HOME

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ


 

Νικόλαος Πατουλίδης

(1944 – 2010)

      Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές που ζει η χώρα μας* η πηγαία κρυσταλλένια καθαρότητα των στίχων του είναι σαν βάλσαμο για την ψυχή.

Λ. Αργκούν

 

 

Η λέξη
Απ’ το ημερολόγιο του κατοικίδιου σκύλου
Ήρθε η αγάπη
Υποτάσσομαι
Δολοφονία
Ο καπνός της δόξας
Δίδαξέ με να ζω

 


 

Моё мучительное слово -
Как долго заставляешь ждать!
Теснятся мысли бестолково,
Ища спасительную гать
Над топью зыбких впечатлений,
Событий, образов, страстей,-
И тяжким ворохом сомнений
Ложатся в глубь, души моей.
Всего лишь слова не хватает.
Огромного - Земле под стать.
Чтоб всё, что страждет, уповает,
Правдивым именем назвать.
Η λέξη

Λέξη, που με βασανίζεις ανελέητα,
Γιατί με αναγκάζεις τόσο να προσμένω!
Οι σκέψεις συνωστίζονται ανόητα,
Το μονοπάτι ψάχνοντας το χαμένο.
Πάνω στο τέλμα των ασταθών συναισθημάτων,
Παθών, εικόνων, γεγονότων,
Και με σωρό αμφιβολιών σοβαρών,
Στο βάθος της ψυχής μου πέφτουν.
Νιώθω την έλλειψη μονάχα μίας λέξης
Που πρέπει να ’ναι τεράστια σαν τη γη.
Με τ’ όνομα αληθινό για να βαφτίσω
Το παν που υποφέρει, προσδοκεί.

 

 


 

Из дневника домашнего пса

Спят, где попало, в зное дня.
Ночь - не обходится без драки.
О, кровная моя родня,
Мои сухумские собаки!

Порой хозяин есть у них.
Но это как-то незаметно:
В столовых, чайных и пивных
Хвосты мотаются приветно.

Блюдя курортный этикет,
Псы в нетерпении не лают,
Зайдут в какой-нибудь буфет,
Глядят в глаза и ожидают.

Щедр отдыхающий народ
На мимолётное участье.
Глядишь, шашлык иль бутерброд
Летят в разинутые пасти.

Но, хоть и ласковы, ровны,
И даже гладить позволяют,
Собаки правилу верны:
Не слишком людям доверяют.

Пускай заманчив дух мясной,
Известно им и вероломство.
И псы обходят стороной
Попытки завязать знакомство.

Не ищут дружественных уз,
Не жаждут бога над собою.
С природой прочен их союз,
Свобода стала их судьбою.

...Живу, обласкан, приручён,
И свысока на них взираю,
Когда вечерний моцион
С хозяйкой доброй совершаю.

Ввязаться бы разок в ночи
В их упоительную драку!
Но говорю себе: « Молчи!
Ведь ты домашняя собака.

В душе ты, может, и поэт,
и любишь волю и природу,
Но... за насыщенный обед
Давно отдал свою свободу!

 

Απ’ το ημερολόγιο του κατοικίδιου σκύλου

Σε ζέστη ανυπόφορη πλαγιάζουν όπου θέλουν,
Η νύχτα δεν περνά χωρίς καυγά.
Ω! συμπολίτες μου και φίλοι,
Μικρής λουτρόπολης σκυλιά.

Αδέσποτα και άδετα,
Μου φαίνονται χωρίς αφεντικά.
Μες σε ταβέρνες, καφενεία, μπυραρίες
Κουνιούνται οι ουρές διαχυτικά.

Τους τύπους της λουτρόπολης τηρώντας,
Απ’ την βιασύνη δε γαβγίζουν τα σκυλιά.
Κάθονται σε απόσταση απ’ το τραπέζι
Και μες στα μάτια σας κοιτάζουν με ματιά γλυκιά.

Απλόχερος ο κόσμος της λουτρόπολης
Είναι για άνετη φιλία παροδική
Στα στόματα τ’ ορθάνοιχτα πετάνε
Και σάντουιτς, και σουβλάκι, και ψωμί.

Μόλο που ’ναι χαδιάρικα και ήρεμα,
Δισταχτικά το χάδι επιτρέπουν,
Στο βασικό κανόνα είναι πιστά:
Ναι, τους ανθρώπους, δεν τους καλοβλέπουν.

Ας είναι δελεαστική του κρέατος η μυρωδιά,
Γνωρίζουν και του ανθρώπου την ασχημία.
Και τα σκυλιά συνήθως αποφεύγουν
Τις άπειρες απόπειρες να πιάσουν γνωριμία.

Δεν αποβλέπουν σε φιλικούς δεσμούς,
Δεν ψάχνουν είδωλα να στέκουν σούζα.
Δεμένα με τη φύση και τη λευτεριά
Τη μοίρα αγνοούνε τη γουρσούζα.

Ζω περιποιημένος, ήμερος...
Και τους οικτίρω με υπεροψία
Όταν τη βόλτα κάνω τ’ απογεύματα
Με την κυρά για την καφεποσία.

Καμιά φορά επιθυμώ να ’μπλέκομαι
Στο μανιώδη και παράφορο καβγά τους,
Αλλά στον εαυτό μου λέω: Στάσου!
Μα είσαι σκύλος κατοικίδιος, κι όχι γάτος.

Μες στην ψυχή σου ίσως να’ σαι ποιητής
Και αγαπάς τη λευτεριά, τη φύση,
Όμως... για ένα σίγουρο φαΐ,
Τη λευτεριά από καιρό έχεις πουλήσει.

* Η Αμπχαζία που ζούσε ο ποιητής  βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση μετά από την εμφύλια σύρραξη. Ο Ν. Πατουλίδης ήταν βουλευτής του τοπικού κοινοβουλίου.

 


 

Любовь пришла. И ушла.
И часть души унесла. 
Но стал я мудрей и добрее
От этого вроде бы зла.
Ήρθε η αγάπη. Κι έφυγε μετά…
Και πήρε της ψυχής μου ένα μέρος.
Αλλά έγινα πιο σοφός και καλός, 
Από την δυστυχία που λέγεται έρως.

 


 

 

Среди житейской шелухи
Тревожно светятся стихи,
Трясут меня как малярия,
Вопят в ночи как петухи.

Заснуть бы крепко до утра,
Не знать бы этого добра!
Но пёстрых мыслей наважденье
Дрожит на кончике пера.

Ну, что ж, смиряюсь и пою,
Да чёрный кофе жадно пью.
Так шутит вечность надо мною,
Разбив на рифмы жизнь мою.
Υποτάσσομαι

Μέσα στην γκρίζα καθημερινότητα,
Οι στίχοι φωσφορίζουν ακράτητα,
Με τινάζουν σαν ελονοσία,
Ωρύονται σαν πετεινοί τις νύχτες ασταμάτητα.

Πόσο να αποκοιμιέμαι και να μην τις γνώριζα, λαχταρώ
Αυτό το δήθεν αγαθό το βλαβερό!
Αλλά των σκέψεων των βασανιστικών τα φαντάσματα
Χορεύουν πάνω στο φύλλο το καθαρό.

Τώρα υποτάσσομαι, και το εγώ μου παραδίνω,
Τον καφέ τον κατάμαυρο πίνω.
Έτσι η μοίρα μου με προίκισε με ωδίνες,
Τι ζωή μου κομματιάζοντας σε ρίμες.

Ν. Πατουλίδης
1990 (2015)

 


 


Срубили дерево…
Убили!
Бездушье победило вновь.
И с придорожной
жёлтой пылью,
Я видел
Смешивалась кровь…
Δολοφονία

Έκοψαν σύρριζα το δέντρο…
Το σκότωσαν!
Ξανά νίκησε το άψυχο ψέμα.
Και με την κίτρινη σκόνη
του δρόμου,
Έβλεπα
Πως αναμιγνυόταν το αίμα…

Ν. Πατουλίδης
1990 (2015)
 

 


 

Дым славы

Увы, увы гордыня вездесуща,
К элите приобщиться тщится всяк.
Один спешит к котлу, где щи погуще,
Другой – на грудь повесить лишний знак.

Кичатся степенями и чинами,
Луженой глоткой и проворством ног…
Клубится дым престижности над нами,
Дыханье, отравляя, точно смог.

Во славе нет свободного паденья
Есть как в болоте хлипкая тропа,
Где с хохотом варенье оперенье
Косясь на лисий хвост, пушит толпа.

О, горький дым! О суетные страсти,
Что стерегут людей со всех сторон!
Один ужасен в опьяненье власти,
Другой – в потугах творчества – смешон.

Одних всю жизнь величья жажда точит,
Других, избрав, возносим сами мы…
И лишь мудрец живёт себе, как хочет.
Не снисходя до этой кутерьмы.
 
Ο καπνός της δόξας

Αλλοίμονο, η έπαρση σαν επιδημία,
Στην ελίτ προσπαθεί να προχωρήσει ο καθένας.
Ο ένας με κουτάλι κι αγκωνιές ψάχνει την ευζωία,
Ο άλλος σαν ναρκωτικό κυνηγάει την εξουσία.

Ξιπάζονται με τίτλους και τα αξιώματα,
Με την σβελτάδα των σκελιών και γανωμένα στόματα…
Του ίματζ ο καπνός πάνω μας ανεβαίνει κουβαριάζοντας,
Και την ανάσα μας σαν αιθαλομίχλη, δηλητηριάζοντας.

Η δόξα η εφήμερη δεν έχει ελεύθερο πέταγμα,
Και η οχλοβοή των θαυμαστών είναι για πέταμα.
Λοξοκοιτάζοντας την ξεδιπλωμένη ουρά του παγωνιού,
Ο κόσμος με το χάχανο φουσκώνει την ουρά του κορακιού.

Ω, τι πικρός καπνός! Ω μάταια πάθη!
Ω, τι αφύσικος και θλιβερός ο βίος!
Ο ένας, φρικτός μέσα στης εξουσίας του την μέθη,
Ο άλλος – μες στα τανύσματα δημιουργίας – γελοίος.

Κάποιους όλη τη ζωή τους η μεγαλομανία τρώει,
Τους άλλους ψηφίζοντας ανυψώνουμε οι ίδιοι, εμείς…
Και μόνο ο νοήμων αποφεύγει αυτό το σκυλολόι,
Δεν καταδέχοντας τον σαματά τον αρχομανής.

Ν. Πατουλίδης
1990 (2015)