Sofia

 60 γνωμικά  και 80 κείμενα του Multa paucis στις 21 Δεκέμβρη  2011

Παράξενο, αλλά προς τα πάνω σκαρφαλώνουν με την ίδια στάση, με την οποία σέρνονται.
Τζ. Σουίφτ*
Τα πάντα είναι δηλητήριο, δεν υπάρχει τίποτα να μην δηλητηριάζει, μόνο η δόση κάνει το δηλητήριο ακίνδυνο φάρμακο.
Παράκελσος*
Η τέχνη της ζωής δεν είναι μόνο για να μπαίνεις στο δικό σου τρένο, αλλά και να κατέβεις στη δική σου στάση.
Α. Ζίγκφριντ*
Ένα απ’ τα πολύ δύσκολα προβλήματα της ζωή: πότε να προσπαθείς με λόγια, και πότε με γροθιές.
Α. Ζίγκφριντ*
Πάρα πολύ θα ήθελα οι άνθρωποι οι οποίοι θα έπρεπε να αγαπιούνται να μπορούσαν να πούνε ο ένας στον άλλον μέσα στον καυγά τους: «Σε παρακαλώ, μπορείς να μ’ αγαπάς λιγότερο, αλλά να συμπεριφέρεσαι μαζί μου πιο ανθρώπινα».
Κ. Βόνεγκουτ*
Το χειρότερο στην εποχή μας είναι, ότι στην κοινή γνώμη εμφυτεύτηκε το βασίλειο της ανοησίας. Δεσπόζει η ομογνωμοσύνη χωρίς σκέψη.
Λ. Τρότσκι*
Η γνήσια ποίηση δε λέει τίποτα, μόνο δείχνει τις δυνατότητες. Ανοίγει όλες τις πόρτες. Μπορείς ν’ ανοίξεις εκείνη που σου ταιριάζει.
Τζ. Μόρισον*
Καμιά οργή δε μπορεί να συγκριθεί με αγάπη που μεταπλάστηκε σε μίσος.
Ου. Κόνγκριβ*
Κόψτε τα ξύλα για το καμίνι σας μόνοι, και θα σας ζεσταίνουν δυο φορές.
Χ. Φορντ*
Δε μπορείς να ελευθερώσεις τον σκλάβο. Μόνο ο ίδιος μπορεί ν’ απελευθερώσει τον εαυτό του. Αυτό δε γίνεται και από την εξουσία, όπως και είναι αδύνατον η σκλάβωση του ελεύθερου ανθρώπου. Μπορείς μόνο να τον σκοτώσεις.
Ρ. Χάινλάιν*
Από όλα τα αιώνια πράγματα λιγότερο απ’ όλα διαρκεί η αγάπη.
Μολιέρος*
Η τέχνη είναι μια συνεργασία μεταξύ του Θεού και του καλλιτέχνη, και όσο λιγότερο παίρνει πάνω του ο καλλιτέχνης, τόσο το καλύτερο.
Α. Ζιντ*
Η κάθε εποχή έχει τους εγκληματίες που της αξίζει.
Γ. Ραντμπρουχ*
– Γιατί οι γυναίκες τόσο πολύ χρόνο και χρήμα ξοδεύουν για την εμφάνισή τους, παρά στην ανάπτυξη της νοημοσύνης; 
– Επειδή οι τυφλοί άνδρες είναι πολύ λιγότεροι από τους έξυπνους.
Φ. Ρανεφσκαγια*
Αυτό το γεροντικό κεφάλι μου περιέχει μόνο δυο - τρεις ιδέες, αλλά αυτές μερικές φορές δημιουργούν μια φασαρία, σαν να είναι χιλιάδες. 
Φ. Ρανεφσκαγια*
Το φορτίο αναπαύεται το χειμώνα, το έλκηθρο - το καλοκαίρι, ενώ το άλογο - ποτέ. 
Εβραϊκή παροιμία*
Ναι, η τέχνη είναι άχρηστη, αλλά η αχρηστία της είναι απαραίτητη. 
Ε. Ιονέσκο*
Τα χρήματα με τα χρήματα κερδίζονται. 
Εβραϊκή παροιμία*
Εάν δεν μπορείς να κάνεις ό, τι θέλεις, θα πρέπει να θέλεις, ό, τι μπορείς. 
Εβραϊκή παροιμία*
Η γυναίκα είναι ο πρώτος σκλαβωμένος άνθρωπος. Η γυναίκα έγινε σκλάβος σε μια εποχή που οι σκλάβοι δεν υπήρχαν. 
Α. Μπάμπελ*
Αυτός που τρώει μόνος, και θα πεθάνει μόνος. 
Εβραϊκή παροιμία*
Να μην είσαι σοφός στα λόγια - να είσαι σοφός σε πράξεις. 
Εβραϊκή παροιμία*
Προσπαθήστε να αλλάξετε τον εαυτό σας και θα καταλάβετε πόσο μικρή είναι η πιθανότητά σας για να αλλάξετε τους άλλους. 
Αγνώστου*
Ο τσιγκούνης δεν θα σου μάθει τίποτα, ο ντροπαλός δεν θα μάθει τίποτα. 
Εβραϊκή παροιμία*
Η αδυναμία πάντα προσπαθούσε να σωθεί από την πίστη στα θαύματα.
Κ. Μαρξ*
Ένωση του ηλίθιου άνδρα και ηλίθιας γυναίκας δημιουργεί μια μάνα-ηρωίδα. Ένωση ανόητης γυναίκας και έξυπνου άνδρα δημιουργεί μια ανύπανδρη μητέρα. Ένωση έξυπνη γυναίκας και ενός ανόητου άνδρα δημιουργεί μια φυσιολογική οικογένεια. Ένωση έξυπνου άνδρα και έξυπνης γυναίκας δημιουργεί ένα φλερτ.
Φ. Ρανεφσκαγια*
Για να γίνω μέρος αυτού του κόσμου, αποφάσισα να βυθιστώ σ’ αυτό στο μέγιστο δυνατό βάθος. Η ηρωίνη με έχει συναρπάσει πάνω απ 'όλα με τη δύναμη, την εξουσία της πάνω από την ανθρώπινη ψυχή. Όπως και πολλοί άλλοι εκείνα τα χρόνια, πίστευα στη δυνατότητα των συναλλαγής, όπως αυτή που έκανε ο Φάουστ: δίνεις την ψυχή σου για να γίνεις ιδιοφυία. Όμως, αποδείχθηκε ότι όλα αυτά είναι - εξαπάτηση. Ναι, η ηρωίνη είναι μια έκρηξη της ενέργειας, παρέχοντας την έμπνευση ... στην καλύτερη περίπτωση, για ένα έτος. Στη συνέχεια, η ομίχλη διαλύεται, και καταλαβαίνεις πως έχεις γίνει ζόμπι. 
N. Κεντ*
Νιώθεις τη δύναμη όταν τραβάς τη σκανδάλη; Στους ανθρώπους τη δύναμη και την εξουσία δεν δίνει το πιστοποιητικό ή το όπλο. Την εξουσία στους ανθρώπους δίνει το ψέμα. Όσο μεγαλύτερο είναι το ψέμα, τόσο περισσότερη εξουσία σου δίνει. Εάν έκανες όλους να πιστέψουν σε κάτι που είναι ψέμα, τότε έχεις εξουσία.
Αγνώστου*
Όλων των ανθρώπων οι ψυχές είναι αθάνατες, αλλά των δικαίων οι ψυχές είναι αθάνατες και θείες. Σωκράτης
Όλοι γεννιόμαστε και πεθαίνουμε με την ίδια σιωπηλή αίτηση στα χείλη μας: "Να με αγαπάτε, παρακαλώ, όσο το δυνατόν περισσότερο!"
M. Φρέϊ* 
Αν υπάρχει Θεός, ο αθεϊσμός πρέπει να Του φαίνεται λιγότερη προσβολή από τη θρησκεία.
Ζ. Γκονκούρ 
Όταν θέλετε να ξεγελάσετε όλο τον κόσμο - πείτε την αλήθεια.
Μπίσμαρκ
Διασκεδαση ειναι η τεχνη να κουραζεσαι τις ωρες αναπαυσης.
Αρκάς
Εάν εσύ χάθηκες, αυτό δεν σημαίνει πως χαλασμένος είναι ο μπούσουλας.
Αγνώστου*
Η διαφορά μεταξύ των λέξεων «καταναλώνω» και «καταστρέφω» δεν είναι και πολύ μεγάλη
Φ. Μπεγκμπέντερ*
Το 95 τοις εκατόν των ανθρώπων πάνω στη Γη είναι αδρανής μάζα. Το ένα τοις εκατόν αποτελείται από τους άγιους και άλλο ένα τοις εκατόν από τους ανυπέρβλητους κρετίνους.
Τα τρία τοις εκατόν που έμειναν είναι αυτοί που κάτι ωραίο δημιουργούν.
Σ. Κίνγκ*
Οι μεγαλοφυείς άνθρωποι είναι κοντά στην τρέλα. Μόνο από την τεντωμένη χορδή μπορούμε να βγάζουμε μαγικούς, αρμονικούς ήχους, αλλά ταυτόχρονα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή ρισκάρουμε να σπάσει η χορδή.
Μ. Αντοκόλσκι*
’ξιοι, μην επιτρέπετε, να πάρουν τη θέση σας οι ανάξιοι.
Ρ. Χομεϊνί*
Εάν δεν υπάρχει Θεός, τότε γιατί είναι τόσο απαραίτητος.
Αγνώστου*
Εάν το Φως θέλει να νικήσει το Σκότος, πρέπει να γίνει σκληρός.
Σ. Λουκιάνενκο*
Εάν έχετε ένα παιδί, πρέπει να ξέρετε ότι είναι άλλος άνθρωπος. Δεν είναι η συνέχεια σας. Έχει άλλη επιστολή.
Μπ. Γκρεμπενσικόφ*
Εάν το πρόβλημα δεν έχει λύση, ίσως αυτό δεν είναι πρόβλημα, αλλά δεδομένο με το οποίο πρέπει να μάθεις να ζεις.
Σ. Πέρες*
Εάν θέλεις να έχεις αυτό που δεν είχες ποτέ, τότε να γίνεις εκείνος που δεν ήσουν ποτέ.
Μπ. Τρέϊσι*
Η γυναίκα εμψυχώνει τον άνδρα για μεγάλα κατορθώματα, πραγματοποίηση των οποίον μετά η ίδια δυσκολεύει.
Α. Δουμά – γιός*
Στην δύσκολη στιγμή πρέπει να κάνεις τους ανθρώπους να γελάσουν, για να τους αποσπάς από τον σκοπό να σε κρεμάσουν.
Μπ. Σω*
Όταν ήμουν φοιτητής δεν είχα να φάω, μετά έγινα καθηγητής και δεν είχα χρόνο να φάω, και τώρα είμαι ακαδημαϊκός και δεν έχω με τη να φάω.
Αγνώσου
Η γνώμη είναι σαν ο πισινός, όλη την έχουν.
Μπ. Μόλκο*
Η αγάπη είναι σαν υδράργυρος: μπορείς να την έχεις στην ανοιχτή παλάμη, αλλά όχι στη γροθιά. 
Ντ. Πάρκερ*
Όχι στη δύναμη, όχι στην επιδεξιότητα, όχι στο μυαλό, όχι στο ταλέντο, όχι στην δημιουργικότητα εκφράζεται η ατομικότητα. Αλλά στην αγάπη!
Α. Κουπρίν*
Ο αληθινός καλλιτέχνης δεν ματαιοδοξεί, γιατί γνωρίζει ότι η τέχνη είναι ανεξάντλητη.
Λ. Μπετόβεν*
Η διαφορά μεταξύ την επιμονή και το γινάτι είναι εκεί ότι το πρώτο έχει ως πηγή την δυνατή θέληση, ενώ το δεύτερο την δυνατή απροθυμία.
Χ. Μπίτσερ*
Σεμνός δεν είναι εκείνος που αδιαφορεί για τους επαίνους, αλλά είναι προσεκτικός στις επικρίσεις.
Ζ. Πολ*
Ευτυχισμένη ζωή δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο ευτυχισμένες μέρες.
Α. Τεριέ*
Ο άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει χίλιες γέφυρες, αλλά και μια φορά να υποκύπτει στην πρωκτική συνουσία και τότε στην μνήμη των απογόνων θα μείνει όχι ως μεγάλος αρχιτέκτονας, αλλά ως παιδεραστής.
Αγνώστου*
Δηλαδή εκείνη σε αγαπάει, ενώ και εσύ θέλεις να την αγαπήσεις. Όμως θέλετε ο ένας από τον άλλον πολύ διαφορετικά πράγματα.
Σ. Λεμ*



34b. Φιλοσοφικά ανέκδοτα και ιστορίες
34ba. Συνέχεια


Μια μέρα μπήκε στο πλουσιόσπιτο του Πλάτωνα και με τα ξυπόλυτα (και βρώμικα) πόδια του πατούσε στα χαλιά λέγοντας «πατώ τον του Πλάτωνος τύφον (ματαιοδοξία)».

Ο Μέγας Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκκαλα. Μετά όταν τον συνάντησε τον Διογένη τον ρώτησε: «Σου άρεσε Κύων το δώρο μου;». Και ο Διογένης του απάντησε «Το έδεσμα ήταν άξιο για κύων, αλλά το δώρο δεν ήταν καθόλου άξιο για βασιλέα».

Όταν από τα βάθη της Ασίας ο Αλέξανδρος έστειλε στον τοποτηρητή του Αντίπατρο μήνυμα με κάποιον αγγελιοφόρο, που λεγόταν Αθλίας, ο Διογένης σχολίασε: «Αθλίας παρ΄αθλίου δι΄αθλίου προς άθλιον» (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον ’θλιο προς ένα άθλιο).

Τον καιρό που ο Διογένης ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς η Κορινθία. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της» ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως «τα στήθια της ήταν σαν κυδώνια» και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη. Ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη, και πάμπλουτη. Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιώτερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη γνωρίσουν (με τη βιβλική σημασία του ρήματος). Ανάμεσα στους «πελάτες» της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτής της ηδονιστικής σχολής. Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαϊς δεν τον αγαπάει, αυτός απάντησε «Και τα ψάρια και το κρασί δε μ΄αγαπάνε αλλά εγώ τα απολαμβάνω». Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαϊδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε «ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν», δηλαδή δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανοιώσω. Η Λαΐς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της, δωρεάν. Ο Διογένης, τι είχε να χάσει, συμφώνησε. Η Λαΐς όμως τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της βρισκόταν μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαΐς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος της ανταπέδωσε τα ίσα, λέγοντας «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» (δηλαδή, στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι Λαϊς).

Κάποτε όταν τον ειρωνεύτηκαν πως μπαίνει σε ακάθαρτους χώρους, ο Διογένης, σε απάντηση, τους είπε: «Αλλά και ήλιος και ου μιαίνεται», δηλαδή: «Κι ο ήλιος μπαίνει σε ακάθαρτους τόπους, αλλά δεν μολύνεται από αυτούς».

Ο Διογένης συχνά αυνανιζόταν δημοσίως μπροστά στο πλήθος που μαζευόταν γύρω από το πιθάρι του. Όταν κάποτε ένας παριστάμενος τον ερώτησε εάν δεν ντρέπεται, αυτός του απάντησε «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου, τρίβοντας την κοιλιά μου).

Ρώτησαν κάποτε τον Διογένη, πια στάση πρέπει να κρατά κάποιος απέναντι στην εξουσία απάντησε: «Όποια και απέναντι στην φωτιά: να μην στέκεται ούτε πολύ κοντά, για να μην καεί, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσει».

Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: 
«Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς».

Ο ντανταϊστής Χούγκο Μπαλ ΅πήκε σ' ένα ταχυδρο΅ικό κατάστη΅α, ζήτησε ένα έντυπο για τηλεγράφη΅α, και έγραψε: «ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ - ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ – ΜΠΟΥ ΜΠΑΛΟ-ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ-ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ-ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ-ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ - ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ - ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ». Ο υπάλ¬ληλος το διάβασε και για να τον πειράξει είπε: «Έχετε περιθώριο για άλλες τρεις λέξεις. Να προσθέσω άλλα τρία ΜΠΟΥΜΠΑΛΟ;» - «Ανοησίες!» φώναξε ο Χούγκο Μπαλ. «Δεν έχω να πω τίποτ' άλλο!» 

O νεαρός Πούσκιν ήταν συχνά άφραγκος, γιατί ήταν γενναιόδωρος, κι ο πατέρας του προσπαθούσε να τον συγκρατήσει. κάποια φορά ταξίδευε ΅ε μεγάλη συντρο φιά ΅' ένα καραβάκι. Η ΅έρα ήταν ηλιόλουστη κι επικρατούσε άπνοια. Το νερό ήταν τόσο διάφανο, που έβλεπες το βυθό. Τότε ο ονειροπαρ΅ένος Πούσκιν πήρε μερικά χρυσά νο΅ίσ΅ατα, κι άρχισε να τα ρίχνει στο νερό, για να παρακολουθεί χαρού΅ενος τις αναλα΅πές τους. Ι 

Ο Τό΅ας Μαν φρόντιζε πάρα πολύ το ντύσι΅ό του. Ένας υφαντουργός θέλησε να το εκ΅εταλλευτεί αυτό κατά τη διάρκεια της εξορίας του στις ΗΠΑ. Έστειλε λοιπόν στον Τό΅ας Μαν ένα πακετάκι ΅ε έξι ζευγάρια κάλτσες. Στο πακετάκι υπήρχε ένα ση΅είω΅α για τους πά΅πολλους ευχα¬ριστη΅ένους πελάτες και την υψηλή ποιότητα του προϊόντος, καθώς και η παράκληση να του ε΅βάσει α΅έσως το αντίτι΅ο. Ο Τό΅ας Μαν πακετάρισε ένα δικό του βιβλίο, και σ' ένα συνοδευτικό γρά΅΅α, τονίζοντας την ικανοποί¬ηση των αναγνωστών για το έργο του, παρακαλούσε την υφαντουργία να του ε΅βάσει α΅έσως τη διαφορά ανά΅εσα στην τι΅ή των καλτσών και του βιβλίου του. 

Κάποιος χτυπάει στην πόρτα: «Είναι ΅έσα ο κύριος Κίπλινγκ;» ρωτάει ο επισκέπτης την υπηρέτρια. «Ναι» του λέει εκείνη και πράγ΅ατι, η πόρτα του γραφείου ήταν ΅ισάνοιχτη, και ΅έσα φαινόταν ο συγγραφέας που καθόταν στο γραφείο του. «Δε θέλω να τον ενοχλήσω αφού δουλεύει» είπε δισταχτικά ο επισκέπτης. «Τι δου¬λεύει καλέ;» είπε η υπηρέτρια, «κάθεται εκεί στο τραπέζι και ΅ουντζουρώνει χαρτιά». 

Ο Αυστριακός πεζογράφος Πέτερ Χάντκε, ΅ετά από ΅ια διάλεξη, υπέγραφε βιβλία. Ένας επισκέπτης, βάζοντας ΅προστά του κά΅ποσα βιβλία, του είπε: «Η γυναίκα ΅ου είναι θαυ΅άστριά σας. Γί’ αυτό θέλω να της χαρίσω αυτά τα βιβλία για τα γενέθλιά της». «Θα της κάνετε έκπληξη λοιπόν;» ρώτησε ο Χάντκε κολακευ΅ένος. «Μπορούμε να το πού΅ε κι έτσι. Γιατί εκείνη θα 'θελε ένα ΅αργαριταρένιο κολιέ». 

Όταν ο Τουργκένιεφ έ΅ενε στο Μπάντεν-Μπάντεν, στην πόρτα του υπήρχε ΅ια τα΅πελίτσα γρα΅΅ένη ΅ε το χέρι του: «Το πρωί δεν δεχό΅αστε επισκέψεις, το από-γευ΅α λείπου΅ε». 

Ένας κριτικός είπε στον Μπέρτολτ Μπρεχτ να διευκρι¬νίσει ένα σκοτεινό ση΅είο ενός διαλόγου. Πίστευε πως το κοινό δεν θα το καταλάβαινε. Ο Μπρεχτ απάντησε ψυχρά: «Τότε το κοινό πρέπει να το ξαναδεί και δεύτερη φορά». Ο κριτικός αντέτεινε ότι πολλοί άνθρωποι δεν είχαν τη δυνατότητα να πάνε ούτε ΅ια φορά στο θέατρο, πόσο ΅άλλον δύο. Ο Μπρεχτ του απάντησε ακό΅α πιο ψυχρά: «Τότε να δη΅ιουργήσουν ένα κοινωνικό καθεστώς στο οποίο να ΅πορούν». 

Στον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλε΅ο του 1905 ο Τζακ Λόντον εργαζόταν ως πολε΅ικός ανταποκριτής. Κάποτε που επισκέφθηκε ένα κορεάτικο χωριό, ΅προστά στο σπίτι που έ΅ενε ΅αζεύτηκε ένα πλήθος που ήθελε να τον δει. Κολακευ΅ένος που η φή΅η του είχε φτάσει ΅έχρι εκει, βγήκε χαρού΅ενος στην εξώπορτα και θέλησε να πει δυο λόγια στους συγκεντρω΅ένους. Ο πιο ηλικιω΅ένος του χωριού ό΅ως τον διέκοψε και του εξήγησε πως ο κόσ΅ος δεν ΅αζεύτηκε για ν' ακούσει ο΅ιλία, αλλά για να δει τη ΅ασέλα του. Έτσι ο Τζακ Λόντον αναγκάστηκε να βγάλει και να βάλει κά΅ποσες φορές τη ΅ασέλα του, κάτω από τα ενθουσιώδη χειροκροτή΅ατα των κατοίκων του χωριού. 

Κάποτε που ο Βίκτωρ Ουγκώ γύρισε αργά από το θέα¬τρο στο σπίτι του, ο θυρωρός, παρά τα επί΅ονα χτυπή΅ατα, δεν του άνοιγε την πόρτα. Ο συγγραφέας ό΅ως κυριεύτηκε από ΅ια ανθρώπινη ανάγκη και ξαλάφρωσε στον τοίχο του σπιτιού. Εκείνην ακριβώς τη στιγ΅ή περνούσε ένας γερο-εργάτης ΅ε το φτυάρι στον ώ΅ο και κοί¬ταζε προς τη ΅εριά του σπιτιού. Καθώς είδε τον άλλο να κάνει τη δουλειά του στον τοίχο, του 'βαλε τις φωνές: «Δεν ντρέπεσαι, βρε γουρούνι! Εδώ, στο σπίτι του Βίκτω-ρος Ουγκώ;» Εκείνη τη στιγ΅ή, αφηγούνταν αργότερα ο συγγραφέας, συνειδητοποίησε πως ήταν διάση΅ος. 

Η συγγραφέας Ήντιθ Γουώρτον είχε γίνει διάση΅η και πλούσια ΅ε τα κοινωνικά ΅υθιστορή΅ατά της, που ασχολούνταν ΅ε την α΅ερικανική ανώτερη τάξη. Κάποτε λοι-πόν κάλεσε στο εξοχικό της έξω από το Παρίσι τον συγγραφέα του Μεγάλου Γκάτσ΅πι, Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Αυτός, αποφασισ΅ένος να σοκάρει την οικοδέσποινα, της αφηγήθηκε πως, όταν ήρθε στο Παρίσι, αναγκάστηκε να ΅είνει ΅αζί ΅ε τη γυναίκα του σ' ένα ΅πουρδέλο. Η Ήντιθ Γουώρτον ό΅ως δεν ξαφνιάστηκε. «Πολύ ενδιαφέρον» είπε ευγενικά, «αλλά τι ΅πορεί να κάνει κανείς ολόκληρη τη ΅έρα σ' ένα ΅πουρδέλο;» 

Σε κάποια επίσκεψή του στο Παρίσι, συνέστησαν τον Όσκαρ Γουάιλντ στη γαλλίδα συγγραφέα Μαριάν ντε Μποβέ, η οποία δεν ήταν καθόλου ωραία, αλλά και δεν είχε και αυταπάτες γί’ αυτό. Μόλις την αντίκρισε ο Γουάιλντ ξαφνιάστηκε, κι εκείνη, που το κατάλαβε α΅έσως, του είπε: «Έτσι δεν είναι, κύριε Γουάιλντ; Δεν εί΅αι η πιο άσχη΅η γυναίκα της Γαλλίας;» - «Όχι βέβαια!» Ο Γουάιλντ έκανε ΅ια βαθιά υπόκλιση και συνέχισε χα΅ογελώντας ευγενικά: «Του κόσ΅ου, κυρία ΅ου, ολόκληρου του κόσ΅ου!» 

Στο ΅υθιστόρη΅ά της Μάριοv, η Αυστριακή Βίκι Μπάου΅ περιγράφει το δίλη΅΅α ΅ιας γυναίκας, που δεν ξέρει αν το παιδί της είναι του συζύγου της ή του εραστή της. Τα α΅ερικάνικα έντυπα ΅υρίστηκαν σκάνδαλο και α΅έσως έστειλαν έναν ρεπόρτερ, για να διαπιστώσει αν το ΅υθιστόρη΅α ήταν αυτοβιογραφικό. Κατάπληκτη ΅ε τη θρασύτητά του η Βίκι Μπάου΅ το διέψευσε εκνευρισμένη, λέγοντας: «Γιατί να είναι αυτοβιογραφικό; Εγώ γνωρίζω τον πατέρα του παιδιού ΅ου!»
Λίγες ΅έρες αργότερα, το Time δη΅οσίευσε φωτογραφία της συγγραφέως ΅ε τη λεζάντα: «Η Βίκι Μπάου΅ γνωρίζει τον πατέρα του παιδιού της». 

Ο Ούγγρος συγγραφέας Φέρεντς Μόλναρ πολιορκούσε στενά μια όμορφη κυρία. Μετά από μια μικρή συζήτηση, εκείνη είπε στον Μόλναρ: «Διάβασα πρόσφατα πως είστε Εβραίος. Αυτό σας κάνει πολύ συμπαθή». Κι ο Μόλναρ της απάντησε: «Ναι, ναι, ήξερα βέβαια ότι θα το μαθαίνατε, απλώς φαντάστηκα πως θα το μαθαίνατε κάτω από διαφορετικές συνθήκες». 

Ο Μαρκ Τουέην είχε τη συνήθεια να βρίζει χοντρά, και η γυναίκα του, που ήταν κόρη καλής οικογενείας από την ανατολική ακτή, έκανε κάθε προσπάθεια να τον συνετί-
σει. Eνα πρωί ο Μαρκ Τουέην κόπηκε στο ξύρισμα, και κατέβασε όλο το ρεπερτόριο του υβρεολογίου του. Για να τον σοκάρει, η γυναίκα του επανέλαβε κατά λέξη ολό-κληρη την τιράντα. Ο Τουέην την άκουσε ευγενικά και της είπε μαλακά: «Αγάπη μου, ξέρεις τα λόγια, αλλά σου λείπει η μελωδία». 

Ο σύζυγος της Αμερικανίδας ποιήτριας Ντόροθι Πάρκερ είχε πεθάνει και σήκωναν το φέρετρο από το σπίτι. Ανάμεσα στον κόσμο που στεκόταν κοντά στην Ντόροθι Πάρκερ, υπήρχε και κάποια κυρία Τζόουνς, που συνήθιζε να ανακατεύεται στις υποθέσεις των άλλων. «Αχ? Ντότι» της φώναξε, «πες μου τι μπορώ να κάνω για σένα!» - «:Βρες μου καινούρ¬γιο άντρα» είπε η Ντόροθι Πάρκερ. Μεμιάς έπεσε παγω-μάρα, και προτού ακόμα μπορέσουν να γελάσουν εκείνοι που ήθελαν να γελάσουν, είπε η κυρία Τζόουνς: «Νομίζω πως αυτό είναι ό, τι απρεπέστερο και εξοργιστικότερο έχω ακούσει σ' ολόκληρη τη ζωή μου». Η Ντόροθι Πάρκερ της απάντησε χαλαρά: «Να με συγχωρείς. Πετάξου τότε και πάρε μου ένα σάντουιτς με ζαμπόν, αλλά πες τους να μη βάλουν καθόλου μαγιονέζα». 

Ο Μπρεχτ πίστευε πως ο άνθρωπος πρέπει να ξέρει να προσαρμόζεται στις διάφορες καταστάσεις της ζωής. Έτσι, κάποτε που ήθελε να φλυαρήσει με μια κοπέλα που έμενε στο δεύτερο πάτωμα, επειδή υπέφερε από τον αυχένα του και δεν μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι του προς το παράθυρό της, ξάπλωσε στο πεζοδρόμιο και κουβέντιασε μαζί της. 

Τον είρωνα Χάινριχ Χάινε τον ΅ισούσαν πολλοί. «Κι εγώ έχω πάντα τις πιο ήπιες διαθέσεις» έγραφε. «Οι επιθυ΅ίες ΅ου είναι οι πιο ολιγαρκείς: ΅ια καλύβα, αχυρένια σκεπή, αλλά καλό κρεβάτι, λουλούδια ΅προστά στο παράθυρο, ΅προστά στην πόρτα ΅ου ΅ερικά ό΅ορφα δέντρα, κι αν ο καλός Θεός θέλει να ΅ε κάνει τρισευτυχισ΅ένο, ας ΅ου δώσει τη χαρά να δω σ' αυτά τα δέντρα κρε΅ασ΅ένους πέντ' έξι εχθρούς ΅ου». 

Σε κάποιο δρο΅άκι του Πάρκου της Βάϊ΅αρης ο Γκαίτε αντά΅ωσε, χωρίς να το περι΅ένει, έναν νεαρό κριτικό, που του είχε επιτεθεί πολλές φορές στα κεί΅ενά του. Το δρο΅άκι ήταν στενό κι έτσι κάποιος από τους δύο έπρεπε να παρα΅ερίσει για να περάσει ο άλλος. Όταν έφτασαν σε απόσταση αναπνοής, ο κριτικός είπε ΅ε ύφος άκρας περιφρόνησης: «Εγώ δεν παρα΅ερίζω για κανέναν καραγκιόζη!» - «Εγώ ό΅ως παρα΅ερίζω!» του απάντησε ο Γκαίτε, και τραβήχτηκε στην άκρη. 

Σ' ένα ταξίδι του στην Α΅ερική, ο Μπέρναρντ Σω έδωσε ΅ια συνέντευξη στην οποία ισοπέδωνε σχεδόν τα πάντα στις ΗΠΑ. Οι εφη΅ερίδες τού επιτέθηκαν ΅ε τα χειρότερα σχόλια. Μόνο ΅ία εφη΅ερίδα του Μαϊά΅ι δεν έγραψε τίποτα, ΅έχρι που πήγε ο συγγραφέας και σ' αυτή την πόλη. Τότε, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, η εφη΅ερίδα δη΅οσίευσε ένα ΅ακροσκελές άρθρο για τις δραστηριότητες της κυρίας Σω: Ότι κάπου παρακάθισε σ' ένα γεύ΅α, κάπου σ' ένα δείπνο, ότι τί΅ησε το τάδε πάρτι, ότι ΅ε την παρουσία της ελά΅πρυνε κάποια εκδήλωση, ότι είπε αυτό, ότι έκανε εκείνο. Η τελευταία ό΅ως φράση του άρθρου ήταν: «Την κυρία Σω συνόδευε ο σύζυγός της Τζωρτζ Μπέρναρντ, συγγραφέας». 

Ο Τό΅ας Μαν κι ο Μπέρτολτ Μπρεχτ συνδέονταν ΅ε α΅οιβαία αντιπάθεια. Ο Μπρεχτ είχε ΅όλις αποτελειώσει τη Μάνα Κουράγιο κι έδωσε το έργο στην ηθοποιό Τερέζε Γκίζε να το διαβάσει. Εκείνη το έδωσε ΅ετά στον Τό΅ας Μαν, ο οποίος της το επέστρεψε ΅ετά από λίγες ΅έρες ΅ε την παρατήρηση: «Οφείλω να παραδεχτώ πως το τέρας έχει ταλέντο». Η ηθοποιός ΅ετέφερε το σχόλιο στον Μπρεχτ, που χα΅ογέλασε και είπε: «Κι εγώ έβρισκα πάντα τα διηγή΅ατά του εξαιρετικά». 

Πληροφόρησαν κάποτε τον Ιταλό ποιητή Τορκουάτο Τάσσο πως ένας φίλος του τον κακολογούσε σ' όλο τον κόσ΅ο. «Αφήστε τον» απάντησε ο Τάσσο. «Καλύτερα έτσι. Το κακό θα ήταν να ΅ε κακολογεί όλος ο κόσ΅ος σ' εκείνον». 

Ο ’γγλος συγγραφέας Ήβλιν Βω δεν είχε καλή γνώ΅η για την λογοτεχνική συνεργασία. «Δεν ΅πορώ να καταλάβω, πώς είναι δυνατόν δύο συγγραφείς ΅αζί να γράψουν ένα βιβλίο» είπε κάποτε. «Είναι σαν να ΅αζεύονται τρεις άνθρωποι για να κάνουν ένα ΅ωρό». 

Στον δεύτερο γά΅ο της η ’γκαθα Κρίστι παντρεύτηκε τον Μαξ Μάλοουαν, καθηγητή αρχαιολογίας στο πανεπιστή΅ιο του Λονδίνου. «Εί΅αι τυχερή! Παντρεύτηκα αρχαιολόγο. Όσο θα γερνάω, τόσο πιο συναρπαστική θα ΅ε βρίσκει ... » Πολλούς ΅ήνες τον χρόνο τούς περνούσε ΅αζί του σε ανασκαφές στην Μεσοποτα΅ία, περίπου διακόσια χιλιό΅ετρα βόρεια της Βαγδάτης. Τον βοηθούσε και ΅αγείρευε για τους συνεργάτες του, και φυσικά συνέχιζε να γράφει τα βιβλία της -στην έρη΅ο, ΅έσα σ' ένα αντίσκηνο: «Εδώ δεν υπάρχει τηλέφωνο, ούτε θέατρο, ούτε απρόσκλητοι επισκέπτες!» 

Σε ένα επίση΅ο δείπνο στον Λευκό Οίκο, που παρέθεσε ο πρόεδρος Τζων Φ. Κένεντι και η σύζυγός του στους επιστή΅ονες και λογοτέχνες, αίσθηση έκανε η απουσία του νο΅πελίστα συγγραφέα Γουίλια΅ Φώκνερ. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν παραβρέθηκε στο δείπνο, εκείνος απάντησε: «Ξέρετε, το βρίσκω λίγο υπερβολικό, να ταξιδέψω πάνω από 100 χιλιό΅ετρα ΅όνο για να φάω». 

Τα παιδιά του Σοφοκλή οδήγησαν τον πατέρα τους στον ’ρειο Πάγο, όπου τον κατηγόρησαν πως είχε το ακαταλόγιστο και ήταν ανίκανος να διαχειριστεί την περιουσία του. Για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ο εβδο΅ηντάχρονος τραγικός ποιητής διάβασε στους δικαστές τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, που ΅όλις είχε γράψει, και τους ρώτησε αν ο συγγραφέας του έργου αυτού ΅πορούσε να κριθεί πως είχε ΅ειω΅ένη αντίληψη. Οι δικαστές τάχθηκαν ΅ε το ΅έρος του Σοφοκλή.

Το 523 ο Ρωμαίος μουσικός και φιλόσοφος Βοήθιος κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και φυλακίστηκε στην Παβία. Εκεί ο συγγραφέας και φιλόσοφος έγραψε το τελευταίο του και πιο ση΅αντικό έργο, το De consolαtione philosophiαe (Παρα΅υθία της φιλοσοφίας). Το έργο αυτό διαβάστηκε από τον Μεσαίωνα και ΅έχρι τον 18ο αιώνα περίπου εξίσου ΅ε την Βίβλο και τον Βιργίλιο. 

Η ποντικοπαγίδα παίχτηκε για πρώτη φορά στο ραδιόφωνο του BBC το 1947 και διαρκούσε ΅ισή ώρα. Λίγα χρόνια αργότερα η βασίλισσα Μαίρη, η γιαγιά της ση΅ερινής βασίλισσας, ζήτησε να το δει στα 80 γενέθλιά της, κι έτσι η ’γκαθα Κρίστι το διασκεύασε σε κανονικό θεατρικό έργο ΅ε δύο πράξεις. Το έργο ανέβηκε σ' ένα θέα-τρο στο Λονδίνο στις 25 Νοε΅βρίου του 1952. Από τότε παίζεται αδιάκοπα ΅έχρι σή΅ερα. Στις 16 Δεκε΅βρίου 2000 συ΅πλήρωσε τις 20.000 παραστάσεις, και αποτελεί τη ΅εγαλύτερη θεατρική επιτυχία όλων των εποχών.

Πάνω στον τάφο του Γουίλια΅ Σαίξπηρ υπάρχει ΅ια πλάκα ΅ε την επιγραφή-προειδοποίηση: Καταρα΅ένος να 'ναι όποιος ΅ετακινήσει τα οστά ΅ου. Μέχρι σή΅ερα κανείς δεν τόλ΅ησε να ανοίξει το ΅νή΅α του Σαίξπηρ, να πάρει το κρανίο του και να ελέγξει την ταυτότητά του, συγκρίνοντάς το ΅ε τα πορτρέτα του. 

Η ’βα Γκάρντνερ χώρισε έναν από τους συζύγους της για λόγους ψυχικής αναλγησίας. Λέγεται πως την είχε υποχρεώσει να διαβάσει το ΅υθιστόρη΅α Το ΅αγικό βουνό " του Τό΅ας Μαν. 

Ο Εντ΅όν ντε Γκονκούρ αναφέρει στα η΅ερολόγιά του το εξής περιστατικό. Τον Μάιο του 1876 η «Παρέα των πέντε» -ο Φλω΅περ, ο Τουργκένιεφ, ο Ζολά, ο Ντωντέ και οι αδελφοί Γκονκούρ- τρώγανε ψαρόσουπα σε ΅ια ταβέρνα πίσω από την Οπερά-Κο΅ίκ. Εκεί ο Τουργκένιεφ τους εξο΅ολογήθηκε την εξής ιστορία: Στην επιστροφή του από τη Νάπολη στη Ρωσία, έφτασε στην Λουκέρνη. Στάθηκε στη γέφυρα και κοίταζε τις πάπιες από κάτω. «Δίπλα ΅ου ήταν σκυ΅΅ένη στην κουπαστή ΅ια γυναίκα. Ήταν ένα υπέροχο βράδυ. Πιάσα΅ε την κουβέντα και ΅ετά πήγα΅ε βόλτα. Καθώς προχωρούσα΅ε, ΅πήκα΅ε και στο νεκροταφείο. Δε θυ΅ά΅αι άλλη φορά να εί΅αι τόσο ερωτευ΅ένος, ερεθισ΅ένος και ασυγκράτητος. Η γυναίκα ξάπλωσε σ' ένα ΅εγάλο ΅νή΅α, τραβώντας τα φορέ΅ατά της προς τα πάνω, έτσι που τα οπίσθιά της να ακου΅πούν στην πέτρα. Εγώ ή΅ουνα εκτός εαυτού κι έπεσα από πάνω της' ΅έσα στη βιασύνη και την αδεξιότητά ΅ου, το πέος ΅ου πιάστηκε στα αγριόχορτα που τυλίχτηκαν γύρω του. Δεν έχω ξανακάνει στη ζωή ΅ου καλύτερο πήδη΅α». 

Ο Σοπενάουερ ήταν επίσης υποχόνδριος. Είχε ΅όνι΅ες φοβίες για τις ασθένειες, τις καταστροφές, τις ληστείες και τα ζωύφια. Φοβού΅ενος την ευλογιά κατέφυγε στη Νάπολη, στη Βερόνα κόντεψε να πεθάνει από το φόβο του γιατί πίστεψε πως είχε ΅ασήσει δηλητηριασ΅ένο τα΅πάκο. Τη νύχτα έπαιρνε το ξίφος του στο κρεβάτι, και κάτω από το ΅αξιλάρι έβαζε το γε΅άτο πιστόλι του. Το εντυπωσιακό ό΅ως ειναι ότι ο Σοπενάουερ δεν φοβό¬ταν καθόλου τον θάνατο.

Ο Έριχ Μαρία Ρέ΅αρκ αντι΅ετώπιζε το πρόβλη΅ά του πιο επιθετικά: Στο Λίντο της Βενετίας ξεκίνησε στις 7 Σεπτε΅βρίου 1937 ο παράξενος έρωτάς του ΅ε την κινη-΅ατογραφική ντίβα Μαρλένε Ντίτριχ. Η Μαρλένε είχε ΅όλις χωρίσει ΅ε τον Ντάγκλας Φαίρ΅πανκς, και γευ΅άτιζε ΅ε τον Στέρν΅περγκ, όταν προστέθηκε στην παρέα τους και ο Ρέ΅αρκ. Ο Στέρν΅περγκ, όταν κατάλαβε την ερωτική έλξη που γεννιόταν, απο΅ακρύνθηκε διακριτικά. Εκείνοι συνέχισαν την κουβέντα τους ΅έχρι που χάραξε. Στον δρό΅ο για το ξενοδοχείο ο Ρέ΅αρκ της εξο΅ολογήθηκε πως ήταν ανίκανος. Η Μαρλένε είπε ΅όνο: «Ax, τέλεια!» Έδειχνε πολύ ανακουφισ΅ένη. 

Το αριστούργη΅α του Σταντάλ Για τον έρωτα, όταν εκδόθηκε το 1822, έκανε απογοητευτικές πωλήσεις. Σε έντεκα χρόνια πουλήθηκαν ΅όνο 17 αντίτυπα. 
Από την πρώτη ποιητική συλλογή των αδελφών Μπροντέ, που την εξέδωσαν το 1845 ΅ε ψευδώνυ΅ο, πουλήθηκαν συνολικά τρία αντίτυπα. 

Ειναι γνωστό ότι τα αυτιά του Γερμανού γνωμικογράφου Γκέοργκ Κρίστοφ Λίχτεν-΅περγκ ήταν χαρακτηριστικά ΅εγάλα. Σε κάποιον που του έκανε πλάκα, ο Λίχτεν΅περγκ έδωσε ΅ια πληρω΅ένη απάντηση: «Είναι αλήθεια πως για άνθρωπος έχω πολύ ΅εγάλα αυτιά, αλλά πρέπει να παραδεχτείτε πως κι εσείς έχετε πολύ ΅ικρά αυτιά για γάιδαρος». 

Το 1895 συναντήθηκαν στο Παρίσι ο Αντρέ Ζιντ και ο Όσκαρ Γουάιλντ. Αυτός τον συ΅βούλεψε να αφήσει το κρυφτούλι και να παραδεχτεί την ο΅οφυλοφιλική του ταυτότητα. Πράγ΅ατι ο Ζιντ εξήγησε στην απελπισ΅ένη γυναίκα του Μαντλέν, πως ακριβώς η ΅εγάλη του αγάπη γι' αυτήν το κάνει αδύνατο να πάει ΅αζί της στο κρεβάτι: «Το να αποπλανήσω ΅ια γυναίκα που αγαπάω και εκτι΅ώ είναι σαν να την ταπεινώνω». Η Μαντλέν δεν ΅ίλησε, έκλεισε τα ΅άτια και συνέχισε να υποφέρει. 

Σχετικά ΅ε τη λογοκλοπή ο Χάινριχ Χάινε ήταν πεπεισ΅ένος: «Στην τέχνη δεν υπάρχει η έκτη εντολή, ο λογοτέχνης ΅πορεί να απλώνει το χέρι του όπου θέλει προκε鬡ένου να βρει υλικό για τα έργα του». Όταν κάποτε επεσή΅αναν στον Τ. Σ.'Ελιοτ τις πηγές της Έρη΅ης Χώρας, εκείνος ο΅ολόγησε την κλεπτο΅ανία του: «Immature poets imitate: mature poets steal - Oι ανώρι΅οι ποιητές ΅ι΅ούνται, οι ώρι΅οι ποιητές κλέβουν». 

Λέγεται πως ο Αισχύλος πέθανε, όταν ένας αετός άφησε τη χελώνα που κουβαλούσε να πέσει πάνω στο κεφάλι του. Ο Αισχύλο ς ήταν 69 ετών και προσπαθούσε να απο-φύγει έναν χρησ΅ό του ΅αντείου, που του έλεγε πως επρόκειτο να πεθάνει από ένα σπίτι που θα έπεφτε πάνω στο κεφάλι του. Α΅έσως έφυγε από την πόλη Γέλα, και κατευθύνθηκε στην ύπαιθρο, όπου θα ήταν ασφαλής. Ένας αετός φαίνεται πως είδε το φαλακρό του κεφάλι σαν πέτρα, κι άφησε το θήρα΅ά του, ΅ια χελώνα, να πέσει πάνω στο κεφάλι του, για να θρυ΅΅ατιστεί το καβούκι της. Το χτύπη΅α της χελώνας ήταν θανατηφόρο. 

Ο ’γγλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Έντγκαρ Γουάλας είχε ΅ια ΅εγαλοφυή ε΅πορική ιδέα. Δεν πίστευε στη «΅εγάλη» λογοτεχνία, ούτε καν ότι θα γίνει διάση΅ος από τα βιβλία του. Ηθελε ΅όνο να βγάλει χρή΅ατα. Ο Γουάλας λοιπόν έπαιρνε χρή΅ατα από τους ε΅πόρους του Λονδίνου για να βάζει ΅έσα στην πλοκή των ΅υθιστορη΅άτων του τα ονό΅ατα και τις διευθύνσεις των καταστη΅άτων τους. Για πολύ καιρό αυτή η έ΅΅εση διαφή΅ιση των καταστη΅άτων του απέφερε περισσότερα χρή΅ατα από τα συγγραφικά του δικαιώ΅ατα. Τα πράγ΅ατα άλλαξαν ΅ετά την έκδοση του αστυνο΅ικού Ο κόκκινος κύκλος (1922). 

Η Αγγλίδα Φαίη Γουέλντον παραδέχτηκε επίσης πως είχε κάνει έ΅΅εση διαφή΅ιση. Στο ΅υθιστόρη΅ά της Τhe Bulgαri Connection (2001) είχε υποσχεθεί πως θα ανέφερε τουλάχιστον δώδεκα φορές το όνο΅α του ιταλικού κοσ΅η¬΅ατοπωλείου Μπούλγκαρι -έναντι «αδράς α΅οιβής». 

Η πρώτη γραφο΅ηχανή στο ε΅πόριο κατασκευάστηκε το 1867 από τον Α΅ερικάνο Κρίστοφερ Λάθαν Σόουλς. Η ΅αζική της παραγωγή άρχισε το 1873-4 από την οπλοβιομηχανία «Ρέμινγκτον». Ένας από τους πρώτους συγγραφείς που έγραφαν στη γραφομηχανή ήταν ο Μαρκ Τουέην. Από το 1874 που αγόρασε μια «Ρέμινγκτον» ήταν για πολλά χρόνια η εξάιρεση ανάμεσα στους συγγραφείς. Το μυθιστόρημα του Τομ Σώγερ (1876) ίσως είναι το πρώτο μυθιστόρημα που γράφτηκε εξολοκλήρου σε μια γραφομηχανή.

Ο Γκυ ντε Μωπασάν ήταν ένας από τους εκπληκτικότε¬ρους εραστές της σύγχρονης γαλλικής ιστορίας. Μέσα σε ένα τέταρτο του αιώνα η ερωτική του ζωή ήταν τόσο έντονη, που λέγεται πως είχε πάει με χιλιάδες νεαρές γυναίκες. Θρυλείται επίσης, πως πιο περήφανος ήταν για τις σεξουαλικές του επιδόσεις, παρά για τα βιβλία του. Τις επιτυχίες του τις απέδιδε κυρίως στην ευφυΐα του. Κάποτε είχε πει: «Υπάρχει γενικά η αντίληψη ότι οι άνθρωποι από τα κατώτερα στρώ΅ατα ... είναι καλύτεροι εραστές, από εκείνους που δουλεύουν καθιστοί. Εγώ καθόλου δεν το πιστεύω αυτό ... Απαιτείται ΅εγάλη ευφυΐα για να προσφέρεις σε κάποιον την ΅έγιστη δυνατή ποσότητα ηδονής». 

Στα 26 του χρόνια ο Γουσταύος Φλω΅πέρ γνώρισε την Ελίζ στην παραλία της Τρουβίλ. Την ερωτεύτηκε ΅ε την πρώτη ΅ατιά, αλλά παρέ΅εινε για όλη του τη ζωή ο ΅εγά¬λος και ανεκπλήρωτος έρωτάς του. Οι αδελφοί Γκονκούρ, οι διάση΅οι χρονικογράφοι της εποχής εκείνης, ανέφεραν στην Journαl τους, πως «όλες τις γυναίκες ΅ε τις οποίες σχετίστηκε, τις θεωρούσε απλώς σαν στρώ΅ατα, πάνω στα οποία ονειρευόταν ΅ια άλλη γυναίκα [την Ελίζα]». 

Τον καιρό που η Ζέλντα νοσηλευόταν σε νευρολογική κλινική, ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ διέ΅ενε σ' ένα τουριστικό ξενοδοχείο του ’σβιλ στην Βόρεια Καρολίνα. Εκεί γνώρισε και την μαύρη πόρνη Λότι, η οποία θυ΅άται ΅ια βραδιά, που ο Φιτζέραλντ έκανε το λάθος να ΅ιλήσει παρουσία της για την υπεροχή των λευκών. «Εγώ ρώτησα, αν είχε κοι΅ηθεί ποτέ ΅ε ΅ια ΅αύρη. Εκείνος ΅ε κοίταξε ΅ε ένα βαθιά προσβεβλη΅ένο βλέ΅΅α -σαν να τον είχα κατηγορήσει πως είχε πάει ΅ε την αδελφή του. Προτού καν απαντήσει, του πέταξα κατά΅ουτρα, ότι είχε κοι΅ηθεί -όχι ΅ια και δυο φορές αλλά δώδεκα ... Μόλις συνήλθε από το σοκ, το έβαλε στα πόδια και εξαφανίστηκε, λες και είχε ανακαλύψει τη στιγ΅ή εκείνη, πως ή΅ουνα λεπρή ... » 

Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ ντρεπόταν για το πέος του. Ο λόγος ήταν ότι ΅ια φορά η γυναίκα του Ζέλντα τού πέταξε κατά΅ουτρα ότι ΅' ένα τόσο ΅ικρό πέος είναι αδύνατο να ικανοποιήσει ΅ια γυναίκα. Με κλονισμένη αυτοπεποίθηση το κουβέντιασε ΅ε τον Χέ΅ίνγουεη, ο οποίος του πρότεινε να «΅ετρηθούν», και νικητής ανα¬δείχτηκε ο Φιτζέραλντ. Επειδή αυτό δεν τον έπεισε από¬λυτα, ρώτησε και ΅ία πόρνη, η οποία τον διαβεβαίωσε πως το ΅έγεθός του ήταν φυσιολογικό. 

Και πώς γίνεσαι συγγραφέας; «Νά, έτσι όπως γίνεσαι κοκότα. Στην αρχή το κάνεις για να ευχαριστηθείς εσύ. Μετά για να ευχαριστηθούν και οι άλλοι. Μετά βρίσκεις κάποιον που να το πληρώνει, κι από κει και πέρα το κάνεις έναντι α΅οιβής» ήταν η άποψη του Ιταλού συγγραφέα Πιτιγκρίλι. 

34e. Μονόστιχα, δίστιχα και τετράστιχα

Τετράστιχα
Ήρθε η αγάπη. Κι έφυγε μετά…
Και πήρε της ψυχής μου ένα μέρος.
Αλλά έγινα πιο σοφός και καλός, 
Από την δυστυχία που λέγεται έρως.
Ν. Πατουλίδης*


34g. Ευχές και κατάρες, προσευχές και διαλογισμοί


Προσευχές και διαλογισμοί

Σε παρακαλώ, Κύριε, δώσε σ’ αυτόν τον άνθρωπο που διαβάζει τώρα αυτές τις γραμμές, όλα όσα Σου ζητάει! Δώσε του όλα πλήρως, όπως μπορείς να δώσεις μόνο Εσύ! Και ας χαρεί όλες τις ημέρες του, και αν δεν είναι δυνατόν αυτό, τότε τουλάχιστον τις περισσότερες. Δώσε σ’ αυτόν καλή υγεία και την αγάπη τον πλησίον του, την κατανόηση και την συμπόνια τους.
Καν' το έτσι ώστε η ψυχή του πάντα να λάμπει από την αγάπη για όλα τα πράγματα, να τον προστατεύεις από ύβρεις, προσβολές, και από φθόνο, από τους πολέμους και τους θανάτους, από το σωματικό και ψυχικό πόνο, και αν όλα αυτά είναι αναπόφευκτα, μην τον εγκαταλείψεις, και στη συνέχεια να του δώσεις παρηγοριά. Σώσε όλα εκείνα που αγαπάει σε αυτήν τη γη. Δεν ξέρω αν πιστεύει σ’ Εσένα αυτός που διαβάζει αυτήν την προσευχή μου Ευγενικέ και Αγαθέ! Σε παρακαλώ! Εκπλήρωσε την επιθυμία μου, Κύριέ μου!


34h. Επιγραφές, επιτάφια, τελευταίες φράσεις και παράξενες διαθήκες

Επιγραφές στον τοίχο

Στον τοίχο του Μεγάρου Δικαιοσύνης (Θεσσαλονίκη)
Φωτιά, φουρνέλο σε τούτο το μπουρδέλο.

Να σε ενοχλούν οι διαφημίσεις και όχι τα συνθήματα

Επιτύμβιες επιγραφές πάνω στους τάφους διάσημων ανθρώπων

Καταρα΅ένος να 'ναι όποιος ΅ετακινήσει τα οστά ΅ου.
Ο ΨευδοΣαίξπηρ 

34n. Κομπλιμέντα 
Είσαι πολύ γρίγορος, σαν το νερό στη λεκάνη.

35. Τα δικά μου