίζει το ποτήρι, ο Γιανγκ-Λι ρώτησε:
Δηλαδή, αυτό σημαίνει πως ο σωστός άνθρωπος δεν πρέπει να γεμίζει το ποτήρι της υπομονής του άλλου;
Όχι μόνο αυτό, είπε ο Δάσκαλος, ό,τι προστατεύεις τα γόνατά σου δεν είναι και μεγάλη αρετή.
Τότε τι άλλο πρέπει να κάνει; ρώτησε αμήχανα ο Γιανγκ-Λι έχοντας κλειστά τα μάτια του.
Ο Χινγκ-Σι πήρε από τα γόνατά του το είδη έτοιμο να ξεχειλίζει ποτήρι και έχυσε το νερό μέσα στην κανάτα, και μετά είπε:
Ο σωστός άνθρωπος πρέπει να προσέχει το δικό του ποτήρι να μην ξεχειλίζει αφού είναι στα γόνατα του άλλου.*
Από την Γιούλια Ντουμπίνκινα-Ιλγινά
Ο Μωυσής είπε: Το παν είναι ο Νόμος.
Ο Χριστός είπε: Το παν είναι η Αγάπη.
Ο Μαρξ είπε: Το παν είναι το Χρήμα.
Ο Φρόιντ είπε: Το παν είναι το Σεξ.
Και ύστερα ήρθε ο Αϊνστάιν.
Εκείνος είπε: Τα πάντα είναι σχετικά.
Ένας κήρυκας ήρθε σε μια πόλη για να
προσηλυτίσει τους κατοίκους της σε μια καινούρια πίστη. Στην αρχή η πλατεία ήταν
γεμάτη, αλλά αργότερα οι άνθρωποι σιγά σιγά όλοι εγκατέλειψαν την πλατεία. Ενώ
τον κήρυκα δεν άκουγε κανένας, εκείνος συνέχιζε να φωνάζει.
Δίπλα περνούσε ένας ταξιδιώτης ο οποίος με περιέργεια ρώτησε τον κήρυκα:
Σε ποιόν μιλάς, η πλατεία είναι άδεια, όλοι οι άνθρωποι έφυγαν;
Στην αρχή ήθελα να αλλάξω τους ανθρώπους, αλλά τώρα φωνάζω μόνο και μόνο για
να μην με αλλάξουν αυτοί.
Ένα κήρυγμα-ζωή
Ζούσε ένας κήρυκας. Που συνήθως διαλαλούσε τα κηρύγματά του στους άγνωστους
ανθρώπους στον δρόμο ή στην αγορά και στους γνωστούς του που ερχόταν στο σπίτι
του ως επισκέπτες.
Πολύ συχνά οι ομιλίες του με τους άγνωστους ανθρώπους για τον Θεό, για τον
άνθρωπο, για το νόημα της ζωής γινόταν μεγάλες και ο ακροατής του με θαυμασμό
άνοιγε τα μάτια του, ρωτούσε κάτι πολύ σπουδαία πράματα και τελικά πολύ
ικανοποιημένος έφευγε ευχαριστώντας τον κήρυκα με τα καλύτερα λόγια.
Όταν μιλούσε με τους ανθρώπους που τον ήξεραν λίγο πολύ και εκείνοι τον ρωτούσαν
για τα ίδια πολύ σπουδαία θέματα, αλλά συνήθως δεν συμφωνούσαν με τις απαντήσεις
ή γιατί των ήξεραν καλά (με όλες του τις αδυναμίες και προβλήματά του), ή γιατί
δεν τον θεωρούσαν αυθεντία σ αυτά τα πολύ σπουδαία θέματα. Όμως περνούσαν
δυο-τρία χρόνια και κατά συνάντησης με αυτούς τους ανθρώπους συνήθως τον
ευγνωμονούσαν και του έλεγαν πως θέλουν να του πουν ένα μεγάλο ευχαριστώ και ότι
σε όλα είχε δίκαιο και πως τελικά το κατάλαβαν τώρα.
Αλλά το πιο μεγάλο κήρυγμα που έκανε αυτός ο κήρυκας στη ζωή του ήταν για έναν
άνθρωπο. Ενώ αυτός ο άνθρωπος ποτέ δεν του είπε ευχαριστώ, παρ όλο που τον
άκουγε συχνά, συνήθως πολύ σπάνια συμφωνούσε μαζί του. Και κράτησε αυτό το
κήρυγμα-συζήτηση μέχρι τον θάνατό του και ο ακροατής του ήταν η ίδια η γυναίκα
του.
Α. Γιάκουσεφ
Ανόητοι θάνατοι
Κάποιος γλίστρησε, έπεσε και σκοτώθηκε μέσα στην μπανιέρα του ή έπεσε μέσα σε
ανοιχτό αποχετευτικό φρεάτιο
με ίδιο αποτέλεσμα. Τότε λέμε, τι ανόητος
θάνατος.
Είναι γνωστό πως οι Αμερικανοί αγαπάνε το
φαγητό. Όχι! με την έννοια καλό φαγητό όπως, ας πούμε, οι Γάλλοι. Όχι! Αυτοί
γεμίζουν τα στομάχια τους με χάμπουργκερ, πατάτες με κέτσαπ, λουκουμάδες,
τουρσί, καλαμπόκι και διάφορα όσπρια με σάλτσα.
Το πλούσιο δείπνο ενός Αμερικανού ήταν γεμάτο με τέτοια προϊόντα που εκκρίνουν
μεθάνιο και υδρόθειο. Η κρεβατοκάμαρά του ήταν μικρή και επιπλέον δε φρόντισε να
ανοίξει κάποιο παράθυρο ή φεγγίτη. Ως αποτέλεσμά το πρωί τον βρήκαν πνιγμένο από
τα αέρια του έντερού του.
Ένας Γερμανός νεοσύλλεκτος στρατιώτης, βαρέθηκε να κοιμάται στο κρεβάτι του και αγόρασε μια αιώρα. Καλοκοίταξε τον στρατώνα του και ανακάλυψε πως υπάρχει πρόβλημα: που να κρεμάσει την αιώρα; Και δεν βρίσκοντας κάτι πιο κατάλληλο τελικά την κρέμασε μεταξύ δυο ντουλαπιών. Τα οποία, όταν εκείνος ξάπλωσε έπεσαν και τον σκότωσαν.
Ήταν φοβερή η εκδίκηση του ομοφυλόφιλου από την Νέα Υόρκη Μάϊκλ Λιούης που θύμωσε με τον «φίλο» του. Του έδωσε μεγάλη δόση ναρκωτικών και εκείνος λιποθύμησε. Μετά του φόρεσε την άσπρη ενδυμασία του Κου-Κλουξ-Κλαν με δυο πινακίδες με σύνθημα «Θάνατος στους νέγρους!» στο στήθος και «Ο Θεός αγαπάει το ΚΚΚ» στην πλάτη, τον μετέφερε στο κέντρο του Χάρλεμ και τον πέταξε στο δρόμο από το αυτοκίνητό του. Ύστερα από πέντε λεπτά ο άτυχος ήταν νεκρός από τις μαχαιριές και σφαίρες.
Όταν το ρεβόλβερ του ληστή Τζέιμς Έλλιοτ έπαθε αφλογιστία κατά τη ληστεία μιας τράπεζας στην πόλη Λογκ Μπιτς, εκείνος έκανε κάτι παράλογο, κάρφωσε το βλέμμα του στο εσωτερικό της κάνης και αμήχανος πάτησε ξανά τη σκανδάλη. Ευτυχώς για τους παρόντες και δυστυχώς για τον ληστή τη δεύτερη φορά το όπλο δεν έπαθε αφλογιστία.
Η Ιππαρχία από τη Μαρώνεια αγάπησε τον
φιλόσοφο Κράτη και έφτασε μέχρι του σημείου να απειλήσει τους γονείς της ότι θα
σκοτωθεί, αν δεν την πάντρευαν με τον Κράτη. Οι γονείς της ζήτησαν από εκείνον
να μεταπείσει την κόρη τους. Ο Κράτης έκανε ό, τι μπορούσε, αλλά τελικά, μην
καταφέρνοντας να την πείσει, σηκώθηκε και έβγαλε μπροστά της όλα τα ρούχα του
και είπε:
Ορίστε, να τι διαθέτει ο γαμπρός. Συνεπώς η απόφαση είναι δική σου. Γιατί δεν
θα είσαι σύντροφός μου, εάν δεν ακολουθείς τον ίδιο μ εμένα τρόπο ζωής».
Η κοπέλα έκανε την επιλογή της. Αφού «φορούσε» τα ίδια με εκείνον ρούχα,
κυκλοφορούσε συντροφιά με το σύζυγό της και συνουσιαζόταν μαζί του δημοσίως.
Ο γυμνοσοφιστής Κάλανος καθόταν γυμνός πάνω σε πέτρες, όταν τον πλησίασε και τον χαιρέτησε ο φιλόσοφος Ονησίκριτος. Μετά του είπε ότι τον έστειλε ο βασιλιάς ο Αλέξανδρος για να γνωρίσει τη σοφία τους και να του την μεταφέρει, εάν δεν είχαν αντίρρηση, ήταν έτοιμος να ακούσει τη διδασκαλία τους. Όταν ο Κάλανος είδε το πανωφόρι, το μεγάλο καπέλο κα τις μπότες που φορούσε ο Ονησίκριτος, άρχισε να γελάει, μετά τον πρόσταξε να βγάλει τα ρούχα του, αν ήθελε να μάθει, να ξαπλώσει γυμνός πάνω στις ίδιες με αυτόν πέτρες, και να ακούσει έτσι τη διδασκαλία του.
Αυταπάτη*
Ένας άνθρωπος που ήθελε να γίνει μαθητής είπε στον Δάσκαλο:
Εδώ και μέρες ακούω πως αποδοκημάζετε τις ιδέες, τις αντιλήψεις, τον τρόπο
συμπεριφοράς οι οποίοι δε με χαρακτηρίζουν και ποτέ δε θα με χαρακτηρίζουν.
Γιατί το κάνετε; Ποιος είναι ο σκοπός;
Ο Δάσκαλος απάντησε:
Ο σκοπός είναι να σταματάς επιτέλους να φαντάζεσαι πως όλα αυτά που
αποδοκιμάζω δεν σε χαρακτηρίζουν και να καταλάβεις ότι έχεις αυταπάτη που δήθεν
δε σε χαρακτηρίζει.
H παπαγαλίνα
Μια γυναίκα έχει ένα πρόβλημα με την παπαγαλίνα της, η οποία λέει συνέχεια:
«Είμαι πολύ ξαναμμένη, θέλεις να κάνουμε τρελίτσες;». Η γυναίκα δεν ξέρει τι να
κάνει και ύστερα από καιρό καταλήγει στον παπά της ενορίας. «Παπά μου τo και τo»,
του λέει. «Τι θα κάνω με την παπαγαλίνα μου;
Ο κόσμος που μπαίνει μέσα στο σπίτι μου, την ακούει να λέει αυτά τα πράγματα και
δεν ξέρω τι μπορεί να σκέφτονται». «Τέκνον μου, μην ανησυχείς», απαντά ο παπάς,
«νομίζω πως ξέρω τη λύση. Εγώ έχω δύο πολύ θεοσεβούμενους παπαγάλους που από το
πρωί μέχρι το βράδυ διαβάζουν τη Βίβλο και προσεύχονται... Αν τη φέρεις την
παπαγαλίνα σου και περάσουν μαζί κάποιο χρόνο, ίσως να την επηρεάσουν θετικά και
το ρεπερτόριό της να αλλάξει.
Τι λες;». «Καταπληκτική ιδέα πάτερ!», φώναξε ενθουσιασμένη η γυναίκα και την
επόμενη μέρα πήγε την παπαγαλίνα της στο σπίτι του παπά. Τη βάζουν μέσα στο
κλουβί και με το που βλέπει τους παπαγάλους τούς λέει: «Είμαι πολύ ξαναμμένη.
Θέλετε να κάνουμε τρελίτσες;».
Τότε ο ένας παπαγάλος κοιτάει τον άλλο και λέει: «Ρε συ Πέτρο, πέτα τη Βίβλο...
Οι προσευχές μας εισακούστηκαν».
Αποστολέας Π. Καρκανίδας
Στο αρωματοπωλείο*
Μια γυναίκα ρωτάει τον αρωματοποιό:
Συγνώμη, μήπως έχετε άρωμα υπολογιστή;
Και τι θα το κάνετε;
Θέλω να τραβήξω την προσοχή του συζύγου μου.
Ένας άνθρωπος λέει στον Θεό:
Ξέρεις, δεν είσαι ο Μόνος που μπορεί να πλάθει και να δημιουργεί!
Ναι; Ενδιαφέρον
, είπε ο Θεός.
Ακριβώς! Εσύ έπλασες των άνθρωπο από το χώμα, αλλά κι εγώ μπορώ να το κάνω!,
είπε ο άνθρωπος, έσκυψε και πήρε μια χούφτα χώμα.
Περίμενε, μια στιγμή! Είπε ο Θεός, παρακαλώ να χρησιμοποιήσεις το δικό σου
χώμα.*
Ο παππούς εξηγεί στον μικρό εγγονό του, τι
είναι η ζωή:
Ζωή είναι μια συνεχής πάλι μέσα σου μεταξύ δυο λύκων. Ο ένας λύκος
αντιπροσωπεύει τον φόβο, το μίσος, το κακό, την αντιπάθεια. Ο δεύτερος λύκος,
την αγάπη, την καλοσύνη, τον σεβασμό, τη χαρά.
Και ποιος λύκος στο τέλος νικάει;
Εκείνος τον οποίον ταΐζεις
*
Ο κλέφτης*
Έχασε ένας άνθρωπος το τσεκούρι του και σκέφτηκε πως το έκλεψε ο γιος του
γείτονά του και άρχισε να τον παρακολουθεί: περπατάει σαν να έκλεψε το τσεκούρι,
κοιτάει σαν να έκλεψε το τσεκούρι, μιλάει σαν να έκλεψε το τσεκούρι, δηλαδή η
κάθε κίνησή του η κάθε χειρονομία του φανέρωναν κλέφτη.
Μετά από μερικές μέρες εκείνος ο άνθρωπος βρήκε το τσεκούρι του μέσα στο σπίτι
του. Την επόμενη μέρα εκείνος ξανά καλοκοίταξε τον γιο του γείτονα, αλλά ούτε οι
χειρονομίες του, ούτε οι κινήσεις του δεν πρόδιδαν πως είναι κλέφτης.
Μια αληθινή ιστορία*
Πλησιάζω τη γωνιά της πολυκατοικίας και ακούω μια αυστηρή γυναικεία φωνή:
Το πιστόλι σου ας το κάτω! Το πιστόλι σου είπα κάτω! Γρήγορα! Κατέβασε το
παντελόνι σου! Και τώρα το σλιπάκι σου! Μπράβο! Ξέρεις τώρα τι πρέπει να κάνεις;
Με προσοχή ξεμυτίζω και βλέπω ένα τσούρμο παιδιών από το νηπιαγωγείο και την
νηπιαγωγό διπλά σε ένα αγοράκι που κατουράει.
Όταν ένας Βρετανός δημοσιογράφος ρώτησε τον
Γκάντι, πώς εκτιμά τον «δυτικό πολιτισμό», ο Γκάντι απάντησε:
Θα ήταν μια πολύ καλή ιδέα!
Η κλίμακα της διδασκαλίας*
Ο Λε-Τζι άρχισε να παίρνει τα μαθήματά του.
Μετά από τρία χρόνια έδιωξα από την καρδιά μου τις σκέψεις για το αληθινό και
ψεύτικο, και απαγόρευσα τη γλώσσα μου να μιλάει για ωφέλιμο και άχρηστο. Μόνο
τότε για πρώτη φορά ο Δάσκαλος Σαν με κοίταξε.
Πέρασαν άλλα πέντε χρόνια και μέσα στην καρδιά μου γεννήθηκαν καινούριες
αντιλήψεις για την αλήθεια και το ψέμα, και με άλλη γλώσσα μίλησα για το ωφέλιμο
και άχρηστο. Μόνο τότε ο Δάσκαλος Σαν μου χαμογέλασε.
Πέρασαν άλλα επτά χρόνια και η ελεύθερη καρδιά μου ήδη δεν σκεφτόταν ούτε για
την αλήθεια, ούτε για το ψέμα και η γλώσσα μου δεν είχε διάθεση για να μιλήσει
για το ωφέλιμο και άχρηστο. Μόνο τότε ο Δάσκαλος με φώναξε και κάθισα δίπλα του.
Πέρασαν άλλα εννέα χρόνια και η καρδιά μου έχασε την ικανότητα να σκέφτεται και
η γλώσσα μου την ικανότητα να μιλάει, ήδη δεν ήξερα ποια είναι η διαφορά μεταξύ
της αλήθειάς και του ψέματος, μεταξύ του ωφέλιμου και άχρηστου. Έπαψα να
διαχωρίζω το εσωτερικό από το εξωτερικό. Και τότε όλα τα αισθήματα έγιναν ένα: η
όραση έγινε όμοια με την ακοή, η ακοή με την όσφρηση, η όσφρηση με τη γεύση. Η
σκέψη συμπυκνώθηκε και έγινε ένα με το σώμα και το σώμα έγινε ελαφρό σαν τη
σκέψη.
Και τότε κατάλαβα τους Νόμους της Φύσης.
Η ικανότητα να θυμάσαι*
Ένας σοφός γέρος Κινέζος περπατούσε πάνω σ ένα χιονισμένο αγρό, όταν είδε
μια ηλικιωμένη γυναίκα που έκλεγε:
Γιατί κλαίτε; ρώτησε εκείνος.
Γιατί θυμήθηκα τη ζωή μου, τα νιάτα μου, την ομορφιά μου, τον άνδρα που
αγαπούσα. Ο Θεός είναι σκληρός που μου έδωσε την ικανότητα να θυμάμαι. Ήξερε πως
θα τα θυμηθώ και θα κλάψω.
Ο γέρος κοιτούσε κάπου μακριά και χαμογελούσε. Η γυναίκα με απορία ρώτησε:
Τι βλέπετε εκεί;
Λιβάδι τριαντάφυλλων, είπε ο σοφός, ο Θεός ήταν γενναιόδωρος όταν μου έδωσε
την ικανότητα να θυμάμαι. Εκείνος ήξερε πως το χειμώνα θα μπορέσω να θυμηθώ την
άνοιξη και να χαμογελάσω.
Π. Κοέλιο
Όχι κάτι που είναι αναλήθεια*
Ένας τυφλός άνθρωπος καθόταν πάνω στις σκάλες τις εκκλησίας με το καπέλο
τους δίπλα στα πόδια του και ένας πίνακας με επιγραφή: «Είμαι τυφλός, σας
παρακαλώ βοηθήστε με!»
Δίπλα περνούσε ένας άνδρας και σταμάτησε. Είδε πως μέσα στο καπέλο του υπήρχαν
μόνο δυο κέρματα. Έριξε μέσα άλλα δυο κέρματα και μετά πήρε τον πίνακά, έσβησε
την επιγραφή και έγραψε κάτι άλλο και μετά έφυγε.
Στο τέλος της ημέρας ο άνδρας επέστρεψε και είδε πως το καπέλο ήταν γεμάτο
κέρματα. Ο τυφλός τον αναγνώρισε από τα βήματά του και ρώτησε, αν είναι εκείνος
που άλλαξε την επιγραφή στον πίνακα. Ο τυφλός ήθελε να ξέρει, τι έγραψε; Ο
άνδρας απάντησε:
Όχι κάτι που είναι αναλήθεια. Απλά την έγραψα λίγο διαφορετικά.
Μετά χαμογέλασε και έφυγε.
Ο πίνακας έγραψε: «Είναι άνοιξη, αλλά εγώ δε μπορώ να τη δω».
Αυτό είναι καλό!*
Ένας Αφρικανός βασιλιάς είχε έναν φίλο με τον οποίο μεγάλωσε μαζί. Αυτός ο
φίλος σε οποιαδήποτε κατάσταση, καλή η κακή πάντα έλεγε «Αυτό είναι καλό!»
Μια φορά ο βασιλιάς πήγε για κυνήγι. Ο φίλος του όπως πάντα ετοίμαζε και όπλιζε
τα τουφέκια του βασιλιά.
Ίσως κάτι δεν έκανε σωστά ετοιμάζοντας το ένα από τα τουφέκια και όταν ο
βασιλιάς πυροβόλησε με αυτό το τουφέκι εκείνο έσκασε και ο βασιλιάς έχασε το
μεγάλο δάχτυλό του. Όπως πάντα ο φίλος του ξεστόμισε: «Αυτό είναι καλό!» Ο
βασιλιάς θύμωσε και διέταξε να τον βάλουν φυλακή. Πέρασε ένας χρόνος και ο
βασιλιάς βρισκόταν στο κυνήγι με την συνοδεία του, όταν τους αιχμαλώτισαν οι
κανίβαλοι. Στο χωριό τους οι κανίβαλοι όλους έδεσαν σε πασσάλους και γύρο τους
έβαλαν ξύλα και ξερά χόρτα. Όταν όμως πλησίασαν τον βασιλιά για να ανάψουν τη
φωτιά είδανε πως δεν έχει το μεγάλο δάχτυλο στο ένα χέρι. Ποτέ δεν έτρωγαν
άνθρωπο που είχε κάποιο ελάττωμα στο σώμα του, ήταν για τους κανίβαλους νόμος.
Έλυσαν τον βασιλιά και τον άφησαν ελεύθερο.
Επέστρεψε στο βασίλειό του και εκεί θυμήθηκε τον φίλο του και ένιωσε τύψεις για
την συμπεριφορά του. Αμέσως πήγε στη φυλακή για να μιλήσει μαζί του.
Είχες δίκαιο, είπε ο βασιλιάς, πράγματι ήταν καλό που έμεινα χωρίς δάχτυλο.
Και μετά του διηγήθηκε όλα που του συνέβησαν.
Λυπάμαι πάρα πολύ του σ έβαλα στη φυλακή, αυτό ήταν κακό από την πλευρά μου.
Όχι! είπε ο φίλος του, αυτό ήταν καλό!
Τι λες τώρα! Τι καλό βρήκες σ αυτό που έβαλα τον φίλο μου για έναν χρόνο στη
φυλακή;
Εάν δε θα ήμουν στη φυλακή, τότε θα ήμουν μαζί σου στο κυνήγι και εγώ όπως
ξέρεις δεν έχω ελαττώματα στο σώμα μου.
Οι τρόποι*
Ένας καθηγητής του πανεπιστημίου απευθύνθηκε στον Έρνεστ Ράδερφορντ, πρόεδρο
της Βασιλικής Ακαδημίας, κάτοχο του Βραβείου Νόμπελ φυσικής, για βοήθεια. Ήθελε
να εκτιμήσει έναν φοιτητή με το κατώτερο βαθμό για τη φυσική, ενώ ο φοιτητής
ισχυριζόταν πως αξίζει τον υψηλότερο βαθμό. Τελικά αποφάσισαν να ρωτήσουν τη
γνώμη ενός τρίτου, ανεξάρτητου εκτιμητή. Ο Ράδερφόρντ ήταν η επιλογή τους.
Η ερώτηση της εξέτασης ήταν: «Εξηγήστε με ποιόν τρόπο μπορείτε να μετρήσετε το
ύψος ενός κτηρίου με τη βοήθεια του βαρόμετρου»;
Η απάντηση του φοιτητή ήταν: «Πρέπει με το βαρόμετρο να ανέβεις στην στέγη του
κτηρίου, και να κατεβάζεις το βαρόμετρο κάτω με σχοινί μέχρι που να αγγίξει τη
γη. Μετά να το ανεβάζεις πάνω και να μετρήσεις το μάκρος του σχοινιού, που θα
δείξει το ύψος του κτιρίου».
Η περίπτωση ήταν πράγματι δύσκολη ακόμη και για τον Ράδερφορντ, γιατί η απάντηση
ήταν σωστή. Από την άλλη πλευρά, ή εξέταση ήταν για την φυσική, ενώ η απάντηση
δεν είχε κάποια σχέση με την φυσική. Ο Ράδερφορντ πρότεινε στον φοιτητή να
δοκιμάσει να απαντήσει άλλη μια φορά, αλλά η απάντηση πρέπει να δείξει γνώση
φυσικών νόμων. Ο φοιτητής απάντησε πως έχει και άλλες λύσεις σ αυτό το
πρόβλημα.
Ο Ράδερφορντ με ενδιαφέρων είπε πως είναι έτοιμος να τις ακούσει. Η μία άλλη
λύση ήταν: «Ανεβαίνετε στη στέγη του κτιρίου και αφήνετε το βαρόμετρο να πέσει
μετρώντας των χρόνο πτώσης. Και μετά χρησιμοποιώντας τον τύπο βρίσκετε με
αριθμητικές διαδικασίες το ύψος του κτιρίου».
Η άλλη λύση: μια μέρα που έχει ήλιο βγαίνετε από το σπίτι με βαρόμετρο και
μετράτε την σκιά του, μετά μετράτε τη σκιά του κτιρίου. Βρίσκετε το ύψος του
κτιρίου λύνοντας μια απλή αναλογία.
Όχι και κακή λύση, μήπως ξέρετε και άλλες, είπε ο Ράδερφορντ.
Μάλιστα, παρακαλώ ένας πολύ απλός τρόπος. Ανεβαίνετε τη σκάλα κρατώντας στο
χέρι το βαρόμετρο και ακουμπώντας τον στον τοίχο κάνετε σημειώσεις. Μετά μετράτε
το ύψος του βαρόμετρου και το πολλαπλασιάζετε με το ποσοστό των σημειώσεων.
Θέλετε πιο δύσκολο τρόπο, συνέχισε ο φοιτητής, τότε πρέπει να δένετε στο
βαρόμετρο ένα κορδόνι και να το κουνάτε σαν εκκρεμές καθορίζοντας το ποσοστό της
βαρύτητας στην βάση του κτηρίου και στην στέγη του. Από την διαφορά μεταξύ αυτών
των ποσοστών μπορείτε να βρείτε το ύψος του κτιρίου. Και τελειώνοντας, θα σας πω
το πιο απλό και αποτελεσματικό τρόπο λύσης του προβλήματος. Παίρνετε μαζί σας το
βαρόμετρο, βρίσκετε τον αρχιτέκτονα του κτιρίου και του λέτε: «Κύριε
αρχιτέκτονα, έχω ένα καταπληκτικό βαρόμετρο. Είναι δικό σας, αν μου πείτε το
ύψος αυτού του κτιρίου».
Μετά ο φοιτητής ομολόγησε ότι ήξερε τι ήθελε ο καθηγητής απ αυτόν, αλλά είναι
μπουχτισμένος από το σχολείο και το κολλέγιο, όπου οι δάσκαλοι επιβάλλουν τον
τρόπο σκέψεις στους μαθητές. Και ότι θεωρεί ότι αυτό δεν πρέπει να γίνει και στο
πανεπιστήμιο.
Αυτός ο φοιτητής ήταν ο Νηλς Μπορ, μεγάλος Δανός φυσικός, κάτοχος του Βραβείου
Νόμπελ στο 1922.
Ο γνωστός σοφός Ελ Αμουντί συχνά επέτρεπε στο
παιδί-υπηρέτη να δέχεται τους επισκέπτες.
Τα δοχεία στα δωμάτια των επισκεπτών συνήθως δεν είχαν νερό.
Ποτέ δεν έκανε διάκριση μεταξύ τον διάσημων και απλών επισκεπτών.
Μερικοί έλεγαν: «Ποτέ κανένας δεν συμπεριφέρθηκε μαζί μας με τόση ασέβεια».
Σ αυτόύς ο Ελ Αμουντί έλεγε: «Ξεχάσατε να μου πείτε πως ήρθατε σε μένα για
σεβασμό. Ποτέ δεν τον είχα προσφέρει, γιατί θεωρούσα πως αυτό που έχω να
προσφέρω είναι οι γνώσεις. Γι αυτό πρέπει να θυμάστε πως τον σεβασμό μπορείτε
να τον λάβετε από κάθε μπακάλη, δηλαδή από κάθε άνθρωπο που περιμένει από σας
κάτι.*
Εύθραυστα δώρα*
Σ ένα χωριό ήρθε να ζει ένας σοφός γέροντας. Αγαπούσε τα παιδιά και τον
περισσότερο χρόνο του αφιέρωνε σ αυτά. Συχνά τους έκανε διάφορα δώρα, αλλά όλα
ήταν πολύ εύθραυστα. Όσο και να προσπαθούσαν τα παιδιά να είναι προσεκτικά
παίζοντας με δώρα συνήθως αυτά καταστρέφονταν. Τα παιδιά συγχύζονταν και
έκλαιγαν. Μετά ο γέροντας ξανά τους έκανε δώρα, αλλά πιο εύθραυστα.
Μια φορά οι γονείς των παιδιών ήρθαν στο σπίτι του και τον ρώτησαν:
Είσαι σοφός άνθρωπος και ξέρουμε πως αγαπάς τα παιδιά μας, αλλά γιατί τους
κάνεις τόσο εύθραυστα δώρα; Τα παιδιά θέλουν να τα έχουν για πάντα και παίζουν
πολύ προσεκτικά, αλλά τα δώρα σπάνε και τσακίζονται.
Ο σοφός γέρος χαμογέλασε και είπε:
Θα περάσουν όχι και πολλά χρόνια και κάποιος ή κάποια θα τους κάνει δώρο την
καρδιά. Ίσως αυτό που πέρασαν θα τους έκανα να είναι προσεκτικοί με την
εύθραυστη καρδιά του άλλου.*
Εξέταση*
Ήρθε καιρός ο Δάσκαλος να εξετάζει τους μαθητές του. Φώναξε τους πρώτους
τρεις, πήρε ένα λευκό φύλλο και έσταξε πάνω μια σταγόνα μελάνι.
Τι βλέπετε, ρώτησε ο Δάσκαλος.
Ο πρώτος είπε «Μαύρη κηλίδα», ο δεύτερος: «Μουντζούρα», ο τρίτος: «Μελάνι».
Ο Δάσκαλος έκλαψε και έφυγε στο δωμάτιο του. Τη άλλη μέρα οι μαθητές ρώτησαν
γιατί έκλαψε.
Ο Δάσκαλος είπε:
Κανένας από σας τους τρεις δεν είδε το λευκό φύλλο.
Διαλέγω την ευτυχία
Ο Δάσκαλος Μπαχαουντίν όλη τη ζωή του ήταν ευτυχισμένος, το χαμόγελο ποτέ
δεν εγκατέλειψε το πρόσωπό του. Όλη η ζωή του ήταν διαποτισμένη με το άρωμα της
γιορτής! Ακόμα και όταν ήταν ετοιμοθάνατος εκείνος γελούσε, σαν να είναι
απόλαυση ο ερχομός του θανάτου. Οι μαθητές του κάθονταν δίπλα του και ένας
ρώτησε:
Γιατί γελάτε; Πάντα ήσασταν γελαστός και εμείς δεν τολμούσαμε να ρωτήσουμε πώς
το καταφέρνετε; Και τώρα στις τελευταίες στιγμές σας, γελάτε!
Ο γέρος Δάσκαλος απάντησε:
Πολλά χρόνια πριν ήρθα στον Δάσκαλό μου, ήμουν 17 ετών, αλλά ήδη είχα πολλά
υποφέρει. Ο Δάσκαλός μου ήταν 70 ετών, αλλά εκείνος χαμογελούσε και γελούσε
χωρίς κάποια αιτία. Τον ρώτησα, «Πώς το καταφέρνετε;» Εκείνος απάντησε: «Έχω
μέσα μου την ελευθερία να διαλέγω. Απλά είναι η επιλογή μου. Κάθε πρωί, όταν
ανοίγω τα μάτια μου αναρωτιέμαι τι να διαλέγω για σήμερα: την μακαριότητα ή τα
βάσανα; Και συνήθως πάντα διαλέγω την ευτυχία και την χαρά, δεν είναι αυτό
φυσικό:»
Σπύρο, πιστεύεις στον Θεό;
Όχι.
Πάντα ήσουν τέτοιος ή μετά από κάποιο επεισόδιο;
Μια βδομάδα πριν πήγα με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ στην Αθήνα. Το λεωφορείο ήταν
γεμάτο, μόνο δυο θέσεις ήταν άδειες, δίπλα μου και στο πίσω μέρος. Κάπου στην
Κατερίνη μέσα στο λεωφορείο μπαίνουν μια βρώμικη γριούλα ζητιάνα και μια φοβερή
γκομενάρα
Ποτέ στη ζωή μου δεν προσευχήθηκα με τέτοιο πάθος
. Από εκείνη την
ημέρα είμαι άθεος.*
Νέα θρασύ καρικατουρική πράξη*
Νέα θρασύ καρικατουρική πράξη πραγματοποιήθηκε χθες στην Κοπεγχάγη, γράφουν
οι εφημερίδες του κόσμου. Στο μέρος που μαζεύτηκαν πολλοί μουσουλμάνοι κρυφά
πλησίασε ένας μελλοθάνατος που ξαφνικά ξεκούμπωσε το αδιάβροχό του και έδειξε σε
όλους την καρικατούρα για τον Προφήτη που είχε καρφιτσωμένη στο στήθος του. Το
αποτέλεσμα της καρικατουρικής-ενέργειας ήταν τρομερός: είκοσι άτομα με ψυχικά
τραύματα μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία, αλλά ένας άνθρωπος πέθανε επί τόπου.
Ο Πρόεδρος της Ρωσίας κάλεσε όλα τα πολιτισμένα κράτη σε πιο αποφασιστική δράση
κατά του διεθνής καρικατουρισμού, ενώ ο Πρόεδρος των ΗΠΑ επικήρυξε τον
καρικατουροκράτη νούμερο ένα, που κρύβετε στα βουνά της Δανίας, για 50
εκατομμύρια δολάρια.
Το πουγκί με χρυσές λύρες*
Ένας ζητιάνος που περνούσε από την αγορά βρήκε ένα δερμάτινο πουγκί. Όταν το
άνοιξε ανακάλυψε ότι έχει εκατό χρυσές λύρες.
Εκείνη τη στιγμή άκουσε τη φωνή ενός ανθρώπου, που φώναζε:
Ανταμοιβή! Μεγάλη ανταμοιβή σ αυτόν που θα βρει το δερμάτινο πουγκί μου!
Ο ζητιάνος ήταν καλός άνθρωπος, πλησίασε τον έμπορα που το έχασε και του έδωσε
το πουγκί.
Κρατήστε το πουγκί σας με εκατό λύρες. Ποια θα είναι η ανταμοιβή;
Ανταμοιβή; Στο πουγκί που έχασα είχε διακόσια χρυσές λύρες. Εσύ έκλεψες
περισσότερο από την ανταμοιβή. Φύγε από μπροστά μου, αλλιώς θα φωνάξω την
αστυνομία!
Είμαι έντιμος άνθρωπος, είπε ο ζητιάνος, για την προσβολή θα πάμε στον
δικαστή.
Ο δικαστής με υπομονή άκουσε και τις δυο πλευρές και μετά είπε:
Εγώ πιστεύω σ αυτά που λέτε και οι δυο. Ακούστε την απόφασή της δικαιοσύνης!
Έμπορε, λες πως έχασες πουγκί με διακόσια χρυσές λύρες, αλλά το πουγκί που βρήκε
αυτός ο ζητιάνος είχε μόνο εκατό. Δηλαδή, αυτό το πουγκί δεν είναι εκείνο που
έχασες εσύ.
Και με αυτά τα λόγια ο δικαστής έδωσε το πουγκί στον ζητιάνο.
Τον άφησε στο καναπέ και πήγε να σηκώσει το
τηλέφωνο.
Γύρισε μετά από ένα λεπτό.
Ποιος ήταν; Την ρώτησε...
Ο άντρας μου! του απαντάει.
Τότε ίσως πρέπει να φύγω. Που είναι;
'Ηρέμησε. Θα αργήσει, παίζει πόκερ μαζί σου.
Λάθος επιλογή
Μερικοί καθηγητές θεολογίας μια φορά τη βδομάδα μαζεύονταν μαζί. Στην επόμενή
τους συνάντηση ένας απ αυτούς είπε:
Την περασμένη νύχτα είδα στον όνειρό μου τον Θεό ο οποίος μου πρότεινε να
επιλέξω: απόλυτη γνώση ή απόλυτη απόλαυση. Τόσο χάρηκα που αμέσως φώναξα:
«Απόλυτη γνώση!»
Ωραία, πες μας, πια είναι η απόλυτη γνώση; με ενδιαφέρων ρώτησαν οι
παραβρισκόμενοι.
Σύμφωνα με την απόλυτη γνώση, έκανα λάθος επιλογή, φίλοι μου, είπε ο
καθηγητής.
Φλιτζάνια με καφέ
Μια ομάδα απόφοιτων ενός γνωστού πανεπιστημίου μετά από πολύ καλή επαγγελματική
σταδιοδρομία ήρθαν ως επισκέπτες στον αγαπημένο καθηγητή τους. Φυσικά μέσα στη
συζήτηση οι πρώην φοιτητές παραπονέθηκαν για τις πολλές δυσκολίες και για τα
ατέλειωτα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Ο καθηγητής πρότεινε στους επισκέπτες του καφέ, πήγε στην κουζίνα και σε λίγο
επέστρεψε με δίσκο με καφετιέρα και πολλά διάφορα φλιτζάνια: πορσελάνινα,
γυάλινα, πλαστικά, κρυστάλλινα
Όταν οι επισκέπτες πήρανε ο καθένας το φλιτζανάκι του ο καθηγητής είπε:
Προσέξτε, πήρατε τα πιο όμορφα και ακριβά φλιτζανάκια και πάνω στον δίσκο
έμειναν μόνο τα απλά και φτηνά. Βεβαίως, είναι φυσικό να θέλετε το καλύτερο για
τον εαυτό σας, αλλά δυστυχώς αυτό είναι η πηγή των προβλημάτων και του άγχους
σας. Πρέπει να κατανοήσετε πως το φλιτζανάκι δεν κάνει τον καφέ καλύτερο. Στην
ουσία αυτό που θέλατε είναι ο καφές και όχι το φλιτζανάκι, αλλά εσείς διαλέξατε
το καλύτερο και μετά εξετάζατε προσεκτικά τι φλιτζάνι πήρε ο καθένας.
Και τώρα πρέπει να αντιλαμβάνεστε πως η ζωή είναι ο καφές, ενώ η δουλειά, τα
χρήματα, η θέση σας μέσα στην κοινωνία είναι τα φλιτζανάκια. Δηλαδή είναι στην
ουσία μόνο και μόνο εργαλεία για να περιβάλλουν το περιεχόμενο, τη Ζωή. Ό, τι
φλιτζανάκι και να έχουμε αυτό δεν καθορίζει και δεν αλλάζει την ποιότητα της
Ζωής μας. Πολλές φορές συγκεντρώνουμε την προσοχή μας πάνω σε φλιτζανάκι και
ξεχνάμε να απολαμβάνουμε την γεύση του καφέ.
Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν είναι εκείνοι που έχουν όλα τα καλύτερα, αλλά
εκείνοι που βγάζουν όλα τα καλύτερα απ αυτά που έχουν.
Ρώτησαν ένα δάσκαλο του Ζεν, τον Ρινζάϊ, "Τί
έκανες πριν φωτιστείς;" Είπε, "Έκοβα
ξύλα και κουβαλούσα νερό απ' το πηγάδι." Κι ο άνθρωπος ρώτησε, "Τώρα που είσαι
φωτισμένος, τί κάνεις;" Εκείνος είπε, "Το ίδιο πράγμα κόβω ξύλα και κουβαλώ
νερό απ' το πηγάδι."
Ο άνθρωπος μπερδεύτηκε. Είπε, "Δεν καταλαβαίνω. Τότε ποια είναι η διαφορά; Τότε
τί
νόημα έχει να φωτιστείς; Πρώτα έκοβες ξύλα κι έφερνες νερό, τώρα εξακολουθείς το
ίδιο
πράγμα. Ποια είναι η διαφορά;"
Και γέλασε ο Ρινζάϊ. Είπε, "Η διαφορά είναι: πρώτα, το έκανα αυτό
επειδή έπρεπε να το κάνω, επειδή ήταν καθήκον μου" τώρα, μου δίνει χαρά,
Η ποιότητα άλλαξε η δουλειά είναι η ίδια!"
Όσσο
Είναι Σάββατο βράδυ και το τσίρκο είναι γεμάτο
από κόσμο. Ο ιδιοκτήτης βγαίνει στην πίστα, στέκει μπροστά στο κοινό και λέει:
"Το τσίρκο των Αδελφών Ντίνγκλινγκ προσφέρει πέντε χιλιάδες δολάρια, όσα είναι
μέσα σε αυτό τον φάκελο, σε όποιον έχει το θάρρος να κάνει τρία τολμηρά
πράγματα: Να κάνει τον ελέφαντα να καθίσει κάτω. Να χτενίσει το λιοντάρι μας και
τρίτο, να κάνει έρωτα με εκείνη τη γριούλα εκεί πέρα."
Καθώς τα λέει αυτά, ο βοηθός φέρνει στην πίστα έναν πελώριο γκρίζο ελέφαντα, ένα
άγριο λιοντάρι και μια γριούλα με καμπούρα.
"Ποιος θα δοκιμάσει; Πέντε χιλιάδες δολάρια, πέντε χιλιάδες για να ρίξεις κάτω
αυτό τον γέρο ελέφαντα, να χτενίσεις τα μαλλιά αυτής της γάτας και να αγαπήσεις
τούτη τη γριούλα."
Από τη μεριά της γαλαρίας ακούγεται μια κραυγή, έρχεται παραπατώντας στην πίστα
ένας μεθυσμένος, γεροδεμένος άντρας και λέει, "Εγώ θα το κάνω!"
Ανοίγουν λοιπόν την πόρτα του κλουβιού. Μπαίνει ο μεθυσμένος, πάει στον ελέφαντα
και τον κλοτσάει στους ορχείς. Ο ελέφαντας κάθεται κάτω με γδούπο. Το κοινό
χειροκροτεί.
Έπειτα μπαίνει στο κλουβί του λιονταριού κι αρχίζουν να παλεύουν, να χτυπιούνται,
να κυλιούνται ο ένας πάνω στον άλλο, το λιοντάρι βρυχάται, ο άντρας ουρλιάζει...
τέλειο χάος.
Μετά από μερικά λεπτά, βγαίνει από το κλουβί όλο μελανιές και χτυπημένος. Το
λιοντάρι είναι ξαπλωμένο μέσα, αναπνέει λαχανιασμένο, εξαντλημένο. Ο μεθυσμένος
βαδίζει τρεκλίζοντας προς τον παρουσιαστή και τον ρωτάει, "Πού είναι η γριά, να
της χτενίσω τα μαλλιά της;"
Όσσο
Ένας άνθρωπος διέσχιζε μια γέφυρα αργά τη
νύχτα, όταν είδε κάποιον άλλον ανεβασμένο πάνω στο στηθαίο, έτοιμο να πηδήξει
στο κενό. Έτρεξε προς το μέρος του φωνάζοντας, "Μην πηδάς! Έλα να πιούμε κάτι,
να το κουβεντιάσουμε. "Έτυχε ο παραλίγο αυτόχειρας να είναι ένας σπουδαίος
θεολόγος.
Πήγαν στο πλησιέστερο μπαρ και πέρασαν μια ώρα συζητώντας το ενιαίο του Θεού και
το τριαδικό του Θεού, την παρθενογένεση του Ιησού Χριστού, πόσοι άγγελοι χωρούν
στον ουρανό, τι είναι το ’γιο Πνεύμα και άλλα παρόμοια πράγματα.
Τέλειωσαν το ποτό τους, γύρισαν πίσω στη γέφυρα και πήδηξαν κι οι δυο στο κενό.
Όσσο
"Μπαμπά," λέει το αγοράκι, "μού αγοράζεις ένα
πιστόλι;"
"Μα τί λες, παιδί μου; Πώς σου ήρθε αυτή η κουτή ιδέα;"
"Έλα, μπαμπά, θέλω πολύ ένα αληθινό πιστόλι!"
"’φησε με τώρα, παιδί μου."
"Μα θέλω ένα αληθινό πιστόλι, που να ρίχνει αληθινές σφαίρες. Σε παρακαλώ,
μπαμπά, πάρε μου ένα."
"’κουσε, Γιαννάκη, αν δεν σταματήσεις, θα με κάνεις να σε βάλω τιμωρία."
"Σε παρακαλώ, χρειάζομαι οπωσδήποτε πιστόλι!" . Ο πατέρας δεν αντέχει άλλο.
Σηκώνεται όρθιος και βάζει τις φωνές στο Γιαννάκη, "Είπα όχι! Εγώ κάνω κουμάντο
εδώ μέσα!". Το αγοράκι τον διακόπτει, "Ναι! Τώρα κάνεις, αλλά αν μου πάρεις ένα
αληθινό πιστόλι..."
Όσσο
Σε ένα μέρος που λεγόταν Κασρ-αλ-Αριφίν έγινε
ανομβρία. Ο κόσμος μαζεύτηκε και όλοι επήγανε στον Δάσκαλο Νακσμπαντί και του
ζήτησαν να προσευχηθεί για τη βροχή.
Εκείνος ζήτησε ο κόσμος να τον ακολουθεί και τους οδηγούσε στους δρόμους της
πόλις μέχρι τη στιγμή που βρήκε μια γυναίκα που κρατούσε στα χέρια της ένα
βρέφος.
Ο Νακσμπαντί της είπε:
Σε παρακαλώ, ταΐσε το παιδί σου.
Εγώ ξέρω πότε πρέπει να ταΐζω το παιδί μου και πότε όχι, γιατί είναι δικό μου
το παιδί. Γιατί ανακατεύεσαι στην υπόθεση που δεν καταλαβαίνεις τίποτα;
Ο Δάσκαλος ζήτησε να καταγράφουν τα λόγια της γυναίκας και να διαβαστούν μπροστά
σ όλο τον κόσμο της πόλης.
Στο στούντιο του Πικάσο ήρθε μια
γυναίκα-εκατομμυριούχος. Έδειξε ενδιαφέρον για έναν πίνακα ζωγραφισμένο με
σουρεαλιστικό τρόπο.
Τι είναι ζωγραφισμένο εδώ;
Διακόσια χιλιάδες δολάρια, είπε ο ζωγράφος
Τον Πικασσό λήστεψαν σε μια αμαξοστοιχία. Στο αστυνομικό τμήμα τον παρακάλεσαν αφού είναι ζωγράφος να ζωγραφίσει τα πορτρέτα των λιστών. Σύμφωνα με τα σκαριφήματά του είχαν συλλαμβάνει δυο γέροντες, δυο γριούλες, τρία τραμ, και τέσσερα πλυντήρια.
Ο Πικασσό παρήγγειλε σ έναν επιπλοποιό
διάφορα έπιπλα για το εξοχικό του σπίτι. Πάνω σ ένα χαρτί γρήγορα ζωγράφισε τα
σχεδία των επίπλων και ρώτησε:
Πόσο θα κοστίζουν όλα αυτά;
Τίποτα! Μόνο υπογράψτε το σχέδιο.
Ο ζωγράφος της αρχαιότητας ο Απελλής,
παρακολουθώντας έναν από τους μαθητές του που ζωγράφιζε την ωραία Ελένη είδε πως
γέμισε το πορτρέτο της με διάφορα χρυσαφικά στολίδια και είπε:
Νεαρέ, αδυνατώντας να ζωγραφίζεις την Ελένη όμορφη την ζωγράφισες πλούσια.
Τον καθηγητή Αλέξανδρ Κομπζντέα της Ακαδημίας
Καλών Τεχνών κάλεσαν σε γάμο μιας από τα μοντέλα του στούντιού του. Ο ζωγράφος
πρώτοι φορά την είδε ντυμένη, και ψιθύρισε στον φίλο του:
Ποτέ δεν αντιλήφθηκα πως είναι τόσο όμορφη.
Μια φορά, στην πόλη της Κρακοβίας, ζούσε ένας
φιλεύσπλαχνος και αλτρουιστής γέροντας ονόματι Ίζι. Για πολλές νύχτες συνέχεια ο
Ίζι ονειρευόταν ότι ταξίδευε στην Πράγα κι έφτανε στη γέφυρα ενός ποταμού.
Ονειρεύτηκε ότι δίπλα στο ποτάμι, κάτω από τη γέφυρα, βρισκόταν ένα δασύφυλλο
δέντρο. Ονειρεύτηκε ότι ο ίδιος| έσκαβε ένα λάκκο δίπλα στο δέντρο κι έβγαζε ένα
θησαυρό που του πρόσφερε ευημερία και ηρεμία για όλη τη ζωή του.
Στην αρχή, ο Ίζι δεν έδωσε σημασία. Όταν, όμως, το όνειρο επαναλήφθηκε επί
αρκετές εβδομάδες, υπέθεσε ότι έκρυβε κα-ποιο μήνυμα και αποφάσισε να μην
περιφρονήσει αυτή την πληροφορία που ερχόταν από τον Θεό ή ποιος ξέρει από
πού.
Ακολουθώντας, λοιπόν, τη διαίσθηση του, φόρτωσε το μουλάρι του για ένα μεγάλο
ταξίδι κι έφυγε για την Πράγα.
Ύστερα από έξι μέρες πορεία, ο γέροντας έφτασε στην Πράγα κι έπιασε να ψάχνει
για τη γέφυρα του ποταμού στα περίχωρα| της πόλης.
Δεν υπήρχαν πολλά ποτάμια ούτε πολλές γέφυρες, κι έτσι βρήκε γρήγορα το μέρος
που γύρευε. Όλα ήταν όπως στο όνειρό του. Το ποτάμι, η γέφυρα, και στη μια
πλευρά του ποταμού το δέντρο όπου έπρεπε να σκάψει.
Υπήρχε, όμως, μια λεπτομέρεια που δεν εμφανιζόταν στο όνειρο. Τη γέφυρα τη
φρουρούσε μέρα-νύχτα ένας στρατιώτης της αυτοκρατορικής φρουράς.
Ο Ίζι δεν τολμούσε να σκάψει όσο ο στρατιώτης βρισκόταν εκεί. Κατασκήνωσε κοντά
στη γέφυρα και περίμενε. Τη δεύτερη νύχτα, ο στρατιώτης υποπτεύθηκε τον άνθρωπο
που είχε κατα¬σκηνώσει κοντά στη γέφυρα και πλησίασε να τον ανακρίνει.
Ο γέρος δεν βρήκε λόγω να του πει ψέματα. Του εξήγησε ότι είχε έρθει από μια
πολύ μακρινή πόλη γιατί είχε ονειρευτεί ότι στην Πράγα, κάτω από μια γέφυρα σαν
κι αυτή, υπήρχε θαμμένος ένας θησαυρός.
Ο φρουρός ξέσπασε σε δυνατά χάχανα. «Έκανες τόσο μεγάλο ταξίδι για μια βλακεία»
του είπε. «Εδώ και τρία χρόνια εγώ ονειρεύομαι κάθε νύχτα ότι στην Κρακοβία,
στην κουζίνα ενός γέροπαλαβού που τον λένε Ιζι, υπάρχει θαμμένος ένας θησαυρός.
Χα, χα, χα! Νομίζεις ότι πρέπει να πάω κι εγώ στην Κρακοβία να ψάξω αυτόν τον
Ίζι και να σκάψω κάτω από την κουζίνα του; Χα, χα, χα!» Ο Ίζι τον ευχαρίστησε
ευγενικά και γύρισε στο σπίτι του. Μόλις έφτασε, έσκαψε στην κουζίνα του και
βρήκε το θησαυρό που ήταν πάντα εκεί θαμμένος.
Μια φορά, ένας μαχαραγιάς που ήταν διάσημος
για τη μεγάλη σοφία του, έκλεινε τα εκατό χρόνια. Το γεγονός έγινε δεκτό με
μεγάλη χαρά διότι όλοι αγαπούσαν πολύ τον κυβερνήτη τους. Στο παλάτι οργάνωσαν
μια μεγάλη γιορτή για τη βραδιά εκείνη, και προσκάλεσαν τους ισχυρούς των άλλων
βασιλείων.
Ήρθε η μέρα, κι ένα βουνό από δώρα στήθηκε στην είσοδο της σάλας όπου ο
μαχαραγιάς θα πήγαινε να χαιρετήσει τους καλεσμένους του.
Στο δείπνο, ο μαχαραγιάς ζήτησε από τους υπηρέτες του να ξεχωρίσουν τα δώρα σε
δύο ομάδες. Σ' αυτά που έγραφαν αποστολέα και σ' αυτά που κανένας δεν ήξερε
ποιος τα είχε στείλει.
Την ώρα του επιδορπίου, ο βασιλιάς έβαλε να φέρουν τις δύο στοίβες με τα δώρα.
Από τη μια ήταν εκατοντάδες μεγάλα και ακριβά δώρα, κι από την άλλη καμιά
δεκαριά.
Ο μαχαραγιάς άρχισε να ανοίγει τα δώρα που είχαν αποστολέα και καλούσε αυτούς
που τα είχαν στείλει. Έναν έναν, τον έβαζε ν' ανέβει στο θρόνο και του έλεγε:
«Σ' ευχαριστώ για το δώρο σου. Σου το επιστρέφω και είμαστε όπως πριν». Και του
έδινε πίσω το δώρο, ό, τι κι αν ήταν.
Όταν τελείωσε με την πρώτη στοίβα, πήγε στη δεύτερη και είπε: «Αυτά τα δώρα που
δεν έχουν αποστολέα θα τα δεχτώ, γιατί δεν μου δημιουργούν καμία υποχρέωση, και
στην ηλικία μου δεν είναι καλό να δημιουργείς χρέη».
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια οικογένεια
βοσκών. Είχαν όλα τα πρόβατα τους μαζί σ' ένα μαντρί. Τα ετάιζαν, τα φρόντιζαν
και τα βοσκούσαν.
Κάπου κάπου, τα πρόβατα προσπαθούσαν να το σκάσουν.
Ερχόταν τότε ο πιο γέρος βοσκός και τους έλεγε:
«Α, πρόβατα ασυνείδητα και αλαζονικά, δεν ξέρετε ότι εκεί έξω ο κάμπος είναι
γεμάτος κινδύνους; Μονάχα εδώ βρίσκετε άφθονο νερό, φαγητό, και προπαντός,
προστασία από τους λύ¬κους.»
Γενικά, αυτό αρκούσε για να φρενάρει τις τάσεις «ελευθερίας» των προβάτων.
Μια μέρα γεννήθηκε ένα διαφορετικό πρόβατο. Ας πούμε πως ήταν ένα μαύρο πρόβατο.
Είχε επαναστατικές διαθέσεις και ξεσήκωνε τους συντρόφους του να το σκάσουν προς
την ελευθερία των λιβαδιών.
Πύκνωσαν οι επισκέψεις του γέρου βοσκού που πάσχιζε να πείσει τα πρόβατα για
τους εξωτερικούς κινδύνους. Ωστόσο, τα πρόβατα ήταν ανήσυχα, και κάθε φορά που
τα έβγαζαν από το μαντρί όλο και πιο δύσκολα τα μάζευαν.
Ώσπου μια νύχτα, το μαύρο πρόβατο τα έπεισε και το έσκασαν.
Οι βοσκοί δεν αντιλήφθηκαν τίποτα ως το ξημέρωμα, όταν' είδαν το μαντρί σπασμένο
και άδειο.
Όλοι πήγαν να κλάψουν μαζί με το γέροντα, τον αρχηγό της; οικογένειας.
«Έφυγαν, έφυγαν! τα κακόμοιρα...»
«Και η πείνα;»
«Και η δίψα;»
«Και ο λύκος;»
«Τι θ' απογίνουν χωρίς εμάς;»
Ο γέροντας έβηξε, ρούφησε την πίπα του και είπε:
«Αλήθεια, τι θ' απογίνουν χωρίς εμάς; Και το χειρότερο είναι: Τι θ' απογίνουμε
εμείς χωρίς αυτά;»
Λένε ότι ο Διογένης τριγυρνούσε στους δρόμους
της Αθήνας ντυμένος με κουρέλια και κοιμόταν στα κατώφλια των σπιτιών.
Λένε πως ένα πρωί, όταν ο Διογένης ακόμα ήταν μισοκοιμισμένος μπροστά σε μια
πόρτα όπου είχε περάσει τη νύχτα του, πέρασε από εκεί ένας πλούσιος
γαιοκτήμονας.
«Καλημέρα» είπε ο άρχοντας.
«Καλημέρα» αποκρίθηκε ο Διογένης.
«Αυτή η εβδομάδα μου πήγε πολύ καλά κι ήρθα να σου δώσω αυτό το πουγκί με τα
χρήματα.»
Ο Διογένης τον κοίταξε αμίλητος και συνέχισε να κάθεται ακίνητος.
«Πάρ' τα. Δεν είναι παγίδα. Δικά μου είναι και σου τα δίνω. Ξέρω ότι τα
χρειάζεσαι περισσότερο από εμένα.»
«Εσύ έχεις κι άλλα;» ρώτησε ο Διογένης.
«Και βέβαια έχω» αποκρίθηκε ο πλούσιος. «Έχω κι άλλα πολλά.»
«Και δεν θα ήθελες να είχες περισσότερα απ' όσα έχεις;»
«Ναι, και βέβαια θα ήθελα.»
«Τότε κράτησε αυτά τα χρήματα, γιατί εσύ τα χρειάζεσαι περισσότερο από εμένα.»
«Ναι, όμως εσύ χρειάζεσαι φαγητό, κι αυτό απαιτεί χρήματα...»
«Έχω ήδη ένα κέρμα» είπε ο Διογένης και του το έδειξε, «και θα μου φτάσει για
ένα πιάτο πλιγούρι, ίσως και για μερικά πορτοκάλια.»
«Σύμφωνοι, όμως θα πρέπει να φας κι αύριο, και μεθαύριο και την επόμενη μέρα.
Αύριο πού θα βρεις λεφτά;»
«Αν εσύ με διαβεβαιώσεις, χωρίς κανένα ενδεχόμενο λάθους, ότι θα είμαι ζωντανός
αύριο, τότε ίσως να πάρω τα χρήματα σου...»
Ο άνθρωπος περπατούσε σ' εκείνα τα σοκάκια της
επαρχιακής πόλης. Είχε χρόνο, και γι' αυτό κοντοστεκόταν για λίγο μπροστά σε
κάθε βιτρίνα, σε κάθε κατάστημα, σε κάθε πλατεία. Στρίβοντας σε μία γωνία
βρέθηκε άξαφνα μπροστά σε ένα ταπεινό κατάστημα που η ταμπέλα του ήταν λευκή.
Περίεργος, πλησίασε στη βιτρίνα και κόλλησε το πρόσωπο στο κρύσταλλο για να
καταφέρει να δει μέσα στο σκοτάδι... Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα αναλόγιο μ'
ένα χειρόγραφο καρτελάκι που έγραφε: «Το μαγαζί της αλήθειας»
Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος. Σκέφτηκε ότι, αν και διέθετε ανεπτυγμένη φαντασία,
του ήταν αδύνατον να φανταστεί τι μπορεί να πουλούσαν.
Μπήκε.
Πλησίασε την κοπέλα που στεκόταν στον πρώτο πάγκο και τη ρώτησε:
«Συγνώμη. Είναι αυτό το μαγαζί της αλήθειας;»
«Μάλιστα κύριε. Τι λογής αλήθεια θέλετε; Αλήθεια μερική, αλήθεια σχετική,
αλήθεια στατιστική, πλήρη αλήθεια;»
Ώστε, λοιπόν, πουλούσαν αλήθεια. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι ήταν δυνατόν κάτι
τέτοιο. Να πηγαίνεις σ' ένα μέρος και να παίρνεις την αλήθεια, ήταν υπέροχο.
«Θέλω πλήρη αλήθεια» αποκρίθηκε ο άνθρωπος χωρίς ταλάντευση.
«Είμαι τόσο απαυδημένος από τα ψέματα και τις ανειλικρίνιες» σκέφτηκε. «Δε θέλω
άλλες γενικεύσεις, ούτε δικαιολογίες, δεν θέλω απάτες ούτε κοροϊδίες.»
«Απόλυτη αλήθεια!» διόρθωσε.
«Μάλιστα, κύριε. Ακολουθήστε με.»
Η κοπέλα συνόδευσε τον πελάτη σ' ένα άλλο μέρος του καταστήματος και, δείχνοντας
έναν πωλητή με αυστηρό ύφος, είπε:
«Ο κύριος θα σας εξυπηρετήσει».
Ο πωλητής πλησίασε και περίμενε τον πελάτη να μιλήσει.
«Ήρθα ν' αγοράσω την απόλυτη αλήθεια.»
«Αχά. Συγνώμη, αλλά γνωρίζετε την τιμή;»
«Όχι. Πόσο κοστίζει;» αποκρίθηκε τυπικά. Στην πραγματικότητα, ήξερε ότι θα
πλήρωνε όσο όσο για να έχει όλη την αλήθεια.
«Για όλη την αλήθεια» είπε ο πωλητής, «το αντίτιμο είναι ότι ποτέ πια δεν θα
έχετε την ησυχία σας.»
Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη του ανθρώπου. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι το κόστος
θα ήταν τόσο υψηλό.
«Ευ- ευχαριστώ... Συγνώμη...» ψέλλισε.
Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα κοιτώντας το έδαφος.
Ένιωσε λίγο θλιμμένος όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένος για την
απόλυτη αλήθεια, ότι ακόμα χρειαζόταν ορισμένα ψέματα για να βρίσκει ανάπαυση,
ορισμένους μύθους και εξιδανικεύσεις για να καταφεύγει, ότι ήθελε κάποιες
δικαιολογίες για να μην αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό...
«Ίσως αργότερα» σκέφτηκε.
Μαύρη πόρτα
Ένας σοφός βασιλιάς είχε ως φίλο τον Πρώτο Υπουργό του, ο οποίος όμως
παρέδωσε στην γειτονική εχθρική χώρα πολύ σπουδαία μυστικά. Η τιμωρία ήταν ο
θάνατος, αλλά ο γέροντας βασιλιάς αγαπούσε τον φίλο του και του πρότεινε μέσα
στην αίθουσα όπου απέμενε τη δικαιοσύνη:
Μπορείς να διαλέξεις: θάνατος ή μαύρη πόρτα πίσω σου.
Ο υπουργός ρώτησε:
Τι είναι πίσω απ αυτή τη πόρτα;
Αυτό δεν το ξέρει κανείς. Όταν τη χώρα κυβερνούσε ο παππούς μου και ο πατέρας
μου πολλές φορές ο εγκληματίας είχε τη δυνατότητα να διαλέξει τη μαύρη πόρτα,
όμως ποτέ κανείς δεν την επέλεξε, όλη προτίμησαν τον θάνατο. Ακόμα κ εγώ δεν
ξέρω τι βρίσκεται πίσω απ αυτήν την πόρτα. Έχω το κλειδί, αλλά όταν ο πατέρας
μου ήταν ετοιμοθάνατος μου είπε: «Μπορώ ν ανοίξω την πόρτα, αλλά τότε πρέπει να
μπεις μέσα και εγώ θα κλείσω πίσω σου την πόρτα. Δεν πρέπει ποτέ ν ανοίξεις
αυτή την πόρτα».
Σου δίνω τη δυνατότητα να γνωρίζεις τι είναι πίσω από την πόρτα. Μπορείς να
διαλέξεις.
Ο πρώτος υπουργός μετά από πολύωρη σκέψη διάλεξε το θάνατο. Είπε:
Προτιμώ να πεθάνω. Φοβάμαι τη μαύρη πόρτα.
Ο πρώτος υπουργός εκτελέστηκε.
Η βασίλισσα ήταν πολύ περίεργη και άρχισε να επιμένει πως ο βασιλιάς πρέπει με
κάποιο τρόπο να γνωρίσει τι είναι πίσω από την πόρτα. Ο βασιλιάς χαμογέλασε και
είπε:
Εγώ ξέρω τι είναι πίσω από την πόρτα. Εκεί δεν υπάρχει κανένα δωμάτιο,
βγαίνεις έξω και είσαι ελεύθερος. Αυτή η πόρτα οδηγεί στην ελευθερία, και πολύ
λίγοι άνθρωποι διαλέγουν αυτή την πόρτα στον άγνωστο κόσμο. Ελευθερία σημαίνει
κίνηση προς το άγνωστο χωρίς να ξέρεις που πας, χωρίς να ξέρεις τι θα συμβεί την
επόμενη στιγμή.
Όσσο*
Όλα θα περάσουν
Μια φορά ένας έμπορας που ταξίδευε με τα εμπορεύματά του από πόλη σε πόλη είδε
έναν σκλάβο που δούλευε. Ο έμπορας ήταν καλός άνθρωπος και έδωσε στον σκλάβο
φαγητό και κρασί και τον ενθάρρυνε με καλά λόγια, ο σκλάβος είπε: «Όλα θα
περάσουν, θα περάσει κ αυτό».
Μετά από δυο χρόνια ο έμποράς ξανά περνούσε από εκείνα τα μέρη και ξανά
συνάντησε τον σκλάβο που τώρα ήταν βεζίρης. Εκείνος τον γνώρισε και τον κάλεσε
στο σπίτι. Ο έμπορας θαύμαζε την αλλαγή που έγινε. Ο πρώην σκλάβος έκανε πλούσια
δώρα στον έμπορα και επανέλαβε τα λόγια του.
Μετά από άλλα δυο χρόνια ο έμπορας μαζί με άλλους εμπόρους ήρθε στο παλάτι του
παντισάχ της χώρας για να τον ευχαριστήσει μετά από καλές πωλήσεις που είχε. Με
έκπληξη ο έμπορας είδε τον πρώην σκλάβο που έγινε παντισάχ. Ξαναμιλήσανε και ο
παντισάχ επανέλαβε τα λόγια του.
Την επόμενη φορά όταν ο έμπορας άκουσε πως ο παντισάχ πέθανε, πήγε να υποκλιθεί
στον τάφο του. Πάνω στην ταφόπλακα έγραφε «Όλα θα περάσουν». «Δυστυχώς αυτό δεν
πρόκειται να περάσει» με λύπη σκέφτηκε ο έμπορας.
Μετά από πολλά χρόνια όταν ο έμπορας γέρασε βρέθηκε στην πρωτεύουσα και πήγε στο
νεκροταφείο, αλλά δεν το βρήκε. Του εξήγησαν πως το παρέσυρε το ποτάμι στην
πλημμύρα που έγινε τρία χρόνια πριν. Και τότε ο έμπορας είπε «Ναι, πράγματι όλα
θα περάσουν».
Όσσο
Ο μυλωνάς και ο γάιδαρος
Μια φορά μέσα σε φιλικό κύκλο ένας ευγενής κύριος, που είχε τη φήμη το
παντογνώστη και καλού αφυγητή προσπαθούσε με ζήλο να αποδείξει πως σίγουρα είχε
ζήσει πριν σ αυτόν τον κόσμο.
Ένας από τους φίλους συνέχεια ειρωνευόταν ακούγοντας το διήγημα με δηκτικό ύφος
σχολιάζοντας τα ειπωμένα.
Εκνευρισμένος ο αφηγητής αποφάσισε να καταπείσει τον κοροϊδευτή του και με ύφος
δήλωσε:
Ως απόδειξη ότι έχω δίκαιο θα σου πω πως θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή εσύ ο
αμαθής ήσουν ένας απλός μυλωνάς.
Αυτά τα λόγια βεβαίως έθιξαν τον ειρών, αλλά εκείνος δεν ήταν απ αυτούς που
καταπίνουν την προσβολή.
Δε σε αμφισβητώ, έχεις δίκαιο, ακριβώς έτσι ήταν τα πράματα. Κι εγώ θυμάμαι
πως εκείνα τα χρόνια όταν εγώ ήμουν μυλωνάς εσύ ήσουν εκείνος ο γάιδαρος που
κουβαλούσε τα τσουβάλια με αλεύρι από το μύλο μου.
Μια φορά ο Νασρεντίν είχε δικαστική υπόθεση με
μια γυναίκα. Ο Νασρεντίν με μένος αρνιόταν τα πάντα. Στο τέλος ο δικαστής
ρώτησε:
Πες μου μόνο ένα πράγμα Νασρεντίν, κοιμήθηκες με αυτή τη γυναίκα;
Όχι! κύριε πρόεδρε, ούτε μάτι έκλεισα.
Το πιο φιλόστοργο παιδί
Μια εφημερίδα έκανε ένα διαγωνισμό για να βρει το πιο φιλόστοργο και γεμάτο
φροντίδα παιδί. Πολύς κόσμος έστειλε στην εφημερίδα διάφορα περιστατικά που
έδειχναν την στοργικότητα των παιδιών.
Τελικά κέρδισε έναν τετράχρονο αγόρι, ο γείτονας του οποίου ένας ηλικιωμένος
άντρας έχασε τη γυναίκα του.
Όταν το αγόρι είδε πως ο γέρος κάθεται στο παγκάκι της αυλής και κλαίει, τον
πλησίασε ανέβηκε πάνω στα γόνατά του και καθόταν εκεί. Και όταν η μαμά του
ρώτησε τι είπε στον γείτονα, το αγόρι είπε:
Τίποτα. Απλά τον βοηθούσα να κλαίει.
Ο γιος
Ο πατέρας ανέβασε τον πεντάχρονο γιο του πάνω στους ωμούς του και πήγε στην
αγορά. Βλέπει το παιδί κάτι που του αρέσει και λέει: «Αγόρασε αυτό, πατέρα».
Εκείνος αγοράζει. Μια φορά, δεύτερη, τρίτη. Είδε το παιδί έναν φίλο του και
ρωτάει:
Μήπως είδες τον πατέρα μου;
Ανόητε, είπε ο πατέρας του, κάθεσαι πάνω στους ώμους μου, εγώ αγοράζω για σένα
ότι θέλεις και εσύ ρωτάς το παιδάκι αν είδε τον πατέρα σου;
Έριξε τον γιο του από τους ώμους του. Πλησίασε ένας σκύλος και δάγκωσε το παιδί.
Ο Τρομερός Εχθρός
Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα βασίλειο μακρινό και απομονωμένο, ήταν ένας
βασιλιάς που του άρεσε πολύ η δύναμη της εξουσίας. Όμως, δεν μπορούσε να
ικανοποιήσει το πάθος του για εξουσία απλώς και μόνο κατέχοντας την. Είχε και
την ανάγκη να τον θαυμάζουν όλοι για τη δύναμη του. Έτσι, όπως η μητριά της
Χιονάτης που δεν της έφτανε μόνο να βλέπει την ομορφιά της, χρειαζόταν κι αυτός
να κοιτάζεται σ' έναν καθρέφτη που να του λέει πόσο δυνατός ήταν. Δεν είχε
μαγικούς καθρέφτες, αλλά ένα σωρό αυλικούς και υπηρέτες τους οποίους ρωτούσε αν
ήταν αυτός ο πιο δυνατός άνδρας του βασιλείου.
Απαράλλαχτα, όλοι του απαντούσαν:
«Μεγαλειότατε, είσαι πολύ δυνατός, αλλά ξέρεις ότι
ο μάγος έχει μια δύναμη που κανένας άλλος δεν κατέχει. Αυτός, γνωρίζει το
μέλλον».
Εκείνη την εποχή, αλχημιστές, φιλοσόφους, στοχαστές, ιερείς και αποκρυφιστές
τους αποκαλούσαν, γενικεύοντας, «μάγους».
Ο βασιλιάς ζήλευε πολύ το μάγο του βασιλείου, ο οποίος όχι μόνο είχε τη φήμη
ανθρώπου καλού και γενναιόδωρου, αλλά και αγαπητού στο λαό που τον θαύμαζε και
γιόρταζε που υπήρχε αυτός ο άνθρωπος και ζούσε εκεί.
Δεν έλεγαν τα ίδια και για τον βασιλιά.
Ίσως επειδή είχε ανάγκη να αποδεικνύει συνεχώς ότι αυτός κυβερνούσε, ο βασιλιάς
δεν ήταν ούτε δίκαιος ούτε αμερόληπτος, και ακόμα λιγότερο καλός και ευγενικός.
Μια μέρα, κουρασμένος να ακούει τον κόσμο να του λέει πόσο δυνατός και αγαπητός
ήταν ο μάγος, ή υποκινούμενος από αυτό το κράμα ζήλειας και φόβου που προκαλεί ο
φθόνος, ο βασιλιάς κατέστρωσε ένα σχέδιο: θα οργάνωνε μια μεγάλη γιορτή στην
οποία θα προσκαλούσε το μάγο. Μετά το δείπνο, θα ζητούσε την προσοχή όλων. Θα
καλούσε το μάγο στο κέντρο της αίθουσας και, μπροστά στους αυλικούς, θα τον
ρωτούσε αν ήταν αλήθεια ότι ήξερε να διαβάζει το μέλλον. Ο καλεσμένος θα είχε
δύο δυνατότητες: ή να πει όχι, διαψεύδοντας έτσι το θαυμασμό των υπολοίπων, ή να
πει ναι, επιβεβαιώνοντας την αιτία της φήμης του. Τότε, θα του ζητούσε να πει
ποια ημερομηνία επρόκειτο να πεθάνει ο μάγος του
βασιλείου. Αυτός θα έδινε μια απάντηση, μια οποιαδήποτε μέρα δεν είχε σημασία
ποια. Ο βασιλιάς σχεδίαζε να τραβήξει το σπαθί του και να τον σκοτώσει την ίδια
εκείνη στιγμή. Έτσι, θα κατάφερνε δύο πράγματα με ένα μόνο χτύπημα: το πρώτο, να
απαλλαγεί από τον εχθρό του για πάντα, το δεύτερο, να αποδείξει ότι ο μάγος δεν
είχε μπορέσει να δει το μέλλον, μιας και θα είχε κάνει λάθος στην πρόβλεψη του.
Σε μία μόνο νύχτα θα τελείωναν ο μάγος και ο μύθος των δυνάμεων του...
Οι προετοιμασίες ξεκίνησαν αμέσως, και πολύ γρήγορα έφτασε η μέρα της γιορτής.
Μετά από ένα μεγάλο δείπνο, ο βασιλιάς έφερε τον μάγο στο κέντρο και του μίλησε:
«Είναι αλήθεια ότι μπορείς να διαβάζεις το μέλλον;»
«Λίγο, είπε ο μάγος.»
«Και μπορείς να διαβάσεις και το δικό σου μέλλον;»
«Λίγο, είπε ο μάγος.»
«Τότε, θέλω να μου δώσεις μια απόδειξη» συνέχισε ο βασιλιάς. «Ποια μέρα θα
πεθάνεις; Ποια είναι η ημερομηνία του θανάτου σου;» Ο μάγος χαμογέλασε, τον
κοίταξε στα μάτια και δεν απάντησε.
«Τι έγινε μάγε;» είπε ο βασιλιάς χαμογελώντας. «Δεν το ξέρεις; Δεν είναι αλήθεια
ότι μπορείς να διαβάζεις το μέλλον;»
«Δεν είναι αυτό...» απάντησε ο μάγος, «αλλά αυτό που ξέρω δεν τολμώ να σου το
πω.»
«Τι σημαίνει δεν τολμάς;» είπε ο βασιλιάς. «Είμαι ανώτερος σου και σε διατάζω να
μου το πεις. Πρέπει να καταλάβεις ότι είναι πολύ σημαντικό για το βασίλειο να
ξέρουμε πότε θα χάσουμε τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες μας. Απάντησε μου
λοιπόν. Πότε θα πεθάνει ο μάγος του βασιλείου;»
Μετά από μια γεμάτη ένταση σιωπή, ο μάγος τον κοίταξε και είπε:
«Δεν μπορώ να σου πω ακριβώς την ημερομηνία, αλλά ξέρω ότι ο μάγος θα πεθάνει
ακριβώς μία μέρα πριν το βασιλιά.»
Για λίγες στιγμές, ο χρόνος πάγωσε. Ένας ψίθυρος απλώθηκε ανάμεσα στους
καλεσμένους.
Ο βασιλιάς πάντα έλεγε ότι δεν πίστευε ούτε σε μάγους ούτε σε προφητείες, αλλά
το σίγουρο είναι ότι δεν τόλμησε να σκοτώσει το μάγο. Αργά, ο άρχοντας κατέβασε
τα χέρια κι έμεινε σιωπηλός.
Οι σκέψεις στριμώχνονταν στο κεφάλι του. Συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει λάθος.
Το μίσος του είχε γίνει ο χειρότερος σύμβουλος.
«Μεγαλειότατε, χλόμιασες. Τι σου συμβαίνει; ρώτησε ο καλεσμένος.»
«Αισθάνομαι άσχημα» απάντησε ο μονάρχης. «Θα πάω στο δωμάτιο μου. Σε ευχαριστώ
που ήρθες...»
Και με μια αόριστη χειρονομία, στράφηκε σιωπηλός και κατευθύνθηκε προς τα
διαμερίσματα του.
Σκέφτηκε πως ο μάγος ήταν έξυπνος. Είχε δώσει την μοναδική απάντηση που μπορούσε
να αποτρέψει το θάνατο του.
’ραγε, να είχε μαντέψει το θάνατο του;
Η πρόβλεψη δεν μπορούσε να είναι αληθινή. Αλλά, κι αν ήταν; Ένιωθε μπερδεμένος
και ζαλισμένος...
Ο βασιλιάς επέστρεψε και είπε με βροντερή φωνή:
«Μάγε, είσαι διάσημος στο βασίλειο για τη σοφία σου. Σε παρακαλώ να περάσεις
αυτή τη νύχτα στο παλάτι, γιατί πρέπει να σε συμβουλευτώ το πρωί πριν πάρω
κάποιες βασιλικές αποφάσεις.»
«Μεγαλειότατε! Θα είναι μεγάλη μου τιμή...» είπε ο καλεσμένος υποκλινόμενος.
Ο βασιλιάς διέταξε τους προσωπικούς του φρουρούς να συνοδεύσουν το μάγο μέχρι τα
δωμάτια των καλεσμένων του παλατιού και να επιτηρούν την πόρτα του σιγουρεύοντας
ότι δεν θα του συνέβαινε τίποτα.
Εκείνη τη νύχτα ο βασιλιάς δεν μπόρεσε να αποκοιμηθεί. Ήταν πολύ ανήσυχος,
σκεφτόταν τι θα συνέβαινε αν του μάγου του 'χε κάτσει άσχημα το φαγητό, ή αν
πάθαινε κάποιο ατύχημα κατά τη διάρκεια της νύχτας, ή αν, απλώς, είχε έρθει η
ώρα του.
Πολύ νωρίς το πρωί, ο βασιλιάς χτύπησε την πόρτα του καλεσμένου του.
Ποτέ στη ζωή του δεν του 'χε περάσει η σκέψη να συμβουλευτεί κάποιον πριν πάρει
τις αποφάσεις του, αλλά αυτή τη φορά, αμέσως μόλις ο μάγος τον δέχτηκε, έκανε
μια ερώτηση, καθώς χρειαζόταν μια δικαιολογία.
Και ο μάγος, που ήταν σοφός, του έδωσε μια απάντηση σωστή, δημιουργική και
δίκαιη.
Ο βασιλιάς, σχεδόν χωρίς να ακούσει την απάντηση, επαίνεσε τον φιλοξενούμενο του
για την ευφυΐα του και του ζήτησε να κάτσει μια μέρα παραπάνω, υποτίθεται για να
τον «συμβουλευτεί» για κάποιο άλλο ζήτημα... (Προφανώς, ο βασιλιάς ήθελε μόνο να
είναι σίγουρος ότι δεν θα του συνέβαινε τίποτα.)
Ο μάγος, ο οποίος απολάμβανε την ελευθερία που μόνο οι φωτισμένοι κατακτούν,
δέχτηκε.
Από τότε και κάθε μέρα, το πρωί ή το βράδυ, ο βασιλιάς πήγαινε μέχρι τα δωμάτια
του μάγου για να τον συμβουλευτεί και να τον δεσμεύσει για μια νέα συμβουλή την
επόμενη μέρα.
Δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι ο βασιλιάς να αντιληφθεί ότι οι προτροπές του
καινούργιου του συμβούλου ήταν πάντα σωστές, και κατέληξε, σχεδόν χωρίς να το
καταλάβει, να τις υπολογίζει σε κάθε μια από τις αποφάσεις του.
Πέρασαν οι μήνες, και μετά τα χρόνια.
Και, όπως πάντα, κοντά σε αυτόν που ξέρει, μαθαίνει κι αυτός που δεν ξέρει.
Έτσι κι έγινε. Σιγά σιγά, ο βασιλιάς γινόταν όλο και πιο δίκαιος.
Δεν ήταν πια ούτε δεσποτικός ούτε αυταρχικός. Δεν είχε πια την ανάγκη να
αισθάνεται δυνατός, και μάλλον γι' αυτό δεν είχε και την ανάγκη να επιδεικνύει
τη δύναμη του.
’ρχισε να καταλαβαίνει ότι και η ταπεινοφροσύνη μπορούσε να έχει πλεονεκτήματα.
’ρχισε να κυβερνά με περισσότερη σοφία και γενναιοδωρία.
Έτσι έγινε, κι ο λαός του άρχισε να τον αγαπά όπως δεν τον είχε αγαπήσει ποτέ
πριν.
Ο βασιλιάς δεν πήγαινε πια να δει τον μάγο για να ρωτήσει για την υγεία του, μα
για να μάθει, να μοιραστεί μια απόφαση, ή απλώς για να κουβεντιάσει.
Ο βασιλιάς και ο μάγος κατέληξαν να γίνουν επιστήθιοι φίλοι.
Μέχρι που, μια μέρα, πάνω από τέσσερα χρόνια μετά από εκείνο το δείπνο, χωρίς να
υπάρξει κανένα κίνητρο, ο βασιλιάς θυμήθηκε.
Θυμήθηκε πως αυτός ο άνθρωπος, που τώρα θεωρούσε τον καλύτερο του φίλο, είχε
υπάρξει μισητός εχθρός του.
Θυμήθηκε το σχέδιο που είχε οργανώσει για να τον σκοτώσει.
Και συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να κρατάει αυτό το μυστικό
χωρίς να αισθάνεται υποκριτής.
Ο βασιλιάς μάζεψε το κουράγιο του και πήγε μέχρι το δωμάτιο του μάγου. Χτύπησε
την πόρτα και, μόλις μπήκε, είπε:
«Αδελφέ μου, έχω κάτι να σου πω που μου βαραίνει το στήθος.»
«Μίλα» είπε ο μάγος, «αλάφρωσε την καρδιά σου.»
«Τη νύχτα που σε κάλεσα σε δείπνο και σε ρώτησα για το θάνατο σου, δεν ήθελα να
μάθω τίποτα για το μέλλον σου. Σχεδίαζα να σε σκοτώσω ό, τι κι αν μου
απαντούσες. Ήθελα ο απρόσμενος θάνατος σου να απομυθοποιούσε τη φήμη σου ως
μάντη. Σε μισούσα γιατί όλοι σε αγαπούσαν... Ντρέπομαι τόσο...»
Ο βασιλιάς εισέπνευσε βαθιά και συνέχισε: «Εκείνη τη νύχτα δεν τόλμησα να σε
σκοτώσω, και τώρα που είμαστε φίλοι παραπάνω από φίλοι αδελφοί, με
τρομοκρατεί η σκέψη όλων όσα θα είχα χάσει αν το είχα κάνει. Σήμερα αισθάνομαι
ότι δεν μπορώ να συνεχίσω να σου κρύβω την ντροπή μου. Είχα ανάγκη να σου τα πω
όλα αυτά για να με συγχωρήσεις ή να με απορρίψεις, αλλά χωρίς απάτες.»
Ο μάγος τον κοίταξε και του είπε:
«’ργησες πολύ μέχρι να μπορέσεις να μου το πεις. Αλλά, όπως και να 'χει,
χαίρομαι που το έκανες... Αυτό θα μου επιτρέψει να σου πω ότι το ήξερα ήδη. Όταν
μου έκανες εκείνη την ερώτηση και χάιδεψες με το χέρι σου τη λαβή του σπαθιού
σου, ήταν τόσο ξεκάθαρη η πρόθεση σου, που δεν χρειαζόταν να είμαι μάντης για να
καταλάβω τι σκεφτόσουν να κάνεις.»
Ο μάγος χαμογέλασε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του βασιλιά.
«Σαν δίκαιη ανταμοιβή για την ειλικρίνεια σου, οφείλω να σου πω ότι κι εγώ σου
είπα ψέματα. Σου ομολογώ ότι επινόησα αυτήν την παράλογη ιστορία για τον θάνατο
μου πριν απ' τον δικό σου, για να σου δώσω ένα μάθημα. Ένα μάθημα που δεν είχες
μπορέσει να μάθεις μέχρι σήμερα. Ίσως να είναι το πιο σημαντικό απ' όσα σου έχω
διδάξει.
«Πορευόμαστε στη ζωή απορρίπτοντας με βδελυγμία χαρακτηριστικά των άλλων, ή
ακόμα και δικά μας, που θεωρούμε ευτελή, απειλητικά ή άχρηστα... Όμως, αν
καθόμασταν λίγο να το σκεφτούμε, θα καταλαβαίναμε πόσο δύσκολο θα μας ήταν να
ζήσουμε χωρίς αυτά που πολλές φορές περιφρονούμε.
«0 θάνατος σου, αγαπημένε μου φίλε, θα έρθει ακριβώς την ημέρα του θανάτου σου,
κι ούτε ένα λεπτό νωρίτερα. Είναι σημαντικό να ξέρεις ότι εγώ είμαι γέρος, και η
δική μου μέρα μάλλον πλησιάζει. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκέφτεσαι ότι η
δική σου αποχώρηση θα πρέπει να είναι δεμένη με τη δική μου. Είναι οι ζωές μας
που συνδέθηκαν, όχι οι θάνατοι μας.»
Ο βασιλιάς και ο μάγος αγκαλιάστηκαν και γιόρτασαν πίνοντας στην εμπιστοσύνη που
τους ενέπνεε εκείνη η σχέση που είχαν χτίσει μαζί.
Ο μύθος λέει πως, ανεξήγητα,
την ίδια εκείνη νύχτα,
ο μάγος...πέθανε στον ύπνο του.
Ο βασιλιάς έμαθε την κακή είδηση την επόμενη μέρα και αισθάνθηκε
εγκαταλελειμμένος. Δεν αγωνιούσε στη τη σκέψη του δικού του θανάτου, καθώς είχε
μάθει από το μάγο να ζει απελευθερωμένος από την ιδέα της παραμονής του σε
τούτον εδώ τον κόσμο.
Ήταν θλιμμένος για το θάνατο του φίλου του. Εξαιτίας ποιας παράξενης σύμπτωσης
είχε μπορέσει ο βασιλιάς να μιλήσει στο μάγο γι' αυτό το θέμα, ακριβώς τη νύχτα
του θανάτου του;
Είναι πιθανό, με τρόπο ανεξήγητο, ο μάγος να είχε επηρεάσει τις καταστάσεις ώστε
ο βασιλιάς να μπορέσει να του εξομολογηθεί το μυστικό του και να απελευθερωθεί
από το φόβο του να πεθάνει την επόμενη μέρα.
Ήταν μια τελευταία πράξη αγάπης για να τον λυτρώσει από τους αλλοτινούς του
φόβους...
Λένε πως ο βασιλιάς σηκώθηκε κι έσκαψε με τα ίδια του τα χέρια έναν τάφο για τον
φίλο του στον κήπο, κάτω απ' το παράθυρο του.
Έθαψε εκεί το σώμα του, και την υπόλοιπη μέρα την πέρασε δίπλα στο βουναλάκι με
το χώμα, να κλαίει όπως κλαίμε μόνο τους πολύ αγαπημένους μας που χάθηκαν.
Και, μόλις έπεσε η νύχτα, ο βασιλιάς επέστρεψε στο δωμάτιο του.
Λέει ο μύθος πως την ίδια εκείνη νύχτα, είκοσι τέσσερις ώρες μετά το θάνατο του
μάγου, ο βασιλιάς πέθανε στο κρεβάτι του ενώ κοιμόταν...
Ίσως ήταν σύμπτωση...
Ίσως ήταν ο πόνος...
Ίσως για να επιβεβαιώσει την τελευταία διδαχή του δασκάλου του.
Γιάννης Κουτσοπόδης
(... ή η τέχνη να εξισώνεις προς τα κάτω)
Ο Γιάννης Κουτσοπόδης ήταν ένας άντρας που εργαζόταν ως ξυλοκόπος.
Μια μέρα, ο Γιάννης αγόρασε ένα ηλεκτρικό πριόνι πιστεύοντας ότι θα τον
διευκόλυνε πολύ στη δουλειά.
Η ιδέα του θα ήταν πολύ επιτυχημένη, αν είχε προνοήσει να μάθει πρώτα να
χειρίζεται το πριόνι αλλά δεν το έκανε.
Ένα πρωί, ενώ δούλευε στο δάσος, το ουρλιαχτό ενός λύκου έκανε τον ξυλοκόπο να
χάσει την συγκέντρωση του... Το ηλεκτρικό πριόνι τού γλίστρησε από τα χέρια, και
ο Γιάννης τραυματίστηκε σοβαρά στα δυο του πόδια.
Τίποτα δεν μπόρεσαν να κάνουν οι γιατροί για να τα σώσουν, κι έτσι ο Γιάννης
Κουτσοπόδης σαν θύμα της προφητικής μοίρας που έφερε τ' όνομα του, έμεινε
ακρωτηριασμένος πάνω σε μια αναπηρική πολυθρόνα για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο Γιάννης έπεσε σε κατάθλιψη για πολλούς μήνες
εξαιτίας του ατυχήματος. Μετά από ένα χρόνο, φάνηκε ότι λίγο λίγο άρχιζε να
καλυτερεύει.
Ωστόσο, κάτι συνωμότησε ενάντια στην ψυχική του ανάρρωση και, ξαφνικά, ξανάπεσε
στη βαθιά και απύθμενη κατάθλιψη.
Οι γιατροί τον έστειλαν στον ψυχίατρο.
Ο Γιάννης Κουτσοπόδης, αφού αντιστάθηκε λίγο, πήγε να επισκεφθεί έναν ειδικό.
Ο ψυχίατρος ήταν ευχάριστος και ήρεμος. Ο Γιάννης ένιωσε αμέσως εμπιστοσύνη και
του διηγήθηκε εν συντομία τα γεγονότα που τον είχαν οδηγήσει σε αυτήν την
ψυχολογική κατάσταση.
Ο ψυχίατρος του είπε πως καταλάβαινε την κατάθλιψη του. Η απώλεια των ποδιών
ήταν, πράγματι, μια αιτία που δικαιολογούσε την αγωνία του.
«Δεν είναι αυτό, γιατρέ» είπε ο Γιάννης. «Η κατάθλιψη μου δεν έχει να κάνει με
την απώλεια των ποδιών μου. Δεν είναι η αναπηρία που με ενοχλεί πιο πολύ. Αυτό
που με πονάει περισσότερο είναι η αλλαγή στη σχέση μου με τους φίλους μου.»
Ο ψυχίατρος άνοιξε τα μάτια κι έμεινε να τον κοιτάζει περιμένοντας εξηγήσεις.
«Πριν το ατύχημα, οι φίλοι μου έρχονταν κάθε Παρασκευή να με βρουν για να πάμε
για χορό. Μια-δυο φορές τη βδομάδα μαζευόμασταν για να βουτήξουμε στο ποτάμι και
να παραβγούμε στο κολύμπι. Μέχρι λίγες μέρες πριν από την εγχείρηση μου,
πηγαίναμε τις Κυριακές για τρέξιμο δίπλα στη θάλασσα. Ωστόσο, φαίνεται πως
εξαιτίας αυτού του ατυχήματος, όχι μόνο έχασα τα
πόδια μου, αλλά και οι φίλοι μου έχασαν την όρεξη τους να μοιράζονται πράγματα
μαζί μου. Κανένας τους δεν με έχει ξανακαλέσει από τότε, πουθενά.
Ο ψυχίατρος τον κοίταξε και χαμογέλασε.
Του ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι ο Γιάννης Κουτσοπόδης δεν καταλάβαινε πόσο
παράλογος ήταν ο συλλογισμός του...
Ωστόσο, ο ψυχίατρος αποφάσισε να του μιλήσει ανοιχτά για την περίπτωση του.
Αυτός ήξερε καλύτερα απ' όλους ότι το μυαλό κρύβει ειδικούς μηχανισμούς που
μπορεί να καταστήσουν κάποιον άνθρωπο εντελώς ανίκανο να αντιληφθεί τα προφανή
και αυτονόητα.
Ο ψυχίατρος εξήγησε στον Γιάννη Κουτσοπόδη ότι οι φίλοι του δεν τον απέφευγαν
επειδή δεν τον αγαπούσαν ή επειδή τον απέρριπταν. Αν και ήταν οδυνηρό, το
ατύχημα είχε αλλάξει την πραγματικότητα. Είτε του άρεσε είτε όχι, δεν ήταν πια ο
ιδανικός σύντροφος για όσα μοιράζονταν πριν.
«Μα, γιατρέ» τον διέκοψε ο Γιάννης Κουτσοπόδης, «εγώ ξέρω ότι μπορώ να
κολυμπήσω, να τρέξω, ακόμα και να χορέψω. Ευτυχώς, έχω μάθει να χειρίζομαι
άριστα την αναπηρική μου καρέκλα και τίποτ' απ' αυτά δεν μου είναι εμπόδιο.»
Ο γιατρός τον ηρέμησε και συνέχισε να του εξηγεί. Οπωσδήποτε, δεν είχε τίποτα
εναντίον στο να συνεχίσει να κάνει τα ίδια πράγματα αντιθέτως, ήταν πολύ
σημαντικό να μην τα παρατήσει. Απλώς, ήταν δύσκολο να συνεχίσει να προσπαθεί να
τα μοιραστεί με τους παλιούς του φίλους.
Ο ψυχίατρος εξήγησε στον Γιάννη ότι, στην πραγματικότητα, μπορούσε να
κολυμπήσει, αλλά θα έπρεπε να συναγωνιστεί αυτούς που είχαν την ίδια δυσκολία με
τον ίδιο... Ότι μπορούσε να πάει για χορό, αλλά σε κάποια λέσχη με άλλους που
επίσης δεν θα είχαν πόδια... Μπορούσε να προπονείται δίπλα στη θάλασσα, αλλά θα
έπρεπε να μάθει να το κάνει με άλλους ανάπηρους.
Ο Γιάννης έπρεπε να καταλάβει ότι οι φίλοι του δεν θα ήταν πια μαζί του όπως
πριν, γιατί τώρα οι συνθήκες μεταξύ τους ήταν πολύ διαφορετικές... Δεν ήταν πια
όμοιοι.
Για να μπορέσει να κάνει αυτά που επιθυμούσε και άλλα περισσότερα, θα ήταν
καλύτερα να συνηθίσει να τα κάνει με τους ομοίους του. Θα έπρεπε, λοιπόν, να
αφιερωθεί στο να δημιουργήσει νέες σχέσεις με ανθρώπους σαν κι αυτόν.
Ο Γιάννης αισθάνθηκε σαν να τραβήχτηκε ένα πέπλο μέσα στο μυαλό του, κι αυτή η
αίσθηση τον γαλήνεψε.
«Είναι δύσκολο να σας εξηγήσω πόσο ευγνώμων σας είμαι για τη βοήθεια σας,
γιατρέ» είπε ο Γιάννης. «Με έφεραν εδώ οι φίλοι σας σχεδόν με το ζόρι, αλλά τώρα
βλέπω πως είχαν δίκιο. Κατάλαβα το μήνυμα σας και σας βεβαιώνω πως θα ακολουθήσω
τις συμβουλές σας, γιατρέ. Ευχαριστώ πολύ, η επίσκεψη μου εδώ ήταν πραγματικά
πολύ χρήσιμη.
«Νέες σχέσεις με ανθρώπους σαν κι εμένα» επαναλάμβανε ο Γιάννης για να μην το
ξεχάσει.
Και τότε, ο Γιάννης Κουτσοπόδης βγήκε από το ιατρείο και γύρισε σπίτι του...
Έβαλε μπρος το ηλεκτρικό του πριόνι...
Σχεδίαζε να κόψει τα πόδια όλων των φίλων του, κι έτσι να «δημιουργήσει»
κάποιους σαν κι αυτόν.
Ο άπληστος
Σκάβοντας για να ανεβάσω ένα φράχτη που θα χώριζε το οικόπεδο μου από των
γειτόνων μου, βρήκα θαμμένο στον κήπο ένα παλιό μπαούλο γεμάτο χρυσά νομίσματα.
Εμένα δεν μου κίνησε το ενδιαφέρον ο πλούτος, αλλά το παράδοξο του ευρήματος.
Ποτέ δεν υπήρξα φιλοχρήματος, ούτε και νοιάζομαι πολύ για τα ακριβά πράγματα...
Αφού ξέθαψα το μπαούλο, έβγαλα τα νομίσματα και τα γυάλισα. Ήταν τόσο βρόμικα
και σκουριασμένα τα καημένα!
Καθώς τα τακτοποιούσα σε στοίβες πάνω στο τραπέζι μου, άρχισα να τα μετράω...
Μαζευόταν μια αληθινή περιουσία.
Μόνο αφού πέρασε καιρός άρχισα να φαντάζομαι όλα τα πράγματα που θα μπορούσα να
αγοράσω με αυτά...
Σκεφτόμουν πόσο χαρούμενος θα ήταν ένας άπληστος που θα έπεφτε πάνω σε έναν
σημαντικής αξίας θησαυρό...
Ευτυχώς...
Ευτυχώς δεν ήμουν τέτοια περίπτωση...
Σήμερα ήρθε ένας κύριος να διεκδικήσει τα νομίσματα.
Ήταν ο γείτονας μου.
Προσπαθούσε να με πείσει, ο άθλιος, πως τα νομίσματα τα είχε θάψει ο παππούς του
και πως γι' αυτό του ανήκαν.
Εκνευρίστηκα τόσο...
...που τον σκότωσα!
Αν δεν τον είχα δει να ζητάει τόσο απελπισμένα
να τα αποκτήσει θα του τα είχα δώσει γιατί,
αν υπάρχει κάτι που δεν με ενδιαφέρει,
είναι τα πράγματα που αποκτώνται με λεφτά...
Αλλά, το δίχως άλλο,
δεν αντέχω τους άπληστους ανθρώπους...
Τα ραδίκια
Ένας άνθρωπος πολύ καμάρωνε για το γκαζόν του κήπου του. Όμως μια φορά είδε πως
στο ξάνοιγμά του εμφανίστηκαν μερικά ραδίκια. Ο άνθρωπος προσπάθησε να τα
ξεριζώσει, όμως τα ραδίκια συνέχιζαν να φυτρώνουν και δεν εξαφανίζονταν με
τίποτα.
Τελικά έστειλε μια επιστολή στο υπουργείο αγροτικής ανάπτυξης, όπου περίγραψε
όλους του μεθόδους που εφάρμοσε για να καταπολεμήσει τα ζιζάνια. Το γράμμα του
τελείωνε με μια ερώτηση: «Έχω δοκιμάσει τα πάντα. Παρακαλώ, συμβουλέψτε μου
κάτι» ;
Σε λίγο πήρε την απάντηση όπου έγραφε: «Σας προτείνουμε να τις αγαπήσετε».
Ο Θεός δεν είναι εδώ
Μια γυναίκα ήταν θρησκευόμενη, είχε πολλές προκαταλήψεις και πάρα πολύ
αγαπούσε τον Κύριο. Κάθε πρωί πήγαινε στην εκκλησία. Στον δρόμο συναντούσε
παιδιά που έκλαιγαν, ζητιάνους με απλωμένο χέρι, αυτή όμως ήταν τόσο βυθισμένη
στην προσευχή της, ώστε δεν έβλεπε τίποτα.
Μια φορά όπως πάντα έφτασε στην εκκλησία πριν την λειτουργία. Η γυναίκα έσπρωξε
την πόρτα, αλλά εκείνη δεν άνοιξε. Την έσπρωξε με όλες της της δυνάμεις, αλλά η
πόρτα ήταν κλειστή.
Στενοχωρημένη πως για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια είναι αναγκασμένη να
απουσιάζει από την πρωινή λειτουργία η γυναίκα έκανε πίσω ένα βήμα και είδε ένα
χαρτάκι κολλημένο στην πόρτα.
Εκεί έγραφε: «Εγώ δεν είμαι εδώ!»
Η μοναδική ερώτηση
Να δεχθείτε τον εαυτό σας έτσι όπως είστε και δε θα υπάρχει φόβος. Μην σκέφτεστε
με έννοιες «πρέπει», «δεν πρέπει» και δε θα γνωρίζετε τον φόβο. Να είστε
αληθινός, να πιστεύετε στην πραγματικότητα, μην εναντιώνεστε με αυτό που ήρθε.
Αν είναι το σεξ, να το δεχτείτε, εάν είναι η οργή, δηλώστε την. Μην προσπαθείτε
να δημιουργείτε το αντίθετο: «Εγώ θύμωσα, είναι κακό, δεν πρέπει να θυμώσω,
πρέπει να συγχωρώ. Είμαι ερωτιάρης, αυτό δεν είναι σωστό, πρέπει να είμαι
παρθένος». Μην δημιουργείτε την αντίθεση, τότε δημιουργείτε μάσκα. Ο θυμός θα
μείνει και η συγχώρεση θα είναι ψεύτικη, το σεξ θα μείνει, απλά θα μπει πολύ
βαθειά στο υποσυνείδητο ενώ το πρόσωπό σας θα έχει το προσωπείο του υποκριτή.
Ένας επιστήμονας προσπαθούσε να βρει τον τρόπο για να κάνει διαμάντια. Δούλευε
πάρα πολύ και ήταν κοντά στη λύση, όμως υπήρχε ένα μυστικό που δεν μπορούσε να
το αποκαλύψει. Εάν θα έλυνε αυτό το πρόβλημα θα ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος του
κόσμου. Μέρες και νύχτες έψαχνε τη λύση όμως μάταια. Τότε ένας φίλος του του
είπε:
Τζάμπα χαραμίζεις το χρόνο και τη ζωή σου. Έχω ακούσει πως στο Θιβέτ ζει μια
σοφή γυναίκα που ξέρει την λύση. Πήγαινε και βρες την, θα απαντήσει στην ερώτησή
σου.
Ο επιστήμονας έφυγε για το Θιβέτ και το δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι του
κράτησε μερικά χρόνια ως που έφτασε στο σπίτι αυτής της σοφής γυναίκας. Ήταν
νωρίς το πρωί όταν ο επιστήμονας χτύπησε την πόρτα και η γυναίκα την άνοιξε.
Ήταν πολύ όμορφη! Πότε δεν είδε τέτοια ωραία γυναίκα. Εκείνη είπε:
Καλωσορίσατε! Λοιπόν, ο σύζυγός μου δεν είναι σπίτι και υπάρχει ένας κανόνας,
μπορείτε να κάνετε μόνο μια ερώτηση και θα πάρετε την σωστή απάντηση. Να
θυμάστε, μόνο μια ερώτηση.
Και ο επιστήμονας ξεστόμισε:
Πότε επιστρέφει ο σύζυγός σας;
Ήταν εκείνη η μοναδική ερώτηση που πράγματι ήθελε να κάνει. Κάπου βαθειά στο
υποσυνείδητο το σεξ ήταν το πρόβλημα. Η βαριά δουλειά με τα διαμάντια, η
αναζήτηση του μυστικού είχαν δευτερεύουσα σημασία, ήταν αντιπερισπασμός. Βαθειά
στο ασυνείδητο, παρ όλο που δεν το κατανοούσε ο επιστήμονας σκεφτόταν: «Όταν θα
είμαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου, οι πιο όμορφες γυναίκες θα είναι δικές
μου».
Όσσο
Ο φωτισμένος Δάσκαλος σουφί Τζουνάϊντ μια
φορά έκανε κάποια χειρονακτική δουλειά μαζί με έναν νεαρό που δε γνώριζε τον
Δάσκαλο. Ο Τζουνάϊντ ζούσε μια πολύ συνηθισμένη ζωή και κανένας δεν ήξερε πως
είναι φωτισμένος.
Ο νεαρός που δούλευε με τον Δάσκαλο συνέχεια έκανε επίδειξη γνώσεων και ότι και
να έκανε και έλεγε ο Τζουνάϊντ εκείνος διαφονούσε:
Όχι, λάθος! Αυτό δεν το κάνουν έτσι, καλύτερα να το κάνεις
.
Τελικά ο Τζουνάϊντα χαμογέλασε και είπε:
Νεαρέ μου, εγώ δεν είμαι και τόσο νέος για να ξερώ τόσα πολλά.
Ο Μόζες Μοντεφιόρε (1784-1885), Εβραίος μεγαλοεπιχειρηματίας και για ένα διάστημα αρχιδικαστής του Λονδίνου, καθόταν σε κάποιο δείπνο δίπλα σε έναν γνωστό αντισημίτη. Αυτός δεν κρατήθηκε και τον τσί-γκλισε: «Το ξέρετε πως πρόσφατα γύρισα από ένα ταξίδι στην Ιαπωνία; Η Ιαπωνία είναι μια χώρα χωρίς γου¬ρούνια και χωρίς Εβραίους». Η απάντηση του Μοντεφιόρε ήρθε ακαριαία: «Τότε πρέπει να πάμε μαζί εκεί, ώστε η Ιαπωνία ν' αποκτήσει κάτι κι από τα δυο».
Ο εφευρέτης Τόμας Έντισον (1847-1931) μισούσε τα επίσημα δείπνα. Σε κάποιον οικοδεσπότη που τον ρώ¬τησε, με τι ασχολείται αυτή τη στιγμή του απάντησε: «Με την αποχώρηση μου από εδώ».
Επειδή τα πουλιά κατέτρωγαν τη σοδειά, ο Μάο τσε Τουνγκ (1893-1976) διέταξε, να σκοτώνουν κάθε πουλί που πλησίαζε σε κάποιο χωράφι. Έτσι τα έντομα πολλαπλασιάστηκαν ανενόχλητα, έγιναν η μεγαλύτερη μάστιγα όλων των εποχών, και η Κίνα υπέφερε από έναν καταστροφικό λιμό.
Στην Αγία Πετρούπολη συζητούσε κάποτε ο Μπίσμαρκ (1815-1898) με μια κυρία και της έκανε τα συνήθη κο¬μπλιμέντα, που όμως εκείνη τα απέκρουε με αποφασιστικότητα: «Εσάς τους διπλωμάτες δεν μπορεί κανείς να σας εμπιστευτεί. Όταν ένας διπλωμάτης λέει ναι, εννοεί ίσως. Όταν λέει ίσως, εννοεί όχι, κι όταν λέει όχι... τότε δεν είναι διπλωμάτης». Ο Μπίσμαρκ της αντέτεινε χαμογελώντας: «Έχετε δίκιο. Αλλά με τις γυναίκες ισχύει το αντίθετο. Όταν μια κυρία λέει όχι, εννοεί ίσως. Όταν λέει ίσως, τότε εννοεί ναι. Κι όταν λέει ναι... τότε δεν είναι κυρία».
Ρωτήσανε κάποτε τον σύζυγο της Μάργκαρετ Θάτσερ (γεν. 1925), Ντένις, ποιος από τους δύο φορούσε τα πα¬ντελόνια στο σπίτι, αυτός ή η, γνωστή ως σιδηρά κυρία, πρωθυπουργός. «Ασφαλώς και φοράω εγώ τα παντελό¬νια» απάντησε, «κι επίσης τα πλένω και τα σιδερώνω».
Η Μαρία Αντουανέτα (1755-1793), με τον σύζυγο της, τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ', περνούσε μέσα στην αμα¬ξά της από μια μικρή πόλη. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν βγει στο δρόμο και την επευφημούσαν. «Αχ, τι θαυμάσι¬οι είναι οι άνθρωποι, όταν τους επισκεπτόμαστε εμείς» είπε η βασίλισσα, «και τι φριχτοί, όταν μας επισκέπτο¬νται αυτοί».
Ρωτήσανε κάποτε τον σύζυγο της Μάργκαρετ Θάτσερ (γεν. 1925), Ντένις, ποιος από τους δύο φορούσε τα πα¬ντελόνια στο σπίτι, αυτός ή η, γνωστή ως σιδηρά κυρία, πρωθυπουργός. «Ασφαλώς και φοράω εγώ τα παντελό¬νια» απάντησε, «κι επίσης τα πλένω και τα σιδερώνω».
Ένας σατιρικός της Φλωρεντίας κρέμασε δημόσια ένα χλευαστικό ποίημα, που εξέθετε έναν εξέχοντα και φαύλο συμπολίτη του. Αυτός παραπονέθηκε στον δούκα Κόζιμο των Μεδίκων (1389-1464), και του ζήτησε να αποδοθεί δικαιοσύνη. «Αυτό έχει ήδη γίνει» χαμογέλασε ο δούκας.
Για τον Γάλλο πολιτικό Μιραμπώ (1749-1791), από τους πρωταγωνιστές της Γαλλικής Επανάστασης, ο αντίπα¬λος του Ριβαρόλ είχε πολύ κακή γνώμη: «Ο Μιραμπώ είναι ικανός να κάνει τα πάντα για τα λεφτά, ακόμα και μια καλή πράξη».
Στην ερώτηση, τι είδους άνθρωπος είναι ο πλέον αξιολύπητος, ο Βενιαμίν Φραγκλίνος (1706-1790) απάντησε: «Ένας άνθρωπος μόνος μέσα στο σπίτι, έξω βρέχει, ξέρει γράμματα, αλλά δεν ξέρει να διαβάζει».
Ο Γιοχάνες Παρέντι (γύρω στο 1230) ήταν ο διάδοχος του Φραγκίσκου της Ασίζης στην ηγεσία του Τάγματος των Φραγκισκανών. Προτού αρχίσει την θρησκευτική του ζωή, εργαζόταν ως δικηγόρος. Κάποια μέρα που έκανε τον περίπατο του, άκουσε έναν χοιροβοσκό να φωνάζει: «Εμπρός τρεχάτε στο στάβλο, γουρούνια, και τρεχάτε γρήγορα, όσο γρήγορα πάνε οι δικηγόροι στην κόλαση». Αυτό έβαλε τον Παρέντι σε σκέψεις, και τον έκανε να εγκαταλείψει το δικηγορικό επάγγελμα».
Ο Μάο τσε Τουνγκ (1893-1976) έλεγε συχνά στους φιλοξενουμένους του: «Οι προγονοί μας ήσαν αρκετά έξυπνοι για να ανακαλύψουν το χαρτί, και πολύ σοφοί, να μη φτιάξουν μ' αυτό εφημερίδες. Επίσης ανακάλυψαν το μπαρούτι, το χρησιμοποίησαν όμως μόνο στα πυροτεχνήματα. Εντέλει επινόησαν την πυξίδα, κι είχαν αρκετή προνοητικότητα να μην ανακαλύψουν την Αμερική».
«Οι Δέκα Εντολές του Θεού είναι τόσο απλές, σαφείς και χωρίς κανένα κενό που να επιδέχεται παρερμη¬νεία» δήλωσε κάποτε ο Αντενάουερ (1876-1967), «επειδή δεν αποφασίστηκαν σε κάποιο συνέδριο».
Σ' ένα σιδηροδρομικό ταξίδι γλίστρησε από το πόδι του Γκάντι (1869-1948) το ένα του παπούτσι κι έπεσε στις γραμμές. Ατάραχος ο Γκάντι έβγαλε αμέσως και το άλλο παπούτσι και το πέταξε: «Έτσι ο φουκαράς που θα το βρει, να 'χει και τα δυο να φορέσει».
Ο Ερρίκος Δ' της Γαλλίας (1553-1610) ερωτεύτηκε μια νεαρή γυναίκα. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό την ρώτησε, πώς θα μπορούσε να φτάσει στην κρεβατοκάμαρα της. Και η νεαρή κυρία: «Μέσω της εκκλησίας».
Όταν εξαιτίας της κακής οικονομικής κατάστασης της Γαλλίας ανεστάλησαν οι πληρωμές των αυλικών τρα¬γουδιστών της όπερας, έξαλλοι αυτοί απευθύνθηκαν στον βασιλιά. Ο Λουδοβίκος ΙΕ' (1710-1774) έμεινε αμετακίνητος: «Κύριοι, πρώτα θα πληρωθούν αυτοί που κλαίνε, και κατόπιν αυτοί που τραγουδούν».
Ο ζωγράφος Μαξ Λίμπερμαν (1847-1935) εξαιτίας της εβραϊκής καταγωγής του αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τα φωτά της δημοσιότητας. Από το παράθυρο του σπιτιού του στο Βερολίνο παρακολουθούσε μια λαμπαδηδρομία των Ναζί. Σχολίασε τότε την πολιτική κατάσταση λέγοντας: «Αυτά που θέλω να ξεράσω είναι περισσότερα απ' όσα μπορώ καν να φάω».
Ο Παράκελσος (1493-1541) ήταν ένας εξαιρετικός γιατρός και το 1527 δίδασκε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Ξεκίνησε την καριέρα του καίγοντας δημόσια τα κείμενα του Γαληνού, που ήταν την εποχή εκείνη κάτι σαν ευαγγέλια της ιατρικής. Κατόπιν ανακοίνωσε την σημαντικότερη άποψη της διδασκαλίας του: Οι ασθένειες γιατρεύονται από μόνες τους τα φάρμακα δεν είναι πάντα απαραίτητα. Τι επακολούθησε; Εξαγριωμένοι φαρμακοποιοί -φοβούμενοι για τα εισοδήματα τους-τον έδιωξαν από την πόλη.
Ένα πρωί η γυναίκα του Μπισμαρκ (1815-1898) τον ρώτησε γιατί δείχνει τόσο χάλια. Ο Μπίσμαρκ της είπε: «Ολόκληρη τη νύχτα μισούσα».
Ο Λουδοβίκος ΙΔ' (1638-1715) πίστευε διαρκώς ότι χρειάζεται γιατρό. Ο βασιλιάς ρώτησε κάποτε με πε¬ριέργεια τον Μολιέρο, τι κάνει αυτός με τον γιατρό του. «Μεγαλειότατε» του εξήγησε ο συγγραφέας, «όταν είμαι άρρωστος, καλώ αμέσως το γιατρό μου, αυτός με εξετάζει, συζητάμε, μου γράφει κάποια φάρμακα, εγώ δεν τα παίρνω και μετά είμαι πάλι υγιής».
Τις διαλέξεις που έδινε ο Αϊνστάιν (1879-1955) τις παρακολουθούσε κι ο οδηγός του. Ταξιδεύοντας για κά¬ποια διάλεξη, ο οδηγός λέει στον Αϊνστάιν, πως έχει ακούσει τη διάλεξη του τόσο πολλές φορές, που θα μπορούσε να την δώσει κι αυτός. Γελαστά ο Αϊνστάιν του πρότεινε να αλλάξουν θέσεις. Ο Αϊνστάιν κάθισε με τη στολή του οδηγού στην αίθουσα, κι ο οδηγός έδωσε τη διάλεξη, χωρίς να κάνει το παραμικρό λάθος. Στο τέλος κάποιος ακροατής υπέβαλε μια δύσκολη ερώτηση για την θεωρία της σχετικότητας. Ο οδηγός του Αϊνστάιν του είπε: «Λοιπόν, η απάντηση στο ερώτημα σας είναι τόσο απλή, που νομίζω, ότι μπορεί να σας την δώσει ακόμα κι ο οδηγός μου, που κάθεται εκεί στο ακροατήριο...»
Ο μεγαλύτερος λόγος Αμερικανού προέδρου κατά την ανάληψη των καθηκόντων του ήταν του Γουίλιαμ Χένρυ Χάρισον (1773-1841). Στις 4 Μαρτίου 1841, μέσα στην παγωνιά και τον αέρα εκφώνησε, μπροστά σ' ένα κοινό που τουρτούριζε, έναν δίωρο λόγο, στον οποίο ανάλυσε όλα του τα σχέδια. ’ρπαξε όμως κι ένα κρυολόγημα που, μετά από 30 ημέρες, τον έστειλε στον τάφο. Έτσι ο Χάρισον κατέχει το ρεκόρ της μεγαλύτερης ομιλίας κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, και της συντομότερης προεδρικής θητείας.
Τι σημαίνει να είσαι «φτωχός»...
Ένας πλούσιος πατέρας με οικονομική άνεση, θέλοντας να δείξει στο γιο του πώς είναι η αθλιότητα της φτώχειας, τον πήρε μαζί του για να περάσουν λίγες μέρες στο χωριό, σε μια οικογένεια που ζούσε στο βουνό.
Πέρασαν τρεις μέρες και δυο νύχτες στην αγροικία. Καθώς επέστρεφαν στο σπίτι, μέσα στο αυτοκίνητο, ο πατέρας ρώτησε το γιο του:
«Πώς σου φάνηκε η εμπειρία;»
«Ωραία» απάντησε ο γιος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.
«Και τι έμαθες;» συνέχισε με επιμονή ο πατέρας.
Ο γιος απάντησε:
«Εμείς έχουμε έναν σκύλο, ενώ αυτοί τέσσερις.
Εμείς διαθέτουμε μια πισίνα που φτάνει μέχρι τη μέση του κήπου, ενώ αυτοί ένα ποτάμι δίχως τέλος, με κρυστάλλινο νερό, μέσα και γύρω από το οποίο υπάρχουν και άλλες ομορφιές...
Εμείς εισάγουμε φαναράκια από την Ασία για να φωτίζουμε τον κήπο μας, ενώ αυτοί φωτίζονται από τα αστέρια και το φεγγάρι...
Η αυλή μας φτάνει μέχρι το φράχτη, ενώ η δική τους μέχρι τον ορίζοντα...
Εμείς αγοράζουμε τα νεκρά φαγητά μας, αυτοί πάλι τρώνε ακόμη ζωντανά φρούτα και λαχανικά από τον κήπο τους...
Εμείς ακούμε CD. Αυτοί απολαμβάνουν μια συμφωνία από πουλιά, βατράχια, και άλλα ζώα.
Εμείς μαγειρεύουμε με ηλεκτρική κουζίνα. Αυτοί ό ,τι τρώνε έχει αυτή τη θεσπέσια γεύση, μια και μαγειρεύουν στα ξύλα...
Εμείς, για να προστατευθούμε, ζούμε περικυκλωμένοι από έναν τοίχο με συναγερμό. Αυτοί ζουν με τις ορθάνοιχτες πόρτες τους, προστατευμένοι από την «φτώχεια» τους...
Εμείς ζούμε «καλωδιωμένοι» με το κινητό, τον υπολογιστή, την τηλεόραση. Αυτοί, αντίθετα, συνδέονται με τη ζωή, τον ουρανό, τον ήλιο, το νερό, το πράσινο του βουνού, τα ζώα τους, τους καρπούς της γης τους, την οικογένεια τους».
Ο πατέρας έμεινε έκθαμβος από τις απαντήσεις του γιου του...
Και ο γιος ολοκλήρωσε με τη φράση:
«Σ ευχαριστώ, μπαμπά, που μου έδειξες πόσο φτωχοί είμαστε...»
Ένας Έλληνας μπαίνει μέσα μια τράπεζα στην Νέα Υόρκη και ζητά να μιλήσει με κάποιον υπάλληλο σχετικά με ένα δάνειο. Λέει στον υπάλληλο ότι πηγαίνει στην Ελλάδα για δουλειές για δύο εβδομάδες και πρέπει να δανειστεί $5.000. Ο υπάλληλος του λέει ότι η τράπεζα θα χρειαστεί κάποια μορφή εγγύησης για το δάνειο, έτσι ο Έλληνας παραδίδει τα κλειδιά μιας ολοκαίνουριας Ferrari. Ο υπάλληλος ζητά να δει το αμάξι. Το αυτοκίνητο είναι πράγματι σταθμευμένο έξω από την τράπεζα. Ο Έλληνας δείχνει τα χαρτιά και τον τίτλο ιδιοκτησίας. Ό υπάλληλος φυσικά συμφωνεί να δεχτεί, το αυτοκίνητο ως εγγύηση για το δάνειο. Ο Πρόεδρος και όλοι οι υπάλληλοι της τράπεζας αρχίζουν να κρυφογελούν με, τον Έλληνα που έβαλε ως εγγύηση μια Ferrari $250.000 για ένα δάνειο $5.000! Τέλος ένας υπάλληλος της τράπεζας οδηγεί τη Ferrari στο υπόγειο γκαράζ της τράπεζας και την σταθμεύει εκεί. Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Έλληνας επιστρέφει, ξεπληρώνει τα $5.000 και τον τόκο, ο οποίος είναι $15.41. Ο υπάλληλος που τον είχε εξυπηρετήσει και την πρώτη φορά του λέει:
«Κύριε, είμαστε πολύ ευτυχείς που συνεργαστήκαμε μαζί σας, αλλά είμαστε και λίγο μπερδεμένοι. Ενώ ήσασταν στην Ελλάδα, ελέγξαμε τα περιουσιακά σας στοιχεία και διαπιστώσαμε ότι είστε πολυεκατομμυριούχος! Γιατί λοιπόν χρειάστηκε να δανειστείτε $5.000;»
Και ο Έλληνας του απαντά:
«Πού αλλού στη Νέα Υόρκη μπορεί κανείς να παρκάρει το αυτοκίνητο του για δυο εβδομάδες με $15.41 μόνο;»
Αλληλεγγύη
Ο παπάς του χωριού είχε συγκεντρώσει όλο το εκκλησίασμα για να τους μιλήσει για την αλληλεγγύη.
«Έχω προσέξει» τους λέει, «πως κάθε μέρα γίνεστε όλο και πιο μικροπρεπείς, πιο άπληστοι, πιο τσιγκούνηδες και πιο εγωιστές. Αντί να ακολουθείτε το δρόμο του Θεού που προσπαθώ να κηρύξω, ζείτε μαζεύοντας υλικά πράγματα και κτήματα που, όπως σας έχω πει χιλιάδες φορές, δεν θα μπορέσετε να πάρετε μαζί σας όταν θα έρθει η ώρα σας.»
Ολόκληρη η κοινότητα έσκυψε το κεφάλι από ντροπή, κι ο παπάς πήρε θάρρος να συνεχίσει.
«Τα διδάγματα που προσπαθώ να σας μεταδώσω είναι ξεκάθαρα και σύντομα. Από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα η απληστία είναι το πιο βλαβερό.»
Σιωπή στην αίθουσα.
«Βρισκόμαστε στον οίκο του Θεού, και ό, τι ειπωθεί εδώ θα γραφτεί στο βιβλίο της ζωής σας σαν δική σας υπόσχεση.»
Κι άλλη σιωπή.
«Για να δούμε, εσύ, Σαντιάγο, απάντησε μου με ειλικρίνεια. Αν εσύ είχες δύο σπίτια και ο γείτονας σου ο Ραμίρο δεν είχε κανένα, τι θα έκανες;»
Ο Σαντιάγο σηκώνεται όρθιος, και με το καπέλο στο χέρι παίρνει το θάρρος να απαντήσει:
«Θα έδινα το ένα σπίτι στο Ραμίρο, πάτερ.»
«Πολύ ωραία! Και αν είχες δύο αυτοκίνητα;»
«Α... δύο αυτοκίνητα; Ένα για μένα κι ένα για τον Ραμίρο.»
«Πολύ καλά, Σαντιάγο. Έτσι πρέπει.»
Ο κόσμος σχολιάζει και μουρμουρίζει. Ο Σαντιάγο κάθεται φουσκώνοντας από ικανοποίηση για τις πετυχημένες απαντήσεις που δίνει στον παπά.
Ο πατέρας αποφασίζει να συνεχίσει το κήρυγμα του σε αυτή τη γραμμή.
«Και αν είχες δύο εκατομμύρια πέσος;»
«Δύο εκατομμύρια πέσος;» λέει ο Σαντιάγο όλο ζωντά¬νια. «Ένα εκατομμύριο για το Ραμίρο κι ένα για μένα.»
«Και αν είχες δύο κότες;»
Γίνεται μια άβολη σιωπή που σπάει τη συνέχεια των ερω¬τήσεων και των άμεσων απαντήσεων.
Ο παπάς ξανακάνει την ίδια ερώτηση:
«Σαντιάγο, αν είχες δύο κότες;»
Ο Σαντιάγο χαμηλώνει το κεφάλι και τελικά απαντά:
«Ειλικρινά, πάτερ... Δεν ξέρω. Σ' αυτήν την περίπτωση... Δεν ξέρω.»
«Μα πώς γίνεται, Σαντιάγο; Σκέψου. Αν είχες δύο σπίτια: ένα για σένα, ένα για το γείτονα σου. Δύο αυτοκίνητα: ένα για σένα, ένα για το γείτονα σου. Δύο εκατομμύρια: ένα για σένα, ένα για το γείτονα σου... Και δύο κότες, δεν ξέρεις τι θα κάνεις;»
«Είναι δύσκολο, πάτερ. Εγώ δεν έχω δύο σπίτια, ούτε δύο αυτοκίνητα, πόσο μάλλον δύο εκατομμύρια... Αλλά δύο κότες τις έχω!»
Η μεγαλύτερη τέχνη
Μια φορά στον γέροντα Δάσκαλο κινέζικων πολεμικών τεχνών ήρθε ένας μαθητής Ευρωπαίος και ρώτησε:
Δάσκαλε είμαι πρωταθλητής πυγμαχίας και ελεύθερης πάλης στην χώρα μου. Τι άλλο θα μπορούσατε να μου διδάξετε;
Ο Δάσκαλος χαμογέλασε και είπε:
Να φανταστείς πως κάνοντας περίπατο στην πόλη σου τυχαία βρεθείς σε μια οδό όπου σε περιμένουν μερικοί κακοποιοί που θέλουν να σε ληστέψουν και να σπάσουν μερικά πλευρά σου. Αυτό που μπορώ είναι να σε μάθω να μην βρεθείς σε τέτοιους οδούς.
Αντιθέσεις
Στο μπαρ λέει ένας:
Εγώ παιδιά, παντρεύτηκα για να μπορώ να κάνω έρωτα κάθε μέρα!
Παράξενο! Λέει κάποιος άλλος. Εγώ χώρισα για να μπορώ να κάνω έρωτα κάθε μέρα!
Ο θρήσκος
Οι δυο φίλοι συζητούν:
Η γυναίκα μου πάντως εμένα μ έκανε θρήσκο!
Θρήσκο; Πως τα κατάφερε;
Δεν πίστευα στην κόλαση μέχρι που παντρεύτηκα!
Διαφορά αντίληψης των δυο φύλων
Τι ζητάει η γυναίκα από έναν άντρα:
Να την αγαπάει, να την υποστηρίζει, να την καλομαθαίνει,
να την γεμίζει, να την γεμίζει δώρα, να την δικαιώνει,
να την κολακεύει, να την σκέφτεται συνέχεια, να είναι αποφασιστικός, ψηλός, πλούσιος, ζεστός, τρυφερός, σκληρός, παιδί στον έρωτα, αλλά μαζί και έμπειρος, να της κάνει κι άλλα δώρα, να ξεχάσει τους φίλους του, τις παλιές του φιλενάδες, να της λέει πόσο υπέροχη είναι , να σηκώνει το καπάκι της τουαλέτας, να είναι ιπποτικός, ευγενής, ανεκτικός, να την ακούει, να τη σέβεται, να σέβεται τη μαμά της, να την αγαπάει παντοτινά, να της δίνει το τηλεκοντρόλ, να του αρέσει το μαγείρεμά της, να τη βγάζει έξω, να ξοδεύει για αυτή, να είναι διακριτικός, ακούραστος, αστείος, σοβαρός, έξυπνος, πάντα στην ώρα του, ανοιχτοχέρης, δουλευταράς, να την καταλαβαίνει, να κατανοεί τις ανάγκες της, να την πηγαίνει ακριβές διακοπές, ταξίδια, να της πληρώνει με προθυμία τα ψώνια, και να βγάζει τα σκουπίδια.
Τι ζητάει ένας άνδρας από μια γυναίκα:
Να γδυθεί!
«Ο γιατρός μου επέμενε να έρθω να σας δω,» είπε η ασθενής στον ψυχίατρο.
«Δεν καταλαβαίνω όμως για ποιο λόγω. Είμαι ευτυχισμένη με το γάμο μου, έχω αρκετούς φίλους, αισθάνομαι ασφαλής με τη δουλειά μου και δεν έχω έγνοιες.»
«Μμμ!» είπε ο γιατρός, ψάχνοντας το σημειωματάριο του. «Και πόσο καιρό σας συμβαίνει αυτό;»
Ήδη στον κόσμο της Δύσης ο άνθρωπος δεν μπορεί να μην έχει προβλήματα, αν δεν έχει είναι ασθενής!!
Όσσο
Συνέβη όταν ένας από τους μεγάλους Ρώσους λογοτέχνες, ο Μαξίμ Γκόρκυ, επισκέφθηκε την Αμερική. Τού έδειξαν όλων των ειδών τα πράγματα που είχαν επινοήσει οι Αμερικανοί για να διασκεδάζουν. Ο άνθρωπος που τον ξεναγούσε, θεωρούσε ότι τον είχε κάνει πολύ ευτυχισμένο. Όσο περισσότερα όμως τού έδειχναν, τόσο πιο στενοχωρημένος φαινόταν. Ο ξεναγός τον ρώτησε: «Τι συμβαίνει; Δεν καταλαβαίνετε;»
Και ο Γκόργκυ είπε: «Μπορώ να καταλάβω, γι' αυτό στενοχωριέμαι. Σε αυτή χώρα πρέπει να λείπει η χαρά. Διαφορετικά, δεν υπάρχει ανάγκη για τόσο πολλές διασκεδάσεις.»
Όσσο
Μια φορά τον Χένρη Κίσινγκερ ρωτήσανε:
Τι σημαίνει «Διπλωματία της σαΐτας»;
Ο! Είναι καθολική εβραϊκή μέθοδος! Το εξηγώ με παράδειγμα:
Ας πούμε, θέλετε με τη μέθοδο διπλωματίας της σαΐτας να παντρεύετε την κόρη του Ροκφέλερ με έναν απλό νεαρό από χωριό της Σιβηρίας.
Με ποιόν τρόπο;;;
Πολύ απλά. Πηγαίνω στη Σιβηρία σ ένα χωριό, βρίσκω έναν γερό νεαρό και τον ρωτάω: Θέλεις να παντρευτείς μια Εβραία από την Αμερική.
Εκείνος λέει:
Τι να την κάνω!; Στο χωριό μας έχουμε πολλές όμορφες κοπέλες.
Ναι, αλλά αυτή είναι κόρη δυςεκατομμυριούχου!
Ω! Αυτό αλλάζει τα πράματα
Τότε πηγαίνω στην Ελβετία, στην σύσκεψη της Διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας και ρωτάω:
Θέλετε να έχετε πρόεδρο έναν μουζίκο από τη Σιβηρία;
Μας κοροϊδεύετε τώρα!
Εάν είναι όμως γαμπρός του Ροκφέλερ;
Ω! Αυτό αλλάζει τα πράματα
Τελικά πηγαίνω στο σπίτι του Ροκφέλερ και τον ρωτάω:
Θέλετε γαμπρό μουζίκο από την Σιβηρία;
Τι λέτε, στην οικογένειά μας όλοι είναι χρηματιστές!
Ακριβώς! Είναι Πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας!
Ω! Αυτό αλλάζει τα πράματα
Σούζι, κορίτσι μου, έλα εδώ. Ο κύριος Κίσινγκερ σου βρήκε άνδρα, είναι Πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας της Ελβετίας!
Η Σούζι:
Πα πα πα! Όλοι αυτοί οι χρηματιστές είναι ή ανίκανοι ή παιδόφιλοι.
Εγώ της λέω:
Μα, αυτός είναι γερός μουζίκος από τη Σιβηρία!
Ω!!! Αυτό αλλάζει τα πράματα
Αληθινή ιστορία
"Ο φίλος -μανάβης έλαβε μια μέρα, στο ταχυδρομικό του κουτί μια πιστωτική κάρτα από την τράπεζα που είχε λογαριασμό (τη γνωστή που σας έχει σπάσει τα νεύρα, τόσες φορές!).
Ιδεολόγος εναντίον των πιστωτικών, τηλεφωνεί εκνευρισμένος στο... διευθυντή της τράπεζας.
-Σας ζήτησα εγώ κάρτα, γιατί μου τη στείλατε χωρίς να με ρωτήσετε;
-Εντάξει κύριε, δεν είναι υποχρεωτικό να την κρατήσετε. Αν δεν τη θέλετε ελάτε να την ακυρώσουμε, αλλιώς θα σας χρεώνεται ετήσια συνδρομή.
Πράγματι, την άλλη μέρα πηγαίνει στην τράπεζα για να ακυρώσει την πιστωτική κάρτα. Αλλά όχι μόνος. Είχε μαζί του και ένα τσουβάλι πατάτες!
Πάνω από 20 κιλά ! Μπαίνει μέσα, ακυρώνει την κάρτα και κατόπιν πηγαίνει στον διευθυντή. Του αφήνει τις πατάτες, πάνω στο γραφείο και του λέει: "Δεν είναι υποχρεωτικό να τις κρατήσετε. Αν δεν τις θέλετε φέρτε τις πίσω στο μανάβικο, αλλιώς θα πρέπει να τις πληρώσετε".
Συνέβη στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 2008
Στο παλάτι του Λουδοβίκου του ΙΔ* υπήρχε κάποιος Μπυφφόν. Μια μέρα του λέει ο βασιλιάς:
-Μπυφφόν, μπορείς να κάνεις μια πράξη, που η δικαιολογία της να είναι χειρότερη από την πράξη;
-Θα δούμε μεγαλειότατε, του απάντησε ο Μπυφφόν.
Μετά από μερικές μέρες ο Μπυφφόν βλέπει το Λουδοβίκο, που ήταν σκυμμένος στον εξώστη των Βερσαλλιών και του χαϊδεύει τα πισινά
-Τί έκανες Μπυφφόν!!!! τον ρωτά ο βασιλιάς και αυτός απαντά:
-Συγγνώμη μεγαλειότατε, σας πέρασα για τη βασίλισσα!!!
Σε μια μικρή πόλη έφτασε ένας πλούσιος ταξιδιώτης.
Στο ξενοδοχείο άφησε στον ιδιοκτήτη 100 δολάρια και ανέβηκε να δει τα δωμάτια.
Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου παίρνει το χαρτονόμισμα και τρέχει στον χασάπη για να του δώσει το χρέος. Ο χασάπης αμέσως τρέχει στον κτηνοτρόφο και του δίνει το χαρτονόμισμα για το κρέας που πήρε πριν. Ο κτηνοτρόφος πάει στο κατάστημα και πληρώνει το χρέος του για τα προϊόντα. Ο μαγαζάτορας τρέχει στην ντόπια ιερόδουλη και της δίνει το χρέος του, γιατί τον εξυπηρέτησε όταν δεν είχε λεφτά. Η ιερόδουλη τρέχει στον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου και του δίνει το χρέος της για τα δωμάτια που νοίκιαζε για τους πελάτες της.
Αυτή τη στιγμή από της σκάλες του ξενοδοχείου κατεβαίνει ο πλούσιος ταξιδιώτης που δε βρήκε δωμάτιο της αρεσκείας του παίρνει πίσω την προκαταβολή του και φεύγει.
Κανένας δεν πήρε τίποτα, αλλά η κωμόπολη ζει χωρίς χρέη και με αισιοδοξία βλέπει την αυριανή ημέρα.
’λλα λόγια αγάπης
Ο Γιώργος πάντρεψε τον γιό του. Μια μέρα μαζί με την νέα γυναίκα του επισκέφτηκε τους γονείς του.
Εγώ και η Νίνα πάντα περπατάμε αγκαλιασμένοι, κοιτάμε με τρυφερότητα ο ένας τον άλλο, λέμε ο ένας τον άλλον λόγια αγάπης, ενώ εσύ και η μαμά δε μιλάτε για αγάπη. Πως θα ήθελα, και εσύ με τη μαμά να αγαπιόσαστε έτσι και να νιώθετε τέτοια ευτυχία όπως εμείς.
Ο Γιώργος απάντησε:
Με κάθε χρόνο η αγάπη σας θα αποκτήσει ηλικία και σαν παιδί θα μάθει και νέα, άλλου είδους λόγια αγάπης. Π. χ., εγώ λέω στη μάνα σου πως την αγαπώ, αδιαμαρτύρητα ακούγοντας τον καυγά της με την γειτόνισσα. Ενώ εκείνη μου λέει πόσο με αγαπάει βοηθώντας να διορθώσω τα δίχτυα για ψάρεμα. Αφού εσύ ξέρεις, πόσο τη μαμά σου δεν αρέσει αυτή η δουλειά.
Ο. Μπεζμίρναγια*
Ο Τίμωνας ο μισάνθρωπος ήρθε στην Εκκλησία της Αθήνας και ανακοίνωσε: «Έχω ένα μικρό οικόπεδο, ω άνδρες Αθηναίοι, και μέσα σ αυτό έχει φυτρώσει μια συκιά, από την οποία πολλοί Αθηναίοι έχουν κρεμαστεί ως τώρα. Επειδή, πρόκειται να οικοδομήσω μια καλύβα, θέλησα να σας ειδοποιήσω δημόσια, ώστε, αν θέλουν μερικοί από σας να κρεμαστούν, να τρέξουν προτού κοπεί η συκιά».
Μια γυναίκα στεκόταν γυμνή, κοιτάζοντας τον καθρέφτη. Δεν ήταν ικανοποιημένη με αυτό που έβλεπε και είπε στον σύζυγό της:
Αισθάνομαι απαίσια. Δείχνω γριά, χοντρή και άσχημη. Έχω ανάγκη να μου κάνεις ένα κομπλιμέντο τώρα.
Ο σύζυγος της απάντησε:
Η όρασή σου είναι τέλεια.
Ο βιολιστής στο μετρό
Ουάσιγκτον. Σταθμός του μετρό.
Ένα κρύο πρωινό τον Γενάρη του 2007. Έπαιξε έξι κομμάτια του Μπαχ για
περίπου 45 λεπτά. Στο διάστημα αυτό, περίπου 2 χιλιάδες άτομα πέρασαν από το σταθμό, οι περισσότεροι καθ' οδόν για τη δουλειά τους. Μετά από...
3 λεπτά ένας μεσήλικας πρόσεξε ότι κάποιος έπαιζε μουσική. Βράδυνε το βήμα του, σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά προχώρησε βιαστικός για τον προορισμό του.
4 λεπτά αργότερα ο βιολιστής εισέπραξε το πρώτο του δολάριο: μια γυναίκα έριξε τα χρήματα στο κουτί του και χωρίς να σταματήσει συνέχισε το δρόμο της.
6 λεπτά, ένας νεαρός έγειρε στον τοίχο για να τον ακούσει, μετά κοίταξε το ρολόι του και συνέχισε να περπατά.
10 λεπτά, ένα αγοράκι 3 ετών σταμάτησε, αλλά η μητέρα του το έσυρε βιαστικά να συνεχίσει, καθώς το παιδί σταμάτησε για να δει τον βιολιστή. Τελικά η μητέρα έσπρωξε δυνατά το παιδί και το παιδί ξανάρχισε να περπατά γυρνώντας ολοένα το κεφάλι προς τα πίσω. Την ίδια αντίδραση είχαν και πολλά άλλα παιδιά. Όλοι, χωρίς εξαίρεση, οι γονείς τα πίεζαν να προχωρήσουν.
45 λεπτά: ο μουσικός συνέχισε να παίζει.
Μόνον 6 άνθρωποι είχαν για λίγο σταματήσει.
Περίπου 20 άτομα του άφησαν χρήματα χωρίς να διακόψουν το ρυθμό τους. Συγκέντρωσε συνολικά 32 δολάρια.
1 ώρα: τελείωσε το παίξιμο και μια σιγή απλώθηκε παντού. Κανείς δεν το πρόσεξε. Κανείς δε χειροκρότησε ούτε υπήρξε έστω κάποιο ίχνος αναγνώρισης.
Κανείς δεν το 'ξερε, αλλά ο βιολιστής ήταν ο Τζόσουα Μπελλ, ένας από τους καλύτερους μουσικούς στον κόσμο. Έπαιξε ένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια που έχουν ποτέ γραφτεί, με ένα βιολί αξίας 3.5 εκατομμυρίων δολαρίων. Δύο μέρες νωρίτερα, ο Τζόσουα Μπελλ γέμισε ασφυκτικά ένα θέατρο στη Βοστώνη, σε συναυλία που η μέση τιμή του εισιτηρίου άγγιξε τα 100 δολάρια.
Πρόκειται για πραγματικό γεγονός. Ο Τζόσουα Μπελλ έπαιξε ινκόγκνιτο στο σταθμό του μετρό στα πλαίσια ενός κοινωνιολογικού πειράματος που οργάνωσε η Ουάσιγκτον Ποστ για την αντίληψη, το γούστο και τις προτεραιότητες των ανθρώπων. Το ερώτημα που προέκυψε: σε ένα ουδέτερο περιβάλλον και σε ακατάλληλη ώρα, μπορούμε να αντιληφθούμε την ομορφιά; Σταματούμε για να την απολαύσουμε; Αναγνωρίζουμε το ταλέντο όταν εκδηλώνεται σε
ασυνήθιστα χωροχρονικά πλαίσια; Ένα συμπέρασμα που πιθανώς μπορεί να εξαχθεί από το
συγκεκριμένο πείραμα είναι: Αν δεν έχουμε ένα λεπτό για να σταματήσουμε και ν' ακούσουμε έναν από τους καλύτερους μουσικούς του κόσμου να παίζει ένα από τα ωραιότερα κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ, με ένα από τα ομορφότερα μουσικά όργανα... πόσα άλλα πράγματα χάνουμε άραγε;
Όταν ρωτούσαν τον Θαλή γιατί δεν είχε κάνει παιδιά, απαντούσε: «Από αγάπη για τα παιδιά».
Ένας μαθητής τον ρώτησε τον Σωκράτη «Για ποιο λόγο είσαι μαζί με τήν Ξανθίππη;»
«Για εξάσκηση: αν την αντέξω, τότε μπορώ να αντέξω τα πάντα».
Ρώτησαν κάποτε τον Αρίστιππο (435355), που είχε για πολύ καιρό ερωμένη του μια διάσημη εταίρα: «Μα πως μπορείς να το κανείς αυτό, δεν σε νοιάζει που δε σ' αγαπήσει καθόλου;»
«Και το κρασί και τα ψάρια δεν μ' αγαπούνε, αλλά εγώ τα απολαμβάνω».
Ο φιλόσοφος Διογένης δεν μάσαγε ποτέ τα λόγια του. Μια φορά, στην αγορά, αυνανιζόταν μπροστά σε όλο τον κόσμο και φώναζε δυνατά: «Αχ, τι ωραία που θα 'ταν να τρίβαμε έτσι και την κοιλιά μας και να μας πέρναγε η πείνα».
Η Υπατία (370-415) δεν ήταν μόνο μια από τις λίγες γυναίκες φιλοσόφους, αλλά και εκθαμβωτικά ωραία. Ήταν η προκαθήμενη στην πλατωνική ακαδημία της Αλεξάνδρειας. Ατυχώς, τους μαθητές της δεν τους γοήτευε μόνο με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Πολύ γρήγορα την ερωτεύτηκε ένας από τους μαθητές της. Έγινε πολύ φορτικός και δεν απέκρυπτε καθόλου τα αισθήματά του.
Ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα, και ως εκ τούτου το αντίθετο του λογικού, κάτι τέτοιο όμως ήταν έξω από τις προθέσεις της πανέμορφης διανοούμενης. Φώναξε λοιπόν τον νεαρό κοντά της, έβαλε κάτω από τη μύτη του τα πανιά με το αίμα των εμμήνων της, και του είπε: «Αυτά εδώ έχεις ερωτευτεί!» Το σοκ ήταν αποτελεσματικό: μετά απ' αυτό ο νεαρός επέστρεψε ολοταχώς στις πνευματικές ενασχολήσεις.
Κάποτε σε μια φιλοσοφική παρέα, όπου ήταν και ο Καντ, μια κυρία επωφελήθηκε από την ευκαιρία και του έκανε διάφορες ερωτήσεις. Στο τέλος θέλησε να μάθει αν ο άνθρωπος έχει ψυχή. Ο Καντ είπε: «Σίγουρα έχει ψυχή, αλλιώς πώς θα μπορούσατε να επινοείτε ερωτήσεις από την κοιλιά σας!»
Μια φορά που κυνηγούσαν κάποιον μέσα στην αγορά, ο Σωκράτης τον άφησε να ξεφύγει, αν και του φώναζαν να μην τον αφήσει Αυτός που τον κυνηγούσε ρώτησε τον Σωκράτη: «Γιατί δεν έκλεισες τον δρόμο στον δολοφόνο;» - «Ήταν δολοφόνος; Τι θα πει δολοφόνος;» «Δολοφόνος θα πει κάποιος που σκοτώνει». «Α, δηλαδή χασάπης;», «Όχι, άνθρωπος που σκοτώνει έναν άλλο άνθρωπο», «Α, δηλαδή δολοφόνος θα πει στρατιώτης;» - «Έλα, Σωκράτη! Λέω για κάποιον που σκοτώνει σε καιρό ειρήνης». - «Τότε δολοφόνος είναι ό δήμιος;», «Δε με καταλαβαίνεις, Σωκράτη. Δολοφόνος είναι αυτός που σκοτώνει τον άλλο στο σπίτι του». «Τώρα κατάλαβα: δολοφόνος είναι λοιπόν ο γιατρός».
Συχνά ο Σωκράτης ετοίμαζε για τους καλεσμένους του ένα πολύ λιτό φαγητό. «Οι καλεσμένοι ή είναι καλοί άνθρωποι και θα αδιαφορήσουν, ή είναι κακοί άνθρωποι, οπότε αδιαφορώ εγώ».
Τον καιρό που ο Αυγουστίνος έκανε άσωτη ζωή, είδε στα στενά του Μιλάνου έναν μεθυσμένο ζητιάνο, του έριξε μερικά νομίσματα και συνέχισε τον δρόμο του. Όμως μερικά βήματα παρακάτω ξέσπασε σε κλάματα. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι ο μεθυσμένος ζητιάνος, με τα λίγα χρήματα που του έδωσε, θα ήταν για ένα διάστημα πανευτυχής, ενώ αυτός παρ' όλη την περιουσία του δεν θα κατακτούσε ποτέ την ευτυχία.
Ο Πλάτων έπιασε έναν μαθητή του να τζογάρει σε τυχερά παιχνίδια. Αυτός του δικαιολογήθηκε: «Παίζω μόνο ελάχιστα χρήματα». Ωστόσο ο Πλάτων τον επέκρινε: «Το θέμα δεν είναι τα χρήματα που ξοδεύεις, αλλά ο χρόνος που χάνεις».
Ο Μέντελσον (18091847), που βρισκόταν στο Κένιγκσμπεργκ θέλησε να επισκεφτεί τον Καντ και πήγε σε μια παράδοση. Μόλις μπήκε στην αίθουσα οι φοιτητές άρχισαν να κραυγάζουν και να χτυπάνε τα πόδια τους στο πάτωμα, πράγμα που σήμαινε για έναν Εβραίο πως είναι ανεπιθύμητος και πρέπει να εγκαταλείψει την αίθουσα. Ο Καντ, χωρίς να πει κουβέντα, προχώρησε προς το μέρος του Μέντελσον και τον αγκάλιασε.
Κάποτε, σε μια παράδοση, ο Καντ αισθάνθηκε πολύ ενοχλημένος, γιατί την ημέρα εκείνη οι πένες γρατζούναγαν απαίσια. Κάποια στιγμή διέκοψε την παράδοση: «Δεν υπάρχει λόγος να κρατάτε τόσο πολλές σημειώσεις. Δεν είμαι δα και το μαντείο των Δελφών».
Στο πρώτο του ταξίδι για μια σειρά παραδόσεων στην Αμερική, ο Ράσελ (18721970) εξέφρασε την αηδία του για το ακροατήριο του, που το αποτελούσαν ευτραφείς κυρίες της καλής κοινωνίας, θρασείς δημοσιογράφοι και έμποροι που ήθελαν να προβληθούν κοινωνικά. Εντελώς αποθαρρημένος, είπε: «Αισθάνομαι σαν μια αρσενική πόρνη της διανόησης».
Ο πλούσιος Αλκιβιάδης, κατά τη διάρκεια κάποιας γιορτής στην Αθήνα, έστειλε στον δάσκαλό του τον Σωκράτη πολλά ακριβά δώρα, εξηγώντας πως ήταν μεγάλη του τιμή να χαρίσει κάτι στον δάσκαλό του. Η απάντηση που έλαβε από τον Σωκράτη: «Και για μένα είναι ζήτημα τιμής να αρνηθώ αυτά τα δώρα. Είναι πολύ ωραίο να αποκτάς ό, τι επιθυμείς. Αλλά ακόμα πιο ωραίο είναι να μην το επιθυμείς καν».
Ο Αιδέσιος (300-355 μ.Χ.), ο φιλόσοφος της όψιμης αρχαιότητας, καταγόταν από καλή οικογένεια. Όταν, νεαρός ακόμα, αποφάσισε να γίνει φιλόσοφος, ο πατέρας του τον αποκλήρωσε γιατί τον θεώρησε άχρηστο. Σε κάποιο γράμμα ο πατέρας του αναρωτιόταν: Τι στο καλό θα μπορούσε να μάθει από τη φιλοσοφία; Ο Αιδέσιος του απάντησε: «Παραδείγματος χάριν, να σέβεται τον πατέρα του, παρόλο που εκείνος τον αποκλήρωσε». Τα λόγια αυτά έπεισαν τον πατέρα αμέσως.
Ο Τζων Στιούαρτ Μιλ (1806-1873) καθόταν συλλογισμένος στην πολυθρόνα του, όταν ξαφνικά αναρωτήθηκε: «Τι θα γινόταν αν πραγματοποιούνταν μεμιάς όλες σου οι επιθυμίες, θα ήσουνα τότε ευτυχισμένος;» Παρέμεινε για λίγη ώρα σιωπηλός και μετά έδωσε στον εαυτό του την απάντηση: «Όχι». Αμέσως μετά έπεσε σε βαριά κατάθλιψη.
Για το τέλος του Διογένη υπάρχουν πάμπολλες αφηγήσεις. ’λλοι λένε ότι τον έφαγαν τα σκυλιά, άλλοι λένε πως έφαγε ένα δηλητηριώδες φυτό, και άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως απλώς κράτησε την ανάσα του μέχρι που πέθανε. Οι μαθητές του βρήκαν το πτώμα του Διογένη τυλιγμένο μέσα στον μανδύα του. Η τελευταία επιθυμία του Διογένη ήταν, το νεκρό σώμα του να το φανέ τα σκυλιά.
Οι επερχόμενες γενιές χρωστούν ένα από τα σημαντικότερα έργα της φιλοσοφίας στην εκτέλεση ενός αθώου: Το έργο Παραμυθία της φιλοσοφίας του Βοήθιου (π. 480¬ 524) γράφτηκε μέσα σ' ένα κελί, στο διάστημα που περίμενε την εκτέλεσή του.
Χαλάρωσε \
Το μπαλέτο «Δον Κιχώτης» του Minkus εδώ και πάρα πολλά χρόνια παίζεται στη σκηνή του Κρατικού Ακαδημαϊκού Θεάτρου του Κίροφ, που από το 1992 ονομάζεται Θέατρο Mariinsky της Αγίας Πετρούπολης. Και η όλη ιστορία του μπαλέτου σ αυτή τη σκηνή χωρίζεται σε δύο περιόδους: περίοδος «πριν» και «μετά».
Η περίοδος «πριν» χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης και ο υπηρέτης του Σάντσο Πάντσα κυκλοφορούσαν πάνω στη σκηνή, αντίστοιχα, πάνω σε ένα άλογο και ένα γαϊδουράκι. Και το άλογο και ο γάιδαρος ήταν εν ζωή, δηλαδή αληθινά.
Η περίοδος «μετά», χαρακτηρίζεται με αυτό πως ο ευγενικός ιππότης Δον Κιχώτης
και ο Σάντσο Πάντσα περιπλανούνται πάνω στην σκηνή περπατώντας με τα πόδια τους σαν φτωχοί προσκυνητές. Πού είναι το άλογο και ο γάιδαρος; Έχουν πεθάνει; Οι εικασίες για την μυστηριώδη εξαφάνιση από τη σκηνή του αλόγου και του γάιδαρου φύτρωναν σαν μανιτάρια μετά τη βροχή. Κάποια στιγμή έλαβα πληροφορίες για το συμβάν από τον ξάδελφό μου, ο οποίος εργαζόταν ως φωτιστής στο θέατρο Mariinsky. Ισχυρίζεται ότι όλα ήταν έτσι και όχι αλλιώς.
Αυτή η σπαρακτική περίπτωση, που μοίρασε την ιστορία αυτής της παράστασης στο «πριν» και «μετά» έχει συμβεί, όπως φαίνεται, ένα βράδυ στο έτος 1980. Μέχρι εκείνο το βράδυ σε κάθε παράσταση του «Δον Κιχώτη» από το τσίρκο έφερναν καλά εκπαιδευμένους για τη σκηνή ένα άλογο και ένα γάιδαρο. Αλλά σε εκείνο το μοιραία βράδυ το άλογο αρρώστησε. Η διοίκηση του θεάτρου, χωρίς να πολυσκέφτεται τις πιθανές συνέπειες, νοίκιασε από ένα αθλητικό σύλλογο το άλογο. Βεβαίως, και αυτό ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένο ζώο. Όμως υπήρχε μια μικρή ατέλεια που δεν μπήκε στην αντίληψη των υπεύθυνων.
Το ζώο ήταν μια φοράδα. Το πρόβλημα εμφανίστηκε όταν παιζόταν το πρελούντιο και δυστυχώς
ήταν πολύ αργά να διορθωθεί το λάθος. Έχετε ποτέ προσπαθήσει να πείσετε για κάτι τον γάιδαρο που ποθεί μια φοράδα; Ευκολότερο θα ήταν να μάθαίνεις να χορεύει μια κατσαρίδα
Στην πρώτη κοινή εμφάνιση στη σκηνή του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα ο γάιδαρος οσφράνθηκε την φοραδίτσα και τρελά ενθουσιάστηκε. Έβγαλε ένα σπαραξικάρδιο γκάρισμα, σηκώθηκε πάνω στα πίσω πόδια και αποτίναξε από πάνω του τον Σάντσο. Μετά από αυτό, από το υπογάστριο του, άρχισε να βγαίνει κάτι απίστευτο σε μέγεθος και πολύ άσεμνο στην εμφάνισή του. Ο γάιδαρος πήδηξε πάνω στη φοράδα, η οποία ήταν σαφές ότι δεν είχε αντίρρηση να παραγάγει ένα μουλάρι. Ο Δον Κιχώτης, νιώθοντας την επίθεση από πίσω, έδειξε ένα θαύμα ιππασίας, κάνοντας ένα αστραπιαίο άλμα από το άλογο του. Ο Σάντσο, με το νωτιαίο μυελό ένιωσε τι τώρα θα συμβεί και άρπαξε την ουρά του γαιδάρου και άρχισε με όλες του τις δυνάμεις να την τραβάει. Αλλά ο καταραμένος γάιδαρος δεν τα παρατούσε.
Αυτή τη στιγμή ήδη βρήκε τη σωστή τρύπα στο σώμα της φοράδας και δούλευε με την ένταση ενός κομπρεσέρ. Από κάπου στην αίθουσα ακούστηκε μια γυναικεία σπαραχτική κραυγή. Κάποιος φώναζε «Κλείστε την αυλαία!" Ο μαέστρος συνέχιζε μηχανικά να κουνάει τα χέρια του, μη ξεκολλώντας τα μάτια του από την φοβερά ελκυστική σκηνή τρέλας. Όλοι στην ορχήστρα γύρισαν τα κεφάλια τους σε 180 μοίρες και αναίσχυντα κοίταζαν τη σκηνή. Η μουσική έβγαλε δυο νότες και απεβίωσε, αντικαθιστάμενη από ένα τρελό χαχάνισμα που προερχόταν από την θέση ορχήστρας. Οι πυροσβέστες άρχισαν να ξετυλίγουν τις σωλήνες με σκοπό να συνετίσουν τον αποθρασυνόμενο γάιδαρο με το νερό.
Τελικά, η αυλαία έπεσε δύο λεπτά αργότερα. Κατά τη διάρκεια αυτών των δύο λεπτών στη σκηνή του φημισμένο Θεάτρου παρατηρήθηκε ως εξής: ο γάιδαρος με ένα θριαμβευτικό γκάρισμα ολοκληρώνει το πήδημα της φοράδας που με νωχελικά κλειστά μάτια απολαμβάνει το ωραιότερο έργο του Minkus. Ο Σάντσο Πάντσα τραβάει την ουρά του γάιδαρου, και όλο το σκηνικό να μοιάζει με μια διελκυστίνδα. Στη γωνία της σκηνής, κρατάει το κεφάλι του και λικνίζεται από άκρη σε άκρη, καθισμένος στο πάτωμα εντελώς τρελός ο Δον Κιχώτης. Οι πυροσβέστες έχουν εξαντληθεί από το γέλιο ξετυλίγοντας τις σωλήνες, και από τα παρασκήνια ακούγεται η κραυγή του σκηνοθέτη «Γρήγορα, καθάρματα! Θα σας σκοτώσω όλους ...!!!» Από την ορχήστρα ακούγονται κάτι βογγητά που ήδη δεν μοιάζουν και ως γέλιο.
Όταν πέφτει η αυλαία οι μισοί θεατές διαμαρτύρονται, το ένα τρίτο (γενικά, οι ηλικιωμένες κυρίες) κείτονται λιπόθυμες, και οι υπόλοιποι ζητάνε να ανοίξει η αυλαία, γιατί όπως λένε, έχουν πληρώσει λεφτά και έχουν το δικαίωμα να παρακολουθήσουν όλα.
Στην επόμενη παράσταση ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο περπατούσανε. Πόσα κεφάλια έπεσαν μετά από αυτή την δύσμοιρη ημέρα - είναι άγνωστό, αλλά δεν είναι και σημαντικό.
Όπως είπε ένας γνωστός λόγιος, ο Ηράκλι
Αντρόνικοφ - «Μπορείτε να στείλετε συλλυπητήρια στο τσίρκο: η καλύτερη παράστασή τους δεν έγινε στην αρένα του τσίρκου, αλλά στο Θέατρο Mariinsky »...
Ο Κομφούκιος κάτι ήξερε όταν έλεγε
Ό, τι και να δώσεις στην γυναίκα, θα σου δώσει περισσότερα.
Θα της δώσεις λίγο σπέρμα αυτή θα σου δώσει ένα μωρό.
Θα χτίσεις για αυτή ένα σπίτι αυτή θα το γεμίζει με ανέσεις.
Θα της φέρεις τα τρόφιμα αυτή θα σου κάνει ένα νόστιμο δείπνο.
Θα της δώσεις ένα χαμόγελο αυτή θα σου δώσει την καρδιά της.
Αυτή πολλαπλασιάζει και αυξάνει τα πάντα που της δίνεις
Δηλαδή, αν κάποια στιγμή, ίσως τυχαία «λερώσεις» κάποια δική της υπόθεση, να είσαι έτοιμος να δεχθείς ένα σωρό σκατά.
Έναν σοφό άνθρωπο ρωτήσανε:
-Ποιανού μάτια καλύτερα βλέπουν;
Και ο γέροντας απάντησε:
-Τα μάτια των φθονερών, βλέπουν ακόμη και αυτό που δεν υπάρχει.
Ένας άντρας είπε στην ερωτομανή γυναίκα του:
«Τι θέλεις να κάνουμε, να φάμε ή να κάνουμε έρωτα».
Εκείνη του είπε:
«Ό, τι θέλεις, ψωμί πάντως δεν έχουμε».
Ο πρώτος πρωτόγονος έρωτας*
Τον φοβόταν πολύ. Τεράστιος, βρωμερός σαν μια αγέλη βισώνων, την έπιανε με τα χέρια του που έφταναν μέχρι το έδαφος, όπως το έκανε και με άλλες γυναίκες της φυλής. Μετά έπεφτε πάνω της με το τριχωτό του σώμα που κατοικούσαν και ελεύθερα περιπλανούνταν διάφορα παράσιτα, σύριζε με ρουθούνια που φούσκωναν και ξεφούσκωναν, και της προκαλούσε πόνο, τίποτα αλλά εκτός πόνου...
Μόνο μια φορά την κοίταξε με ένα παράξενο βλέμμα κάτω από πέτρινο μέτωπο και κάτι σαν θλίψη και αγωνία διάβασε στα μικρά άγρια μάτια του.
Κάτι του έλειπε στη ζωή, όπως κι σ αυτήν. Εκείνη ήταν η πιο δειλή και αδύνατη στη φυλή. Ήταν ασθενέστερη ακόμη και απ όλες της γυναίκες. Όλοι άρπαζαν από τα χέρια της την τροφή όταν κάτι έβρισκε στο δάσος. Όλοι άρπαζαν ο ένας από τον άλλων, αλλά οι άλλοι αμέσως το έκρυβαν και ερχόταν να το φάνε, όταν κανείς δεν ήταν δίπλα, ενώ αυτή το έκρυβε και στεκόταν πάνω από το σημείο όπου έκρυψε την τροφή. Έτσι το φύλαγε η ανόητη
Όμως τι να έλειπε σ αυτόν; Οι άνδρες φοβούνταν να τον κοιτάξουν. Οι γυναίκες μερικές φορές τολμούσαν να τον καθαρίζουν από τα έντομα. Όταν όλη η φυλή ερχόταν από το κυνήγι, έτρωγε μόνο εκείνος, οι άλλοι περίμεναν σιωπηροί μέχρι να αρχίσει να ρεύεται και μετά να ροχαλίζει.
Την τελευταία φορά όταν όλοι μαζεύτηκαν γύρο από το θήραμα (ήταν σώμα ενός βίσωνα), εκείνος όπως πάντα άρχισε να τρώει το κρέας αποσπώντας με την κοφτερή πέτρα τα καλύτερα κομμάτια και να τα καταβροχθίζει. Κάποια στιγμή το βλέμμα του έπεσε πάνω της και την κάλεσε με ένα γρύλισμα να τον πλησιάζει. Φοβισμένη κατάφερε να κάνει μόνο δυο μικρά βήματα και σταμάτησε. Της έριξε ένα κομμάτι κρέας
και με ένα άλλο γρύλισμα κοκκάλωσε τους υπόλοιπους
Μια γεμάτη ζωή
Μία μέρα ένας πλούσιας άνθρωπος έτυχε να κάνει τη βόλτα του σε ένα μικρό ψαροχώρι. Πλησιάζοντας στην ακτή είδε μια βάρκα και έπιασε κουβέντα με τον ψαρά. Αφού τον επαίνεσε για την ποιότητα των ψαριών που είχε μέσα στο κοφίνι του, τον ρώτησε πόση ώρα του είχε πάρει για να τα πιάσει.
«Όχι πολλή ώρα» απάντησε ο ψαράς.
«Μα τότε γιατί δεν έμεινες στη θάλασσα περισσότερο, ώστε να πιάσεις πια πολλά ψάρια;» τον ρώτησε ο πλούσιας άνδρας. Ο ψαράς του εξήγησε ότι η μικρή του ψαριά ήταν αρκετή για να καλύψει τόσο τις δικές του ανάγκες, όσο και τις ανάγκες της οικογένειάς του.
«Και τι κάνεις τον υπόλοιπο χρόνο σον;», ξαναρώτησε ο πλούσιας.
«Κοιμάμαι αργά, ψαρεύω λίγο, παίζω με τα παιδιά μου και κάθε μεσημέρι παίρνουμε έναν υπνάκο μαζί με τη γυναίκα μου. Τα απογεύματα πάω στο χωριό να δω τους φίλους μου, πίνω μερικά ποτά, παίζω κιθάρα και τραγουδάμε. Έχω μια γεμάτη ζωή».
«Μπορώ να σε βοηθήσω!», είπε με ενθουσιασμό ο πλούσιας. «Πρέπει να ξεκινήσεις ψαρεύοντας περισσότερη ώρα κάθε μέρα. Έτσι θα πιάσεις περισσότερα ψάρια, που στη συνέχεια θα πουλήσεις. Με τα επιπλέον αυτά χρήματα, θα μπορέσεις να αγοράσεις μια μεγαλύτερη βάρκα».
«Και μετά;» ρώτησε ο ψαράς.
Με τα επιπλέον χρήματα που θα σου φέρει η μεγαλύτερη βάρκα, θα μπορέσεις να αγοράσεις μία δεύτερη βάρκα, και μια τρίτη, και θα συνεχίσεις έτσι μέχρι να αποκτήσεις έναν ολόκληρο στόλο από ψαροκάικα. Μετά θα είσαι πια σε θέση να αφήσεις πίσω σου αυτό το χωριό και να μετακομίσεις στη μεγάλη πόλη! Από εκεί θα διευθύνεις τη νέα, τεράστια επιχείρησή σου. Θα μπορέσεις να βγάλεις εκατομμύρια!»
«Εκατομμύρια; Στ' αλήθεια; Και μετά;» ρώτησε πάλι ο ψαράς. «Μετά θα ΅πορέσεις πια να αποσυρθείς και να ζεις σε ένα ΅ικρό χωριουδάκι δίπλα στη θάλασσα, όπου θα κοι΅άσαι ως αργά, θα παίζεις ΅ε τα παιδιά σου, θα ψαρεύεις λίγο για σένα και την οικογένειά σου, κάθε ΅εση΅έρι θα παίρνεις έναν υπνάκο ΅ε τη γυναίκα σου, και τα απογεύ΅ατα θα τα περνάς ΅ε τους φίλους σου πίνοντας και απολα΅βάνοντας την παρέα τους... ».
Το μυστικό για την αναμόρφωση της κοινωνίας
Μια ΅έρα η ΅αθήτρια ενός σοφού δάσκαλου πήγε να τον αποχαιρετήσει. «Πού πηγαίνεις;» ρώτησε εκείνος. «Πάω στην πρωτεύουσα. ’κουσα πως έχουν ξεσπάσει ταραχές, επικρατεί χάος. Ο ηγέτης είναι ανίκανος, διεφθαρ΅ένος και ανάλγητος. Έχω ακούσει εσένα τον ίδιο, δάσκαλε, να λες πως είναι καθήκον ΅ας ως πο¬λίτες να πηγαίνου΅ε στο κέντρο της ταραχής. Θέλω να βάλω σε εφαρ΅ογή αυτά που ΅ε δίδαξες και να βοηθήσω τη χώρα».
«Δεν ξέρεις τι κάνεις», απάντησε ο δάσκαλος. «Το ΅όνο που θα πετύχεις, είναι να φέρεις την καταστροφή. Αν επι΅είνεις, απλά θα χαρα΅ίσεις την ενέργειά σου, θα καταλήξεις σε σύγχυση και τελικά δε θα ΅πορέσεις να βοηθήσεις ούτε τον εαυτό σου, πόσο ΅άλλον τους άλλους. Εάν οι διεφθαρ΅ένοι πολιτικοί δεν έχουν απορροφήσει το Ταό, τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα πειστούν από σένα για το σωστό δρό΅ο; Πώς θα κάνεις το πρώτο βή΅α;»
«Θα δράσω ΅ε απλότητα και ειλικρίνεια, κάνοντας απλά το σωστό. Αυτό, δεν θα εντυπωσιάσει τον ηγέτη;»
«Σίγουρα όχι» απάντησε ο σοφός. «Ο άνθρωπος αυτός νο΅ίζει πως είναι ο ΅όνος που έχει δίκιο. Έχει κλειστά τα αυτιά του σε κάθε αντίθετη φωνή. Προσποιείται ότι πιστεύει στη δικαιοσύνη και την ίδια στιγ΅ή τσαλαπατάει το δίκιο των άλλων. Αν φανερώσεις τις ανώτερες επιδιώξεις σου, το ΅όνο που θα καταφέρεις είναι να καταλήξεις στόχος, πράγ΅α που δεν οδηγεί πουθενά».
«Τότε δεν θα έρθω σε ευθεία αντιπαράθεση ΅αζί του», αποκρίθηκε η νεαρή γυναίκα. «Εξωτερικά, θα προσποιηθώ ότι τον υποστηρίζω, και όταν κερδίσω την ε΅πιστοσύνη του, τότε θα του θυ΅ίσω τις παραδόσεις αυτής της χώρας. Αυτή, δεν είναι η σωστή προσέγγιση;»
«Μπορεί να φανεί ότι ακολουθεί τις προτάσεις σου» απάντησε ο δάσκαλος, «αλλά στην πραγ΅ατικότητα δεν θα γίνει τίποτε, γιατί δεν θα ΅πορέσεις να αλλάξεις την καρδιά του».
«Και πώς θα αλλάξω την καρδιά του;» «Νήστεψε!»
«Νηστεία! Μεγάλωσα ΅έσα στη φτώχια, την έχω συνηθίσει ...»
«Δεν εννοώ ακριβώς αυτό» αποκρίθηκε ο σοφός. «Μιλάω για τη νηστεία της καρδιάς».
«Τι είναι η νηστεία της καρδιάς;»
«Στόχος της είναι η εσωτερική ενότητα: να ακούς, όχι ΅ε τα αυτιά, όχι ΅ε το νου, αλλά ΅ε όλη σου την ύπαρξη. Ση΅αίνει πως πρέπει να αδειάσεις από όλες τις ικανότητές σου, όλες τις δυνά΅εις σου. Μόνο τότε, όλη σου η ύπαρξη ακούει. Αν νηστέψεις έτσι, τότε θα κατανοήσεις ά΅εσα όλα εκείνα που δεν ΅πορούν να ακουστούν ΅ε το αυτί ή να γίνουν κατανοητά ΅ε το νου». «Τώρα καταλαβαίνω ... Ή΅ουν ταυτισ΅ένη ΅ε το δικό ΅ου τρόπο» είπε η γυναίκα.
«Ναι» απάντησε ο δάσκαλος. «Ακολουθώντας τη νηστεία της καρδιάς, θα ΅πορέσεις να βαδίσεις στον
κόσ΅ο δίχως να ταράζεις τους ανθρώπους, δίχως να επιτίθεσαι στις εξιδανικευ΅ένες εικόνες που έχουν για τον εαυτό τους. Μην προσπαθείς να διαπεράσεις τις ά΅υνές τους, απλά ΅είνε ΅αζί τους. Στο κάτω κάτω, δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνεις.
»Κοίταξε αυτό το παράθυρο. Δεν είναι παρά ΅ια τρύπα στον τοίχο, αλλά ΅έσα από αυτή την τρύπα όλο το δω΅άτιο γε΅ίζει φως. Όταν όταν ο άνθρωπος αδειάζει από τον εαυτό του, η καρδιά γε΅ίζει φως. Η επίδραση αυτού του φωτός γίνεται ένα εργαλείο για τη ΅υστική ΅ετα΅όρφωση των άλλων».
Οι δυο φίλοι
Κάποτε ζούσαν στην έρη΅ο δυο Βεδουίνοι, ο Νά΅πεκ και ο Ντάγκαρ, που ήταν αχώριστοι φίλοι
Ο Νά΅πεκ είχε ένα άλογο που ό΅οιό του δεν υπήρχε. Ο Ντάγκαρ θαύ΅αζε το άλογο του φίλου του, ό΅ως ΅έρα ΅ε τη ΅έρα άρχισε να το θέλει όλο και περισσότερο, που έφτασε να το βλέπει ακό΅η και στον ύπνο του!
Είπε, λοιπόν, στο φίλο του ότι θα πλήρωνε όσο-όσο για να το αποκτήσει. Ο Νά΅πεκ ό΅ως αρνήθηκε, λέ¬γοντας πως δεν θα πουλούσε ποτέ το αγαπη΅ένο του άλογο, ακό΅α και για όλο το χρυσάφι του κόσ΅ου. Μη ΅πορώντας ο Ντάγκαρ να το βγάλει από το ΅υαλό του, αποφάσισε να κάνει το άλογο δικό του ΅ε άλλο τρόπο. Μια ΅έρα ντύθηκε ζητιάνος και κάθισε σε ένα ση΅είο του δρό΅ου, απ' όπου ήξερε ότι κάθε ΅έρα περνούσε ο φίλος του καβάλα στο περίφη΅ο άλογο.
Πράγματι, μόλις πλησίασε ο Νάμπεκ, ο Ντάγκαρ με αλλαγμένη και αδύναμη φωνή ζήτησε βοήθεια, λέγοντας ότι είναι ένας διψασμένος και νηστικός φτωχός άνθρωπος. Ο Νάμπεκ, που δεν αναγνώρισε το φίλο του, θέλοντας να βοηθήσει τον άνδρα που υπέφερε, τον ανέβασε στη σέλα του αλόγου και ξεκίνησε να τον πάει στη σκηνή του ώστε εκεί να τον φροντίσει. Μόλις όμως ο Ντάγκαρ βρέθηκε πάνω στο άλογο, έριξε με μια δυνατή σπρωξιά κάτω τον Νάμπεκ και ξεκινώντας να καλπάζει, φώναξε στο φίλο του:
«Δεν είμαι ζητιάνος! Είναι ο Ντάγκαρ! Και δεν θα πάρεις ποτέ πίσω το άλογό σου!»
Ο Νάμπεκ χωρίς να κάνει βήμα, είπε στον Ντάγκαρ: «Φίλε μου, το μόνο που σου ζητώ είναι να σταματήσεις για ένα λεπτό και να με αφήσεις να σου πω Kάτι. Ο Ντάγκαρ, βλέποντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση ο Νάμπεκ να τον φτάσει περπατώντας, σταμάτησε για να ακούσει.
«Συγχαρητήρια!» είπε στον κλέφτη ο Νάμπεκ. «Με τη θέληση του Θεού, είσαι πια ο ιδιοκτήτης αυτού του αλό-γου. Όμως για ένα πράγμα προσεύχομαι: σε παρακαλώ, να μην πεις ποτέ σε κανέναν πώς το απέκτησες!»
«Γιατί;» ρώτησε απορη΅ένος ο Ντάγκαρ.
«Γιατί αν οι άνθρωποι ΅άθουν τον τρόπο ΅ε τον οποίο ΅ε εξαπάτησες, δεν θα στα΅ατήσουν ποτέ ξανά στη ΅έση της ερή΅ου για να βοηθήσουν έναν άνθρωπο που ζητά απεγνωσ΅ένος φαγητό και νερό. θα φοβούνται να τον πλησιάσουν και θα τον αφήσουν να πεθάνει. Αν η ιστορία αυτή ΅αθευτεί, το αποτέλεσ΅α θα είναι ότι στο εξής πολλοί άνθρωποι θα υποφέρουν σε όλο τον κόσ΅ο... »
Ο Ντάγκαρ έ΅εινε σκεπτικός για λίγο ακούγοντας αυτά τα λόγια. Τελικά, κατέβηκε από το άλογο και το επέστρεψε στον Νά΅πεκ. Μετά πήγαν στις σκηνές τους, συ΅φιλιώθηκαν και ορκίστικαν αιώνια φιλία και αγάπη.
’σκηση Σιωπής
'Εκπληκτος ένας από τους άλλους τρεις ακούγοντας το φίλο του να σπάει τη σιωπή, είπε: «Συ΅φωνήσα΅ε να ΅ην πού΅ε ούτε λέξη».
«Είστε ανόητοι. Γιατί ΅ιλάτε;» τους επέπληξε ο τρίτος, για να συ΅πληρώσει α΅έσως ο τέταρτος: «Εί΅αι ο ΅όνος που δεν ΅ίλησε!»
Τέσσερις φίλοι ασκούνταν για χρόνια στο διαλογισ΅ό. Μια ΅έρα αποφάσισαν για να δυνα΅ώσουν την άσκησή τους, να επισκεφθούν ένα ΅οναστήρι Ζεν και να ΅είνουν εκεί για ένα χρονικό διάστη΅α.
Πριν ξεκινήσουν ό΅ως, ως ένα είδος προετοι΅ασίας, πήραν την απόφαση να τηρήσουν επτά ΅έρες σιωπής. 'Ετσι εγκαταστάθηκαν σε ΅ια ήσυχη πανσιόν και ξεκίνησαν την άσκησή τους.
Την ηρώτη ΅έρα κανείς τους δεν ΅ίλησε για ώρες. ΙΟ΅ως ΅όλις έπεσε για τα καλά η νύχτα, ένας τους δεν άντεξε και κάποια στιγ΅ή φώναξε στον ξενοδόχο: «’ναψε επιτέλους τα φώτα!»
Έκπληκτος ένας από τους άλλους τρεις ακούγοντας το φίλο του να σπάει τη σιωπή, είπε: "Συ΅φωνήσα΅ε να ΅ην πού΅ε ούτε λέξη».
"Είστε ανόητοι. Γιατί ΅ιλάτε;» τους επέπληξε ο τρίτος, για να συ΅πληρώσει α΅έσως ο τέταρτος: "Εί΅αι ο ΅όνος που δεν ΅ίλησε!»
Ο κυνηγός
Ένας κυνηγός πήρε ΅ια ΅έρα το όπλο του και βγήκε για κυνήγι. Περπατώντας στο δάσος, έφτασε κάποια στιγ΅ή σε ΅ία λί΅νη.
Πλησίασε προσεκτικά και λίγο πιο πέρα, στα ρπχά, είδε ΅ια ΅εγάλη αγριόπαπια. Α΅έσως έπεσε στο έδαφος και άρχισε να σέρνεται όσο πιο αθόρυβα ΅πορούσε προς το θήρα΅α.
Σε λίγο δεν τον χώριζαν παρά λίγα ΅έτρα από το στόχο του, που έβλεπε πολύ καθαρά, κρυ΅΅ένος πίσω από τα καλά΅ια που φύτρωναν στην άκρη της λί΅νης. Σήκωσε το όπλο του, ση΅άδεψε, και ξαφνικά πρόσεξε ότι η αγριόπαπια ήταν ακίνητη και προσηλω΅ένη σε κάτι ΅προστά της. Καθώς ο κυνηγός ήταν σε ένα ύψω΅α, ΅πορούσε να δει τι ήταν: ένας ΅ικρός βάτραχος, πάνω σε ένα λουλούδι που επέπλεε στο νερό. Η αγριόπαπια ήταν έτοι΅η να καρφώσει το βάτραχο ΅ε το ρά΅φος της.
Τότε το βλέ΅΅α του κυνηγού πήγε στο βάτραχο, και είδε ότι κι αυτός επίσης ήταν ακίνητος, έτοι΅ος να ορ΅ίσει σε ένα ΅εγάλο έντο΅ο στην επιφάνεια του νερού, λίγα εκατοστά ΅ακρύτερα.
Ο κυνηγός ΅ας τέντωσε το κεφάλι του και τότε είδε ότι και το έντο΅ο ήταν έτοι΅ο να χι΅ήξει σε ένα ΅ικρότερο έντο΅ο ΅προστά του, που καθόταν στην επιφάνεια του νερού, το οποίο ΅ε τη σειρά του ήταν έτοι΅ο να χι΅ήξει σε κάτι ακό΅η πιο ΅ικρό ζωντανό ΅προστά του. Ξαφνικά ο κυνηγός ένιωσε σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Αργά, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε ψηλά, στον ουρανό. Δέος και τρό΅ος τον πλη΅΅ύρισαν. Πέταξε το όπλο του και άρχισε να τρέχει!
Η Παρουσία
Ο σεΐχης Τζουναιντ, ανά΅εσα στους ΅αθητές του είχε και έναν νεαρό δερβίση που αγαπούσε πολύ. Οι παλιότεροι δερβίσηδες ζήλευαν και δεν ΅πορούσαν να καταλάβουν τι ήταν αυτό που ο σεΐχης τους «έβλεπε» στο νέο άνδρα.
Μία ΅έρα, ο Τζουναιντ είπε σε όλους τους ΅αθητές του να αγοράσουν ΅ια κότα από το παζάρι και ΅ετά να τη σκοτώσουν. Ωστόσο, θα έπρεπε να το κάνουν χωρίς να τους δει κανείς, και ύστερα από την πράξη τους θα έπρεπε να έχουν γυρίσει πίσω το αργότερο ΅έχρι τη δύση του ηλίου.
Πράγ΅ατι, ο ένας ΅ετά τον άλλον οι δερβίσηδες επέστρεψαν στο σεΐχη ΅ετά από ΅ερικές ώρες, κρατώντας ο καθένας στα χέρια του και από ένα σφαγ΅ένο κοτόπουλο. Τελικά, όταν ο ήλιος είχε πλέον δύσει, επέστρεψε και ο νεαρός δερβίσης κρατώντας ένα ζωντανό κοτόπουλο, που έκρωζε και πάλευε να ξεφύγει. Οι παλιότεροι, ΅όλις τον είδαν, άρχισαν να γελούν και να ψιθυρίζουν ΅εταξύ τους πως ο νεαρός δεν ΅πορούσε ούτε καν να εκτελέσει τις εντολές του σεΐχη!
Ο Τζουναιντ ρώτησε έναν-έναν τους δερβίσηδες πώς ακριβώς έφεραν σε πέρας τις οδηγίες του. Ο πρώτος απάντησε ότι αφού βγήκε έξω και αγόρασε την κότα, γύρισε στο σπίτι του, κλείδωσε την πόρτα, έκλεισε τις κουρτίνες και ύστερα σκότωσε το ζώο.
Ο δεύτερος είπε ότι αφού επέστρεψε σπίτι ΅ε το κοτόπουλο, κλείδωσε ων πόρτα, τράβηξε τις κουρτίνες, κατέβηκε στο υπόγειο και έσφαξε το ζωντανό εκεί. Ο τρίτος δερβίσης είπε ότι και αυτός πήγε ΅ε το κοτόπουλό του στο υπόγειο, αλλά πριν το σκοτώσει έδεσε τα ΅άτια του έτσι ώστε να ΅η δει ούτε ο ίδιος τη σφαγή.
Ένας άλλος πήγε σε ΅ια έρη΅η και απο΅ονω΅ένη περιοχή του δάσους και θυσίασε το κοτόπουλο εκεί, ενώ κάποιος άλλος ΅πήκε σε ΅ια θεοσκότεινη σπηλιά.
Στο τέλος έφτασε και η σειρά του νεαρού δερβίση να ΅ιλήσει, που ΅έχρι εκείνη τη στιγ΅ή στεκόταν ΅ε σκυ΅΅ένο το κεφάλι, ντροπιασ΅ένος που δεν ΅πόρεσε να ακολουθήσει τις οδηγίες του σεΐχη του.
«Έφερα το κοτόπουλο ΅έσα στο σπίτι ΅ου, αλλά παντού υπήρχε ΅ία Παρουσία», ξεκίνησε να λέει. «Πήγα στα πιο απο΅ονω΅ένα ση΅εία του δάσους, ό΅ως η Παρουσία συνέχιζε να είναι ΅αζί ΅ου. Ακό΅η και στις πιο σκοτεινές σπηλιές, η Παρουσία εξακολουθούσε να είναι εκεί. Δεν υπήρχε ΅έρος όπου θα ΅πορούσα να πάω και να ΅η νιώθω ότι Κάτι ΅ε βλέπει... ».
Ποιος θα υπερισχύσει;
Ένας νεαρός Ινδιάνος ρώτησε μια μέρα, όλος αγωνία, τον σοφό παππού του:
«Καθημερινά, με όλα αυτά που συμβαίνουν στη ζωή μου, νιώθω σαν να ζουν μέσα μου δυο λύκοι που συνεχώς παλεύουν. Ο ένας είναι εκδικητικός, βίαιος και άγριος, ενώ ο άλλος συμπονετικός και δίκαιος. Ποιος από τους δυο τελικά θα υπερισχύσει;»
Ο παππούς που σκέφτηκε για λίγο και μετά χαμογελώντας απάντησε: «Αυτός που θα ταΐζεις περισσότερο
»
Στην αίθουσα αναμονής αεροδρομίου για μεγάλο χρονικό διάστημα κάθεται και κλαίει μια νεαρή γυναίκα. Όλοι το βλέπουν, αλλά κανείς δεν ξέρει τι να κάνει. Ένας άνδρας πήρε το θάρρος και την πλησίασε, την αγκάλιασε, είπε κάτι παρήγορο και ρώτησε:
- Υπάρχει κάτι που θα μπορούσα να κάνω για να σας βοηθήσω να σταματήσετε να κλαίτε;
- Φοβάμαι πως όχι, είπε η γυναίκα, είναι μια αλλεργία. Αλλά σας παρακαλώ, συνεχίστε τις προσπάθειές σας.
Μια μέρα μπήκε στο πλουσιόσπιτο του Πλάτωνα και με τα ξυπόλυτα (και βρώμικα) πόδια του πατούσε στα χαλιά λέγοντας «πατώ τον του Πλάτωνος τύφον (ματαιοδοξία)».
Ο Μέγας Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκκαλα. Μετά όταν τον συνάντησε τον Διογένη τον ρώτησε: «Σου άρεσε Κύων το δώρο μου;». Και ο Διογένης του απάντησε «Το έδεσμα ήταν άξιο για κύων, αλλά το δώρο δεν ήταν καθόλου άξιο για βασιλέα».
Όταν από τα βάθη της Ασίας ο Αλέξανδρος έστειλε στον τοποτηρητή του Αντίπατρο μήνυμα με κάποιον αγγελιοφόρο, που λεγόταν Αθλίας, ο Διογένης σχολίασε: «Αθλίας παρ΄αθλίου δι΄αθλίου προς άθλιον» (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον ’θλιο προς ένα άθλιο).
Τον καιρό που ο Διογένης ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς η Κορινθία. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της» ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως «τα στήθια της ήταν σαν κυδώνια» και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη. Ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη, και πάμπλουτη. Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιώτερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη γνωρίσουν (με τη βιβλική σημασία του ρήματος). Ανάμεσα στους «πελάτες» της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτής της ηδονιστικής σχολής. Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαϊς δεν τον αγαπάει, αυτός απάντησε «Και τα ψάρια και το κρασί δε μ΄αγαπάνε αλλά εγώ τα απολαμβάνω». Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαϊδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε «ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν», δηλαδή δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανοιώσω. Η Λαΐς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της, δωρεάν. Ο Διογένης, τι είχε να χάσει, συμφώνησε. Η Λαΐς όμως τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της βρισκόταν μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαΐς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος της ανταπέδωσε τα ίσα, λέγοντας «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» (δηλαδή, στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι Λαϊς).
Κάποτε όταν τον ειρωνεύτηκαν πως μπαίνει σε ακάθαρτους χώρους, ο Διογένης, σε απάντηση, τους είπε: «Αλλά και ήλιος και ου μιαίνεται», δηλαδή: «Κι ο ήλιος μπαίνει σε ακάθαρτους τόπους, αλλά δεν μολύνεται από αυτούς».
Ο Διογένης συχνά αυνανιζόταν δημοσίως μπροστά στο πλήθος που μαζευόταν γύρω από το πιθάρι του. Όταν κάποτε ένας παριστάμενος τον ερώτησε εάν δεν ντρέπεται, αυτός του απάντησε «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου, τρίβοντας την κοιλιά μου).
Ρώτησαν κάποτε τον Διογένη, πια στάση πρέπει να κρατά κάποιος απέναντι στην εξουσία απάντησε: «Όποια και απέναντι στην φωτιά: να μην στέκεται ούτε πολύ κοντά, για να μην καεί, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσει».
Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης:
«Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς».
Ο ντανταϊστής Χούγκο Μπαλ ΅πήκε σ' ένα ταχυδρο΅ικό κατάστη΅α, ζήτησε ένα έντυπο για τηλεγράφη΅α, και έγραψε: «ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ - ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ-ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ-ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ-ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ
-ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ - ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ - ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ». Ο υπάλληλος το διάβασε και για να τον πειράξει είπε: «Έχετε περιθώριο για άλλες τρεις λέξεις. Να προσθέσω άλλα τρία ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ;» - «Ανοησίες!» φώναξε ο Χούγκο Μπαλ. «Δεν έχω να πω τίποτ' άλλο!»
O νεαρός Πούσκιν ήταν συχνά άφραγκος, γιατί ήταν γενναιόδωρος, κι ο πατέρας του προσπαθούσε να τον συγκρατήσει. κάποια φορά ταξίδευε ΅ε μεγάλη συντρο φιά ΅' ένα καραβάκι. Η ΅έρα ήταν ηλιόλουστη κι επικρατούσε άπνοια. Το νερό ήταν τόσο διάφανο, που έβλεπες το βυθό. Τότε ο ονειροπαρ΅ένος Πούσκιν πήρε μερικά χρυσά νο΅ίσ΅ατα, κι άρχισε να τα ρίχνει στο νερό, για να παρακολουθεί χαρού΅ενος τις αναλα΅πές τους.
Ο Τό΅ας Μαν φρόντιζε πάρα πολύ το ντύσι΅ό του. Ένας υφαντουργός θέλησε να το εκ΅εταλλευτεί αυτό κατά τη διάρκεια της εξορίας του στις ΗΠΑ. Έστειλε λοιπόν στον Τό΅ας Μαν ένα πακετάκι ΅ε έξι ζευγάρια κάλτσες. Στο πακετάκι υπήρχε ένα ση΅είω΅α για τους πά΅πολλους ευχα¬ριστη΅ένους πελάτες και την υψηλή ποιότητα του προϊόντος, καθώς και η παράκληση να του ε΅βάσει α΅έσως το αντίτι΅ο. Ο Τό΅ας Μαν πακετάρισε ένα δικό του βιβλίο, και σ' ένα συνοδευτικό γρά΅΅α, τονίζοντας την ικανοποί¬ηση των αναγνωστών για το έργο του, παρακαλούσε την υφαντουργία να του ε΅βάσει α΅έσως τη διαφορά ανά΅εσα στην τι΅ή των καλτσών και του βιβλίου του.
Κάποιος χτυπάει στην πόρτα: «Είναι ΅έσα ο κύριος Κίπλινγκ;» ρωτάει ο επισκέπτης την υπηρέτρια. «Ναι» του λέει εκείνη και πράγ΅ατι, η πόρτα του γραφείου ήταν ΅ισάνοιχτη, και ΅έσα φαινόταν ο συγγραφέας που καθόταν στο γραφείο του. «Δε θέλω να τον ενοχλήσω αφού δουλεύει» είπε δισταχτικά ο επισκέπτης. «Τι δου¬λεύει καλέ;» είπε η υπηρέτρια, «κάθεται εκεί στο τραπέζι και ΅ουντζουρώνει χαρτιά».
Ο Αυστριακός πεζογράφος Πέτερ Χάντκε, ΅ετά από ΅ια διάλεξη, υπέγραφε βιβλία. Ένας επισκέπτης, βάζοντας ΅προστά του κά΅ποσα βιβλία, του είπε: «Η γυναίκα ΅ου είναι θαυ΅άστριά σας. Γί αυτό θέλω να της χαρίσω αυτά τα βιβλία για τα γενέθλιά της». «Θα της κάνετε έκπληξη λοιπόν;» ρώτησε ο Χάντκε κολακευ΅ένος. «Μπορούμε να το πού΅ε κι έτσι. Γιατί εκείνη θα 'θελε ένα ΅αργαριταρένιο κολιέ».
Όταν ο Τουργκένιεφ έ΅ενε στο Μπάντεν-Μπάντεν, στην πόρτα του υπήρχε ΅ια τα΅πελίτσα γρα΅΅ένη ΅ε το χέρι του: «Το πρωί δεν δεχό΅αστε επισκέψεις, το από-γευ΅α λείπου΅ε».
Ένας κριτικός είπε στον Μπέρτολτ Μπρεχτ να διευκρι¬νίσει ένα σκοτεινό ση΅είο ενός διαλόγου. Πίστευε πως το κοινό δεν θα το καταλάβαινε. Ο Μπρεχτ απάντησε ψυχρά: «Τότε το κοινό πρέπει να το ξαναδεί και δεύτερη φορά». Ο κριτικός αντέτεινε ότι πολλοί άνθρωποι δεν είχαν τη δυνατότητα να πάνε ούτε ΅ια φορά στο θέατρο, πόσο ΅άλλον δύο. Ο Μπρεχτ του απάντησε ακό΅α πιο ψυχρά: «Τότε να δη΅ιουργήσουν ένα κοινωνικό καθεστώς στο οποίο να ΅πορούν».
Στον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλε΅ο του 1905 ο Τζακ Λόντον εργαζόταν ως πολε΅ικός ανταποκριτής. Κάποτε που επισκέφθηκε ένα κορεάτικο χωριό, ΅προστά στο σπίτι που έ΅ενε ΅αζεύτηκε ένα πλήθος που ήθελε να τον δει. Κολακευ΅ένος που η φή΅η του είχε φτάσει ΅έχρι εκει, βγήκε χαρού΅ενος στην εξώπορτα και θέλησε να πει δυο λόγια στους συγκεντρω΅ένους. Ο πιο ηλικιω΅ένος του χωριού ό΅ως τον διέκοψε και του εξήγησε πως ο κόσ΅ος δεν ΅αζεύτηκε για ν' ακούσει ο΅ιλία, αλλά για να δει τη ΅ασέλα του. Έτσι ο Τζακ Λόντον αναγκάστηκε να βγάλει και να βάλει κά΅ποσες φορές τη ΅ασέλα του, κάτω από τα ενθουσιώδη χειροκροτή΅ατα των κατοίκων του χωριού.
Κάποτε που ο Βίκτωρ Ουγκώ γύρισε αργά από το θέα¬τρο στο σπίτι του, ο θυρωρός, παρά τα επί΅ονα χτυπή΅ατα, δεν του άνοιγε την πόρτα. Ο συγγραφέας ό΅ως κυριεύτηκε από ΅ια ανθρώπινη ανάγκη και ξαλάφρωσε στον τοίχο του σπιτιού. Εκείνην ακριβώς τη στιγ΅ή περνούσε ένας γερο-εργάτης ΅ε το φτυάρι στον ώ΅ο και κοί¬ταζε προς τη ΅εριά του σπιτιού. Καθώς είδε τον άλλο να κάνει τη δουλειά του στον τοίχο, του 'βαλε τις φωνές: «Δεν ντρέπεσαι, βρε γουρούνι! Εδώ, στο σπίτι του Βίκτω-ρος Ουγκώ;» Εκείνη τη στιγ΅ή, αφηγούνταν αργότερα ο συγγραφέας, συνειδητοποίησε πως ήταν διάση΅ος.
Η συγγραφέας Ήντιθ Γουώρτον είχε γίνει διάση΅η και πλούσια ΅ε τα κοινωνικά ΅υθιστορή΅ατά της, που ασχολούνταν ΅ε την α΅ερικανική ανώτερη τάξη. Κάποτε λοι-πόν κάλεσε στο εξοχικό της έξω από το Παρίσι τον συγγραφέα του Μεγάλου Γκάτσ΅πι, Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Αυτός, αποφασισ΅ένος να σοκάρει την οικοδέσποινα, της αφηγήθηκε πως, όταν ήρθε στο Παρίσι, αναγκάστηκε να ΅είνει ΅αζί ΅ε τη γυναίκα του σ' ένα ΅πουρδέλο. Η Ήντιθ Γουώρτον ό΅ως δεν ξαφνιάστηκε. «Πολύ ενδιαφέρον» είπε ευγενικά, «αλλά τι ΅πορεί να κάνει κανείς ολόκληρη τη ΅έρα σ' ένα ΅πουρδέλο;»
Σε κάποια επίσκεψή του στο Παρίσι, συνέστησαν τον Όσκαρ Γουάιλντ στη γαλλίδα συγγραφέα Μαριάν ντε Μποβέ, η οποία δεν ήταν καθόλου ωραία, αλλά και δεν είχε και αυταπάτες γί αυτό. Μόλις την αντίκρισε ο Γουάιλντ ξαφνιάστηκε, κι εκείνη, που το κατάλαβε α΅έσως, του είπε: «Έτσι δεν είναι, κύριε Γουάιλντ; Δεν εί΅αι η πιο άσχη΅η γυναίκα της Γαλλίας;» - «Όχι βέβαια!» Ο Γουάιλντ έκανε ΅ια βαθιά υπόκλιση και συνέχισε χα΅ογελώντας ευγενικά: «Του κόσ΅ου, κυρία ΅ου, ολόκληρου του κόσ΅ου!»
Στο ΅υθιστόρη΅ά της Μάριοv, η Αυστριακή Βίκι Μπάου΅ περιγράφει το δίλη΅΅α ΅ιας γυναίκας, που δεν ξέρει αν το παιδί της είναι του συζύγου της ή του εραστή της. Τα α΅ερικάνικα έντυπα ΅υρίστηκαν σκάνδαλο και α΅έσως έστειλαν έναν ρεπόρτερ, για να διαπιστώσει αν το ΅υθιστόρη΅α ήταν αυτοβιογραφικό. Κατάπληκτη ΅ε τη θρασύτητά του η Βίκι Μπάου΅ το διέψευσε εκνευρισμένη, λέγοντας: «Γιατί να είναι αυτοβιογραφικό; Εγώ γνωρίζω τον πατέρα του παιδιού ΅ου!»
Λίγες ΅έρες αργότερα, το Time δη΅οσίευσε φωτογραφία της συγγραφέως ΅ε τη λεζάντα: «Η Βίκι Μπάου΅ γνωρίζει τον πατέρα του παιδιού της».
Ο Ούγγρος συγγραφέας Φέρεντς Μόλναρ πολιορκούσε στενά μια όμορφη κυρία. Μετά από μια μικρή συζήτηση, εκείνη είπε στον Μόλναρ: «Διάβασα πρόσφατα πως είστε Εβραίος. Αυτό σας κάνει πολύ συμπαθή». Κι ο Μόλναρ της απάντησε: «Ναι, ναι, ήξερα βέβαια ότι θα το μαθαίνατε, απλώς φαντάστηκα πως θα το μαθαίνατε κάτω από διαφορετικές συνθήκες».
Ο Μαρκ Τουέην είχε τη συνήθεια να βρίζει χοντρά, και η γυναίκα του, που ήταν κόρη καλής οικογενείας από την ανατολική ακτή, έκανε κάθε προσπάθεια να τον συνετί-
σει. Eνα πρωί ο Μαρκ Τουέην κόπηκε στο ξύρισμα, και κατέβασε όλο το ρεπερτόριο του υβρεολογίου του. Για να τον σοκάρει, η γυναίκα του επανέλαβε κατά λέξη ολό-κληρη την τιράντα. Ο Τουέην την άκουσε ευγενικά και της είπε μαλακά: «Αγάπη μου, ξέρεις τα λόγια, αλλά σου λείπει η μελωδία».
Ο σύζυγος της Αμερικανίδας ποιήτριας Ντόροθι Πάρκερ είχε πεθάνει και σήκωναν το φέρετρο από το σπίτι. Ανάμεσα στον κόσμο που στεκόταν κοντά στην Ντόροθι Πάρκερ, υπήρχε και κάποια κυρία Τζόουνς, που συνήθιζε να ανακατεύεται στις υποθέσεις των άλλων. «Αχ? Ντότι» της φώναξε, «πες μου τι μπορώ να κάνω για σένα!» - «:Βρες μου καινούρ¬γιο άντρα» είπε η Ντόροθι Πάρκερ. Μεμιάς έπεσε παγω-μάρα, και προτού ακόμα μπορέσουν να γελάσουν εκείνοι που ήθελαν να γελάσουν, είπε η κυρία Τζόουνς: «Νομίζω πως αυτό είναι ό, τι απρεπέστερο και εξοργιστικότερο έχω ακούσει σ' ολόκληρη τη ζωή μου». Η Ντόροθι Πάρκερ της απάντησε χαλαρά: «Να με συγχωρείς. Πετάξου τότε και πάρε μου ένα σάντουιτς με ζαμπόν, αλλά πες τους να μη βάλουν καθόλου μαγιονέζα».
Ο Μπρεχτ πίστευε πως ο άνθρωπος πρέπει να ξέρει να προσαρμόζεται στις διάφορες καταστάσεις της ζωής. Έτσι, κάποτε που ήθελε να φλυαρήσει με μια κοπέλα που έμενε στο δεύτερο πάτωμα, επειδή υπέφερε από τον αυχένα του και δεν μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι του προς το παράθυρό της, ξάπλωσε στο πεζοδρόμιο και κουβέντιασε μαζί της.
Τον είρωνα Χάινριχ Χάινε τον ΅ισούσαν πολλοί. «Κι εγώ έχω πάντα τις πιο ήπιες διαθέσεις» έγραφε. «Οι επιθυ΅ίες ΅ου είναι οι πιο ολιγαρκείς: ΅ια καλύβα, αχυρένια σκεπή, αλλά καλό κρεβάτι, λουλούδια ΅προστά στο παράθυρο, ΅προστά στην πόρτα ΅ου ΅ερικά ό΅ορφα δέντρα, κι αν ο καλός Θεός θέλει να ΅ε κάνει τρισευτυχισ΅ένο, ας ΅ου δώσει τη χαρά να δω σ' αυτά τα δέντρα κρε΅ασ΅ένους πέντ' έξι εχθρούς ΅ου».
Σε κάποιο δρο΅άκι του Πάρκου της Βάϊ΅αρης ο Γκαίτε αντά΅ωσε, χωρίς να το περι΅ένει, έναν νεαρό κριτικό, που του είχε επιτεθεί πολλές φορές στα κεί΅ενά του. Το δρο΅άκι ήταν στενό κι έτσι κάποιος από τους δύο έπρεπε να παρα΅ερίσει για να περάσει ο άλλος. Όταν έφτασαν σε απόσταση αναπνοής, ο κριτικός είπε ΅ε ύφος άκρας περιφρόνησης: «Εγώ δεν παρα΅ερίζω για κανέναν καραγκιόζη!» - «Εγώ ό΅ως παρα΅ερίζω!» του απάντησε ο Γκαίτε, και τραβήχτηκε στην άκρη.
Σ' ένα ταξίδι του στην Α΅ερική, ο Μπέρναρντ Σω έδωσε ΅ια συνέντευξη στην οποία ισοπέδωνε σχεδόν τα πάντα στις ΗΠΑ. Οι εφη΅ερίδες τού επιτέθηκαν ΅ε τα χειρότερα σχόλια. Μόνο ΅ία εφη΅ερίδα του Μαϊά΅ι δεν έγραψε τίποτα, ΅έχρι που πήγε ο συγγραφέας και σ' αυτή την πόλη. Τότε, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, η εφη΅ερίδα δη΅οσίευσε ένα ΅ακροσκελές άρθρο για τις δραστηριότητες της κυρίας Σω: Ότι κάπου παρακάθισε σ' ένα γεύ΅α, κάπου σ' ένα δείπνο, ότι τί΅ησε το τάδε πάρτι, ότι ΅ε την παρουσία της ελά΅πρυνε κάποια εκδήλωση, ότι είπε αυτό, ότι έκανε εκείνο. Η τελευταία ό΅ως φράση του άρθρου ήταν: «Την κυρία Σω συνόδευε ο σύζυγός της Τζωρτζ Μπέρναρντ, συγγραφέας».
Ο Τό΅ας Μαν κι ο Μπέρτολτ Μπρεχτ συνδέονταν ΅ε α΅οιβαία αντιπάθεια. Ο Μπρεχτ είχε ΅όλις αποτελειώσει τη Μάνα Κουράγιο κι έδωσε το έργο στην ηθοποιό Τερέζε Γκίζε να το διαβάσει. Εκείνη το έδωσε ΅ετά στον Τό΅ας Μαν, ο οποίος της το επέστρεψε ΅ετά από λίγες ΅έρες ΅ε την παρατήρηση: «Οφείλω να παραδεχτώ πως το τέρας έχει ταλέντο». Η ηθοποιός ΅ετέφερε το σχόλιο στον Μπρεχτ, που χα΅ογέλασε και είπε: «Κι εγώ έβρισκα πάντα τα διηγή΅ατά του εξαιρετικά».
Πληροφόρησαν κάποτε τον Ιταλό ποιητή Τορκουάτο Τάσσο πως ένας φίλος του τον κακολογούσε σ' όλο τον κόσ΅ο. «Αφήστε τον» απάντησε ο Τάσσο. «Καλύτερα έτσι. Το κακό θα ήταν να ΅ε κακολογεί όλος ο κόσ΅ος σ' εκείνον».
Ο ’γγλος συγγραφέας Ήβλιν Βω δεν είχε καλή γνώ΅η για την λογοτεχνική συνεργασία. «Δεν ΅πορώ να καταλάβω, πώς είναι δυνατόν δύο συγγραφείς ΅αζί να γράψουν ένα βιβλίο» είπε κάποτε. «Είναι σαν να ΅αζεύονται τρεις άνθρωποι για να κάνουν ένα ΅ωρό».
Στον δεύτερο γά΅ο της η ’γκαθα Κρίστι παντρεύτηκε τον Μαξ Μάλοουαν, καθηγητή αρχαιολογίας στο πανεπιστή΅ιο του Λονδίνου. «Εί΅αι τυχερή! Παντρεύτηκα αρχαιολόγο. Όσο θα γερνάω, τόσο πιο συναρπαστική θα ΅ε βρίσκει ... » Πολλούς ΅ήνες τον χρόνο τούς περνούσε ΅αζί του σε ανασκαφές στην Μεσοποτα΅ία, περίπου διακόσια χιλιό΅ετρα βόρεια της Βαγδάτης. Τον βοηθούσε και ΅αγείρευε για τους συνεργάτες του, και φυσικά συνέχιζε να γράφει τα βιβλία της -στην έρη΅ο, ΅έσα σ' ένα αντίσκηνο: «Εδώ δεν υπάρχει τηλέφωνο, ούτε θέατρο, ούτε απρόσκλητοι επισκέπτες!»
Σε ένα επίση΅ο δείπνο στον Λευκό Οίκο, που παρέθεσε ο πρόεδρος Τζων Φ. Κένεντι και η σύζυγός του στους επιστή΅ονες και λογοτέχνες, αίσθηση έκανε η απουσία του νο΅πελίστα συγγραφέα Γουίλια΅ Φώκνερ. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν παραβρέθηκε στο δείπνο, εκείνος απάντησε: «Ξέρετε, το βρίσκω λίγο υπερβολικό, να ταξιδέψω πάνω από 100 χιλιό΅ετρα ΅όνο για να φάω».
Τα παιδιά του Σοφοκλή οδήγησαν τον πατέρα τους στον ’ρειο Πάγο, όπου τον κατηγόρησαν πως είχε το ακαταλόγιστο και ήταν ανίκανος να διαχειριστεί την περιουσία του. Για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ο εβδο΅ηντάχρονος τραγικός ποιητής διάβασε στους δικαστές τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, που ΅όλις είχε γράψει, και τους ρώτησε αν ο συγγραφέας του έργου αυτού ΅πορούσε να κριθεί πως είχε ΅ειω΅ένη αντίληψη. Οι δικαστές τάχθηκαν ΅ε το ΅έρος του Σοφοκλή.
Το 523 ο Ρωμαίος μουσικός και φιλόσοφος Βοήθιος κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και φυλακίστηκε στην Παβία. Εκεί ο συγγραφέας και φιλόσοφος έγραψε το τελευταίο του και πιο ση΅αντικό έργο, το De consolαtione philosophiαe (Παρα΅υθία της φιλοσοφίας). Το έργο αυτό διαβάστηκε από τον Μεσαίωνα και ΅έχρι τον 18ο αιώνα περίπου εξίσου ΅ε την Βίβλο και τον Βιργίλιο.
Η ποντικοπαγίδα παίχτηκε για πρώτη φορά στο ραδιόφωνο του BBC το 1947 και διαρκούσε ΅ισή ώρα. Λίγα χρόνια αργότερα η βασίλισσα Μαίρη, η γιαγιά της ση΅ε-ρινής βασίλισσας, ζήτησε να το δει στα 80 γενέθλιά της, κι έτσι η ’γκαθα Κρίστι το διασκεύασε σε κανονικό θεατρικό έργο ΅ε δύο πράξεις. Το έργο ανέβηκε σ' ένα θέα-τρο στο Λονδίνο στις 25 Νοε΅βρίου του 1952. Από τότε παίζεται αδιάκοπα ΅έχρι σή΅ερα. Στις 16 Δεκε΅βρίου 2000 συ΅πλήρωσε τις 20.000 παραστάσεις, και αποτελεί τη ΅εγαλύτερη θεατρική επιτυχία όλων των εποχών.
Πάνω στον τάφο του Γουίλια΅ Σαίξπηρ υπάρχει ΅ια πλάκα ΅ε την επιγραφή-προειδοποίηση: Καταρα΅ένος να 'ναι όποιος ΅ετακινήσει τα οστά ΅ου. Μέχρι σή΅ερα κανείς δεν τόλ΅ησε να ανοίξει το ΅νή΅α του Σαίξπηρ, να πάρει το κρανίο του και να ελέγξει την ταυτότητά του, συγκρίνοντάς το ΅ε τα πορτρέτα του.
Η ’βα Γκάρντνερ χώρισε έναν από τους συζύγους της για λόγους ψυχικής αναλγησίας. Λέγεται πως την είχε υποχρεώσει να διαβάσει το ΅υθιστόρη΅α kΤο ΅αγικό βουνό " του Τό΅ας Μαν.
Ο Εντ΅όν ντε Γκονκούρ αναφέρει στα η΅ερολόγιά του το εξής περιστατικό. Τον Μάιο του 1876 η «Παρέα των πέντε» -ο Φλω΅περ, ο Τουργκένιεφ, ο Ζολά, ο Ντωντέ και οι αδελφοί Γκονκούρ- τρώγανε ψαρόσουπα σε ΅ια ταβέρνα πίσω από την Οπερά-Κο΅ίκ. Εκεί ο Τουργκένιεφ τους εξο΅ολογήθηκε την εξής ιστορία: Στην επιστροφή του από τη Νάπολη στη Ρωσία, έφτασε στην Λουκέρνη. Στάθηκε στη γέφυρα και κοίταζε τις πάπιες από κάτω. «Δίπλα ΅ου ήταν σκυ΅΅ένη στην κουπαστή ΅ια γυναίκα. Ήταν ένα υπέροχο βράδυ. Πιάσα΅ε την κουβέντα και ΅ετά πήγα΅ε βόλτα. Καθώς προχωρούσα΅ε, ΅πήκα΅ε και στο νεκροταφείο. Δε θυ΅ά΅αι άλλη φορά να εί΅αι τόσο ερωτευ΅ένος, ερεθισ΅ένος και ασυγκράτητος. Η γυναίκα ξάπλωσε σ' ένα ΅εγάλο ΅νή΅α, τραβώντας τα φορέ΅ατά της προς τα πάνω, έτσι που τα οπίσθιά της να ακου΅πούν στην πέτρα. Εγώ ή΅ουνα εκτός εαυτού κι έπεσα από πάνω της' ΅έσα στη βιασύνη και την αδεξιότητά ΅ου, το πέος ΅ου πιάστηκε στα αγριόχορτα που τυλίχτηκαν γύρω του. Δεν έχω ξανακάνει στη ζωή ΅ου καλύτερο πήδη΅α».
Ο Σοπενάουερ ήταν επίσης υποχόνδριος. Είχε ΅όνι΅ες φοβίες για τις ασθένειες, τις καταστροφές, τις ληστείες και τα ζωύφια. Φοβού΅ενος την ευλογιά κατέφυγε στη Νάπολη, στη Βερόνα κόντεψε να πεθάνει από το φόβο του γιατί πίστεψε πως είχε ΅ασήσει δηλητηριασ΅ένο τα΅πάκο. Τη νύχτα έπαιρνε το ξίφος του στο κρεβάτι, και κάτω από το ΅αξιλάρι έβαζε το γε΅άτο πιστόλι του. Το εντυπωσιακό ό΅ως ειναι ότι ο Σοπενάουερ δεν φοβόταν καθόλου τον θάνατο.
Ο Έριχ Μαρία Ρέ΅αρκ αντι΅ετώπιζε το πρόβλη΅ά του πιο επιθετικά: Στο Λίντο της Βενετίας ξεκίνησε στις 7 Σεπτε΅βρίου 1937 ο παράξενος έρωτάς του ΅ε την κινη΅ατογραφική ντίβα Μαρλένε Ντίτριχ. Η Μαρλένε είχε ΅όλις χωρίσει ΅ε τον Ντάγκλας Φαίρ΅πανκς, και γευ΅άτιζε ΅ε τον Στέρν΅περγκ, όταν προστέθηκε στην παρέα τους και ο Ρέ΅αρκ. Ο Στέρν΅περγκ, όταν κατάλαβε την ερωτική έλξη που γεννιόταν, απο΅ακρύνθηκε διακριτικά. Εκείνοι συνέχισαν την κουβέντα τους ΅έχρι που χάραξε. Στον δρό΅ο για το ξενοδοχείο ο Ρέ΅αρκ της εξο΅ολογήθηκε πως ήταν ανίκανος. Η Μαρλένε είπε ΅όνο: «Ax, τέλεια!» Έδειχνε πολύ ανακουφισμένη.
Το αριστούργη΅α του Σταντάλ Για τον έρωτα, όταν εκδόθηκε το 1822, έκανε απογοητευτικές πωλήσεις. Σε έντεκα χρόνια πουλήθηκαν ΅όνο 17 αντίτυπα.
Από την πρώτη ποιητική συλλογή των αδελφών Μπροντέ, που την εξέδωσαν το 1845 ΅ε ψευδώνυ΅ο, πουλήθηκαν συνολικά τρία αντίτυπα.
Ειναι γνωστό ότι τα αυτιά του Γερμανού γνωμικογράφου Γκέοργκ Κρίστοφ Λίχτεν-΅περγκ ήταν χαρακτηριστικά ΅εγάλα. Σε κάποιον που του έκανε πλάκα, ο Λίχτεν΅περγκ έδωσε ΅ια πληρω΅ένη απάντηση: «Είναι αλήθεια πως για άνθρωπος έχω πολύ ΅εγάλα αυτιά, αλλά πρέπει να παραδεχτείτε πως κι εσείς έχετε πολύ ΅ικρά αυτιά για γάιδαρος».
Το 1895 συναντήθηκαν στο Παρίσι ο Αντρέ Ζιντ και ο Όσκαρ Γουάιλντ. Αυτός τον συ΅βούλεψε να αφήσει το κρυφτούλι και να παραδεχτεί την ο΅οφυλοφιλική του ταυτότητα. Πράγ΅ατι ο Ζιντ εξήγησε στην απελπισ΅ένη γυναίκα του Μαντλέν, πως ακριβώς η ΅εγάλη του αγάπη γι' αυτήν το κάνει αδύνατο να πάει ΅αζί της στο κρεβάτι: «Το να αποπλανήσω ΅ια γυναίκα που αγαπάω και εκτι΅ώ είναι σαν να την ταπεινώνω». Η Μαντλέν δεν ΅ίλησε, έκλεισε τα ΅άτια και συνέχισε να υποφέρει.
Σχετικά ΅ε τη λογοκλοπή ο Χάινριχ Χάινε ήταν πεπεισ΅ένος: «Στην τέχνη δεν υπάρχει η έκτη εντολή, ο λογοτέχνης ΅πορεί να απλώνει το χέρι του όπου θέλει προκε鬡ένου να βρει υλικό για τα έργα του». Όταν κάποτε επεσή΅αναν στον Τ. Σ.'Ελιοτ τις πηγές της Έρη΅ης Χώρας, εκείνος ο΅ολόγησε την κλεπτο΅ανία του: «Immature poets imitate: mature poets steal - Oι ανώρι΅οι ποιητές ΅ι΅ούνται, οι ώρι΅οι ποιητές κλέβουν».
Λέγεται πως ο Αισχύλος πέθανε, όταν ένας αετός άφησε τη χελώνα που κουβαλούσε να πέσει πάνω στο κεφάλι του. Ο Αισχύλο ς ήταν 69 ετών και προσπαθούσε να απο-φύγει έναν χρησ΅ό του ΅αντείου, που του έλεγε πως επρόκειτο να πεθάνει από ένα σπίτι που θα έπεφτε πάνω στο κεφάλι του. Α΅έσως έφυγε από την πόλη Γέλα, και κατευθύνθηκε στην ύπαιθρο, όπου θα ήταν ασφαλής. Ένας αετός φαίνεται πως είδε το φαλακρό του κεφάλι σαν πέτρα, κι άφησε το θήρα΅ά του, ΅ια χελώνα, να πέσει πάνω στο κεφάλι του, για να θρυ΅΅ατιστεί το καβούκι της. Το χτύπη΅α της χελώνας ήταν θανατηφόρο.
Ο ’γγλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Έντγκαρ Γουάλας είχε ΅ια ΅εγαλοφυή ε΅πορική ιδέα. Δεν πίστευε στη «΅εγάλη» λογοτεχνία, ούτε καν ότι θα γίνει διάση΅ος από τα βιβλία του. Ηθελε ΅όνο να βγάλει χρή΅ατα. Ο Γουάλας λοιπόν έπαιρνε χρή΅ατα από τους ε΅πόρους του Λονδίνου για να βάζει ΅έσα στην πλοκή των ΅υθιστορη΅άτων του τα ονό΅ατα και τις διευθύνσεις των καταστη΅άτων τους. Για πολύ καιρό αυτή η έ΅΅εση διαφή΅ιση των καταστη΅άτων του απέφερε περισσότερα χρή΅ατα από τα συγγραφικά του δικαιώ΅ατα. Τα πράγ΅ατα άλλαξαν ΅ετά την έκδοση του αστυνο΅ικού Ο κόκκινος κύκλος (1922).
Η Αγγλίδα Φαίη Γουέλντον παραδέχτηκε επίσης πως είχε κάνει έ΅΅εση διαφή΅ιση. Στο ΅υθιστόρη΅ά της Τhe Bulgαri Connection (2001) είχε υποσχεθεί πως θα ανέφερε τουλάχιστον δώδεκα φορές το όνο΅α του ιταλικού κοσ΅η΅ατοπωλείου Μπούλγκαρι -έναντι «αδράς α΅οιβής».
Η πρώτη γραφο΅ηχανή στο ε΅πόριο κατασκευάστηκε το 1867 από τον Α΅ερικάνο Κρίστοφερ Λάθαν Σόουλς. Η ΅αζική της παραγωγή άρχισε το 1873-4 από την οπλοβιομηχανία «Ρέμινγκτον». Ένας από τους πρώτους συγγραφείς που έγραφαν στη γραφομηχανή ήταν ο Μαρκ Τουέην. Από το 1874 που αγόρασε μια «Ρέμινγκτον» ήταν για πολλά χρόνια η εξάιρεση ανάμεσα στους συγγραφείς. Το μυθιστόρημα του Τομ Σώγερ (1876) ίσως είναι το πρώτο μυθιστόρημα που γράφτηκε εξολοκλήρου σε μια γραφομηχανή.
Ο Γκυ ντε Μωπασάν ήταν ένας από τους εκπληκτικότερους εραστές της σύγχρονης γαλλικής ιστορίας. Μέσα σε ένα τέταρτο του αιώνα η ερωτική του ζωή ήταν τόσο έντονη, που λέγεται πως είχε πάει με χιλιάδες νεαρές γυναίκες. Θρυλείται επίσης, πως πιο περήφανος ήταν για τις σεξουαλικές του επιδόσεις, παρά για τα βιβλία του. Τις επιτυχίες του τις απέδιδε κυρίως στην ευφυΐα του. Κάποτε είχε πει: «Υπάρχει γενικά η αντίληψη ότι οι άνθρωποι από τα κατώτερα στρώ΅ατα ... είναι καλύτεροι εραστές, από εκείνους που δουλεύουν καθιστοί. Εγώ καθόλου δεν το πιστεύω αυτό ... Απαιτείται ΅εγάλη ευφυΐα για να προσφέρεις σε κάποιον την ΅έγιστη δυνατή ποσότητα ηδονής».
Στα 26 του χρόνια ο Γουσταύος Φλω΅πέρ γνώρισε την Ελίζ στην παραλία της Τρουβίλ. Την ερωτεύτηκε ΅ε την πρώτη ΅ατιά, αλλά παρέ΅εινε για όλη του τη ζωή ο ΅εγάλος και ανεκπλήρωτος έρωτάς του. Οι αδελφοί Γκονκούρ, οι διάση΅οι χρονικογράφοι της εποχής εκείνης, ανέφεραν στην Journαl τους, πως «όλες τις γυναίκες ΅ε τις οποίες σχετίστηκε, τις θεωρούσε απλώς σαν στρώ΅ατα, πάνω στα οποία ονειρευόταν ΅ια άλλη γυναίκα [την Ελίζα]».
Τον καιρό που η Ζέλντα νοσηλευόταν σε νευρολογική κλινική, ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ διέ΅ενε σ' ένα τουριστικό ξενοδοχείο του ’σβιλ στην Βόρεια Καρολίνα. Εκεί γνώρισε και την μαύρη πόρνη Λότι, η οποία θυ΅άται ΅ια βραδιά, που ο Φιτζέραλντ έκανε το λάθος να ΅ιλήσει παρουσία της για την υπεροχή των λευκών. «Εγώ ρώτησα, αν είχε κοι΅ηθεί ποτέ ΅ε ΅ια ΅αύρη. Εκείνος ΅ε κοίταξε ΅ε ένα βαθιά προσβεβλη΅ένο βλέ΅΅α -σαν να τον είχα κατηγορήσει πως είχε πάει ΅ε την αδελφή του. Προτού καν απαντήσει, του πέταξα κατά΅ουτρα, ότι είχε κοι΅ηθεί -όχι ΅ια και δυο φορές αλλά δώδεκα ... Μόλις συνήλθε από το σοκ, το έβαλε στα πόδια και εξαφανίστηκε, λες και είχε ανακαλύψει τη στιγ΅ή εκείνη, πως ή΅ουνα λεπρή ... »
Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ ντρεπόταν για το πέος του. Ο λόγος ήταν ότι ΅ια φορά η γυναίκα του Ζέλντα τού πέταξε κατά΅ουτρα ότι ΅' ένα τόσο ΅ικρό πέος είναι αδύνατο να ικανοποιήσει ΅ια γυναίκα. Με κλονισμένη αυτοπεποίθηση το κουβέντιασε ΅ε τον Χέ΅ίνγουεη, ο οποίος του πρότεινε να «΅ετρηθούν», και νικητής ανα¬δείχτηκε ο Φιτζέραλντ. Επειδή αυτό δεν τον έπεισε από¬λυτα, ρώτησε και ΅ία πόρνη, η οποία τον διαβεβαίωσε πως το ΅έγεθός του ήταν φυσιολογικό.
Και πώς γίνεσαι συγγραφέας; «Νά, έτσι όπως γίνεσαι κοκότα. Στην αρχή το κάνεις για να ευχαριστηθείς εσύ. Μετά για να ευχαριστηθούν και οι άλλοι. Μετά βρίσκεις κάποιον που να το πληρώνει, κι από κει και πέρα το κάνεις έναντι α΅οιβής» ήταν η άποψη του Ιταλού συγγραφέα Πιτιγκρίλι.
Αναζητώντας χρωματα
Όταν o μεγάλoς Εβραϊος καλλιτέχνης Μαρκ Σαγκάλ επισκέφθηκε τη Μόσχα, των δέχτηκε
η τότε Υπουργός Πολιτισμού Κατερίνα Φούρτσεβα και τον ρώτησε:
- Μαρκ Ζαχάροβιτς, γιατί φύγατε από την Σοβιετική Ένωση;
Εκείνος απάντησε:
- Μετανάστευσα γιατί έψαχνα χρώματα. Χρειαζόμουν μποές, και
δεν μπορούσα να τις βρω εδώ ...
- Παράξενο - παρατήρησε η Φούρτσεβα - για τους Σοβιετικούς καλλιτέχνες αυτό δεν είναι πρόβλημα.
- Ναι - είπε ο Σαγκάλ - αλλά αυτή χρησιμοποιούν μόνο κόκκινο χρώμα.
Όταν ένας νεαρός καυχησιάρης έλεγε μέσα στο θέατρο ότι είναι έξυπνος γιατί είχε κάνει πολλές συζητήσεις με φιλοσόφους, ο Επίκτητος είπε: "Εγώ έχω πολλούς φίλους πλούσιους, και όμως δεν είμαι πλούσιος!"
Ένας άνδρας έμεινε εργένης επειδή όλη του τη ζωή έψαχνε την τέλεια γυναίκα. Όταν έγινε 70 χρόνων κάποιος τον ρώτησε: «Ταξίδευες συνεχώς από τη Νέα Ιόρκη στο Κατμαντού, από το Κατμαντού στη Ρώμη, από τη Ρώμη στο Λονδίνο και έψαχνες. Δεν μπόρεσες να βρεις μια τέλεια γυναίκα. Ούτε μία;»
Ο γέρος στενοχωρήθηκε πολύ. Είπε, «Ναι μια φορά τη βρήκα. Μια μέρα, πριν από πολύ καιρό, συνάντησα μια τέλεια γυναίκα».
Ο άλλος είπε, «Και τότε τι έγινε; Γιατί δεν την παντρεύτηκες;» Θλιμμένος, είπε: «Δυστυχώς, έψαχνε κι αυτή για έναν τέλειο άνδρα».
Όσσο
Μια διαζευγμένη γυναίκα, απογοητευμένη από την έγγαμη ζωή, έβαλε μια αγγελία στην τοπική εφημερίδα που έλεγε, «Αναζητώ έναν άνδρα που δεν θα με δέρνει, που δεν θα τρέχει πίσω από άλλες, που θα είναι φανταστικός εραστής».
Μετά από μια βδομάδα χτυπά το κουδούνι της. Πηγαίνει στην πόρτα, την ανοίγει, και βλέπει ότι δεν είναι κανείς εκεί. Κλείνει την πόρτα και είναι έτοιμη να απομακρυνθεί όταν το κουδούνι χτυπάει ξανά.
Ανοίγει ξανά την πόρτα, δεν βλέπει κανέναν, αλλά τυχαίνει να κοιτάξει κάτω κάτω και βλέπει έναν άνδρα χωρίς χέρια και χωρίς πόδια να κάθεται στον κατώφλι.
«Ήρθα για την αγγελία σου, λέει.
Η γυναίκα δεν ξέρει τι να κάνει, τι να πει.
Έτσι ο άνδρας συνεχίζει, «Όπως βλέπεις, δεν μπορώ να σε δείρω, και είναι αδύνατον να τρέχω με άλλες».
«Ναι, το βλέπω αυτό», είπε η γυναίκα, «αλλά η αγγελία έλεγε επίσης ότι θέλω έναν φανταστικό εραστή».
Ο άνδρας χαμογελάει και λέει. «Δεν αναρωτήθηκες, πώς χτύπησα το κουδούνι;»
Όσσο
Όταν ένας νεαρός καυχησιάρης στο θέατρο είπε ότι είναι έξυπνος αφού είχε πολλές συζητήσεις με τους φιλοσόφους, ο Επίκτητος είπε: "Εγώ έχω πολλούς πλούσιους φίλους, και όμως δεν έγινα πλούσιος!"
Τρείς φίλοι είχαν πάει εκδρομή και διέκριναν από μακριά έναν άνθρωπο που καθόταν μόνος του σε μια πλαγιά.
Σίγουρα έχει χαθεί και περιμένει κάποιον περαστικό για να τον προσανατολίσει, είπε ο ένας από τους φίλους.
Δεν το πιστεύω, είπε ο άλλος, εμένα μου φαίνεται πως ένιωσε αδιαθεσία και κάθισε για να συνέλθει.
Κανείς σας δεν έχει δίκιο, μπήκε στη μέση ο τρίτος. Χωρίς αμφιβολία, περιμένει κάποιος φίλο του για να συνεχίσουν παρέα τον δρόμο.
Προχωρούσαν προς το μέρος του αγνώστου καβγαδίζοντας. Όταν τον πλησίασαν, τον ρώτησαν για να μάθουν ποιος είχε δίκιο:
Χάθηκες; Ρώτησε ο ένας.
Όχι, απάντησε ο άντρας.
Νιώθεις άσχημα; Ρώτησε ο άλλος.
Όχι, ξαναείπε ο άγνωστος.
Περιμένεις κάποιον φίλο; Ρώτησε ο τρίτος.
Όχι, απάντησε ξανά.
Σαστισμένοι, οι τρεις φίλοι ρώτησαν ταυτόχρονα;
Τότε, τι κάνεις εδώ;
Ο άγνωστος χαμογέλασε και, χωρίς να χάσει την ηρεμία του, είπε:
Απλώς βρίσκομαι.
Μια διαζευγμένη γυναίκα, απογοητευμένη από την έγγαμη ζωή, έβαλε μια αγγελία στην τοπική εφημερίδα που έλεγε, «Αναζητώ έναν άνδρα που δεν θα με δέρνει, που δεν θα τρέχει πίσω από άλλες, που θα είναι φανταστικός εραστής».
Μετά από μια βδομάδα χτυπά το κουδούνι της. Πηγαίνει στην πόρτα, την ανοίγει, και βλέπει ότι δεν είναι κανείς εκεί. Κλείνει την πόρτα και είναι έτοιμη να απομακρυνθεί όταν το κουδούνι χτυπάει ξανά.
Ανοίγει ξανά την πόρτα, δεν βλέπει κανέναν, αλλά τυχαίνει να κοιτάξει κάτω κάτω και βλέπει έναν άνδρα χωρίς χέρια και χωρίς πόδια να κάθεται στον κατώφλι.
«Ήρθα για την αγγελία σου, λέει.
Η γυναίκα δεν ξέρει τι να κάνει, τι να πει.
Έτσι ο άνδρας συνεχίζει, «Όπως βλέπεις, δεν μπορώ να σε δείρω, και είναι αδύνατον να τρέχω με άλλες».
«Ναι, το βλέπω αυτό», είπε η γυναίκα, «αλλά η αγγελία έλεγε επίσης ότι θέλω έναν φανταστικό εραστή».
Ο άνδρας χαμογελάει και λέει. «Δεν αναρωτηθήκατε, πώς χτύπησα το κουδούνι;»
Ο αββάς Αγάθων για τρία ολόκληρα χρόνια είχε μια πέτρα μέσα στο στόμα του μέχρι που έμαθε να είναι σιωπηλός.
Αγάπη για ποιόν;
Έλεγαν ότι η ηθοποιός Ζ αυτοκτόνησε από ερωτική απογοήτευση. Ο κύριος Κόινερ είπε: «Από αγάπη για τον εαυτό της σκοτώθηκε. Τον Χ πάντως αποκλείεται να τον αγαπούσε, γιατί δε θα του το κανε αυτό. Υπάρχουν φλερτ, αγάπη και πάθος. Νομίζω πως είναι κατανοητή η διαφορά μεταξύ τους. Το πάθος συνήθως περιέχει περισσότερη θέληση να παίρνει παρά να δίνει. Η αγάπη είναι η τέχνη να προσφέρεις αγάπη και να μην είναι πολύ θεατρινίστικη. Η υπέρμετρη επιθυμία ν αγαπηθείς δεν έχει σχέση με τη γνήσια αγάπη. Η φιλαυτία έχει πάντα κάτι το αυτοκτονικό
ή το δολοφονικό».
Μπ. Μπρεχτ
O αξιότιμος βουλευτής
Ένας βουλευτής, που είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του να μην τους κλέψει, μετά τη λήξη της βουλευτικής συνόδου έφερε στο σπίτι του ένα μεγάλο τμήμα από το θόλο του Καπιτωλίου.
Τότε οι ψηφοφόροι έκαναν μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας και ψήφισαν μια απόφαση για λυντσάρισμα.
«Είσαστε πολύ άδικοι» τους είπε ο βουλευτής. «Είναι αλήθεια, σας υποσχέθηκα ότι δεν πρόκειται να κλέψω. Αλλά σας είχα υποσχεθεί ποτέ ότι δε θα έλεγα ψέματα;»
Οι ψηφοφόροι αποφάνθηκαν πως είναι ένας καθ όλα αξιότιμος κύριος και τον εξέλεξαν στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς υποσχέσεις.
Αμβρόσιος Μπηρς
Στο κέντρο του Κιέβου στην τεράστια πλατεία βρίσκεται το μνημείο του εθνικού ήρωα του ουκρανικού λαού του ισχυρού στρατηγού Μπογκνταν Χμελνίτσκι. Κάθεται σε ένα όμορφο άλογο, με το σηκωμένο στον ουρανό το δεξί του χέρι και κρατάει το σκήπτρο, το σύμβολο της απόλυτης εξουσίας πάνω στην Πατρίδα, ενσαρκώνοντας της ανεξαρτησία της. Ο Χμελνίτσκι είναι το καμάρι των Ουκρανών. Οι κάτοικοι του Κιέβου και οι επισκέπτες με ειλικρινά θαυμάζουν το όμορφο μνημείο του σπουδαίου ανθρώπου.
Αλλά λίγοι ξέρουν ότι ο Χμελνίτσκι ήταν θηριώδης αντισημίτης. Ήταν υπεύθυνος για πολλές σφαγές, χωριά που κάηκαν και σκοτωμό αθώων Εβραίων. Είναι ιστορικό γεγονός
.
Έφερε πολλές τραγωδίες σε όλη την Ουκρανία ο θρυλικός Μπογκντάν, αλλά σε ένα μέρος, μεθυσμένος από το αίμα των δολοφονημένων Εβραίων, ήταν ιδιαίτερα ανελέητος. Λεηλάτησαν και κατέστρεψαν όλα τα σπίτια, ενώ η συναγωγή κάηκε μαζί με τα αγόρια και κορίτσια.
Απ τον οικισμό έμεινε μόνο το όνομα. Πέρασαν αιώνες και κάποια στιγμή σ αυτόν τον οικισμό (τώρα μικρή πόλη) που ονομαζόταν Τσερνομπίλ, ακριβώς εκεί που ήταν η συναγωγή έγινε έκρηξη του τραγικά γνωστού πυρηνικού σταθμού
Ένας ναύαρχος του στόλου των ΗΠΑ βρέθηκε στο Συνέδριο Ναυτικού, στον οποίο μαζεύτηκαν ναύαρχοι του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, της Βρετανίας, του Καναδά, της Αυστραλίας και της Γαλλίας. Κατά τη διάρκεια του συνέδριου σε ένα διάλειμμα βρέθηκε μαζί με μια μεγάλη ομάδα αξιωματικών σχεδόν από όλες αυτές της χώρες. Απολαμβάνοντας το ποτό τους, όλοι συμμετείχαν σε μια φιλική συζήτηση, η οποία διεξαγόταν στην αγγλική γλώσσα.
Και ξαφνικά ο Γάλλος ναύαρχος παραπονέθηκε ότι ενώ οι Ευρωπαίοι μάθαίνουν πολλές γλώσσες, οι Αμερικανοί μαθαίνουν μόνο αγγλικά και προκλητικά ρώτησε: Γιατί σε όλες αυτές τις διασκέψεις να μιλάμε αγγλικά και όχι γαλλικά; Ο Ναύαρχος των ΗΠΑ αντέδρασε αμέσως:-Ίσως επειδή οι Βρετανοί, Καναδοί, Αυστραλοί και Αμερικανοί φρόντισαν εσείς οι Γάλλοι να μην είστε αναγκασμένοι να μιλάτε γερμανικά.
Και μπορούσες να ακούσεις μια καρφίτσα να πέφτει.
Ο Αμερικανός Ρόμπερτ Ουάιτινγκ, ένας ηλικιωμένος κύριος 93 ετών, έφτασε στο Παρίσι με το αεροπλάνο. Περνώντας από τον έλεγχο διαβατηρίων, καθυστέρησε, ψάχνοντας το διαβατήριό στην τσάντα ταξιδιού. Ο Γάλλος τελωνειακός, χωρίς να κρύβει τον σαρκασμό, ρώτησε: «Ο Κύριος, είχε έρθει στη Γαλλία πριν;». Ο κ. Ουάιτινγκ είπε ότι ναι, αυτός ήταν στη Γαλλία. «Τότε θα πρέπει να γνωρίζετε ότι το διαβατήριό πρέπει να προετοιμαστεί εκ των προτέρων». Ο Αμερικανός είπε: «Την τελευταία φορά που ήμουν εδώ, δεν είδα κανέναν να δείξω το διαβατήριο». «Αυτό είναι αδύνατον. Οι Αμερικανοί πρέπει πάντα να δείξουν το διαβατήριο κατά την άφιξή τους στη Γαλλία». Ο ηλικιωμένος Αμερικανός κοίταξε τον Γάλλο και ήρεμα εξήγησε: «Όταν το 1944 ήρθα στην παραλία Ομάχα (Ακτή της Γαλλίας, μέρος της αποβίβασης των συμμαχικών στρατευμάτων) την ημέρα D για να λάβω μέρος στην απελευθέρωση της χώρας σας, δεν μπορούσα να βρω κάποιον Γάλλο για να δείχνω το διαβατήριο.
Και μπορούσες να ακούσεις μια καρφίτσα να πέφτει.