HOME

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ


 

Φιόντορ Τιούτσεφ

1803 – 1873

       Ο Τιούτσεφ είδε με αμείλικτη διαφάνεια το ασυμβίβαστο της ποίησης — στην οποία ήταν αφοσιωμένος — και της νέας αστικής πραγματικότητας. Τότε ο ποιητής με τίμημα την απάρνηση από τον «μεγάλο κόσμο», ο οποίος έγινε ξένος γι’ αυτόν έκανε προσπάθεια να σώσει το δικό του «μικρό» εσωτερικό ρομαντικό κόσμο με την ενδόμυχη σιωπή του «Silentium!», με αυτήν την πανηγυρική χειρονομία μη συμμετοχής στον εξωτερικό θόρυβο της ιστορίας και έκκληση για ευλαβή εσωτερική απομόνωση.

Α. Ταρχόφ

 

Ο τελευταίος κατακλυσμός
SILENTIUM! *
Μην αγχώνεσαι
Αδύνατον
Δάκρυα
Όταν ο γερασμένος

 


 

Последний катаклизм

Когда пробьет последний час природы,
Состав частей разрушится земных:
Всё зримое опять покроют воды,
И божий лик изобразится в них!


  Ο τελευταίος κατακλυσμός

Όταν θα φτάσει η στερνή στιγμή της πλάσης,
Ο ουρανός θα πέσει και η γη θα διασπαστεί,
Το παν θα καλυφθεί απ’ τον ωκεανό με άπειρες διαστάσεις,
Και του Θεού το πρόσωπο θ’ απεικονισθεί εκεί!

1829

 

 


 

SILENTIUM!

Молчи, скрывайся и таи
И чувства и мечты свои -
Пускай в душевной глубине
Встают и заходят оне
Безмолвно, как звёзды в ночи, -
Любуйся ими - и молчи.

Как сердцу высказать себя?
Другому как понять тебя?
Поймет ли он, чем ты живешь?
Мысль изреченная есть ложь.
Взрывая, возмутишь ключи, -
Питайся ими - и молчи.

Лишь жить в себе самом умей -
Есть целый мир в душе твоей
Таинственно-волшебных дум;
Их оглушит наружный шум,
Дневные разгонят лучи, -
Внимай их пенью - и молчи!..

 

 

SILENTIUM! *

Σώπα, κρύψε και φύλαξε τους κοχλασμούς
Συναισθημάτων, τους καημούς.
Ας ανατέλλουν, λάμπουν, δύουν συνεχείς
Εκεί στο βάθος της ψυχής,
Σαν μέσα στο σκοτάδι τ’ άστρα σιγηλά·
Θαύμασε τα σιωπηλά.

Πώς θα μπορέσει η καρδιά να εκφραστεί;
Ο άλλος πώς μπορεί ν’ αντιληφθεί;
Τι ειν’ αυτά με τα οποία ζεις;
Η σκέψη εκφρασμένη γίνεται ψευδής.
Βγάζοντας λόγο θα θολώσεις τα πηγάδια τα δροσερά.
Να πίνεις απ’ αυτά σιωπηρά.

Να ζεις ζωή αστείρευτη και εσωτερική,
Μες στην ψυχή σου υπάρχει οικουμένη μαγική.
Από γλυκούς, ευφρόσυνους, μυστηριώδες στοχασμούς.
Η εξωτερική βοή θα ξεκουφαίνει αυτούς, 
Της μέρας οι αχτίδες θα τους διώξουν φθονερά.
Ν’ ακούς τη μελωδία τους σιωπηρά.

1830

*SILENTIUM - σιωπή

            

 

 


 

Не рассуждай, не хлопочи!..
Безумство ищет, глупость судит:
Дневные раны сном лечи,
А завтра быть чему, то будет.

Живя, умей всё пережить:
Печаль, и радость, и тревогу.
Чего желать? О чем тужить?
День пережит - и слава Богу!

 

  Μην αγχώνεσαι

Μην αγχώνεσαι από τις σκέψεις!...
Η τρελά ψάχνει, η βλακεία κρίνει,
Και της ημέρας τις πληγές με ύπνο να γιατρέψεις,
Και αύριο αυτό που πρόκειται ας γίνει.

Να μάθεις στη ζωή το παν να ξεπερνάς:
Τη θλίψη, τη χαρά, το παρελθόν.
Και τι σε τρώει; Τι στριφογυρνάς;
Η μέρα πέρασε, και δόξα το Θεό!

Ιούλιος 1850

 

 


 

Умом Россию не понять,
Аршином общим не измерить:
У ней особенная стать –
В Россию можно только верить.

1866

Aδύνατον

Με μυαλό αδύνατον τη Ρωσία να κατανοήσεις,
Με την πήχη κοινή δε μετριέται:
Είναι ένας ανώμαλος νταής,
Που με τον εαυτό του χτυπιέται.

 


 

 

Слёзы людские, о слёзы людские,
Льётесь вы ранней и поздней порой...
Льётесь безвестные, льётесь незримые,
Неистощимые, неисчислимые,–
Льётесь как льются струи дождевые
В осень глухую, порою ночной.

1849

Δάκρυα

Δάκρυα ανθρώπων, ω! δάκρυα του κόσμου,
Χύνεστε πρώιμη ώρα και νύχτα βαθειά…
Χύνεστε ακάλεστες, χύνεστε αόρατες,
Τρέχετε αστείρευτες και κατάρατες.
Τρέχετε σαν χείμαρροι βρόχινοι
Το φθινόπωρο κρύο τη νύχτα βαθειά.

 

 


 

Когда дряхлеющие силы…

Когда дряхлеющие силы
Нам начинают изменять
И мы должны, как старожилы,
Пришельцам новым место дать, –

Спаси тогда нас, добрый гений,
От малодушных укоризн,
От клеветы, от озлоблений
На изменяющую жизнь;

От чувства затаенной злости
На обновляющийся мир,
Где новые садятся гости
За уготованный им пир;

От желчи горького сознанья,
Что нас поток уж не несет
И что другие есть призванья,
Другие вызваны вперед;

Ото всего, что тем задорней,
Чем глубже крылось с давних пор,
И старческой любви позорней
Сварливый старческий задор.


Начало сентября 1866

Όταν ο γερασμένος

Όταν ο γερασμένος τις δυνάμεις του βλέπει,
Ότι αρχίζουν να απατούν εμάς τους φθαρτούς,
Κι εμείς ως παλιοκάτοικοι πρέπει
Να δώσουμε χώρο στους νιόφερτους.

Σώσε μας τότε αγαθέ Πατέρα!
Απ’ τις μικρόψυχες επιπλήξεις,
Από των διαβολών, και κακιών τη λέρα,
Απ’ της αλλάζουσας ζωής τις ρήξεις.

Από το μίσος να μην είμαστε δαιμονισμένοι
Για τον κόσμο τον ανανεωμένο,
Όπου καλοκάθονται καινούριοι καλεσμένοι
Για το τσιμπούσι το προετοιμασμένο.

Απ’ τον θυμό και την συνειδητοποίηση πικρή,
Ότι στο ρεύμα χρειάζονται άλλοι καραβοκυρέοι,
Ότι είναι η αποστολή διαφορετική
Και υπάρχει ανάγκη να είναι πιο νέοι.

Απ’ την διεκδίκηση μας αγαλμάτινη
Μες στην προοδεύουσα μας άνοια,
Κι απ’ της γεροντικής αγάπης πιο άτιμη
Η δύστροπη γεροντική ζωντάνια.

1866 (2017)