HOME

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ


 

Εβγκένι Γεφτουσένκο

(1933 – 2017)

       Η ποίηση, μας δίνει την λεπτότητα κατανόησης της ζωής.
       Δυστυχώς οι άνθρωποι οι οποίοι κατέχουν αυτήν την λεπτότητα, αποφεύγουν την πολιτική σαν επάγγελμα. Νομίζω ότι οι σημερινοί πολιτικοί δεν είναι ικανοί να λύσουν τα πολλά περίπλοκα οικουμενικά και εσωτερικά προβλήματα μόνο και μόνο, λόγω έλλειψης αυτής της λεπτότητας η οποία είναι το μοναδικό νήμα της Αριάδνης στον λαβύρινθο των αποχρώσεων. Αν αυτό εξαρτιόταν από μένα, θα δίδασκα την ποίηση στους ανθρώπους όλων των επαγγελμάτων, συμπεριλαμβάνοντας και τους επιχειρηματίες αλλά πρώτα απ’ όλους στους πολιτικούς.
       Η διαπαιδαγώγηση με την ποίηση είναι η σωτηρία των παιδιών μας. Ας κατεβεί στη γη ο Χριστός και μαστιγώσει όλες τις τηλεοράσεις γεμάτες χυδαιότητα, όπως κάποτε μαστίγωσε τους έμπορους μέσα στο ναό, κι ας κελαρύζει από τις ντροπιασμένες οθόνες η ιερή πηγή της ποίησης, για να σώσει τις ψυχές τους από τους πειρασμούς της αισχρότητας. Ως που στον κόσμο υπάρχει τουλάχιστον μια μητέρα η οποία νανουρίζει το παιδί της η ποίηση δεν πρόκειται να πεθαίνει και επομένως δε θα χάσει ο άνθρωπος την λεπτότητα κατανόησης της ζωής.

Από τον πρόλογο της συλλογής «Τα καλύτερά μου ποιήματα»
του Ε. Γεφτουσένκο

 

Να τι γίνεται
Όμως υπάρχει...
Δε θέλω τίποτα μισό!
Παράκληση
Σταμάτα!
Μην καμαρώνεις
Η φάτσα του προσώπου
Η τρίτη ρουτίνα
Η Μορφή και το Περιεχόμενο
Η μετάνοια
Δεν επανέρχεται...
Να δώσει ο Θεός!
Πρέπει...
Μπαμπι Γιαρ 0
Μπάμπι Γιαρ 1
Όταν ο άνδρας φτάνει στα σαράντα
Φεύγουν οι άνθρωποι
Τρυφερότητα
Πόσο ψεύδεσαι!
Δεν πρέπει να φοβάσαι!
Την ευτυχία δεν αναζητώ

 


 

Б. Ахмадулиной

Со мною вот что происходит:
ко мне мой старый друг не ходит,
а ходят в праздной суете
разнообразные не те.
И он не с теми ходит где-то
и тоже понимает это,
и наш раздор необъясним,
и оба мучаемся с ним.
Со мною вот что происходит:
совсем не та ко мне приходит,
мне руки на плечи кладет
и у другой меня крадет.
А той - скажите, Бога ради,
кому на плечи руки класть?
Та, у которой я украден,
в отместку тоже станет красть.
Не сразу этим же ответит,
а будет жить с собой в борьбе
и неосознанно наметит
кого-то дальнего себе.
О, сколько нервных и недужных,
ненужных связей, дружб ненужных!
Во мне уже осатанённость!
О, кто-нибудь, приди, нарушь
чужих людей соединённость
и разобщённость близких душ!

 

Να τι γίνεται
                                     Στην Μπ. Αχμαντούλινα

Με μένα να τι γίνεται:
η φίλη μου η καλή δε μ’ επισκέπτεται
όμως πηγαινοέρχονται, δημιουργώντας ζάλη,
διάφοροι άσχετοι και άλλοι.
Κι εκείνη
αναστρέφεται με κάποιους ξένους
και είμαι βέβαιος, το έχει καταλάβει επιτέλους.
Ακατανόητη η γκρίνια η η παλιά,
και οι δυο βασανιζόμαστε σκληρά.
Με μένα να τι γίνεται:
έρχεται κάποια, η αγαπημένη τάχατε
βάζει τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό
με κλέβει απ την άλλη και δεν το πολεμώ.
Μα τότε
πέστε μου παρακαλώ
να κάνει τι, αυτή που προκαλώ;
Αυτή
απ’ την οποία μ’ έκλεψαν δεν έχοντας ιδέα,
για την εκδίκηση θα κλέψει κάποιον για παρέα.
Όχι αμέσως θα ξαφνιάσει
αλλά θα ζει παλεύοντας με το «εγώ»
και ασυνείδητα θα προσχεδιάσει
κάποιον στο μέλλον το κοντινό.
Ω! πόσο ψεύτικες
σπασμωδικές
άχρηστες σχέσεις
και φιλίες δυσαρμονικές!
Μέσα μου νιώθω εξαγρίωση!
Μακάρι, κάποιος
να ’ρθει
ν’ αλλάξει βαθμηδόν,
των ξένων των ανθρώπων
την συνένωση
και απομόνωση
συγγενικών ψυχών!

1957

 

 


 

Всегда найдётся женская рука,
чтобы она, прохладна и легка,
жалея и немножечко любя,
как брата, успокоила тебя.

Всегда найдётся женское плечо,
чтобы в него дышал ты горячо,
припав к нему беспутной головой,
ему доверив сон мятежный свой.

Всегда найдутся женские глаза,
чтобы они, всю боль твою глуша,
а если и не всю, то часть её,
увидели страдание твое.

Но есть такая женская рука,
которая особенно сладка,
когда она измученного лба
касается, как вечность и судьба.

Но есть такое женское плечо,
которое неведомо за что
не на ночь, а навек тебе дано,
и это понял ты давным-давно.

Но есть такие женские глаза,
которые глядят всегда грустя,
и это до последних твоих дней
глаза любви и совести твоей.

А ты живёшь себе же вопреки,
и мало тебе только той руки,
того плеча и тех печальных глаз...
Ты предавал их в жизни столько раз!

И вот оно - возмездье - настаёт.
Предатель! - дождь тебя наотмашь бьёт.
Предатель! - ветки хлещут по лицу.
Предатель! - эхо слышится в лесу.

Ты мечешься. Ты мучишься, грустишь.
Ты сам себе всё это не простишь.
И только та прозрачная рука
простит, хотя обида и тяжка,

И только то усталое плечо
простит сейчас, да и простит ещё,
и только те печальные глаза
простят всё то, чего прощать нельзя.

 

  Όμως υπάρχει...

Εύκολα βρίσκεις ένα χέρι γυναικείο,
που είναι ανάλαφρο και δροσερό,
με λίγη τρυφερότητα και συμπόνια
σε κάνει να ξεχάσεις κάτι θλιβερό.

Εύκολα βρίσκεται κανένας γυναικείος ώμος,
για ν’ αναπνεύσεις με τη ζεστασιά,
και ακουμπώντας πάνω του το άσωτο κεφάλι σου
να πέσεις σε βαθιά λησμονησιά.

Εύκολα βρίσκεις γυναικεία μάτια
να καταπνίγουν όλο τον καημό
κι αν όχι όλο, ίσως ένα μέρος,
να δουν το βάσανό σου το καθημερινό.

Όμως υπάρχει τέτοιο χέρι γυναικείο,
που είναι ιδιαίτερα γλυκό
όταν το πονεμένο σου μέτωπο αγγίζει
σαν μοίρα, με πεπρωμένο τραγικό.

Όμως υπάρχει τέτοιος γυναικείος ώμος
μα είναι ανεξήγητο γιατί,
ενώ για πάντα σου ανήκει, όχι για μια νύχτα,
και το ’χεις προ πολλού αυτό δεχτεί.

Όμως υπάρχουν τέτοια γυναικεία μάτια,
που σε κοιτάζουν πάντα μελαγχολικά
και νιώθεις ότι μέχρι τη στερνή σου μέρα
είναι αληθινής αγάπης σημάδια φανερά.

Αλλά εσύ δε σταματάς να ψευτοζείς
και δε σου αρκεί μονάχα αυτό το χέρι
αυτός ο ώμος και τα λυπημένα μάτια,
πισώπλατα καρφώνεις της απάτης το μαχαίρι.

Και να! ήρθε η νέμεση σκληρή:
Προδότη ! η βροχή ραγδαία σε χτυπά,
Προδότη ! στο πρόσωπο βιτσίζουν τα κλαδιά,
Προδότη! η ηχώ σε ξυλοκοπά.

Χτυπιέσαι, τυραννιέσαι και λυπάσαι
τον εαυτό σου δεν μπορείς να συγχωρείς,
Μονάχα αυτό το χέρι το γλυκό
θα συγχωρεί, αν και ο ίδιος απορείς, γιατί;

Μονάχα αυτός ο κουρασμένος ώμος
θα συγχωρέσει τώρα και πολλές φορές μετά.
Μονάχα αυτά τα μάτια τα θλιμμένα
θα συγχωρούν καμώματά σου ασυγχώρητα.

1961

 

 


 

Нет, мне ни в чем не надо половины!
Мне - дай все небо! Всю землю положь!
Моря и реки , горные лавины
мои - не соглашаюсь на дележ!

Нет, жизнь, меня ты не заластишь частью.
Все полностью! Мне по плечу!
Я не хочу ни половины счастья.
Ни половины горя не хочу!

Хочу лишь половину той подушки,
где, бережно прижатое щеке,
беспомощной звездой, звездой падучей,
кольцо мерцает на твоей руке...

 

  Δε θέλω τίποτα μισό!

Όχι! δε θέλω τίποτα μισό!
Θέλω ολόκληρο τον ουρανό! Τη γη ολόκληρη μπροστά μου!
Πελάγη και ποτάμια, βουνά, κοιλάδες και λαγκάδια,
δικά μου όλα! Δε θέλω να τα μοιραστώ!

Όχι, ζωή! Εμένα δε μου φτάνει το μισό,
ολότελα! Βαστούν οι ώμοι μου, με σιγουριά!
Δε θέλω ούτε το μισό της ευτυχίας
και ούτε το μισό καημό.

Μα θέλω μόνο το μισό το προσκεφάλι
όπου με τρυφερότητα σφιγμένο στην παρειά,
σαν το πεφτάστρι που υπόσχεται πολλά
στο απαλό χεράκι σου η βέρα τρεμοφέγγει.

1963

 

 


 

Не тратьте время, чтобы помнить зло.
Мешает это внутренней свободе.
Мешает просто - черт возьми! - работе,-
ну, в общем, это хлопотно зело.

А помните добро, благодаря
за ласку окружающих и бога.
На это дело, кстати говоря,
и времени уйдет не так уж много.

 

Παράκληση

Μην σπαταλάτε τον καιρό σας για να θυμάστε τις κακίες
Γιατί αυτό παρεμποδίζει την πνευματική ελευθερία
Είναι πολύ χρονοβόρα και ενοχλητική διαδικασία
Και δυσκολεύει, τέλος πάντων, την εργασία.

Και να κρατάτε στη μνήμη σας μονάχα το καλό,
Ευχαριστώντας για καλοψυχία τους συνανθρώπους σας και τον Θεό,
Αυτό δε θα σας εμποδίσει, και ούτε θα στοιχίσει,
θα χρειαστεί: χαμόγελο απλό και δύο καλά λόγια.

1964

 

 


 

Проклятье века - это спешка,
и человек, стирая пот,
но жизни мечется. Как пешка,
попав затравленно в цейтнот.

Поспешно пьют, поспешно любят,
и опускается душа.
Поспешно бьют, поспешно губят,
а после каются спеша.

Но ты хотя б однажды в мире,
когда он спит или кипит,
остановись, как лошадь в мыле,
почуяв пропасть у копыт.

Остановись на пол дороге,
доверься, небу, как судьбе,
подумай - если не о боге -
Хоты бы просто о себе.

Под шелест листьев обветшалых.
Под паровозный хриплый крик
пойми: забегавшийся - жалок,
остановившийся - велик.

Пыль суеты сует сметая,
ты вспомни вечность наконец,
и нерешительность святая
вольется в ноги, как свинец.

Есть в нерешительности сила
когда по ложному пути
вперед на ложные светила
ты не решаешься идти.

Топча, как листья, чьи-то лица,
остановись! Ты слеп, как Вий,
И самый шанс остановиться
безумством спешки не убий.

Когда шагаешь к цели бойко,
как по ступени, по телам,
остановись, забывший бога,-
ты по себе шагаешь сам!

Когда тебя толкает злоба
к забвенью собственной души,
к бесчестью выстрела и слова,
не поспеши, не соверши!

Остановись, идя в слепую,
о население Земли!
Замри, летя из кольта пуля,
и, бомба в воздухе, замри!

О человек, чье имя свято,
подняв глаза с молитвой ввысь
среди распада и разврата
остановись, остановись!

 

  Σταμάτα!

Κατάρα του αιώνα η βιασύνη που μειώνει,
οι άνθρωποι μετατράπηκαν σε ρομπότ,
σε όλη τη ζωή στριφογυρίζουν σαν το πιόνι
πέφτοντας πάντα στο τσεϊτνοτ.*

Με την βιασύνη αγαπούν, μισούν
και παραλύει η ψυχή απεγνωσμένα,
με την βιασύνη πλήττουν και προσβάλλουν
ύστερα μετανιώνουν εσπευσμένα.

Όμως εσύ, που κάνεις το σταυρό τρεχάτα,
στη ζωοδότρα γη που εκτοξεύεις απειλές,
σαν άτι αφρισμένο, σταμάτα!
την άβυσσο οσφραίνοντας δίπλα σ’ οπλές.

Να σταματάς σε κάποιο σταυροδρόμι,
στον ουρανό να εμπιστευτείς το πεπρωμένο
και να σκεφτείς, αν όχι για τον Θεό,
τότε, τουλάχιστον για σένα.

Κατ’ απ’ το θρόισμα των φύλλων φθινοπωρινών.
κατ’ απ’ το θόρυβο των λεωφόρων
ν’ αντιληφθείς: αυτός που τρέχει είν’ ελεεινός,
αυτός που έχει σταματήσει είναι σπουδαίος.

Του πηγαινέλα τα σκονίσματα σκουπίζοντας
για μια στιγμή θα νιώθεις, ότι κάτι σε θλίβει,
και η διστακτικότητα ιερή αυξάνοντας,
θα χύνεται στα πόδια σαν μολύβι.

Υπάρχει στην διστακτικότητα ισχύ σημαντική.
οπότε έχεις δέος φρόνιμο
ότι μπορείς να πάρεις διαδρομή κακή
προς φάρο ψεύτικο, κολάσιμο.

Καταπατώντας κάποια πρόσωπα σαν φύλλα,
σταμάτα ! είσαι τυφλός και αμελής.
Την ίδια την Ελπίδα, σε παρακαλώ, σταμάτα!
με τρέλα βιαστική να εκτελείς.

Όταν βαδίζεις προς τον στόχο ζωηρά,
κορμιά πατώντας σαν να ήταν σκαλοπάτια,
Σταμάτα! εσύ που ξέχασες τον Πλάστη,
τον εαυτό σου βάναυσα ποδοπατάς!

Όταν σε σπρώχνει η κακία
προς λησμονιά της ίδιας της ψυχής,
προς ατιμία εκτέλεσης με λόγο
μη βιάζεσαι και μην πυροβολείς!

Σταμάτα στα τυφλά να τρέχεις,
ω! πλήθος ασυγκράτητο της γης!
Να σταματά η σφαίρα που πετά,
η βόμβα πέφτοντας, να σταματά !

Ω! άνθρωπε, φωνάζω γοερά,
με προσευχή σηκώνοντας τα μάτια,
μέσα στην διάσπαση και διαφθορά,
σταμάτα! Σε παρακαλώ, σταμάτα!

*τσεϊτνότ – έλλειψη χρόνου για σκέψη σε παρτίδα
σκακιού ή ντάμας

 

 


 

Не возгордись

Смири гордыню - то есть гордым будь.
Штандарт - они чехле не полиняет.
Не плачься, что тебя не понимают, -
поймет когда-нибудь хоть кто-нибудь.

Не самоутверждайся. Пропадет,
подточенный тщеславием, твой гений,
и жажда мелких самоутверждений
лишь к саморазрушенью приведет.

У славы и опалы есть одна
опасность - самолюбие щекочут.
Ты ордена не восприми, как почесть,
не восприми плевки, как ордена.

Не ожидай подачек добрых дядь
и, вытравляя жадность, как заразу,
не рвись урвать. Кто хочет все и сразу,
тот беден тем, что не умеет ждать.

Пусть даже ни двора и ни кола,
не возвышайся тем, что ты унижен.
Будь при деньгах свободен, словно нищий,
не будь без денег нищим никогда!

Завидовать? Что может быть пошлей!
Успех другого не сочти обидой
Уму чужому в тайне не завидуй,
чужую глупость втайне пожалей.

Не оскорбляйся мнением любым
в застолье, на суде неумолимом.
Не добивайся счастья быть любимым, -
умей любить, когда ты не любим.

Не превращай талант в козырный туз.
Не козыри - ни честность, ни отвага.
Кто щедростью кичится - скрытый скряга,
кто смелостью кичится - скрытый трус.

Не возгордись ни тем, что ты борец,
ни тем, что в борьбе по середине.
И даже тем, что смерил гордыню,
не возгордись - тогда тебе конец.

 

Μην καμαρώνεις

Υπότασσε την περηφάνια σου, με άλλα λόγια υπερήφανος να είσαι.
Το λάβαρο, μέσα στο κάλυμμα δεν πρόκειται να ξεθωριάσει.
Μην κλαψουρίζεις πως δε σε καταλαβαίνουν,
κάποιος θα καταλάβει, κάποιος και θα σε εγκωμιάσει.

Μην προωθείς τον εαυτό σου, θα φθαρθεί
η ευφυΐα σου από την ματαιοδοξία.
Η δίψα αυτοπροωθήσεων μικροπρεπών
μονάχα την αυτοκαταστροφή θα προκαλεί και την ζημία

Η δόξα, η δυσμένεια είναι σαν επικείμενο κακό
και κολακεύουν τον εγωισμό τον κρύο.
Μη θεωρείς τιμή μεγάλη το παράσημο
μη δέχεσαι και τις φτυσιές σαν αριστείο.

Μην περιμένεις ψώμισμα απ’ τους καλούς Κακούς
και σαν το μίασμα την λαιμαργία εξαλείφοντας
ν’ αρπάξεις μην επιθυμείς. Αυτός που θέλει όλα και αμέσως
σπεύδει να γίνει τρεμουλιάρης γέροντας.

Κι αν είσαι σαν την καλαμιά στον κάμπο μόνος,
μην ανυψώνεσαι με την ταπείνωσή σου κάποτε.
Να είσαι λεύτερος με τα λεφτά σαν διακονιάρης,
χωρίς λεφτά μην είσαι άθλιος ουδέποτε.

Το να φθονείς; Τίποτε δεν υπάρχει πιο χυδαίο.
Την τύχη του πλησίον σου κακόβουλα μη δεις,
την εξυπνάδα τ’ αλλουνού κρυφά να μη φθονείς,
και τη βλακεία τ’ αλλουνού κρυφά να λυπηθείς.

Μη σε πειράζει γνώμη οποιαδήποτε
μέσα στο γλέντι ή στη δίκη μάλλον.
Μην κυνηγάς την ευτυχία να’ σαι λατρευτός,
να είσαι ικανός ν’ αγαπάς, αν και θα προτιμούν τον άλλον.

Μη μετατρέπεις το ταλέντο σου στον άσσο-κόζι,
δεν είναι το ατού: στην αρετή και στην ανδρεία, να ποντάρεις.
Με την απλοχεριά όποιος ξιπάζεται είναι κρυφοτσιγκούνης,
με την παλικαριά αλαζονεύεται ο φοβητσιάρης.

Μην παίρνεις πάνω σου που είσαι μαχητής,
ούτε πως είσαι στον αγώνα ο μεσαίος.
Κι ότι υπόταξες την περηφάνια, μην καμαρώνεις,
αλλιώς θα είσαι τελευταίος.

1970

 

 


 

Лицо лица

Где оно , лицо лица?
Важно, если  все
разберутся до конца
в собственном лице.

Людям часто невдогад
собственное « я».
Каждый - лучший адвокат
самого себя.

Скряга думает: я щедр,
дурень: я глубок.
Бог порой вздохнет: я червь.
Червь шипит: я бог.

Лезут гордо черви вверх.
Трус кричит: « Я - храбр!»
Лишь свободный человек
думает: я - раб.

 

Η φάτσα του προσώπου

Ποιά είναι η αληθινή η φάτσα του προσώπου;
Σπουδαίο πρόβλημα για την ανθρώπινη τη ράτσα
μέχρι να βρουν την άκρη
με την ίδια τους τη φάτσα.

Άγνωστο στους ανθρώπους είναι
το «εγώ» το δικό τους
Λίγοι είν’ αυτοί που ξέρουν
τον εαυτό τους.

Χουβαρντάς αυτοβαπτίζεται ο σφιχτός,
σαν σοφό τον εαυτό του έχει ο χαζός.
Ο Παντοδύναμος στενοχωριέται καμιά φορά, σκουλήκι είμαι!
Και το σκουλήκι άφοβα σφυρίζει, Θεός είμαι!

Σέρνονται ιταμά τα ερπετά επάνω,
κραυγάζει ο δειλός, γενναίος είμαι!
Μονάχα ο ελεύθερος ο άνθρωπος
πιστεύει: σκλάβος είμαι!

1973

 

 


 

Мне чужды экстремисты... Мне приелись
их трепотня, их умственный разврат.
Вся эта ультраправость, ультралевость
рутиной одинаково разят.

И в мире, двунаправлено рутинном,
где рвутся к власти с бомбой под полой,
спасенье ни в « да здравствует!» ретивом,
ни в злобно-разрушительном « долой!».

Но между « про ! и « контра» есть на свете,
как будто между мечущихся пуль,
рутинность омерзительная третья -
трусливая возвышенность чистюль.

 

 Η τρίτη ρουτίνα

Δε μου αρέσουν οι εξτρεμιστές...
Βαριέμαι τη φλυαρία και την πνευματική τους διαφθορά.
Ομοίως αναδίδουν δυσοσμία της ρουτίνας
και η ακροδεξιά, και η ακροαριστερά.

Στην κοινωνία μας που είναι ρουτινιέρικη διπλά
όπου επιζητούν την εξουσία με τη βόμβα κάτω απ’ τον κόρφο,
η σωτηρία δεν βρίσκεται ούτε στο «ζήτω!» το φανατικό,
ούτε στο «κάτω!» το μοχθηρό και καταστρεπτικό.

Όμως ανάμεσα στα υπέρ και τα κατά,
σαν να ‘ναι μεταξύ δύο πυρών
η τρίτη βρίσκεται ρουτίνα των μεσαίων:
η λιγόψυχη, σιχαμερή ρουτίνα των παστρικών.

1972-1975

 

 


 

Форма - это тоже содержанье.
Пламенная форма у огня.
Вложено встревоженное ржанье
в форму совершенную коня.

Облако набухшее набито
темным содержанием грозы,
и такое содержанье скрыто
в форме человеческой слезы!

 

  Η Μορφή και το Περιεχόμενο

Η Μορφή κι αυτή έχει Περιεχόμενο.
Τη φλογερή Μορφή κατέχει η φωτιά
Και το ανησυχητικό χλιμίντρισμα είναι βαλμένο
στ’ άτι την τέλεια Μορφή.

Ο φουσκωμένος μελανιάς είναι γεμάτος,
με το Περιεχόμενο της καταιγίδας που ακολουθεί.
Και τέτοιο Περιεχόμενο είναι κρυμμένο
στου ανθρώπινου του δάκρυου τη Μορφή!

1978

 

 


 

Под не выплакавшейся ивой
я задумался на берегу:
как любимую сделать счастливой?
Может, этого я не могу?

Мало ей и детей, и достатка,
жалких вылазок в гости. В кино.
Сам я нужен ей - весь, без остатка,
а я весь - из остатков давно.

Под эпоху я плечи подставил,
Так, что их обдирало сучье,
а любимой плеча не оставил,
чтобы выплакалась в плечо.

Не цветы им даря, а морщины,
возложив на любимых весь быт,
воровски изменяют мужчины,
а любимые - лишь от обид.

Как любимую сделать счастливой?
С чем к ногам ее приволокусь,
если жизнь преподнес ей червивой,
даже только на первый надкус?

Что за радость - любимых так часто
обижать ни за что ни про что.
Как любимую сделать несчастной -
знают все. Как счастливой - никто.

 

Η μετάνοια

Κάτ’ απ’ την κλαίουσα ιτιά
στην άκρη κάποιας όχθης συλλογιέμαι:
πώς την αγαπημένη μου να κάνω ευτυχισμένη;
Μήπως είμαι αδύναμος, αναρωτιέμαι;

Δεν της αρκούν και τα παιδιά και οι ανέσεις,
οι άθλιες νυχτοπορείες για επίσκεψη ή σινεμά.
Εμένα θέλει δίπλα της, όλο δικό της
αλλά ο χρόνος έχει φθείρει τα δεσμά.

Του τόπου τα προβλήματα στους ώμους έβαλα
έτσι, ώστε τους γέμισα αγιάτρευτες πληγές.
Για την αγαπημένη μου των ώμο δεν εφύλαξα
να ονειρεύεται εκεί κάποιες στιγμές.

Ρυτίδες της εχάρισα αντί λουλούδια
στα βαρετά την άφησα οικιακά,
κρυφά και ύπουλα προδίδουν οι «γενναίοι» άντρες,
και οι γυναίκες συνήθως απ’ την προσβολή, επεισοδιακά.

Πως την αγαπημένη μου να κάνω ευτυχισμένη,
με τι μπροστά της θα εμφανισθώ;
Αν την αγάπη μας της πρόσφερα σκουληκιασμένη
με το πρώτο μισοδάγκωμα δειλό.

Πολύ παράξενη χαρά: πολλές φορές χωρίς αιτία
αυτούς που αγαπάς να αδικείς.
Πώς την αγαπημένη του να φέρει δυστυχία
ξερ’ ο καθένας, μα πώς την ευτυχία — κανείς!

1981

 

 


 

Померкло Блюдечко во мгле,
все воском налитое...
Свеча, растаяв на столе,
не восстанавливается.
Рубанком ловким технарей
стих закудрявливается,
а прелесть пушкинских кудрей
не восстанавливается.
От стольких губ, как горький след,
лишь вкус отравленности,
а вкус арбузов детских лет
не восстанавливается.
Тот, кто разбил семью, к другой
не приноравливается,
и дружба, хрястнув под ногой,
не восстанавливается.
На поводках в чужих руках
народы стравливаются
а люди - даже в облаках
не восстанавливаются.
На мордах с мелом на устах
след окровавленности.
Лицо, однажды мордой став,
не восстанавливается.
Лишь при восстании стыда
против бесстыдности
избегнем страшного суда -
сплошной пустынности.
Лишь при восстании лица
против безликости
жизнь восстанавливается
в своей великости.
Детей бесстыдство может съесть -
не остановится.
А стыд не страшен. Стыд - не смерть.
Все восстановится.

 

    Δεν επανέρχεται...

Το φλιτζανάκι με κερί στο σκοτάδι μέσα
σιγόσβησε, όποτε
το κερί λιώνει
και δεν αποκαθίσταται.
Με το ροκάνι επιδέξιων ποιητών
ο στίχος κατσαρώνεται,
όμως το θαύμα των σγουρών μαλλιών του Πούσκιν
δεν ανανεώνεται.
Από τα χείλη χιλιάδων γυναικών
μόνο η γεύση της απογοήτευσης σου έρχεται
αλλά η γεύση του καρπουζιού των παιδικών ετών
με τίποτα δεν επανέρχεται.
Εκείνος που κατάστρεψε μια οικογένεια
στην άλλη δεν προσαρμόζεται,
και η φιλία που θρυμματίζεται κατ’ απ’ το πόδι
δεν ξαναχτίζεται.
Στα ξένα χέρια είναι τα ηνία
με τα οποία οι λαοί συγκρούονται.
Οι άνθρωποι, έστω και στα ουράνια,
δεν ανασταίνονται.
Τα μούτρα πάντα ψευδογελαστά
με χείλη αιματοβαμμένα,
αγγελοπρόσωπα δεν ξαναγίνονται,
τα διαβολεμένα.
Μόνο με εξέγερση της αιδούς
κατά της αναίδειας,
θα αποφύγουμε την τιμωρία
της Γης της άδειας.
Μονάχα με επανάσταση του προσώπου
ενάντια στην απροσωπία
θα μείνουνε ίχνη της ζωής
στον Γαλαξία.

1983

 

 

 


 

Дай Бог!

Дай Бог слепцам глаза вернуть
и спины выпрямить горбатым.
Дай Бог быть богом хоть чуть-чуть,
но быть нельзя чуть-чуть горбатым.

Дай Бог не вляпаться во власть
и не геройствовать подложно,
и быть богатым - но не красть,
конечно, если так возможно.

Дай Бог быть тертым калачом,
не сожранным ничьею шайкой,
ни жертвой быть, ни палачом,
ни барином, ни попрошайкой.

Дай Бог поменьше рваных ран,
когда идет большая драка.
Дай Бог побольше разных стран,
не потеряв своей, однако.

Дай Бог, чтобы твоя страна
тебя не пнула сапожищем.
Дай Бог, чтобы твоя жена
тебя любила даже нищим.

Дай Бог лжецам заткнуть уста,
глас Божий слыша в детском крике.
Дай Бог живым узреть Христа,
пусть не в мужском - так женском лике.

Не крест - бескрестье мы несем,
а как сгибаемся убого.
Чтоб не извериться во всем.
Дай бог - ну хоть немного Бога.

Дай Бог всего, всего, всего,
и сразу всем - чтоб не обидно...
Дай Бог всего - но лишь того,
за что потом не стонет стыдно.

 

    Να δώσει ο Θεός!

Να δώσει ο Θεός να ξαναβλέπουν οι τυφλοί,
να ανορθώσουν οι καμπούρηδες τις ράχες.
Να δώσει ο Θεός να γίνεσαι Θεός για μια στιγμή
και να νικάς τις πιο μεγάλες μάχες.

Να μη σου δώσει ο Θεός να καταντήσεις στην πολιτική,
από την τέχνη κούφιας φράσης κράτα αποστάσεις.
Να δώσει ο Θεός χωρίς να κλέβεις πλούσιος να είσαι,
βεβαίως, αν συνδέονται αυτές οι καταστάσεις.

Να δώσει ο Θεός να είσαι πονηρός
να μη σε φάει στ’ άψε-σβήσε κάποια σπείρα.
Ούτε να είσαι δήμιος και ούτε θύμα,
ούτε ανύπαντρος να είσαι ούτε χήρα.

Να δώσει ο Θεός, λιγότερες πληγές
όταν συμβαίνει ένας καβγάς μεγάλος.
Να δώσει ο Θεός να δεις χώρες πολλές
όμως να μην ξεχάσεις της πατρίδας σου το κάλλος.

Να δώσει ο Θεός να μη σε αδικήσει ο λαός
να μη σε διώχνει η χώρα σου στην εξορία.
Να δώσει ο Θεός, να σ’ αγαπάει η συμβία σου,
έστω και άφραγκο και δίχως εργασία.

Να δώσει ο Θεός οι ψεύτες άφωνη να γίνουν,
να μη σκορπίζουν απιστία.
Να δώσει ο Θεός να δούμε τον Χριστό
να σώσει μάς απ’ την φαυλοκρατία.

Χωρίς Σταυρό, αλλά με το σταυρό στο στήθος
κι αν κάνουμε σταυρό αδιάφορα, τρεχάλα.
Για να μην χάσουμε το ήθος,
να δώσει ο Θεός απ’ το Θεό μια στάλα

Να τα δώσει ο Θεός, όλα και σε όλους.
με όλη την ουράνια καλοσύνη.
Ό,τι επιθυμείς να δώσει ο Θεός
όμως μετά να μην αισθάνεσαι αισχύνη.

1989

 


 

                                                   И.Х.

Церковь должна быть намоленной,
олько такой, где болит
воздух от скорби не молвленной,
от молчаливых молитв.

Дому идет быть надышанным
уймой детей и гостей.
Слову быть надо услышанным
даже с голгофских гвоздей.

Ну а любви полагается
не постареть, не устать,
ну а когда поломается,
ненавистью на стать...

 

Πρέπει...
                                                    στον Ι. Χ.

Η εκκλησία πρέπει να 'ναι γεμάτη δέηση
και ο αέρας της πρέπει να πονεί,
από την άφωνη οδύνη
και από προσευχή σιωπηλή.

Το σπίτι επιβάλλεται να έχει
τους φίλους και τα παιδιά σαν αγαθά.
Ο λόγος πρέπει να υψώνεται
σαν έρχεται απ’ τις πλαγιές του Γολγοθά.

Απ’ την αγάπη απαιτείται τρυφερότητα.
να μη λιγοστεύει επίσης,
και αν τυχόν εξαντληθεί
να μη μεταπλαστεί σε μίσος.

2.06.1995

 

 


 

 

Бабий Яр ?

Над Бабьим Яром памятников нет.
Крутой обрыв, как грубое надгробье.
Мне страшно.
Мне сегодня столько лет, как самому еврейскому народу.
Мне кажется сейчас - я иудей.
Вот я бреду по древнему Египту.
А вот я, на кресте распятый, гибну, *
* до сих пор на мне - следы гвоздей.
Мне кажется, что Дрейфус - это я.
Мещанство - мой доносчик и судья.
Я за решеткой.
Я попал в кольцо.
Затравленный, оплеванный, оболганный.
И дамочки с брюссельскими оборками, визжа, *
* зонтами тычут мне в лицо.
Мне кажется - я мальчик в Белостоке.
Кровь льется, растекаясь по полам.
Бесчинствуют вожди трактирной стойки*
* и пахнут водкой с луком пополам.
Я, сапогом отброшенный, бессилен.
Напрасно я погромщиков молю.
Под гогот:"Бей жидов, спасай Россию!"- *
* насилует лабазник мать мою.
О, русский мой народ! - Я знаю -ты
По сущности интернационален.
Но часто те, чьи руки нечисты, *
* твоим чистейшим именем бряцали.
Я знаю доброту твоей земли.
Как подло,что, и жилочкой не дрогнув, *
* антисемиты пышно нарекли себя
Союзом русского народа"!
Мне кажется -я - это Анна Франк, *
* прозрачная, как веточка в апреле.
И я люблю.
И мне не надо фраз.
Мне надо,чтоб друг в друга мы смотрели.
Как мало можно видеть, обонять!
Нельзя нам листьев и нельзя нам неба.
Но можно очень много - это нежно *
* друг друга в темной комнате обнять.
Сюда идут?
Не бойся ? это гулы самой весны - она сюда идет.
Иди ко мне.
Дай мне скорее губы.
Ломают дверь?
Нет - это ледоход...
Над Бабьим Яром шелест диких трав.
Деревья смотрят грозно, по-судейски.
Все молча здесь кричит, и, шапку сняв, *
* я чувствую, как медленно седею.
И сам я, как сплошной беззвучный крик, *
* над тысячами тысяч погребенных.
Я - каждый здесь расстрелянный старик.
Я - каждый здесь расстрелянный ребенок.
Ничто во мне про это не забудет!
"Интернационал" пусть прогремит, *
* когда навеки похоронен будет
последний на земле антисемит.
Еврейской крови нет в крови моей.
Но ненавистен злобой заскорузлой *
* я всем антисемитам, как еврей,
и потому - я настоящий русский!

1961

 Μπάμπι Γιαρ ?

Παν’ απ’ το Μπάμπι Γιαρ μνημείο δεν υπάρχει.
Απότομη χαράδρα, σαν επιτύμβιο κακοφτιαγμένο.
Μπήκαν στη γη, και με τιμές εγκληματίες και
πολέμαρχοι,
Αλλά ο λάκκος τεράστιος χιλιάδων Εβραίων, 
έμεινε βουβαμένο.
Εδώ, μου φαίνεται πως είμαι Ιουδαίος.
Να, οδοιπορώ στην Αίγυπτο των φαραώ,
Ενώ ιδού εκπνέω Εσταυρωμένος, 
και μέχρι τώρα πάνω μου ουλές καρφιών.
Νομίζω πως ο Ντρέιφους, είμαι ‘γω.
Η εχθρική προδιάθεση ο καταδότης μου κι ο δικαστής.
Για τα σίδερα με πάνε σαν κοινό κακούργο.
Έπεσα στην παγίδα, είμαι περικυκλωμένος,
κυνηγημένος και συκοφαντημένος.
Κι οργισμένες κυράτσες με φαρμπαλάδες και δαντέλες
χώνουν στο πρόσωπό μου τις ομπρέλες.
Μου φαίνεται πως είμαι αγόρι από το Μπελοστόκ.
Τρέχει το οινόπνευμα και ρέει το αίμα περισσό.
Ασχημονούν οι θαμώνες του μπάγκου της ταβέρνας,
μυρίζουν βότκα και κρεμμύδι μισό – μισό.
Με τις μπότες τους μ’ έφεραν σε ακινησία.
Τους μπροστάρηδες του πογκρόμ ικετεύω ματαίως.
Υπό το χάχανο: «Χτύπα Ιούδες, σώσε τη Ρωσία!»
τη μητέρα μου βιάζει ο αλευράς λυσσαλέος.
Ω! ρωσικέ λαέ! Γνωρίζω, ότι είσαι
Διεθνιστής στην ουσία.
Αλλά συχνά οι φανατισμένοι αντισημίτες,
το όνομά σου έκαναν θυσία.
Γνωρίζω την καλοσύνη της γης σου.
Τι ατιμία! Οι άνθρωποι του Διαβόλου του ναού
τους εαυτούς τους πομπώδης βάφτισαν:
«Ένωση ρωσικού λαού!»
Μου φαίνεται: είμαι η Άννα Φρανκ,
λεπτή σαν του Απρίλη το κλαδάκι.
Της μέρες άγριες μετρώ,
με το στυλό στο χέρι.
Εδώ και δυο χρόνια κρύβομαι σ’ ένα κλουβάκι.
Μου αρπάξανε τη γη και τη ζωή.
Απαγορεύεται ο ουρανός, δεν γίνεται να νιώθω αεράκι.
Αλλά και επιτρέπονται πολλά: γίνεται στο σκοτεινό
κελί μας, με τρυφερότητα ν’ αγκαλιαστούμε.
Έρχεται κάποιος;
Μη φοβάσαι! Είναι το βοητό της άνοιξης που έρχεται.
Αγκάλιασέ με πιο σφιχτά.
Και μην τρομάζεις.
Σπάνε την πόρτα;
Όχι, σπάει ο πάγος στο ποτάμι…
Παν’ απ’ το Μπάμπι Γιαρ των αγριόχορτων η θροή.
Σαν δικαστές κοιτάνε τα δέντρα αυστηρά.
Τα πάντα με σιωπή φωνάζουν, 
και το καπέλο βγάζοντας,
νιώθω πως τα μαλλιά μου ασπρίζουν αργά.
Κι ο ίδιος είμαι σαν άηχη ασταμάτητη κραυγή,
παν’ απ’ τον χιλίων χιλιάδων ενταφιασμένων.
Είμαι του κάθε, εδώ τουφεκισμένου γέρου η οργή.
Είμαι το κάθε παιδί τουφεκισμένο.
Τίποτα μέσα μου μπορεί να ξεχάσει αυτό!
Η «Διεθνής» να βροντά σαν δυναμίτης,
όταν για πάντα θα θαφτεί
ο τελευταίος πάνω στη γη αντισημίτης.
Αίμα εβραϊκό δεν έχει το δικό μου αίμα.
Αλλά τον δρόμο που κρατάω είναι ίσιος:
Εβραίος είμαι για αντισημίτες,
γι’ αυτό και είμαι Ρώσος γνήσιος!

1961

 

 


 

ЮРИЙ ВЛОДОВ!!!!!!!!!
(1932-2009)

БАБИЙ ЯР

Над Бабьим Яром памятников нет.
Крутой обрыв, как грубое надгробье.
Мне страшно.
Мне сегодня столько лет,
как самому еврейскому народу.
Мне кажется сейчас -
я иудей.
Вот я бреду по древнему Египту.
А вот я, на кресте распятый, гибну,
и до сих пор на мне - следы гвоздей.
(Мне кажется, что Дрейфус -
это я.
Мещанство -
мой доносчик и судья.
Я за решеткой.
Я попал в кольцо.
Затравленный,
оплеванный,
оболганный.
И дамочки с брюссельскими оборками,
визжа, зонтами тычут мне в лицо).
Мне кажется -
я мальчик в Белостоке.
Кровь льется, растекаясь по полам.
Бесчинствуют вожди трактирной стойки
и пахнут водкой с луком пополам.
Я, сапогом отброшенный, бессилен.
Напрасно я погромщиков молю.
Под гогот:
"Бей жидов, спасай Россию!"-
насилует лабазник мать мою.
(О, русский мой народ! -
Я знаю - ты
По сущности интернационален.
Но часто те, чьи руки нечисты,
твоим чистейшим именем бряцали.
Я знаю доброту твоей земли.
Как подло,
что, и жилочкой не дрогнув,
антисемиты пышно нарекли
себя "Союзом русского народа"!)
Мне кажется -
я - это Анна Франк,
прозрачная,
как веточка в апреле.
И я люблю.
И мне не надо фраз.
Мне надо,
чтоб друг в друга мы смотрели.
Как мало можно видеть,
обонять!
Нельзя нам листьев
и нельзя нам неба.
Но можно очень много -
это нежно
друг друга в темной комнате обнять.
Сюда идут?
Не бойся - это гулы
самой весны -
она сюда идет.
Иди ко мне.
Дай мне скорее губы.
Ломают дверь?
Нет - это ледоход...
Над Бабьим Яром шелест диких трав.
Деревья смотрят грозно,
по-судейски.
Все молча здесь кричит,
и, шапку сняв,
я чувствую,
как медленно седею.
И сам я,
как сплошной беззвучный крик,
над тысячами тысяч погребенных.
Я -
каждый здесь расстрелянный старик.
Я -
каждый здесь расстрелянный ребенок.
Ничто во мне
про это не забудет!
"Интернационал"
пусть прогремит,
когда навеки похоронен будет
последний на земле антисемит.
Еврейской крови нет в крови моей.
Еврея кровь бурлит в душе моей
Но, ненавистен злобой заскорузлой,
я всем антисемитам,
как еврей,
Для всех антисемитов я – еврей! –
И потому - я настоящий русский!

Г. Влодов и Е. Евтушенко

1961(?)

Μπάμπι Γιαρ!!!

Το «Μπάμπι Γιαρ» μαζί με το «Αν…» του Ράντιαρντ Κίπλιγκ θεωρούνται ως τα δυο κορυφαία ποιήματα της παγκόσμιας ποίησης.
Αυτό το ποίημα γραμμένο το 1961 έκανε τον Ευγκένι Γεφτουσένκο γνωστό σε όλο τον κόσμο, παρ’ όλο που ήδη ήταν και είναι μεγάλος ποιητής.
Σχετικά πρόσφατα έγινε ευρέος γνωστό πως το ποίημα έγραψε ο Γιούρι Βλόντοφ (1932-2009) ένας πολύ σημαντικός ποιητής με αναμφισβήτητο ταλέντο που όμως ήταν αντιφρονούντος, είχε σχέση με τον υπόκοσμο και έγραφε αντισοβιετικά ποιήματα. Κι ως αποτέλεσμα δεν μπορούσε να εκδώσει τα έργα του.
Πολλοί άνθρωποι εκτιμούν την πράξη του Γεφτουσένκο ως ηρωική. Πράγματι χρειαζόταν θάρρος και τόλμη για να προσπαθήσεις να εκτυπώσεις σε μια μεγάλη εφημερίδα ενός αντισημιτικού καθεστώτος κάτι παρόμοιο.
Ο Γεφτουσένκο με το κύρος του τα κατάφερε, ενώ για τον Βλόντοφ δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να δημοσιεύσει το ποίημά του.
Το ποίημα συμπληρώθηκε από τον Γεφτουσένκο με 16 αράδες, είναι πλάγια τα γράμματα στον παρακάτω κείμενο.
Δυστυχώς μέχρι τώρα δεν έγινε επίσης, ευρέος γνωστή η απάντηση του Γεφτουσένκο στο ερώτημα: Γιατί στα χρόνια της περεστρόικας, όταν σίγουρα δεν θα υπήρχαν κάποιες συνέπιες για τους εμπλεκόμενους, δεν ακούσαμε την ομολογία του;

 

Παν’ απ’ το Μπάμπι Γιαρ μνημείο δεν υπάρχει.
Απότομη χαράδρα, σαν επιτύμβιο κακοφτιαγμένο.
Μπήκαν στη γη, και με τιμές εγκληματίες και
πολέμαρχοι,
Αλλά ο λάκκος τεράστιος χιλιάδων Εβραίων,
έμεινε βουβαμένο.
Εδώ, μου φαίνεται πως είμαι Ιουδαίος.
Να, οδοιπορώ στην Αίγυπτο των φαραώ,
Ενώ ιδού εκπνέω Εσταυρωμένος,
και μέχρι τώρα πάνω μου ουλές καρφιών.
Νομίζω πως ο Ντρέιφους, είμαι ‘γω.
Η εχθρική προδιάθεση ο καταδότης μου κι ο δικαστής.
Για τα σίδερα με πάνε σαν κοινό κακούργο.
Έπεσα στην παγίδα, είμαι περικυκλωμένος,
κυνηγημένος και συκοφαντημένος.
Κι οργισμένες κυράτσες με φαρμπαλάδες και δαντέλες
χώνουν στο πρόσωπό μου τις ομπρέλες.

Μου φαίνεται πως είμαι αγόρι από το Μπελοστόκ.
Τρέχει το οινόπνευμα και ρέει το αίμα περισσό.
Ασχημονούν οι θαμώνες του μπάγκου της ταβέρνας,
μυρίζουν βότκα και κρεμμύδι μισό – μισό.
Με τις μπότες τους μ’ έφεραν σε ακινησία.
Τους μπροστάρηδες του πογκρόμ ικετεύω ματαίως.
Υπό το χάχανο: «Χτύπα Ιούδες, σώσε τη Ρωσία!»
τη μητέρα μου βιάζει ο αλευράς λυσσαλέος.
Ω! ρωσικέ λαέ! Γνωρίζω, ότι είσαι
Διεθνιστής στην ουσία.
Αλλά συχνά οι φανατισμένοι αντισημίτες,
το όνομά σου έκαναν θυσία.
Γνωρίζω την καλοσύνη της γης σου.
Τι ατιμία! Οι άνθρωποι του Διαβόλου του ναού
τους εαυτούς τους πομπώδης βάφτισαν:
«Ένωση ρωσικού λαού!»

Μου φαίνεται: είμαι η Άννα Φρανκ,
λεπτή σαν του Απρίλη το κλαδάκι.
Της μέρες άγριες μετρώ,
με το στυλό στο χέρι.
Εδώ και δυο χρόνια κρύβομαι σ’ ένα κλουβάκι.
Μου αρπάξανε τη γη και τη ζωή.
Απαγορεύεται ο ουρανός, δεν γίνεται να νιώθω αεράκι.
Αλλά και επιτρέπονται πολλά: γίνεται στο σκοτεινό
κελί μας, με τρυφερότητα ν’ αγκαλιαστούμε.
Έρχεται κάποιος;
Μη φοβάσαι! Είναι το βοητό της άνοιξης που έρχεται.
Αγκάλιασέ με πιο σφιχτά.
Και μην τρομάζεις.
Σπάνε την πόρτα;
Όχι, σπάει ο πάγος στο ποτάμι…
Παν’ απ’ το Μπάμπι Γιαρ των αγριόχορτων η θροή.
Σαν δικαστές κοιτάνε τα δέντρα αυστηρά.
Τα πάντα με σιωπή φωνάζουν,
και το καπέλο βγάζοντας,
νιώθω πως τα μαλλιά μου ασπρίζουν αργά.
Κι ο ίδιος είμαι σαν άηχη ασταμάτητη κραυγή,
παν’ απ’ τον χιλίων χιλιάδων ενταφιασμένων.
Είμαι του κάθε, εδώ τουφεκισμένου γέρου η οργή.
Είμαι το κάθε παιδί τουφεκισμένο.
Τίποτα μέσα μου μπορεί να ξεχάσει αυτό!
Η «Διεθνής» να βροντά σαν δυναμίτης,
όταν για πάντα θα θαφτεί
ο τελευταίος πάνω στη γη αντισημίτης.
Αίμα εβραϊκό δεν έχει το δικό μου αίμα.
Των Εβραίων το αίμα βράζει στην ψυχή μου

Αλλά τον δρόμο που κρατάω είναι ίσιος:
Εβραίος είμαι για αντισημίτες,
γι’ αυτό και είμαι Ρώσος γνήσιος!

Γιούρι Βλόντοφ και Ε. Γεφτουσένκο
1961? (2015)

 

 

 


 

Когда мужчине 40 лет

Когда мужчине сорок лет,
ему пора держать ответ:
душа не одряхлела? -
перед своими сорока,
и каждой каплей молока,
и каждой крошкой хлеба.

Когда мужчине сорок лет,
то снисхожденья ему нет
перед собой и перед богом.
Все слёзы те, что причинил,
все сопли лживые чернил
ему выходят боком.

Когда мужчине сорок лет,
то наложить пора запрет
на жажду удовольствий:
ведь если плоть не побороть,
урчит, облизываясь, плоть -
съесть душу удалось ей.

И плоти, в общем-то, кранты,
когда вконец замуслен ты,
как лже-Христос, губами.
Один роман, другой роман,
а в результате лишь туман
и голых баб - как в бане.

До сорока яснее цель.
До сорока вся жизнь как хмель,
а в сорок лет - похмелье.
Отяжелела голова.
Не сочетаются слова.
Как в яме - новоселье.

До сорока, до сорока
схватить удачу за рога
на ярмарку мы скачем,
а в сорок с ярмарки пешком
с пустым мешком
бредём тишком.
Обворовали - плачем.

Когда мужчине сорок лет,
он должен дать себе совет:
от ярмарки подальше.
Там не обманешь - не продашь.
Обманешь - сам уже торгаш.
Таков закон продажи.

Ещё противней ржать, дрожа,
конём в руках у торгаша,
сквалыги, живоглота.
Два равнозначные стыда:
когда торгуешь и когда
тобой торгует кто-то.

Когда мужчине сорок лет,
жизнь его красит в серый цвет,
но если не каурым -
будь серым в яблоках конём
и не продай базарным днём
ни яблока со шкуры.

Когда мужчине сорок лет,
то не сошёлся клином свет
на ярмарочном гаме.
Всё впереди - ты погоди.
Ты лишь в комедь не угоди,
но не теряйся в драме!

Когда мужчине сорок лет,
или распад, или расцвет -
мужчина сам решает.
Себя от смерти не спасти,
но, кроме смерти, расцвести
ничто не помешает

1972

Όταν ο άντρας φτάνει στα σαράντα

Όταν ο άντρας φτάνει στα σαράντα,
τι σέρνει μέσα στης ζωής την τσάντα;
Στο χέρι του κρατά το νήμα;
Του βγήκαν σε καλό και ήταν ζωογόνα,
του γάλατος ή κάθε σταγόνα
και του ψωμιού το κάθε θρύμμα;

Όταν ακόμη κάνει νταηλίκια,
δε θα του δείξει η ζωή επιείκεια.
Θα απολογηθεί στο απώτερο,
για τα δάκρυα που προκάλεσε,
για τα μυξιάρικα του μελανιού που διαλάλησε,
όλα απ’ το κακό θα πάνε στο χειρότερο.

Όταν ο άντρας φτάνει στα σαράντα,
καιρός να θέτει βέτο πάντα
για τη δίψα ακόρεστη για ηδονές.
Εάν τη σάρκα δεν νικάς,
ότι κινδυνεύεις δε γροικάς,
πήρανε το μυαλό σου οι καλλονές.

Από τα πάθη σου τρελός
και σαλιωμένος εντελώς –
σαν ψευδοιησούς – από τα χείλη.
Όργια, δεσμοί, ειδύλλια,
ως αποτέλεσμα ασήκωτα νοσήλια,
του όχλου πλούσιων καμπυλών ρεζίλι.

Ως τα σαράντα η ζωή σου τσόντα,
σαν μέθη η ζωή πριν τα σαράντα.
Απ’ τα σαράντα και μετά, αδιαθεσία:
Βαρύ από τις σκέψεις το κεφάλι,
ενώ απ’ τις χαρές γεμάτο το τσουβάλι,
νιώθεις, σαν μες στο λάκκο, καρναβάλι.

Πριν τα σαράντα μόνο τότε ζεις,
αναμασάμε σαν ρεκλαματζής.
Στα πανηγύρια της ζωής
τρέχουμε βαρβατεμένοι.
Μετά σερνόμαστε, φορώντας φράκο,
από το πανηγύρι με άδειο σάκο
και κλαίμε κατακλεμμένοι.

Όταν ο άντρας φτάνει στα σαράντα,
πρέπει στον εαυτό του να κάνει κουμάντο:
Κρατήσου απ’ τα πανηγύρια μακριά,
εκεί αν δεν απατάς, θα μείνεις φουκαράς,
αν απατάς, ο ίδιος μασκαράς,
εδώ ο νόμος η κατεργαριά.

Και πιο πολύ σε φρίττει,
όταν σε σέρνει απ’ τη μύτη
ο εμποράκος σάπιος.
Δύο ισότιμες ντροπές:
Όταν ο ίδιος πουλάς με κλοπές
και όταν σε πουλάει κάποιος.

Όταν ο άντρας φτάνει στα σαράντα,
δεν τον στολίζει η ψεύτικη γιρλάντα:
Δουλειά με τα πολλά λεφτά,
αλλά επάγγελμα - στοργή που σε γεμίζει
και τις ασχήμιες της ζωής εξανεμίζει,
και όλα γίνονται ανεχτά.

Όταν θα φτάσεις στα σαράντα
μάθε να βλέπεις της ρουτίνας τ’ αρεστά συμβάντα,
που έχουν του ευ ζειν την γκάμα.
Αυτά είναι της ύπαρξης η μελωδία.
Μόνο μην πέφτεις μπρούμυτα στην φαρσοκωμωδία
και μην χαθείς μέσα στο δράμα.

Όταν ο άντρας φτάνει στα σαράντα,
τον έναν η ζωή βάζει στην μπάντα,
τον άλλων ανεβάζει στην ακμή.
Ο ένας προς τη θανή ολισθαίνει,
ο άλλος με τη θέλησή του ζεσταίνει
της ζωής την κάθε σπιθαμή.

1972 (2014)

 

 


 

Мне в жадности не с кем сравниться,
И снова опять и опять
Хочу я всем девушкам сниться,
Всех женщин хочу целовать....


 
Τις επιθυμίες μου οι θνητοί δεν είναι ικανοί να ανατρέπουν,
 Και πάλι ξανά και ξανά,
 Θέλω όλες οι κοπέλες στα όνειρά τους να με βλέπουν,
 Και όλες τις γυναίκες θέλω να φιλήσω, αληθινά…
 
 ?(2017)

 


 

Людей неинтересных в мире нет.
Их судьбы как истории планет.
У каждой все особое, свое,
и нет планет, похожих на нее.

А если кто-то незаметно жил
и с этой незаметностью дружил,
он интересен был среди людей
самой неинтересностью своей.

У каждого — свой тайный личный мир.
Есть в мире этом самый лучший миг.
Есть в мире этом самый страшный час,
но это все неведомо для нас.

И, если умирает человек,
с ним умирает первый его снег,
и первый поцелуй, и первый бой...
Все это забирает он с собой.

Да, остаются книги и мосты,
машины и художников холсты,
да, многому остаться суждено,
но что-то ведь уходит все равно!

Таков закон безжалостной игры.
Не люди умирают, а миры.
Людей мы помним, грешных и земных.
А что мы знали, в сущности, о них?

Что знаем мы про братьев, про друзей,
что знаем о единственной своей?
И про отца родного своего
мы, зная все, не знаем ничего.

Уходят люди... Их не возвратить.
Их тайные миры не возродить.
И каждый раз мне хочется опять
от этой невозвратности кричать.
 

 1961
 

Φεύγουν οι άνθρωποι

Όλοι οι άνθρωποι αξίζουν καλοκοίταγμα.
Οι μοίρες τους, των πλανητών οι ιστορίες.
Δεν υπάρχουν πλανήτες που να μοιάζουν,
και ο καθένας έχει ιδιαίτερες πορείες.

Εάν όμως κάποιος απαρατήρητος ζούσε
και αυτήν την αφάνεια αγαπούσε,
ήταν ενδιαφέρον άτομο μεταξύ των θνητών
με την ίδια τη μη ενδιαφερότητα του ων.

Ο καθένας με δική του οικουμένη μυστική.
Και μες σ’ αυτόν τον κόσμο έχει την στιγμή θεϊκή,
και μες σ’ αυτόν τον κόσμο έχει την ώρα τρομερή,
αλλά όλα αυτά ο ζόφος αφαιρεί.

Όταν ο άνθρωπος πεθαίνει,
η μοναδική του φωνή βουβαίνει,
φεύγει το πρώτο φιλί, και ο πρώτος θρήνος…
Όλα αυτά μαζί του παίρνει εκείνος.

Ναι, απομένουν γέφυρες και βιβλία,
ζωγράφων πίνακες και πλοία,
ναι, μένουν έργα και σκέψεις,
αλλά λίγο-πολύ θα ορφανέψεις!

Τέτοιοι είναι των σκληρών παιγνιδιών οι νόμοι.
Όχι οι άνθρωποι πεθαίνουν, αλλά κόσμοι.
τους ανθρώπους θυμόμαστε γήινους και αμαρτωλούς,
και τι στην ουσία εμείς γνωρίζαμε για αυτούς;

Τι ξέρουμε για τον αδελφό, για την αδελφή στοργική,
και τι γνωρίζουμε για την αγάπη μας, την μοναδική;
Ακόμη και αν την μητέρα μας θα αναφέρουμε,
γνωρίζοντας για αυτήν τα πάντα, τίποτα δεν ξέρουμε.

Φεύγουν οι άνθρωποι… Δεν πρόκειται να επιστραφούν.
Οι μυστικοί τους κόσμοι δε θα αναγεννηθούν.
Και κάθε φορά θέλω ξανά και ξανά,
από αυτήν την μη επιστροφή να ουρλιάζω σιγανά.

1961 (2017)

 


 


Нежность

Разве же можно,
чтоб все это длилось?
Это какая-то несправедливость...
Где и когда это сделалось модным:
«Живым - равнодушье,
внимание - мертвым?»
Люди сутулятся,
выпивают.
Люди один за другим
выбывают,
и произносятся
для истории
нежные речи о них -
в крематории...
Что Маяковского жизни лишило?
Что револьвер ему в руки вложило?
Ему бы -
при всем его голосе,
внешности -
дать бы при жизни
хоть чуточку нежности.
Люди живые -
они утруждают.
Нежностью
только за смерть награждают.

1955
Τρυφερότητα

                       Στον Μπόρια Μπλιούμ
Μήπως είναι βλακεία,
όλο αυτό να συνεχίζεται;
Αφού είναι φανερή αδικία…
Πότε και πως αυτό έγινε ως διδαχή:
«Στους ζωντανούς, αδιαφορία,
στους νεκρούς, η προσοχή!;»
Οι άνθρωποι χαίρονται
και δυσφορούν.
Οι άνθρωποι ο ένας
μετά από τον άλλον αναχωρούν,
και εκφωνούνται
για την ιστόρία
τρυφερά λόγια για αυτούς
μέσα στα κρεματόρια…
Γιατί για τον Μαγιακόφσκι άναψαν το νεκροκέρι;
Τι έβαλε το πιστόλι του, στο χέρι;
Αν σ’ αυτόν,
με την φωνή του βροντερή
και ελκυστικότητα,
είχε δοθεί εν ζωή
έστω και λίγη τρυφερότητα!
Οι άνθρωποι οι ζωντανοί,
αυτοί παιδεύουν.
Με τρυφερότητα,
μόνο μετά από το θάνατο βραβεύουν.

1955(2017)


 


 

 

Как ты женщинам врёшь обаятельно!
Сколько в жестах твоих красоты!
Как внимательно и обнимательно,
Как расчётливо действуешь ты …
Произносишь ты речи чуть странные,
Напускаешь дурманящий дым…
Нежность — это оружие страшное.
Побеждаешь ты именно им.
Ни малейшей вульгарности, грубости.
Только нежно погладишь плечо, —
И они уже делают глупости
И готовы их делать ещё.
И, вниманием не избалованные,
Заморочены магией фраз, —
Как девчонки, идут на болотные,
Голубые огни твоих глаз.
Они слушают стансы ласково,
И, выплакивая им боль,
Ты влюбляешься по Станиславскому —
Вдохновенно вживаешься в роль…
Но, ведь, женщины — женщины искренни
Не актёрски, а так, по-людски,
И просты их объятия, как исповедь
Накопившейся женской тоски.
В их глазах всё плывёт и качается,
Ну, а ты — уже стал ты другим…
Так спектакль для актёра кончается,
Ну, а зритель — живёт ещё им …
Личность, в общем, до женщин ты лютая,
Как ты часто бахвалишься сам.
Это часть твоего жизнелюбия —
Поясняешь интимным друзьям.
Почему же порой запираешься,
В телефонную трубку грубя,
И по-новому жить собираешься?
Значит, — мучает что-то тебя ?..
И в плывущих виденьях, как в мареве,
Возникают, расплатой грозя,
Отуманенные обманами
Женщин горестные глаза.
Ты к себе преисполнен презрения.
Ты в осаде тех глаз. Ты в кольце.
И угрюмая тень преступления
На твоём одиноком лице…

 

Πόσο ψεύδεσαι!

Ακόμη και ψεύδεσαι στις γυναίκες γοητευτικά!
Και πόση ομορφιά και τόση γλυκάδα!
Με τόση προσοχή και τόσο αγκαλιαστικά,
Πώς ενεργείς εσύ με τόση εξυπνάδα;
Ξεστομίζεις λόγο λίγο παράξενο, μα απλό,
Πως να πλανέψεις με ντουμάνι της αγάπης γροικάς…
Είναι η τρυφερότητα το τρομερό σου όπλο
Με το οποίο τις νικάς.
Καμιά χυδαιότητα, ούτε αδιακρισίες,
Μόνο τις χαϊδεύεις απαλά το κεφάλι,
Κι εκείνες ήδη κάνουν ανοησίες,
Και είναι έτοιμες να κάνουν πάλι.
Κι από προσοχή όχι παραχαϊδεμένες,
Μεθυσμένες απ’ τα λόγια σιγανά,
Πως οι γυναίκες βαδίζουν προς τα βαλτώδη,
Των ματιών σου τα φώτα γαλανά.
Με τους στίχους σου τις ειρωνεύεσαι,
Και εκτελώντας το φάλτσο σόλο,
Κατά τον Στανισλάφσκι ερωτεύεσαι
Και εμπνευσμένα εμφωλεύεις στον ρόλο…
Όμως οι γυναίκες είναι ειλικρινείς, ολοίσιες
Όχι σαν ηθοποιοί, που δεν έχουν τύψεις,
Και οι αγκαλιές τους σαν εξομολογήσεις
Συσσωρευμένης γυναικείας θλίψης.
Εκείνη ήδη σαν σύζυγο σε αποθεώνει,
Ενώ εσύ ψάχνεις άλλο θύμα ποθητό…
Έτσι το θέαμα για τον ηθοποιό τελειώνει,
Αλλά ο θεατής ακόμη ζει μέσα σ’ αυτό…
Είσαι άτομο, των θηλυκών αχόρταγος θεληματίας,
Όπως συχνά καυχιέσαι στους διπλανούς.
Είναι κομμάτι της δικής σου της ζωήλατρίας,
Αστειευόμενος εξηγείς στους φίλους στενούς.
Τότε γιατί συχνά θυμώνεις,
Και στο ακουστικό φωνάζεις δίχως φρένα;
Γιατί τους φίλους σου αναίτια πληγώνεις,
Αυτό σημαίνει ότι κάτι βασανίζει κι εσένα;
Οι πλέουσες φαντασίες σαν όνειρα,
Εμφανίζονται, απειλώντας απεγνωσμένα,
Απ’ τα ξεγελάσματα θολωμένα,
Των γυναικών τα μάτια τα θλιμμένα.
Είσαι πολιορκημένος απ’ τα μάτια εκείνα,
Και περιφρονείς το προφίλ σου και το ανφάς,
Και του εγκλήματος η σκιά σκυθρωπή, και βιτρίνα
Στη φάτσα σου, και σφραγίδα της μοναξιάς…

? (2017)

 

 


 

Не надо бояться густого тумана,
Не надо бояться пустого кармана.
Не надо бояться ни горных потоков,
ни топей болотных, ни грязных подонков!

Не надо бояться тяжёлой задачи,
а надо бояться дешёвой удачи.
Не надо бояться быть честным и битым,
а надо бояться быть лживым и сытым!

Умейте всем страхам в лицо рассмеяться,-
лишь собственной трусости надо бояться!

1978
Δεν πρέπει να φοβάσαι

Δεν πρέπει να φοβάσαι της νύχτας τα σκοτάδια,
Δεν πρέπει να φοβάσαι την τσέπη την άδεια.
Δεν πρέπει να φοβάσαι τα αναπάντεχα εμφράγματα,
ούτε τα τέλματα, ούτε τα βρώμικα καθάρματα!

Δεν πρέπει να φοβάσαι την βαριά ποινή,
Αλλά να φοβάσε την ευτυχία την φτηνή.
Δεν πρέπει να φοβάσαι να είσαι έντιμος και δαρμένος,
αλλά να φοβάσαι να είσαι ψεύτης και χορτασμένος!

Στους φόβους στα μούτρα γελάστε,
μόνο την δική σας τη δειλία πρέπει να φοβάστε!

1978 (2017)


 


 

Зашумит ли клеверное поле,
заскрипят ли сосны на ветру,
я замру, прислушаюсь и вспомню,
что и я когда-нибудь умру.\


Но на крыше возле водостока
встанет мальчик с голубем тугим,
и пойму, что умереть – жестоко
и к себе, и, главное, к другим.


Чувства жизни нет без чувства смерти.
Мы уйдем не как в песок вода,
но живые, те, что мертвых сменят,
не заменят мертвых никогда.


Кое-что я в жизни этой понял, –
значит, я недаром битым был.
Я забыл, казалось, все, что помнил,
но запомнил все, что я забыл.


Понял я, что в детстве снег пушистей,
зеленее в юности холмы,
понял я, что в жизни столько жизней,
сколько раз любили в жизни мы.


Понял я, что тайно был причастен
к стольким людям сразу всех времен.
Понял я, что человек несчастен,
потому что счастья ищет он.


В счастье есть порой такая тупость.
Счастье смотрит пусто и легко.
Горе смотрит, горестно потупясь,
потому и видит глубоко.


Счастье – словно взгляд из самолета.
Горе видит землю без прикрас.
В счастье есть предательское что-то –
горе человека не предаст.


Счастлив был и я неосторожно,
слава богу – счастье не сбылось.
Я хотел того, что невозможно.
Хорошо, что мне не удалось.


Я люблю вас, люди-человеки,
и стремленье к счастью вам прощу.
Я теперь счастливым стал навеки,
потому что счастья не ищу.


Мне бы – только клевера сладинку
на губах застывших уберечь.
Мне бы – только малую слабинку –
все-таки совсем не умереть.

Евгений Евтушенко
1977

Την ευτυχία δεν αναζητώ

Θροΐζει το δάσος ορεινό,
ή αντηχεί η σπηλιά της φωνής μου την ηχώ,
θα αφουγκράζομαι ακίνητος και θα θυμηθώ,
ότι κάποια φορά κι εγώ θα ξεψυχώ.

Αλλά πάνω στη στέγη ένα αγόρι ζωηρό
χαίρετε με περιστέρι που νίκησε τους αντιπάλους,
και θα κατανοώ, ότι ο θάνατος είναι κάτι σκληρό
και για τον εαυτό σου, και βασικά για άλλους.

Δεν έχεις αίσθημα ζωής δίχως το αίσθημα θανάτου,
και δε θα φύγω σαν το νερό στην άμμο.
Όλοι οι ζωντανοί αναζητούν βίο γεμάτο,
δεν πρόκειται να μην τους συνδράμω.

Στη ζωή αυτή από την τύχη κρεμόμουν,
όμως στα είκοσι μου χρόνια είχα ξυπνήσει.
Μου φαινόταν πως ξέχασα τα πάντα που θυμόμουν,
αλλά θυμόμουν όλα που είχα λησμονήσει.

Κατάλαβα πως στα παιδικάτα είναι πιο λευκό το χιόνι,
και πιο πράσινα στα νιάτα τα λιβάδια.
Κατάλαβα, ότι τη ζωή τόσες φορές βιώνεις,
πόσες φορές η αγάπη άφησε σημάδια.

Κατάλαβα πως μυστικά ήμουν δεμένος
με ανθρώπους διάφορων αιώνων, ποθητά.
Κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι δυστυχισμένος
γιατί συνέχεια την ευτυχία αναζητά.

Η ευτυχία πότε πότε περπατάει γλιστερά μονοπάτια,
συχνά το βλέμμα της έχει κενότητα ελαφριά.
Η δυστυχία κοιτάζει χαμηλώνοντας τα μάτια,
γι’ αυτό το λόγο βλέπει πιο βαθιά.

Η ευτυχία είναι σαν καλό δάνειο καταναλωτικό,
η δυστυχία βλέπει τη γη χωρίς στολίδια.
Η ευτυχία έχει κάτι προδοτικό,
ενώ δε θα προδώσει η συμφορά αιφνίδια.

Ήμουν ευτυχής κι εγώ ασύνετα,
δόξα το Θεό! η ευτυχία δεν είχε ανορθώσει.
Νόμιζα θα είναι δική μου άνετα.
Τι καλά, που δεν το είχα κατορθώσει!

Εγώ σας αγαπώ φίλοι μου, και μπερδεμένους,
και για την επιδίωξη της ευτυχίας, σας συγχωρώ.
Εγώ έγινα μια για πάντα ευτυχισμένος,
γιατί την ευτυχία δεν αναζητώ.

Αρκεί του τριφυλλιού τη γλυκάδα
για να διασώσω στα χείλη μου σφιγμένα.
Αρκεί να έχει το φθινόπωρο λιακάδα,
κι εντελώς, να μην φύγω εσπευσμένα.

Ευγκένι Γεφτουσένκο
Μετάφραση Γ. Σοϊλεμεζίδης
1977 (08.09.19)