HOME

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ


 

Αριστουργήματα ξένης ποίησης 

σε μεταφράσεις μου

Οι Ποιητές, οι μεγάλοι ποιητές δεν έχουν ημερομηνία γέννησης και θανάτου, είναι διαχρονικοί. Όσο και να αλλάξουν οι αξίες, οι προτεραιότητες και οι προτιμήσεις των νέων γενιών, τον Άνθρωπο πάντα θα αγγίζουν τα αισθήματα, οι σκέψεις, οι απίθανες ομορφιές των συνδυασμών του Λόγου που έχουν εκφράσει αυτοί οι ποιητές.
Οι Ποιητές δεν έχουν εθνικότητα, είναι τα μοναδικά παιδιά της Γης και τα έργα τους πρώτα ενθουσιάζουν τους μεταφραστές - ποιητές και μετά εκείνοι μεταφέρουν την Ποίηση σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Ο κάθε μεταφραστής έχει τα δικά του κριτήρια. Ο ένας προσπαθεί να αποδώσει ακριβώς την έννοια τις κάθε λέξεις, αγνοώντας τη μελωδία, τον ρυθμό και το μέτρο των στίχων. Ο άλλος στην προσπάθειά του να διατηρήσει τον ρυθμό, την ομοιοκαταληξία εντελώς αλλοιώνει το θέμα του πρωτότυπου. Ίσως ο καλός μεταφραστής θα πρέπει να επιδιώξει και το ένα και το άλλο. Ξέρω ότι πολλές φορές τα κατάφερα, αλλά συχνά ηθελημένα προσπαθούσα να εκσυγχρονίσω με το ένα ή με το άλλο τρόπο την έννοια του ποιήματος και σ’ αυτές της περιπτώσεις ονομάζω την μετάφραση ως παράφραση.

Γιώργος Σοϊλεμεζίδης

 

Ράντυαρντ Κίπληνγκ

Αρθούρ Ρεμπώ

Φράνσις Μπέικον

Ρόμπερτ Μπερνς

Φρανσουά Βιγιόν

Πέρσι Σέλλεϋ

Όσκαρ Oυάιλντ

Τσέκο Αντζολιέρι

Σάρα Τίσντεϊλ

Τσίπριαν Κάμιλ Νόρβιντ

Κάρα Μόργκεν 

Βόλφγκανγκ Γκαίτε

Φρίντριχ Σίλερ

Σαρλ Μπωντλαίρ

Πιέρ ντε Ρονσάρ

Φιρντούσι

Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον

 

Γαβριήλ Ντερζάβιν

Αλεξάντρ Πούσκιν

Μιχαήλ Λέρμοντοφ

Βλαντίμιρ Βισότσκι 

Άννα Αχμάτοβα

Αλεξάντρ Μπλοκ 

Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι

Ιβάν Μπούνιν

Μαρίνα Τσβετάγεβα

Σεργκέι Γεσένιν 

Ευγένι Γευτουσένκο 

Ίγκορ Γκουμπερμάν

Ρασούλ Γκαμζάτοφ 

Νικολάι Νεκράσοφ

Μπουλάτ Οκουντζχάβα

Μπαρίς Παστερνάκ

Γκαλίνα Πολίνσκαγια

Ρόμπερτ Ροζχντέστβενσκι

Βαντίμ Σέφνερ 

Φιόντορ Τιούτσεφ

Αντρέι Βοζνεσένσκι

Ιόν Ντέγκεν

Αλεξάντρ Ντόλσκι

Λιουντμίλα Κόζιρ – Αναστασία Ζαγκόντινα

Ιοσίφ Μπρόντσκι 

Μπέλα Αχμαντούλινα

Αφανάσι Φετ

Εντουάρντ Ασάντοφ 

Γκαλίνα Ζασλάφσκαγια

Αναμέτρηση

Πιότρ Νταβίντοφ

Δμίτρι Λιαλιάεφ

Ίγκορ Αγκλίτσκι

Ειρήνα Σαμάρινα - Λαμπιρίντ

Ανδρέι Ντεμέντιεφ 

 Γκεώργκι Ιβανόφ

Ι. Λουγκοφσκάγια 

Αλεξάνδρ Σπάρμπερ

Ειρήνη Ορλόβα

 


Ράντυαρντ Κίπληνγκ 

Αν…

Εάν μέσα στην αναστάτωση κρατάς την ψυχραιμία,
Ομοίως υποδέχεσαι τη δόξα και το κραχ…
Και ξεπερνάς αδιάφορος την ύπουλη συκοφαντία
Με σιγουριά εκπέμποντας το δίκαιο σαν πατισάχ.
Εάν μπορείς μ’ υπομονή να περιμένεις ως την ορισμένη ώρα,
Μες στον ωκεανό ψευτιάς να μείνεις αψευδής.
Εάν δαμάζεις μέσα σου την μισαλλοδοξία την αιμοβόρα,
Και δεν εκθέτεις τον εαυτό σου ως πολύξερο και αμαθή. 

Εάν του ονείρου απατηλού δεν καταντάς να γίνεις σκλάβος,
Δε λογαριάζεις τη ροή της σκέψης σου σαν ύψιστο αυτοσκοπό,
Την ήττα και τη νίκη που σου στέλνει η ζωή απρόβλεπτη σαν χάος
Τις δέχεσαι αδιάφορος και ήρεμος με ύφος αρρενωπό.
Εάν έχεις τη δύναμη να συγκρατιέσαι, όταν κλέβουν το δικό σου λόγο
Για ν’ αμαυρώσουν την αλήθεια σου οι επιδέξιοι απαγωγείς.
Εάν το έργο της ζωής γκρεμίζεται από την τυφλή μοίρα
Και πάνω στα ερείπια μπορείς ξανά θεμέλιο να ανοικοδομείς. 

Εάν ρισκάρεις και ποντάρεις στην κορώνα, όμως βγαίνει: γράμματα,
Όλο το βιος σου χάνεις μες σε μια στιγμή
Και το ειρωνικό χαμόγελο, και η μεγάλη στενοχώρια
Δε θίγουν με τη σκιά τους ούτε το πρόσωπό σου, ούτε την ψυχή.
Εάν σε μια κακή στιγμή απελπισίας, φρικτού πόνου,
Όταν από το κατακουρασμένο σώμα είναι έτοιμη να φύγει η ζωή,
Εσύ μπορείς να επιβάλλεις στην καρδιά τη σιδερένια θέλησή σου
Και το κορμί σου να ορθώσεις με ανελέητο: Εμπρός! 

Εάν μπορείς με τους ιθύνοντες να συζητάς μ’ αξιοπρέπεια, στα ίσια,
Να λες στο μανιασμένο πλήθος την αλήθεια την πικρή,
Εάν το μίσος των εχθρών σου και των φίλων η αγάπη είναι γνήσια,
Καμιά φορά δε συμφωνείς να είσαι ουραγός μα ούτε φαβορί.
Εάν γεμίζεις κάθε δευτερόλεπτο με νόημα και κόπο
Καταλαβαίνοντας της ανεπίστρεπτης ζωής το γρήγορο ρυθμό,
Όλο το Σύμπαν με τα λαμπερά του άστρα, είναι δικό σου, είσαι Άνδρας,
Και να δεχθείς και την αγάπη μου και τον απέραντό μου σεβασμό. 


Αρθούρ Ρεμπώ

 

Το μεθυσμένο καράβι 

Αργοκαταίβενα τα ήρεμα ποτάμια, 
Αυτούς που με παράτησαν έβλεπα, τους ουτιδανούς.
Στους παρδαλούς πασσάλους δεμένους σαν χαϊβάνια, 
Ενώ διασκέδαζαν οι ερυθρόδερμοι με στόχους ζωντανούς.

Ελεύθερος από την έγνοια για πλήρωμα
Με το σιτάρι και βαμβάκι στο αμπάρι, 
Μετά απ’ της αντάρας τ’ ολοκλήρωμα, 
Με παρέσυρε του ποταμιού το κουβάρι.

Μες στον παλιρροιών τον κοχλασμό και παγωνιά, 
Κακοτράχαλος, ρίχτηκα να φύγω απ’ το παρελθόν, 
Και οι χερσόνησοι που ξεκολλούσαν από τη στεριά
Δεν γνώρισαν το θρίαμβο πιο άγριων παθών.

Το ξύπνημά μου ευλογούσε της καταιγίδας η οθόνη, 
Σαν φελλό με πετούσαν τα τεράστια κυμάτια, 
Που κουνιούνται τα πτώματα στης σήψης τη ραστώνη
Και ατέλειωτες νύχτες λαχτάρας για των φάρων τα μάτια.

Σαν απ’ το δάγκωμα του μήλου, πράσινες ρανίδες, 
Μες από τα ελάτινα σανίδια εισχωρούσε το νερό.
Ενώ η μάνητά του έπλυνε εμετό, κρασιού κηλίδες, 
Κι έριξε κάτω το τιμόνι το καματερό.

Παραπλανιέμαι από τότε στου ωκεανού το Ποίημα
Καπνόασπρο, που διαπερνιέται από άστρων κύματα, 
Σαν πνιγμένος, πιστός στο αιώνιο αίνιγμα, 
Να πλέει ως σημάδι φωτεινό μες στα νοήματα.

Όπου των τόνων γαλάζιων αλλάζονται οι δρόμοι
Και η ουσία θεοδιαβολική των αρτηριών η υγρή, 
Πιο δυνατά από τις λύρες σας και πιο μεθυστικά από το ρούμι,
Του έρωτα αναβράζει την πίκρα πορφυρή.

Είδα του ουρανού με αστραπές το διάνθισμα
Και των σίφουνων μανιασμένων ρους,
Αυγές πιο έξαλλες απ’ τον περιστερών φτερούγισμα,
Και είδα όσα δεν φαντάστηκε ο ανθρώπινος νους.

Τον ήλιο κατάχαμα, με στίγματα βλοσυρά, 
Απίθανα πυκνή μενεξεδένια καταχνιά, 
Και με ηθοποιών αρχαίων νωθρή φορά,
Εθιμοτυπικά και ρυθμικά βαδίζουν πλοία με πανιά.

Την νύχτα πράσινη οραματίστηκα, των παθών μου την πτήση, 
Πως φίλησα τα μάτια σκοτεινά των θαλασσών. 
Χείμαρρους, τις φλέβες να φουσκώνουν απ’ τη στύση
Και να ξεχύνονται στις κόγχες-αβύσσους ωκεανών.

Μήνες άκουγα όταν, σαν χίλια βόδια
Τα κύματα μουγγρίζουν τρώγοντας το βραχονήσι τερατώδες, 
Και δεν πίστευα πως μπορούν της Μαρίας τα διάφωτα πόδια, 
Να δαμάσουν του Ωκεανού το λαρύγγι θορυβώδες.

Ω! Φλορίδες! Πολύχρωμων, αινιγματικών τόπων,
Όπου τα άνθη κοιτάζουν με μάτια ζαρκαδιών, 
Που κρέμονται μες στο νερό οι ανταύγειες των ουράνιων τόξων, 
Σαν σκοινάκια γαλάζιων κοπαδιών.

Είδα εγώ μέσα στους βάλτους δύσοσμους, 
Πως σάπιζε ο Λεβιάθαν μέσα στην καλαμιά, 
Ανεμοστρόβιλο που σήκωνε τη λίμνη, απότομους κατακλυσμούς, 
Των μακρινών καταρρακτών την καταχνιά.

Βουνά από τους σεντεφένιους πάγους,
Κόλπους μυχούς με ξεράσματα των καραβιών, 
Όπου ως τα οστά φαγωμένα απ’ τους κοριούς αδηφάγους, 
Πέφτουν φίδια από το ύψος γλοιωδών κλαδιών.

Είδα και κάτι άλλο, ενάντιο στης φύσεως των νόμων
Το ωδικό χρυσοφόρο ιχθύς, που ήταν σπυρωτός.
Νανουρισμένος από τον αφρό των ανώμαλων δρόμων, 
Ανυψωνόμουν – με τη δύναμη ανέμου – φτερωτός.

Συχνά στον μάρτυρα δυχτιασμένο με συντεταγμένα, 
Η θάλασσα με κύμα άπλωνε κοράλλιο αρπακτικό.
Ή ανθοταξιών μπουμπούκια επιλεγμένα, 
Και σαν γυναίκα ‘γω κοκάλωνα από τον θαυμασμό.

Στο κατάστρομα όρνια μάλωναν 
Με μάτια ασπροκίτρινα και μοχθηρά, 
Και τα άστεγα πτώματα σκαρφάλωναν
Στο αμπάρι σαθρό τα όνειρά μου να μοιραστούν απατηλά.

Των ορμίσκων τα πλοκάμια να με κρατήσουν δεν μπορούν, 
Και ο τυφώνας μ’ εξορίζει σε ουρανούς χωρίς πουλιά, 
Το μεθυσμένο από το αλάτι σκελετό μου δε θα βρουν, 
Ούτε οι νέοι Μονίτορες, ούτε της Χάνσας τα πλοία παλιά.

Εξυψώθηκα φορώντας ομίχλωμα χρωμοφόρο, 
Και τρύπησα την στέγη τ’ ουρανού την ημισφαιρική, 
Όπου για ποιητές καλούς, θεσπέσιο δώρο – 
Τρέχουν δάκρυα γαλάζια και βλέννα αστρική.

Στις ανταύγειες ηλεκτρικές οργίαζε του Θεού το νταούλι
Μαινόταν κάτω μου ο ωκεανός σαν σατανάς, 
Γκρέμιζαν με ροπαλιές τον Θόλο οι Ιούλιοι
Και κούφωνε του φλεγόμενου αβύσσου-ουρανού ο σαματάς.

Φρίκιασα από του Βεεμώθ τον ρόγχο στον οργασμό του διάπυρο, 
Κι όταν άκουσα το σφύριγμα του Μάελστρομ στο βραχοτόπι.
Εγώ ο λάτρης ταξιδιών στο γαλανό το άπειρο, 
Αλλά κατάβαθά μου αγαπώ τη γηραιά Ευρώπη.

Είδα αστερισμούς αρχιπελαγών κι είδα νησιά με κήπους, 
Που σαν ζωγραφιά απίθανοι, φανταστικοί.
Στις απύθμενες νύχτες κρύβεται, μήπως
Το σμήνος από χρυσά πουλιά – ρώμη μελλοντική.

Έκλαψα πολύ! Οι αυγές καημούς προκαλούν μόνο. 
Πικρός ο ήλιος και το φεγγάρι φαρμακερό σαν όπιο, 
Κι έκρεε ο έρωτας με ψυχοκτόνο πόνο, 
Ω! ας έσπαγε η καρίνα μου σε πυθμένα κάποιο.

Ευρώπη… Λαχταρώ των λιμανιών της τα ήρεμα νερά.
Στην άκρη της ακτής σε μια γαλήνια εσπερίδα,
Ένα αγόρι σκυθρωπό παρατηρεί σιωπηρά
Το καραβάκι του αιθέριο σαν χρυσαλίδα.

Δεν μπορώ πια, στην ραθυμία των κυμάτων να παραδοθώ, 
Των πλοίων φορτηγών τις νηοπομπές να συνοδεύω, 
Κατ’ απ’ των ποντονιών τα άγρια μάτια να διαβώ, 
Των διάφορων εθνών πολύχρωμα παράσεια ν’ αγναντεύω.

 

 ***

Το προαίσθημα

Τη φωτογέννητη αυγή θα πάω κατά μήκους του αγρού,
Ξυπόλυτος, τα χόρτα θα πατώ απαλά, σαν αράχνη.
Το πρόσωπό μου θα τσιμπήσουν τα στάχια του σταριού,
Κι ο θάμνος στον δρόμο μου, θα με περιχύνει με πάχνη.

Δε θα μιλώ, δε θα σκεφτώ, θα έχω μόνο ονειροπολήσεις,
Ας με κατέχει η ατέλειωτη αγάπη εξωγήινη.
Τα μάτια μου με οδηγούν στον δρόμο της Φύσης,
Ευτυχισμένος μαζί της, σαν με γυναίκα γήινη.

 ***

Παρισινό όργιο
ή το Παρίσι επαναποικίζεται

Απ’ τους σταθμούς, καθάρματα ορμίστε κυματοειδές!
Από του ήλιου τις ακτίνες είναι πλυμένη
Η δημοσιά, όπου βάδιζαν των βαρβάρων οι ορδές.
Η πόλη ιερή εδώ μπροστά σας απλωμένη!

Εμπρός! Έσβησε η φωτιά κι δε θα ξανασηκωθεί.
Να των προκυμαίων τα φανάρια, ιδού οι δρόμοι, κι εδώ
Παν’ από σας τ’ ανέφελα ουράνια, εκεί
Προσφάτως σμήνη των βομβών έσερναν το χορό.

Νεκρά και τα παλάτια, και οι οικίες με πόρτες ανοιχτές.
Ο φόβος της ημέρας περασμένης μεταπλάστηκε σε θάρρος.
Ορίστε, εδώ κοπάδι πουτανών που υπόσχονται γιορτές…
Εμπρός! τα πισινά και μπροστινά, ο φάρος!

Ω! σκυλολόι σε εποχή γαυριάσματος με ρούχα κουρέλια!
Η νίκη σας η πύρρειος σας κάνει τέρατα σαρκοβόρα.
Η νύχτα της ακολασίας ήρθε, και οι σπασμοί εντέλεια
Στενεύουν τους οδούς. Καταναλώστε, ήρθε η ώρα!

Να πιείτε! Κι όποτε το φως, σαν γροθιά στο μάτι,
Θα σας ξυπνήσει από του αλκοόλ την μεταλλαγή,
Θα είστε σώμα δίχως πνεύμα απλωμένο στο κρεβάτι.
Δεν πρόκειται να καταλάβετε πως είναι η αυγή. 

Η πρόποση για την βασίλισσα με πλαδαρό της πισινό!
Νύχτα που σκίζει ο βήχας τα σωθικά των κολασμένων,
Και δίπλα χοροπηδάει το συρφετό το καθημερινό:
Λακέδες, κόλακοι, ηλίθιοι, και πλήθος μεθυσμένων.

Ω! ρυπαρές καρδιές! Ω! σιχαμερές γαστέρες!
Πιο δυνατά ρουφήξτε, με το βρομόστομο-οπή!
Για τη γιορτή κακίας, γεμίστε της σαμπανιέρες
Ω! Θριαμβευτές στεφανωμένοι με ντροπή!

Να αναπνέετε τα εξαιρετικά σας αέρια,
Στο δηλητήριο τις άκρες των γλωσσών βουτήξτε!
Παν’ απ’ τα κεφάλια σας, σταυρώνοντας τα χέρια
Ο ποιητής σας λέει: «Παλιάνθρωποι, λυσσάξτε!

Τις χερούκλες σας χώσατε στης Γυναίκας την πληγή,
Με φόβο και λαγνεία έχετε πάνω της σκύψει,
Ενώ εκείνη, κατεχόμενη από την θεϊκή οργή
Εσάς, τα βρωμιάρικα παλιοτόμαρα θα πνίξει.

Παλιάτσοι, άρχοντες, κομπάρσων διάφορων ορδές,
Τι είναι για το Παρίσι-κορασίδα, που δεν σας είχε συνάξει,
Η σάρκα σας, το πνεύμα, το δηλητήριο, και οι κραυγές;
Ως σαπίλα απαίσια, από τον εαυτό της θα αποτινάξει.

Θα πέσετε, απ’ τις φιδότρυπες, θα σας πετάνε κλοτσηδόν, 
Θα ικετεύετε να σας αφήσουν τις συνηθισμένες λιχουδιές.
Θα υψωθεί το στήθος της κόκκινης εταίρας των μαχών,
Και πάνω από σας θα σφίγγονται γροθιές.»

Παρίσι! ποτέ δεν γνώρισες τις ορδές αιμοχαρές,
Μες στην καρδιά σου το μολύβι θαμποφέγγει.
Κείσαι ανάσκελα, κι είναι θλιμμένες κι αυστηρές
Οι κόρες των ματιών σου, όπου η καλοσύνη τρεμοφέγγει.

Ω! πόλη μαρτυρική. Ω! πόλη μισοπεθαμένη.
Όμως το βλέμμα σου στο Μέλλον σ’ έχει οδηγήσει.
Και του Παρελθόν ο σκότος, ω! πόλη ξαπλωμένη,
Από τα βάθη των αιώνων θα σε ευλογήσει!

Η σάρκα σου γεννήθηκε για βάσανα,
Και της ζωής αβάσταχτης οι νόμοι θα ισχύσουν,
Ξανά θα ψηλαφήσουν το κορμί σου κρύα χέρια
Και τα σκουλήκια τα χλομά στο αίμα σου θα διεισδύσουν.

Αυτά τα έρποντα του κακού είναι στην κλίνη επιθανάτια,
Την ανάσα προόδου δε μπορούν να διακόψουν.
Δε θα σβήσουν τα νερά του Στυξ της Καρυάτις τα μάτια,
Εδώ της οικουμένης τ’ άστρα θα προκόψουν.

Πόλη-πληγή τεράστια, δυσώδης,
Μέσα στη Φύση τέτοιο θέαμα, να μη δει κανείς.
Ας είναι φοβερή η όψη σου, αλλά ο ποιητής μανιώδης, 
Θα επαναλαμβάνει: «Είσαι αστέρας αειφανής!»

Εξυψώθηκες από την καταιγίδα στην ποίηση μεγάλη,
Αναβρασμός παθών αδάμαστων σπιθοβολεί,
Βροντά ο θάνατος, αλλά ο θρίαμβος θα έρθει πάλι,
Ω, πόλη εκλεγμένη! ακούς; Η σάλπιγγα καλεί!

Ο Ποιητής σου θα θυμάται όλα: των αθλίων τους λυγμούς,
Το μίσος και των καταδίκων τις κατάρες.
Εδώ τα θηλυκά στου έρωτα ρίχνει τους καημούς,
Σκορπίζει τις στροφές: «Εμπρός! Ληστές και διακονιάρες!»

Έρχεται η τάξη… Ξανασυνδέονται τα νήματα των ροών.
Στους παληοοίκους ανοχής ξανά ο ρόγχος των οργίων,
Και κυριεύει το παραλήρημα των αναπνοών,
Για να ριχτεί στα ύψη μαύρων ουρανών.

1871

 


Oυίλιαμ Σαίξπηρ; Όχι!  Ρόντζερ Μάνερς ή  Φράνσις Μπέικον!

 

Ο μονόλογος του Άμλετ

Να ζεις η να μη ζεις, αυτό είναι το Ερώτημα.
Αξίζει άραγε να υποτάσσεσαι στης μοίρας 
Των χτυπημάτων το συγκρότημα, 
Η πρέπει να αντισταθείς και στη μάχη ατέλειωτη 
Με τον ωκεανό των συμφορών των απεχθείς 
Να τις αποτελειώσεις; Δηλαδή να τερματίσεις ίδιος τη ζωή, 
Κατανοώντας με αυτό πως σπας την Υπακοή,
Στα βάσανα της ψυχής και στις χιλιάδες στερήσεις 
Της διάπλασης μας φυσικής. 
Δεν είναι άραγε αυτός ο στόχος μας ο Ποθητός;
Να πεθαίνεις, στον ύπνο να πέφτεις στον αξύπνητο,
Να κοιμηθείς… Θα βλέπεις όνειρα;
Μήπως θα είναι εφιάλτες αυτά τα θανάσιμα όνειρα,
Όταν θ’ αφαιρεθεί των αισθημάτων γήινων το κάλυμμα;
Εδώ η απάντηση! Ο Φόβος για αυτό το κατάλυμα!
Αυτό είναι που παρατείνει αιώνια
Των δυστυχιών μας τη ζωή για τόσα χρόνια.
Αλλιώς ποιος θα υπέμεινε τις ταπεινώσεις του αιώνα,
Την αδικία των ιθυνόντων, 
Το ψεύδος-θάλασσα που πνίγει την αλήθεια-σταγόνα,
Του χρήματος τη δύναμη σατανική 
Και περισσότερο απ’ όλα, 
Τη χλεύη του αχρείου επάνω σε ενάρετο, 
Όταν τόσο απλά λύνει το ζήτημα
Η μαχαιριά ή η πιστόλα!
Ποιος θ’ ανεχόταν
Με βογγητά το βάρος της ζωής να σέρνει ημιθανής,
Εάν δεν ήταν αυτή η άγνοια τρομερή, μεταθανάτια,
Ο φόβος για τη χώρα, απ’ οπού δεν επέστρεψε κανείς.
Δύσκολη η ορμή προς του Άγνωστου τα μονοπάτια.
Έτσι ανίκανους μας κάνει η σκέψη δειλή
Και σαν λουλούδι το θάρρος μας μαραίνεται τελικά,
Μέσα στην άγνοια αδιεξόδου πνευματικού
Χάνονται σχέδια διαβολοθεϊκα.

 ***

Σονέτο 27

Εξαντλημένος απ’ τους κόπους θέλω να κοιμηθώ, 
Ξεκούραση να βρω μες στο κρεβάτι αναπαυτικό, 
Μα μόλις ξαπλώσω, αμέσως τον δρόμο ξεκινώ,
Μέσα στα όνειρά μου προς το στόχο μου μοναδικό.

Τα όνειρα και τα αισθήματά μου γίνονται κομμάτια, 
Σ’ εσένα έρχονται – κοπάδι των προσκυνητών, 
Σέρνονται με τα κουρελιασμένα τους ιμάτια, 
Και βλέπουν το σκότος με μάτια τυφλών ποιητών.

Με βλέμμα επιμελημένο της καρδιάς και του νου,
Σε ψάχνω μες στον ζόφο, τυφλοελεεινός,
Και φαίνεται λαμπρή η σκοτεινιά, 
Όταν εκεί εισέρχεσαι ως ίσκιος φωτεινός.

Δεν θα βρω ησυχία από των έρωτα μοναδικό.
Ημέρα-νύχτα είμαι στον δρόμο τον ανηφορικό.

 ***

Σονέτο 66 - 1995

Σε φωνάζω για τη θανατηφόρα μάχη,
Ω! άνθρωπε! Είναι αφόρητο, ν' ανέχεσαι όλα τούτα:
Την Απόγνωση και Αδιαφορία στα μάτια των νέων ,
Την Ωριμότητα που του Χριστού τις εντολές 
αντικατέστησε με ψέμα,
Τα γηρατειά με το μαχαίρι της Απελπισίας στην καρδιά,
Τον βαθύπλουτο με κορδωμένο βήμα, το είδωλο 
και ήρωα της εποχής,
Τη Γαλιφιά και τη Λαγνεία που ευημερούν γλεντώντας
Όταν είναι πιο σίγουρο να συναντάς δεινόσαυρους,
παρά Ευγένεια και Ειλικρίνεια,
Όταν ακούς την Λογοδιάρροια του πολυμαθή φαύλου,
Την ανθρώπινη Ψυχή ακάθαρτη και κούφια,
που σε γεμίζει φρίκη,
Την πωρωμένη Συνείδηση βουτηγμένη μες στη λάσπη,
Την άφθαστη Υποκρισία κρυμμένη πίσω 
απ' τη μάσκα θείας καλοσύνης,
Την παραγκωνισμένη Τέχνη από τις αίθουσες και τις οθόνες 
διωγμένη με κλωτσιά,
Τους Καραγκιόζηδες και Φασουλήδες 
που χωρίς κόπο δρέπουν δάφνες,
Τον ξεδιάντροπο Εκβιασμό ντυμένο 
με την καθαρή τήβεννο του δικαίου,
Την Υπεροψία για τους ένδοξους προγόνους, που όμως δε
δέχτηκαν με την ψυχή τους,
Την αληθινή Πίστη, που μετέτρεψαν σε βαρετές τελετές,
Την Εντιμότητα μπλεγμένη στα ύπουλα δίχτυα της αδικίας.

Μα όμως, ποιος μπορεί ν' αλλάξει το κατεστημένο,
αν αδρανείς εσύ;

 ***

Σονέτο 66 
(εκσυγχρονισμένη μετάφραση)

Πότε θα ψοφήσω! Απ’ όλα αυτά θα χολοσκάζω:
Ότι ο πλούτος πάει στους κομπιναδόρους, 
Ότι το κράτος αδιάκοπα πορδοβολάει κάποιο κάζο, 
Ότι η τάξη άρχουσα γεννάει εθνοφθόρους.

Ότι κώλος και βρακί ο μπάτσος και ο αρπαχτής, 
Ότι ο αδύνατος είναι πάντα το θύμα, 
Ότι κυριαρχεί ο κατεργάρης και καπηλευτής, 
Ότι ο κόσμος γονάτισε μπροστά στο χρήμα.

Ότι το δίκαιο την αδικία δεν πειράζει, 
Ότι ο έντιμος περιφανοκουτσοζεί, 
Ότι ο καλλιτέχνης τους συμμορίτες διασκεδάζει,
Το πόπολο τον διανοούμενο διδάσκει πώς να ζει.

Καλύτερα να ψοφήσω, είναι το πιο ορθό!
Αφού με όλα αυτά δεν πρόκειται να συμφιλιωθώ!

 


Ρόμπερτ Μπερνς

 

Κατάλυμα

Στο δρόμο δύσκολο, μες στα βουνά σκοτείνιασε, 
Και ο χιονιάς μεγάλωνε το ρίσκο.
Το χιόνι με τρυπούσε κι ο αέρας μάνιασε,
Και δεν μπορούσα κατάλυμα να βρίσκω.

Στην τύχη μου κοπέλα μια
Συνάντησα στον δρόμου μου διήμερο,
Που πρότεινε ευγενικά
Στο σπίτι της να μπω το απόμερο.

Και υποκλίθηκα βαθιά μπροστά της,
Σ’ αυτήν που απ’ την παγωνιά με είχε σώσει.
Υποκλίθηκα ξανά μπροστά της
Και παρακάλεσα το κρεβάτι να στρώσει.

Εκείνη άπλωσε λευκό πανί
Με τα υπόλοιπα, τα φτωχικά, 
Και με κερνώντας με οίνο και αρνί,
Μου ευχήθηκε όνειρα γλυκά. 

Να φύγει ήταν έτοιμη. Τι κρίμα! Αλλά…
Για να σώσω την κατάσταση – χάλι,
Ρώτησα την κοπέλα σιγαλά:
«Μήπως υπάρχει κάποιο προσκεφάλι;»

Μου έφερε το μαξιλάρι,
Και χαμογέλασε η κοπελιά μου.
Ήταν τόσο ελκυστική, 
Ώστε την άρπαξα στην αγκαλιά μου.

Τα χείλη μου άγγιξαν το μάγουλό της απαλό, 
Τα μάτια της έλαμψαν θλιμμένα:
«Εάν με σέβεστε, παρακαλώ, 
Αφήστε με, είμαι παρθένα!

Ήταν ξανθά τα σγουρά της μαλλιά, 
Και η κορμοστασιά της, ελάτι.
Ήταν πιο μυρωδάτη από την τριανταφυλλιά, 
Εκείνη που μου έστρωσε το κρεβάτι.

Τα στήθη της ήταν στρογγυλά,
Σάμπως ο χειμωνιάς με βοριαδάκια
Με την ανάσα του εσάρωσε,
Αυτά τα δυό μικρά λοφάκια.

Τα μάτια της ήταν αγγελικά,
Και με τραβούσαν στο μυστικό μονοπάτι.
Φιλούσα τη στα χείλη της γλυκά,
Εκείνη που μου έστρωσε το κρεβάτι.

Τρεμάμενη, με μάτια κλεισμένα, 
Μου έδειξε υποταγή, 
Και μεταξύ του τοίχου και εμένα,
Αποκοιμήθηκε την ώρα αργή.

Με της ημέρας το πρώτο φως, 
Την φίλη μου κοιτούσα μαγεμένος.
«Με καταστρέψατε!», μου είπε ευλαβώς,
Ενώ εγώ δεν άκουγα, ο ερωτοκαμένος.

Φιλώντας βλέφαρα υγρών ματιών,
Και μπούκλες των σγουρών μαλλιών, 
Της είπα, πως πολλές φορές
Θα πάθει τέτοιες συμφορές.

Έπειτα πήρε το βελόνι
Και το πουκάμισό μου κάθισε να διορθώνει.
Γεναριάτικο πρωί, δίπλα στο παραθύρι
Με το βελόνι έχτιζε… γεφύρι.

Πετάνε μέρες και χρόνια περνούν,
Γεννιούνται χιονοθύελλες και πέφτουν κράτη, 
Αλλά δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ, 
Αυτήν που μου έστρωσε το κρεβάτι.

 


Φρανσουά Βιγιόν

 

Μπαλάντα ανάποδων αληθειών 

Το κέρδος είναι πιο ζημιογόνο,
Τη λύπη φέρνει η χαρά, 
Γελάμε μόνο απ’ τον πόνο, 
Κι ο σπάταλος γνωρίζει την αξία του παρά.
Γυναίκες ονειρεύονται να γίνονται γριούλες,
Πολιτικοί ποτέ δε λένε: θα…
Οι άνδρες κυνηγάνε ασχιμούλες, 
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.

Η πίστη υποθέτει την απάτη, 
Το ινάτι βάζει μάτι, 
Ο αθυρόστομος γλυκομιλάει, 
Κι εκείνος που κοιμάται μας φιλάει.
Ο βλάκας της αλήθειες μας δίνει, 
Και η τεμπελιά τα αγαθά, 
Ο πόλεμος μας φέρνει τη γαλήνη.
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.

Για τον σοφό επικρατεί η φήμη η κακή,
Πιο γρήγορος απ’ όλους ο κουτσός, 
Μόνο οι κακούργοι μπαίνουν στη φυλακή, 
Κλώσει τον πατέρα του ο νεοσσός.
Η απελπισία έχει μήνυμα ελπιδοφόρο.
Ο κάμπος πιο ψηλός απ’ τα βουνά, 
Τη θάλασσα διαβαίνουμε από τον πόρο. 
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.

Ο ποιητής αλήθειες ανάποδες πετάει:
Μόνο ο δίκαιος στα δικαστήρια νικάει, 
Μόνο ο τίμιος σ’ αυτή τη ζωή γλεντάει, 
Ο γάιδαρος καλύτερα απ’ όλους τραγουδάει.
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.

 ***

Πεθαίνω απ’ τη δίψα παν’ απ’ το ρυάκι.
Ανάκτορό μου ένα καλυβάκι.
Απ’ τη χαρά μου κλαίω και γελάω λυπημένα.
Πατρίδα μου αγαπημένη ειν’ τα ξένα.
Ξέρω τα πάντα, τίποτα δεν ξέρω.
Από τον Λάζαρο αρπάζω και στον Κροίσο φέρω.
Τον έντιμο παιδεύω, τον πονηρό παινεύω.
Αμφισβητώ το φανερό και το απίθανο πιστεύω.
Σαν σκουλήκι γυμνός, νιώθω ντυμένος σαν γαμπρός.
Γλέντι – γυρίζω πλάτη, βλέπω οδύνη – μπρος.
Όλοι με δέχονται, παντού με διώχνουν.
Πολέμιοι αγκαλιάζουν, οι φίλοι στριμώχνουν.
Μαζεύω άχρηστα, το χρήμα σπαταλώ.
Με άμυαλο συμφωνώ, με φωστήρα αντιμιλώ.
Είμαι ζητιάνος, μα ξιπάζομαι με πλούτη.
Θα γεννηθώ στον ουρανό, ενταφιάστηκα σε γη τούτη.
Μέσα στην παγωνιά και γύρο μου λουλούδια.
Ο κόσμος οδύρεται, εγώ πιάνω τραγούδια.
Ο Άδεις πιο χαρούμενος για μένα από την Εδέμ.
Δίπλα στην φωτιά, κρυώνω σαν είναι κατ’ απ’ το μηδέν.
Την καρδιά μου θερμαίνει ο πάγος. 
Η τάξη με αναστατώνει και ηρεμεί το χάος.
Όλοι με δέχονται, παντού με διώχνουν.
Δεν βλέπω αυτόν που πέρασε μπροστά μου,
Αλλά του ουρανού τα άστρα καθαρά διακρίνω. 
Από τον σκέψεων το βάρος τρίζουν τα οστά μου.
Το αλκοόλ – χυμό, απ’ το νερό μεθάω όταν πίνω.
Πάνω στη γη με προσοχή πατάω, 
Και προτιμώ μες στην πυκνή ομίχλη να πετάω.
Γνωρίζω πως το μέλι απ’ την άψινθο πιο πικρό 
Ζω σώμα σφριγηλό με πνεύμα νεκρό.
Καταδικάζω την αλήθεια, το ψέμα αθωώνω.
Γιατρεύω τους γερούς, τους άρρωστους πληγώνω.
Δεν ξέρω πιο μακρύτερο: η ώρα ή το έτος;
Γεννήθηκα στο μέλλον, θα πεθαίνω φέτος.
Το πέλαγος ή το ρυάκι διαβαίνουν απ’ τον πόρο;
Ο λύκος ή ο άνθρωπος, ζώο πιο αιμοβόρο;
Η απελπισία, μου ελπίδες δίνει, 
Κι ο διάβολος υπόσχεται ειρήνη.
Όλοι με δέχονται, παντού με διώχνουν.

 


Πέρσι Σέλλεϋ

 

Οζιμάντια

Προσκυνητής μου διηγήθηκε: στην ερημιά σιωπηρή
Είδα δυο τεράστια πέτρινα πόδια, 
Και δεν υπάρχουν γύρω σώμα, χέρια,
Μόνο τμήμα προσώπου: βλέμμα αγέρωχο, σκληρό, 
Το στόμα μαρτυρεί για έπαρση διαβολική,
Έτσι τη φλόγα της ψυχής με σμίλη έκλεψε ο γλύπτης, 
Και ζωντανό μες στο νεκρό ξαναζωντάνεψε, 
Ενώ διασπάσθηκαν σώμα, ψυχή, έγιναν σκόνη τοξική, 
Και μόνο την επιγραφή εφύλαξε το βάθρο υπεροπτικό:
«Είμαι ο Οζιμάντια, ο βασιλιάς των βασιλιάδων, 
Ανίσχυροι οι αυτοκράτορες μπροστά στη θέλησή μου».
Και τι;! Γύρω αποτυπώματα κατάρρευσης μεγάλης, 
Άγονη απλωσιά της στέπας της γυμνής, 
Και στρώνεται η άμμος η νεκροφανής.

 


Όσκαρ Oυάιλντ

Δεν αγαπώ και τόσο τα παιδιά σου Ελευθερία, 
Τυφλούς που ζουν για την ημέρα την αυριανή, 
Άξεστους με στενοκεφαλιά τους την αγνή
Αλλά το χάος, η τρομοκρατία, του λαού η ανταρσία
Με πάθη μου συγγενεύουν, όπως η θάλασσα με την κακοκαιρία,
Και η οργή τους η ορμητική, για την ψυχή μου είναι αρεστή, 
Αλλιώς, ας η αυθαιρεσία των εξουσιών η εκλεκτή,
Με προδοσία, με μαστίγιο, με πονηρία, 
(Καλώντας εις βοήθειαν το ψέμα, την απάτη, τη βία),
Δίκαια του λαού καταπατεί ο συρφετός της εξουσίας παθογόνος, 
Ούτε θα κουνηθώ… Σκασίλα μου! Ωστόσο, κι όμως…
Αυτούς τους μάρτυρες ο άθλος τον οποίων είναι τραγωδία, 
Που χάνονται στους δρόμους και στις φυλακές σφαδάζουν, 
Μάρτυρας ο Θεός, είμαι απ’ αυτούς που τους μοιάζουν.

 


Τσέκο Αντζολιέρι

 

Σκληρό και θρασύ όνειρο

Αν ήμουνα φωτιά θα έκαιγα τα πάντα, 
Αν ήμουνα ο πόλεμος θα τσάκιζα την οικουμένη με σφαγή, 
Αν ήμουνα ηφαίστειο με λάβα θα κατέκλυζα τον κόσμο, 
Αν ήμουνα θεός στην κόλαση θα έριχνα τη γη.

Αν ήμουνα ο πάπας, όλα τα τέκνα μου τα ταπεινά, 
Θα καταδίκαζα στο θάνατο δια της πυρά,
Αν ήμουν αυτοκράτορας στην άδικη δίκη, 
Θα έστελνα τους υπηκόους μου με μεγάλη χαρά.

Αν ήμουνα νεκρός θα έψαχνα δουλειά κάθε μέρα, 
Αν ήμουν ζωντανός θ’ αναζητούσα την ελευθερία, 
Μακριά απ’ την μητέρα και πατέρα.

Ενώ είμαι ο Τσέκο και δεν κάνω πίσω, 
Για άλλους θ’ αφήσω τις άσχημες και τις κακές, 
Ο ίδιος μόνο ομορφούλες θα φιλήσω.

 


Σάρα Τίσντεϊλ

Η ιδιότητά μου ως λάτρη της ποίησης είναι πολύ πιο μεγάλη από την ιδιότητά του ποιητή και μεταφραστή και αυτό μου επιτρέπει να πω πως το μικρό ποίημα της Σάρα Τίσντεϊλ «Θα έχει μια θερμή βροχή» είναι ένα από τα πολύ λίγα που με άγγιξαν τόσο πολύ.

Ίσως η παγκόσμια ποίηση δεν γνωρίζει ένα άλλο τόσο δυνατό ποίημα. Η δύναμη με την οποία σφίγγει την καρδιά είναι φοβερή. Είναι ειδυλλιακή η εικόνα της γης…χωρίς άνθρωπο. Με έπεισε η ποιήτρια πως πράγματι είμαστε ένα εντελώς ξένο σώμα για τη Φύση. Πότε θα καταλάβουμε πως με την υπερδραστηριότητά μας προσπαθούμε να καταστρέψουμε το ίδιο το δικό μας σπίτι;

Πάρα πολύ θα ήθελα να το έχουν πάντα μπροστά τους ως επιτραπέζιο ποίημα οι κυβερνώντες. Όνειρο…

 

Θα έχει μια θερμή βροχή

Θα έχει μια θερμή ψιχάλα και μια ευάρεστη οσμή η γη, 
Θα τερετίζουν χελιδόνια απ’ την αυγή ως την αυγή,
Θα έχει του δρυοκολάπτη τους έρρυθμους χτύπους, 
Και των δαμασκηνιών τους αφρόλευκους κήπους. 
Φλογόστηθη σφαίρα πάνω στον φράχτη θα καθίσει, 
Και του κοκκινολαίμη η τρίλια εύηχο σκίτσο θα κεντήσει. 
Δεν πρόκειται αυτόν τον πόλεμο κανείς να θυμηθεί,
Αφού δεν έμεινε κανένας να πενθεί.
Δεν πρόσεξαν χλωρίδα και πανίδα την διαφορά μικρή, 
Ότι έγινε σκόνη η ανθρώπινη φυλή,
Ενώ η άνοιξη θα ‘ρθει πολύ νωρίς, 
Χωρίς ν’ αντιληφθεί πως δεν υπάρχουμε εμείς.

 


 Τσίπριαν Κάμιλ Νόρβιντ

 

Στο άλμπουμ 
(απόσπασμα)

Όταν θα σβήσεις τι θα μείνει:
Στάχτη νεκρή θα γίνεις που σκορπίζει ο αέρας;
Τι άξιο θ’ αφήσεις να σε εξυμνούμε με στεφάνια;
Ή ως καπνός θα φύγεις στα επουράνια;

Με τι αναμνήσεις το όνομά σου θ’ ακουστεί,
Γιατί ήρθες σ’ αυτόν τον κόσμο;
… Τι ήταν αυτό που έκρυψε η τέφρα;
Κι αν ξαφνικά από την στάχτη
θα λαμποκοπεί διαμάντι,
Θ’ αστράφτει με την καθαρή του έδρα…


Κάρα Μόργκεν 

Κατάρα

Θα προσπαθείς να φύγεις, θα επιστρέψεις, κι αν ξεχάσεις, θα θυμηθείς,
Θα θέλεις να τρέξεις, τα πόδια θα προδώσουν, 
Θα θέλεις να κραυγάζεις, ούτε να ανασάνεις θα μπορείς.
Ο τρόμος θα παγώσει μέσα στα μάτια σου τρελά,
Η προσευχή στον ουρανό σαν πέτρα στον ωκεανό
Μην περιμένεις βοήθεια, γύρω σου τείχη υψηλά, 
Ο δρόμος σου βάλτος ασταθής.
Στο παραλήρημα περιπαθή μην ψάχνεις διακοπή,
Και ο ιδρώτας κρύος σαν δηλητήριο στο πετσί, 
Στα μάτια χύνεται σαν φίδι κολοβό.
Και την ανάσα κόβει, και το λαρύγγι σφίγγει.
Το στήθος πάγωσε, οι ώμοι πέφτουν
Και η κοιλιά συστέλλεται απ’ τους σπασμούς.
Μέσα σου κόμπος που ουρλιάζει, θα φωλιάζει
Από τους στεναγμούς και μαύρη χολή.
Φλέγονται σκέψεις και ο λόγος μαρτύριο,
Μην περιμένεις έλεος και μην χτυπιέσαι,
Διαπερνάει την καρδιά ο πόνος του άλλου.
Η λύσσα του φωτός και το ψύχος του σκότους
Στο αίμα σκούρο, πάνω στην επιδερμίδα την ωχρή, 
Το στίγμα της κατάρας ως σφραγίδα.

 


Βόλφγκανγκ Γκαίτε

Των βουνών οι κορφές
Μέσα στην σκοτεινιά βαθιά κοιμούνται, 
Οι κοιλάδες σιωπηλές
Με την καταχνιά φιλιούνται.
Ο δρόμος δεν σηκώνει σκόνη, 
Δεν τρέμει το φύλλωμα δασύ…
Περίμενε λίγο ακόμη, 
Θα αναπαυτείς κι εσύ!


Λόρδος Βύρων

 


Φρίντριχ Σίλερ

Γάντι

Μπροστά στο θηριοτροφείο του, 
Με τους βαρόνους και με τον διάδοχό του,
Ο βασιλιάς Φραγκίσκος καθόταν 
Κι απ’ το ψηλό μπαλκόνι αγναντευόταν
Την αρένα, τη μάχη περιμένοντας.
Πίσ’ απ’ τον βασιλιά μένοντας,
Φαινόταν μια σειρά εμφανής
Λαμπρών κυρίων της αυλής.

Ο βασιλιάς με χέρι έκανε σημείο, 
Με χτύπο άνοιξε η σιδερένια πόρτα
Και εμφανίστηκε τεράστιο κεφάλι πρώτα,
Μετά το τρομερό θηρίο, 
Το τραχύμαλλο λιοντάρι
Βγήκε αγριωπό, 
Και κοίταξε με βλέμμα σκυθρωπό,
Και για το γύρο του πήρε χαμπάρι.
Με ύφος αγέρωχο το μέτωπό του σούφρωσε, 
Τη χαίτη του πυκνή κούνησε,
Τεντώθηκε, χασμουρήθηκε και ξάπλωσε.
Ο βασιλιάς ξανά σημάδι έδωσε,
Της καγκελόπορτας το κλείστρο άνοιξε
Και μια τίγρη πισ’ από τα σίδερα όρμισε,
Αλλά βλέπει το λιοντάρι και ουρλιάζει δειλά, 
Με την ουρά της χτυπάει τα πλευρά, 
Σιγοβαδίζει και λοξοκοιτάζει
Με τη γλώσσα τη μουσούδα γλείφει
Και δείχνει τα δόντια – ξίφη,
Μουγκρίζει και δίπλα στον λέοντα πλαγιάζει.
Τρίτη φορά το χέρι του κούνησε ο βασιλιάς,
Δυο πάνθηρες μεμιάς 
Με ένα πήδημα παν’ απ’ την τίγρη βρέθηκαν,
Εκείνη με το πόδι της βαρύ χτύπησε, τους διώχνοντας,
Ενώ ο λέοντας σηκώθηκε βρυχώντας…
Οι πάνθηρες φοβήθηκαν,
Παραμέρισαν, τα δόντια δείχνοντας
Και ξαπλώθηκαν μουγγρίζοντας.

Και οι φιλοξενούμενοι την μάχη περιμένουν…
Ξαφνικά, από το μπαλκόνι πέφτει ένα γυναικείο γάντι,
Όλοι κοιτάνε με αγωνία…
Πως πέφτει δίπλα στα θηρία.
Τότε τον ιππότη Ντελόρζ με υποκριτικό
Και δηκτικό χαμόγελο κοιτάζει
Η καλλονή του και του λέει με νάζι:
«Δεν είσαι ο ιππότης μου ευγενικός;
Εάν με αγαπάς, όπως μου λες καλέ μου,
Τότε το γάντι μου θα επιστρέψεις».

Δεν είπε λέξη ο Ντελόρζ και την άφησε μόνη,
Πάει προς τα θηρία, γέρνει, 
Το γάντι ατάραχος παίρνει
Και επιστρέφει πίσω στο μπαλκόνι.

Στους ιππότες και κυρίες από αυτήν την αποκοτιά
Η καρδιά ένιωσε φόβο ραγδαίο, 
Ενώ ο νεαρός με γνήσια λεβεντιά,
Σαν να μη έγινε τίποτα σπουδαίο,
Ήρεμα ανεβαίνει στο μπαλκόνι.
Τον περιμένουν του θαυμασμού και θριάμβου οι θρόνοι, 
Τον χαιρετάει η ενθουσιασμένη καλλονή, 
Αλλά κρυάδα ήταν αυτό που είδε αγνάντι, 
Στο πρόσωπό της έριξε το γάντι
Και είπε: «Δε θέλω ανταμοιβή».


 Σαρλ Μπωντλαίρ

 

Όλους τους άνδρες θέλεις στο κρεβάτι

Όλους του άνδρες θέλεις στο κρεβάτι για την μείξη,
Ω, τέρας θηλυκό! Πόση κακία αποκτάς από τη πλήξη!
Στο έργο σου να είσαι επιδέξια, τα δόντια ακονίζεις, ψυχρά,
Μια καρδιά να τρως τακτικά – τα εμβλήματά σου τα αισχρά.
Τα μάτια σου επίμονα καλούν σαν φάρος σωτήριος, 
Και τ’ αρσενικά, τα αφελή πανηγυρίζουν τη νίκη πύρρειος.
Απ’ τα φκιασίδια δανειζόμενη η γοητεία για ξεμυάλισμα
Άγνωστο σε σας της ομορφιάς αγνής το ήρεμο βάδισμα.
Άψυχο εργαλείο του βασανισμού και δράκουλας αιμοσταγής,
Μας «θεραπεύεις» απ’ την ασθένεια του πάθους, την ψυχοβλαβής, 
Έχεις ως εργαλείο διαφθοράς τους έμπιστους καθρέπτες, 
Μπροστά τους παίρνεις πόζες να ξελογιάζεις επισκέπτες.
Πως δε διστάζεις μπροστά στο μεγαλείο του κακού;
Του Σατανά ισχύ μες στου νοσήματος του αφροδισιακού.
Είσαι το σχέδιο το μυστικοσκοτεινό της Φύσης, 
Είσαι η κόλαση που ζούνε οι αισθήσεις. 
Είσαι τέρας! Με όψη δαιμονικά αγγελική!
Το μεγαλείο πρόστυχο, η λέρα θεϊκή!

***

Ο τάφος του ποιητή

Όποτε το νυχτερινό σκοτάδι πνίγει,
Τηρώντας του Θεού την εντολή,
Το ξεχασμένο πτώμα σου που προκαλούσε ρίγη,
Στη λάσπη θα βάζει μια καλή ψυχή.

Μόνο τ’ αστέρι σου στον ουρανό θα σβήσει, 
Από τους άπειρους λαβωματιές, 
Η αράχνη το βρόχι θα στήσει,
Μέσα του τάφους τις χαραματιές.

Κουβάρι από τα φιδάκια θα γεννήσει η οχιά
Κι ο λύκος θα ουρλιάζει δαιμονισμένα,
Εκεί που τελείωσε της ζωής σου η τροχιά.

Το άθλιο μνημείο σου θα μαζέψει
Την σπείρα των σεσημασμένων, 
Το σμήνος λάγνων μαγισσών
Με συρφετό χουφταλοκολασμένων.

***

Αλμπατρός

Συχνά οι ναύτες απ’ την πλήξη κάνουν τους βανδάλους,
Για την ανούσια διασκέδαση, πιάνουν πουλιά
Του Ωκεανού, τους αλμπατρός τους μεγάλους,
Που συνοδεύουν τα καράβια, από παλιά.

Ριγμένος στο κατάστρωμα, γύρω οι ναύτες αλαλάζοντες,
Ατιμασμένος βασιλιάς που τα Ύψη ανεμοδέρνει,
Τα γιγάντια λευκά φτερά κατεβάζοντας,
Σαν βαριά κουπιά από πίσω του σέρνει.

Πριν από λίγο τρυπούσε τον ουρανό με πάθος,
Και τώρα τόσο αδέξιος, παράλογος, γελοίος!
Ο ένας ναύτης φουμάρει καπνίλα στο ράμφος, 
Ο άλλος τον κοροϊδεύει κουτσαίνοντας ομοίως.

Έτσι κ’ εσύ Ποιητή, πετάς πάν’ απ’ την καταιγίδα,
Απρόσιτος για βέλη, στη μοίρα ενάντια,
Ενώ μες στα σφυρίγματα, στη γη να περπατάς,
Σε εμποδίζουν τα φτερά σου γιγάντια.


Πιέρ ντε Ρονσάρ

 

Εάν μπορούσαμε το θάνατο να λαδώσουμε
Και τις ημέρες μας να παρατείνουμε με λεφτά
Τότε θα είχε νόημα τη ζωή να σκοτώσουμε,
Κυνηγώντας πλούτη, μουλωχτά.
Να έχει η ζωή με τη μοίρα την ίδια διαδρομή,
Και να πετάνε όσο θέλουν πάνω απ’ το χώμα, 
Κι ο θάνατος, έστω και με πληρωμή, 
Να μην παίρνει το πνεύμα απ’ το σώμα.
Μα δεν έχει το χρήμα αυτήν την ισχύ, 
Και ούτε μια ώρα ζωής αγοράζεις.
Ποιο είναι το νόημα, και ποια η αρχή, 
Αυτά τα παλιοπράματα να στοιβάζεις;
Όχι! Καλύτερα του βιβλίου τα πνευματικά ύψη, 
Παρά το χρήμα, που μας αρρωσταίνει.
Απ’ τα βιβλία, κατανικώντας τη σήψη, 
Η δεύτερη ζωή του ποιητή ανασταίνει.

 


Ουώλντ Ουίτμαν

 

 


Φιρντουσί

 

Απόσπασμα από το «Σαχ Ναμέ» 
(Βιβλίο των βασιλέων)
                                             - Φοβάστε το σκοτάδι;
                                            – Όχι, νιώθω μέσα του άνετα.
                                                                               Γ
. Π.


Είμαι εδώ και δεν είμαι εδώ, είμαι παντού και πουθενά, 
Σκιά είμαι στου ερέβους τα σκοτεινά.
Στην μαυρίλα την νυχτερινή, πυκνή σαν λάδι,
Είμαι μπροστά σου μες στο μαγικό σκοτάδι.
Αθέατο το σώμα μου, αόρατο το πνεύμα,
Με τη μορφή μου να γίνεις τέλειο πλέγμα.
Θα μπει στην καρδιά σου μελωδικό τραγούδι
Και θα ανθίζει σαν φανταστικό λουλούδι.
Το φως σου δίνει, φέρνει τα συνηθισμένα, 
Η νύχτα η κατάμαυρη είναι ελκυστική παρθένα.
Η αγάπη της είναι ολόλευκο φως,
Να δεχθείς το κάτι άλλο χαρωπός.
Αλλά θα ρωτήσεις: Ποια είμαι εγώ;
Είμαι εκείνη που δεν είμαι τώρα και εδώ,
Από το σκότος ήρθα και στο σκότος αποχωρώ
Να βρω την πιο βαθιά σπηλιά, αφού την σκιά κυοφορώ.
Και τότε θα μου πεις: Η απόκριση σου είναι μισή,
Θέλω απάντηση απλή: Ποια εις’ εσύ;
Το απάντημα θα έρθει βαθμηδόν.
Απρόσιτη αυτή η γνώση προς το παρών.
Τα πάντα θα γνωρίζεις μόνος: το ζόφος ασκεί
Όταν ως σκιά θα πετάς εδώ κι εκεί.
Τώρα παρακαλώ! την αόρατη μορφή μου να δεχθείς,
Και τις επιθυμίες τις καρδιάς σου να μην απωθείς.
Τα μυστικά του σκότους θα αποκαλύπτουν:
Μυθεύματα, επίνοιες και φόβοι θα εξαφανιστούν.
Και των ονείρων το μυστήριο θα γίνει κατανοητό,
Των σκιών του σύμπαντος, το κρυφό, θα γίνει νοητό.
Από του φως τα βάσανα με κρύψε, σε παρακαλώ!
Κι αλήθειες θα γνωρίζεις, που δεν χωράει το μυαλό.
Γιατί ήρθα σ’ εσένα; Θα ρωτήσεις ξανά,
Και τι σου έφερα: καλοτυχία ή δεινά;
Θα πω περήφανα: Ήρθα από τη μαύρη λησμονιά,
Για να ανοίξω στην καρδιά σου την ωραία σκοτεινιά,
Θα απομακρυνθείς φωνάζοντας: Να φύγεις, είσαι τρελή!
Ανατριχιάζω απ’ τη μορφή σου, κι απ’ το σκότος πιο πολύ!
Θα σε εγκαταλείψω στου μυαλού σου το σκοτάδι,
Δεν πρόκειται να πίνεις απ’ αυτό το καθαρό πηγάδι.
Αλίμονο! Άτολμο το ανθρώπινο κοπάδι.
Κι αυτό αποτελεί ένα μοιραίο ψεγάδι.
Το φως συντροφεύει με του θορύβου την ταραχή,
Ενώ ο σκότος έχει της σιωπηλής γαλήνης την ευχή.
Είναι των ελεύθερων από τις προλήψεις η φιλοσοφία,
Από την ερημιά του αντλεί τις ικανότητες του η ιδιοφυΐα.
Δεν ζουν εκεί οι έννοιες: καλό – κακό, 
Δεν έχουν νόημα οι λέξεις: ανήθικο και ηθικό.
Που και που ο άνθρωπος τα μάτια του στον ουρανό σηκώνει.
Τι νύχτα, που είναι του Θεού η σκιά, να αποθεώνει.
Σ’ αυτόν τον κόσμο ζει μόνο το απόλυτο κενό
Μαζί με το στραβό και βουβό σκοτεινό,
Εκεί που δεν γεννιέται τίποτα κακό και ούτε καλό. 
Εκεί που πεθαίνει το πραγματικό κι απατηλό.
Τι κρίμα! Που δεν θέλεις να φύγουμε μαζί
Στον κόσμο που υψώνεται η μαύρη αυγή.
Ενώ εγώ θα φύγω στον κόσμο των αμίλητων σκιών,
Όπου διαλύεται το παρών μες στο απών,
Όπου ο νους μου αναπνέει, ενώ το σώμα σιωπεί,
Όπου το πνεύμα μου πικρογελώντας μες στο σκοτάδι θα χαθεί.

 


Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον

 

Ερεικόμελο

Απ’ την ερείκη το ποτό
Είναι λησμονημένο από καιρό.
Μα ήταν πιο γλυκό κι από το μέλι,
Κι από τον οίνο πιο μεθυστικό.

Το έβραζαν μες στα καζάνια
Και έπιναν όλοι μαζί,
Οι νάνοι ποτοποιοί
Στις σπηλιές τους κατ’ απ’ τη γη.

Ο βασιλιάς των Σκωτσέζων ήρθε,
Αλύπητος προς τους νάνους-μαχητές,
Στρίμωξε τους καημένους Πίκτους
Στις βραχώδες ακτές.

Στο λιβάδι με ρείκι
Στο πεδίο της μάχης αιματοβαμμένο,
Ο λαβωμένος κειτόταν πάνω στον νεκρό
Κι ο σκοτωμένος πάνω στον λαβωμένο.

Ήρθε το καλοκαίρι
Η ερείκη ξανά ανθεί.
Αλλά δεν είναι κανείς να κάνει
Το ερικόμελο που μεθύει.

Μες στις πατρίδας τα βουνά,
Μέσα στους τάφους τους στενούς,
Οι νάνοι ποτοποιοί
Βρήκαν το άσυλό τους.

Ο βασιλιάς πηγαίνει κατά μήκους της πλαγιάς
Δίπλα στη θάλασσα, πάν’ απ’ το άτι,
Γύρω του κοιτάζει,
Σαν να τον ανησυχεί κάτι.

Κι ο βασιλιάς σκληρομιλά στη συνοδεία:
«Πάνω σας βλέπω μαύρη νεφέλη,
Βλέπω το ρείκι να ανθεί,
Αλλά δεν έχουμε να πιούμε μέλι!».

Εδώ οι συνοδοί είδανε δυο νάνους,
Κατάχλωμους σαν πανί,
Ποτοποιούς τελευταίους 
Που ήταν ζωντανοί.

Κρύβονταν κάτω από μια πέτρα
Τους έβγαλαν στο φως με το ζόρι:
Γέρος καμπούρης νάνος
Και δεκαπέντε ετών αγόρι.

Στις θάλασσας την απότομη ακτή
Για ανάκριση τους οδήγησαν
Όμως οι αιχμάλωτοι
Δεν μίλησαν.

Ο βασιλιάς καθόταν στη σέλλα,
Κρύβοντας την οργή,
Ενώ οι μικρόσωμοι άνθρωποι,
Στέκονταν πάνω στη γη.

«Η πυρά σας περιμένει!
Φώναξε ο βασιλιάς με σκληρόγελο:
Εάν δεν πείτε, αλήτες, 
Πώς κάνετε το ερεικόμελο!»

Ο πατέρας και γιός σιωπούσαν,
Στεκάμενοι πάνω στον βράχο.
Το ρείκι τους αποχαιρετούσε
Και αγκάλιαζε το αέρι μονάχο.

Αίφνης ακούστηκε φωνή:
«Άκου εσύ των Σκωτσέζων ηγεμόνας,
Μαζί σου θέλω να μιλήσω
Κατά μόνας.

Τα γηρατειά τον θάνατο φοβούνται
Με προδοσία θ’ αγοράσω τη ζωή,
Είπε στον βασιλιά ο νάνος,
Εξαντλημένος είμαι για ανυπακοή».

Τα λόγια του σαν μολυβένιες σφαίρες
Λες και δεν ήταν γονιός:
«Το μυστικό θα έλεγα αμέσως,
Εάν δε με εμπόδιζε ο γιος.

Το αγόρι τη ζωή δεν ξέρει να τιμά,
Ο θάνατος είναι χίμαιρα γι’ αυτόν,
Την συνείδηση μου να πουλήσω,
Ντρέπομαι δίπλα σ’ αυτόν.

Να τον ρίξουν στη θάλασσα,
Δένοντας τα χέρια του σφιχτά.
Κι εγώ θα πω στους Σκωτσέζους
Πώς κάνουν από το ρείκι τα ποτά!»

Ένας Σκωτσέζος στρατιώτης
Έδεσε το παιδί δυνατά,
Κι απ’ τους κρημνώδους βράχους
Στη θάλασσα το έριξε μετά.

Τα κύματα το σκέπασαν
Έσβησε η τελευταία του κραυγή…
Και σαν ηχώ απάντησε
Του πατέρα η έντονη φωνή:

«Αλήθεια είπα Σκωτσέζοι,
Από τον γιο μου περίμενα τη συμφορά.
Δεν πίστευα στην αλυγισιά των νέων
Στον βάσανων την τρομερή φορά!

Εγώ την πυρά δε φοβάμαι.
Ο θάνατος είναι η νίκη μου,
Κράτησα το ιερό μυστικό:
Πώς κάνω μέλι απ’ το ρείκι μου!»


Γαβριήλ Ντερζάβιν

 

Ο Θεός
(ωδή)

Εσύ! του χώρου το άπειρο,
Ζωή που έβαλες στο υλικό χυδαίο, 
Αυτός που γέννησε το φώς, Είσαι το ζώπυρο,
Το πνεύμα πανταχού παρόν και ενιαίο!
Αυτός που δεν έχει τόπο και αιτιότητα,
Αυτός που κανείς δεν έχει συλλάβει ουσιωδώς, 
Αυτός που με την ύπαρξή Του το παν γεμίζει,
Αυτός που αγκαλιάζει, διατηρεί, βασίζει, 
Εκείνος τον οποίον ονομάζουμε Θεός.

Γνωρίζεις το βάθος του ωκεανού, 
Τον κάθε αμμόκοκκο, κάθε αστέρι, 
Αγνοείς την ιδέα του απίθανου και πιθανού, 
Παραβλέπεις τις έννοιες: νέοι και γέροι!
Είναι αδύνατον το πνεύμα φωτισμένο, 
Από το φως Σου γεννημένο, 
Την ύπαρξη Σου να εξηγεί, 
Μόλις η σκέψη προσπαθεί Εσένα να ακολουθεί,
Αμέσως μες στο μεγαλείο Σου θα χαθεί, 
Σαν μέσα στον αιώνα η τούτη η στιγμή.

Έπλασες ωκεανούς απ’ τις σταγόνες, 
Την τάξη στο χάος απογείωσες,
Και τους αμέτρητους αιώνες
Μέσα στον εαυτό Σου θεμελίωσες!
Τον εαυτό Σου απ’ το Τίποτα εγέννησες 
Με την Σιωπή τον εαυτό Σου ύμνησες, 
Είσαι το Φως από πού ρέει η Σιγή, 
Εσύ το σύμπαν δημιούργησες χωρίς μιλιά, 
Είσαι ο Πλάστης που μας έδωσε τη Γη-φωλιά, 
Ήσουν, Είσαι και θα Είσαι νυν και αεί!

Μια αλυσίδα τελειοτήτων μέσα Σου χωράς, 
Τις μεγαλώνεις και πολλαπλασιάζεις, 
Το τέλος με την αρχή κολλάς 
Και με το θάνατο ζωή μπολιάζεις.
Σαν σπίθες σκορπίζεις υφηλίους, 
Ουράνια σόματα και ήλιους,
Όπως στη χειμωνιάτικη και αίθρια ημέρα,
Της πάχνης οι κόκκοι λαμπιρίζουν, 
Τρεμοφέγγουν και στριφογυρίζουν, 
Έτσι και τα άστρα, την εσπέρα.

Άστρων πυρρόχρωμων εκατομμύρια
Μέσα στην απεραντοσύνη περιπολούν, 
Τροχιές εκτελούν με τα δικά Σου κριτήρια
Και φως ζωογόνο ακτινοβολούν.
Αλλά αυτές οι γιγάντιες λαμπάδες, 
Ή κόκκινων κρυστάλλων συμπληγάδες, 
Ή τα χρυσά κύματα του μεγάλου κοπαδιού,
Ή οι φλεγόμενοι αιθέρες, 
Του σύμπαντος όλοι οι αστέρες,
Μπροστά Σου σαν φανταχτερό παιχνίδι ενός παιδιού.

Σαν σταγονίδιο που πέφτει στον ωκεανό, 
Πόσο μικρό αυτό το στέρεο μπροστά Σου;
Πόσο μικρό το κομματάκι ορατό;
Και τι είμαι εγώ μπροστά Σου
Σ’ αυτόν τον ωκεανό του Κενού; 
Μαζεύοντας στοίβα τους άπειρους πλανήτες τ’ ουρανού,
Ακόμη και τότε, το θάρρος δεν 
Παίρνω να συγκρίνω μαζί Σου, 
Θα είναι μόλις μια τελεία μπροστά Σου,
Ενώ εγώ μπροστά Σου – τίποτα, μηδέν.

Τίποτα! Άλλα μέσα μου εξανθρωπίζεις
Με μεγαλοπρεπή αρχοντιά, 
Τον εαυτό Σου μέσα μου απεικονίζεις
Σαν ήλιος μέσα στην σταλαματιά.
Τίποτα! Αλλά τη ζωή μόνο τότε νιώθω,
Όταν ο νους μου με πείνα-πόθο
Στα επουράνια εξυψώνοντας πετά,
Είσαι της Αναζήτησης μου το ατού 
Και η ψυχή μου σε ψάχνει και βρίσκει παντού,
Είσαι Εσύ! Είμαι κι εγώ μετά!

Είσαι! Η φύση το φωνάζει, 
Και η καρδιά μου λέει το ίδιο,
Και το μυαλό μου το διαβεβαιώνει και αγιάζει.
Είσαι! Είμαι κι εγώ δικό Σου γονίδιο!
Είμαι στην αλυσίδα όντων κομματάκι, 
Μας τοποθέτησες ως κρικάκι,
Στην σειρά πλασμάτων ένα-ένα.
Είμαι τελευταίος, αλλά παντού, 
Ή πρώτος που του έδωσες το Νου,
Την αλυσίδα όντων δένοντας με μένα.

Όλης της Δομής είμαι το ταβάνι, 
Της φύσης όλης το στεφάνι, 
Στιχούργημα είμαι του Κόσμου του Ποιητή, 
Η πιο σπουδαία Του γραμμή.
Η σκέψη μου σ’ Εσένα απευθύνεται
Το σώμα μου λιώμα γίνεται, 
Ο τσάρος είμαι κι ο σκλάβος, σκουλήκι είμαι και Θεός, 
Αξιοθαύμαστα τα υλικά, ιδιοφυής η συνταγή, 
Πώς; Πότε; Πού; Άγνωστη η καταγωγή, 
Αδύνατον να είμαι του εαυτού μου δημιουργός.

Είμαι δημιουργία Σου, Δημιουργέ!
Είμαι το έργο δικής Σου σοφίας,
Πηγή ζωής και αριστουργημάτων, ω Θεέ!
Είσαι της ψυχής μου σωσίας,
Το δόγμα Σου το γνωστικό επιθυμεί,
Να περάσω την άβυσσο του πεθαμού 
Μες στην ανήσυχη βιοπάλη,
Το πνεύμα μου να ντύνεται στα νεκρικά, 
Ν’ αναστηθώ δια μέσου του θανάτου μαγικά, 
Πατέρα! στη ζωή μου άλλη. 

Ασύλληπτος και άφαντος! Γιατί;
Με το μυαλό μου ανώφελα κοπιάζω,
Ενώ η φαντασία της ψυχής αδυνατεί
Ακόμη και τη σκιά Σου να σχεδιάζω.
Αλλά, όταν οι δοξασίες είναι το πρέπον,
Για τους αδύναμους θνητούς είναι αδύνατον 
Με τίποτε άλλο να Σε υμνούν, 
Και μόνο προς Εσένα να υψωθούν, 
Μες στον απέραντο θαυμασμό να χαθούν, 
Με δάκρυα της ευγνωμοσύνης να προσκυνούν.


Αλεξάντρ Πούσκιν

 

Στην 

Θυμάμαι τη μοναδική στιγμή,
Μπροστά μου εμφανίστηκες εσύ,
Σαν πρόσκαιρη και φευγαλέα οπτασία,.
Σαν σύμβολο της ομορφιάς της πιο αγνής.

Μέσα στα βάσανα της άνελπης μελαγχολίας,
Μέσα στη ματαιότητα της αγωνίας,
Πολλές φορές ηχούσε η γλυκιά φωνή σου,
Κι ονειρευόμουν την αγγελική μορφή σου.

Περνούσαν χρόνια, και της ζωής η μπόρα
Διασκόρπισε τα όνειρα τ’ απατηλά κι ελπιδοφόρα,
Και ξέχασα και τη γλυκιά φωνή σου,
Και την αγγελική μορφή σου.

Στης εξορίας το σκοτάδι το απόμερο,
Οι μέρες μου κυλούσαν χωρίς να καρδιοχτυπώ,
Δίχως θεότητα και χωρίς μούσα,
Χωρίς να κλαίω, να γελώ και ν’ αγαπώ.

Μετά ήρθε το ξύπνημα
Και πάλιν εμφανίστηκες εσύ,
Σαν πρόσκαιρη και φευγαλέα οπτασία
Σαν σύμβολο της ομορφιάς της πιο αγνής.

Έγινε η καρδιά μου έξαλλη απ’ τη χαρά,
Και γι’ αυτήν εζωντανέψανε ξανά,
Και η θεότητα , και η αγάπη, και η ζωή
Με όλα της τα καλά και τα δεινά

 ***

Στον ποιητή

Μην εκτιμάς του κόσμου την αγάπη, ποιητή!
Εκστατικών εγκωμίων ο θόρυβος αμέσως θα περάσει.
Θ’ ακούς την κρίση του ανόητου, το γέλασμα του πλήθους απαθές,
Όμως εσύ να μείνεις ήρεμος, και ο Θεός θα σε φυλάξει.

Να ζεις μοναχικός σαν βασιλιάς. Βάστα το δρόμο τον ελεύθερο,
Εκεί που σε τραβά το δημιουργικό σου πνεύμα.
Και τελειοποιώντας τους καρπούς των σκέψεων ενδόμυχων,
Να μη ζητάς ανταμοιβή για το πολύτιμό σου έργο.

Ο ίδιος είσαι ο ανώτατος κριτής και της αλήθειας ο επιτετραμμένος.
Μπορείς να εκτιμάς πιό δίκαια απ’ όλους το δικό σου έργο.
Εις ’ευχαριστημένος άραγε, φίλε μου καλλιτέχνη αυστηρέ;

Είσαι! Τότε ας βρίζει το έργο σου ο όχλος μανιασμένος,
Ας ιεροσυλεί πάνω στον ιερόν σου , ας νοθεύει
Και με παιδιάστικη του ζωηράδα το θρόνο σου ας ταλαντεύει.

 ***

Μνημείο 

                                                            Exegi monumentum

Στον εαυτό μου ανόρθωσα αχειροποίητο μνημείο,
Εκεί δεν πρόκειται να δεις το μονοπάτι το λαϊκό χορταριασμένο.
Με την κορφή του ανυπότακτη υψώθηκε πάνω απ’ τον 
Όλυμπο συννεφοσκεπασμένο.

Όχι, ολότελα δε θα πεθάνω! Το πνεύμα μου ποιητικό
Τη στάχτη μου θα επιζεί, τη σήψη θα διαφύγει,
Και δοξασμένος θα ’μαι , ως που στη γη
Έστω και ένας ποιητής θα ζει.

Η φήμη η γοργόφτερη για μένα θα περνά απ’ όλη τη Ρωσία,
Και τ’ όνομά μου θα γνωρίζει ο καθένας :
Των Σλάβων το περήφανο παιδί, ο Τάταρος αγέλαστος
Και ο βουνίσιος ο Τσετσένος.

Και για πολύ καιρό θα είμαι λατρευτός απ’ το λαό μου,
Γιατί αισθήματα βαθιά με την ποιητική μου λύρα προκαλούσα,
Γιατί στον άκαρδο αιώνα μας υμνούσα την Ελευθεριά
Και έλεος για τους αμαρτωλούς καλούσα.

Στην προσταγή του Παντοδύναμου, ω! μούσα μου, να υπακούς,
Να μην αφήνεις τους άκακους στη λάκκα,
Με απάθεια να δεχθείς το έπαινο, τη διαβολή
Και μην αμφισβητείς τον βλάκα.


Μιχαήλ Λέρμοντοφ

 

Να δυσπιστείς... 

Να δυσπιστείς με τον εαυτό σου ποιητή
Την έμπνευση ν’ αποφεύγεις σαν πανούκλα,
Είναι το παραλήρημα ψυχής αρρωστημένης 
Και η οργή της σκέψης αιχμαλωτισμένης.
Εκεί το γνώρισμα των ουρανών μάταια μην αναζητάς,
Είναι του αίματος βρασμός, της δύναμης πληθώρα.
Κάλιο την ζωηράδα σου σε έγνοιες να σπαταλάς
Να χύσεις χάμου το ποτό τοξικοφόρο!

Αν θα συμβεί σε μια θαυμάσια στιγμή,
Και η ψυχή σου — από καιρό σιωπηλή — θ’ ακούσει 
Μια θεϊκή και ανεξήγητη φωνή,
Ήχους ασύνθετους γλυκούς γεμάτη,
Μην αφουγκράζεσαι , μην επιδίδεσαι σ’ αυτούς.
Να ρίξεις πάνω τους το κάλυμμα της λήθης,
Γιατί με στίχους ρυθμικούς και λόγο παγερό,
Δεν είναι δυνατόν τη σημασία τους να αποδίδεις

Αν γεννηθεί η θλίψη στον κρυψώνα της καρδιάς σου,
Αν έρχεται το πάθος αχαλίνωτο με αστραπή και μπόρα,
Μη βγαίνεις για το γλέντι θορυβώδη των ανθρώπων ,
Με φίλη σου παράφορη και αιμοβόρα
Μην ταπεινώνεσαι, ντροπή σου να πουλάς
Οργή με λύπη και βαθιά οδύνη!
Και το απόστημα των ψυχικών πληγών να δείχνεις
Στον όχλο απαθής που δεν κατέχει ελεημοσύνη.

Καθόλου δεν τους αφορά γιατί και πόσο υποφέρεις
Γιατί να ξέρουνε τις αγωνίες σου και τις αθέμιτες σου σχέσεις,
Για τις ανόητες ελπίδες των χρόνων των νεανικών 
Και του μυαλού τις πονηρές προθέσεις;
Κοίτα: μπροστά σου πλήθος ζωηρό περνά,
Κρατά το δρόμο το συνηθισμένο,
Τα πρόσωπά τους γελαστά, αμέριμνα,
Αδύνατον να βλέπεις μάτι δακρυσμένο.

Στο μεταξύ, είναι απίθανο να βρεις κανένα
Απ’ τη μαρτυρική ζωή μη χτυπημένο,
Που έζησε μέχρι παράκαιρων ρυτίδων,
Χωρίς κάποιο κακούργημα, χαμούς, με βίο στερημένο.
Πίστεψέ με, τους διασκεδάζουν οι δικοί σου στεναγμοί
Κι ο λόγος σου, ο φλογερός , με ύφος.
Είσαι σαν τραγικός ηθοποιός φτιασιδωμένος
Που άτεχνα κουνά, απ’ το καρτόνι το ξίφος.

 ***

Τρεις φοίνικες

Ανατολικός θρύλος

Στης Αραβίας της ερήμου την απλωσιά
Τρεις φοίνικες υψώθηκαν με την περήφανη κορμοστασιά
Ανάμεσά τους κελαρύζοντας από τη γη στεγνή
Ανάβλυζε μια κρήνη κρυσταλλένια, δροσερή.
Προστατευόμενη από τη φυλλωσιά την πράσινων,
Από τον καυτερό ήλιο και την άμμο χρυσοκόκκινη.

Αθόρυβα τα χρόνια τα αχόρταγα κυλούσανε,
Όμως προσκυνητές καθόλου δεν περνούσανε,
Για να γευτούν το κρύο το νερό ανάβρας της μικρής,
Και ν’ απολαύσουν τη δροσιά της σκιάς της ελαφρύς.
Άρχισαν να ξεραίνονται από τον ήλιο καυτερό
Τα φύλλα μεγαλοπρεπή και το ρυάκι ηχηρό.

Κι άρχισαν στον Θεό οι φοίνικες να παραπονιούνται:
Για πιο σκοπό τα δέντρα , τα φυτά γεννιούνται;
Για να μαραίνονται χωρίς κανένα όφελος στην ερημιά;
Αυτή είναι η μοίρα μας και η κληρονομιά;
Να μη χαρεί κανενός η ματιά ευνοϊκή;
Τότε δεν είναι δίκαιη, ω! Ύψιστε η κρίση σου ιερή!

Και μόλις να μιλάνε έπαψαν, αποκοντά
Σαν στήλη στροβιλιζόταν η άμμος στον ορίζοντα,
Των κουδουνιών ακούγονταν συγκεχυμένοι ήχοι
Και ήταν ήδη ορατή της πρώτης κάμηλος η ράχη.
Έρχονταν κυματίζοντας, σαν βάρκες μες το πέλαγο
Η κάμηλος πις’ απ’ την κάμηλο και δίπλα τους τα άλογα.

Κουνώντας κρέμονταν μέσα στις υψηλές καμπούρες, βαθμηδόν
Οι άκρες ξομπλιαστές των κινητών σκηνών.
Καμιά φορά τους σήκωνε μελαχρινό χεράκι,
Και μάτια παιχνιδιάρικα άστραφταν στο μουτράκι
Και το ξερακιανό κορμί του σκύβοντας ελαφρά,
Ο Άραβας ερέθιζε τον καθαρόαιμο καρά.

Ενίοτε, στα πισινά τα πόδια σηκωνόταν χτυπημένος
Κι αναπηδούσε ζωηρά σαν τίγρης πληγωμένος.
Των άσπρων ρούχων οι όμορφες πτυχές
Κρέμονταν απ’ τους ώμους του νομάδα με άτακτες γραμμές.
Και κάλπαζε σφυρίζοντας σαν σφαίρα
Εκτόξευσε και έπιανε το δόρυ στον αέρα

Να που στα φοινικόδεντρα πλησίασε το καραβάνι για ραχάτι,
Στη σκιά τους στήθηκε η κατασκήνωση κεφάτη.
Γεμίσανε οι στάμνες ηχηρά με δροσερό νερό,
Και σκύβοντας περήφανα το μαλλιαρό ξερό,
Το τρίο των φοινικιών τους επισκέπτες επιθυμητούς καλωσορίζει,
Και το ρυάκι γάργαρο τους γενναιόδωρα ποτίζει.

Μα μόλις να σουρουπώνει άρχισε, ησύχασε ο σαματάς,
Πάνω σε ρίζες χτύπησε ο ανελέητος μπαλτάς,
Και έπεσαν ολόνεκρα τα θρέμματα αιώνων
Και τη στολή τους έσχισαν τα άτακτα παιδιά των ξένων.
Μετά κομμάτιασαν τα πτώματά τους άγρια, γοργά
Και μέχρι το πρωί τα έκαιγαν σιγά σιγά.

Κι όταν στη δύση έφυγε η καταχνιά,
Το καραβάνι θορυβώδες σήκωσε τα πανιά,
Και σαν σημάδι πένθιμο στη γη αμμουδερή,
Μονάχα έμεινε η τέφρα γκρίζα και ψυχρή.
Ο ήλιος τα υπόλοιπα ξερά κατάκαψε,
Κι ο άνεμος μετά παντού τα σκόρπισε.

Τώρα ολόγυρα κυριαρχεί η ερημιά,
Άλλο δεν ψιθυρίζουν , τα φύλλα και η κρουνιά.
Τον ουρανό μάταια ικετεύει το πηγάδι για τη σκιά,
Μονάχα το σκεπάζει η άμμος πυρωμένη χωρίς σπλαχνιά.
Κι ο κίρκος της ερήμου το αγρίμι
Δίπλα μαδάει και σχίζει το ψοφίμι.

 ***

Ο θάνατος του ποιητή
(απόσπασμα)

Δολοφονήθηκε ο ποιητής! Της τιμής ο υπηρέτης,
Έπεσε κι αυτός από τις φήμες συκοφαντημένος. Πάλι;
Με το μολύβι στην καρδιά, 
Σκύβοντας το περήφανο κεφάλι!
Δεν άντεξε η ψυχή του ποιητή 
Το όνειδο των ενοχλητικών πειραγμάτων,
Επαναστάτησε ενάντια στην παλιοκοινωνία μισητή,
Δε δέχτηκε το άθλιο παιχνίδι των ανταλλαγμάτων.
Φονεύτηκε!... Τώρα γιατί τόσα τα αναφιλητά, 
Κούφιων εγκώμιων άχρηστη χορωδία
Και δικαιολογιών ελεεινά μουρμουρητά;
Της μοίρας εκτελέστηκε η θηριωδία!
Μήπως δεν ήσασταν εσείς που έδιωχναν με λύσσα,
Το χάρισμά του το ελεύθερο και τολμηρό,
Και για πλάκα φυσώντας δυνάμωναν
Το πυρ που κουφοέκαιγε κρυφό;
Γλεντήστε… ήπιε κ’ αυτός το κώνειο, 
Όμως να ξέρετε μπροστά του είστε νάνοι.
Έσβησε το θαυμάσιο δαιμόνιο,
Μαράθηκε τ’ αμάραντο στεφάνι.

Ο δολοφόνος του σιγουριά σκορπάει,
Σημαδεύει… σαν κρατάει νεκροκέρι, 
Η πέτρινή καρδιά του ήρεμα χτυπάει
Και το περίστροφο δεν τρέμει στο χέρι.

 ...................................................................

Εσείς! Που δίπλα στην Καρέκλα μαζευτήκατε, 
Ο συρφετός των «κληρονόμων»,
Της Λευτεριάς στραγγαλιστές, της διαφθοράς πηγή!
Κρυφτήκατε κατ’ απ’ τη σκιά των βρομονόμων
Μπροστά σας και το Δίκαιο και η Αλήθεια μουγγοί!
Όμως υπάρχει και το δικαστήριο το Υψηλό!
Που το σόι σας θα ξεκληρίζει, 
Αυτό είναι απρόσιτο για το χρυσό,
Τις σκέψεις και τις πράξεις σας γνωρίζει.
Τότε ματαίως στην υποκρισία θα προστρέχετε, 
Ούτε θα βοηθήσει το γαλαξιακό Κακό, 
Και δε θα ξεπλύνει το αίμα σας το μαύρο, 
Του ποιητή το αίμα θεϊκό.

 


Βλαντίμιρ Βισότσκι 

Αυτά που δε μ’ αρέσουν

Δεν αποδέχομαι το δόγμα του μοιραίου τέλους,
Απ’ τον τροχό της μοίρας μου μπορώ να ξεπηδήσω.
Δεν αγαπώ την κάθε εποχή του έτους
Εάν δεν έχω διάθεση να σιγοτραγουδήσω.

Αντιπαθώ του κυνισμού την ψυχραιμία
Κι όταν ενθουσιάζονται προσποιητά.
Μ’ ενοχλεί η περιέργεια του ξένου
Όταν πίσω απ’ την πλάτη μου κρυφοκοιτά.

Δε μου αρέσει, όταν κομματιάζουν το ακέραιο
Η την κουβέντα μου διακόπτουν ξαφνικά.
Μισώ όποτε ύπουλα στην πλάτη με χτυπούνε
Και τους βρωμόψυχους όταν φορούν τα παστρικά.

Σιχαίνομαι τους σπερμολόγους με μορφή ερμηνευτών
Και τ’ αγαθά της ψεύτικής φιλίας,
Φοβάμαι τα σκυλιά τα μουλωχτά
Κι όταν με τρώνε τα σκουλήκια της αμφιβολίας.

Δε συμπαθώ τη βεβαιότητα χορτάτη,
Μπορεί να γίνω έξω φρενών.
Δε μου αρέσει η τιμή όταν ξεχνιέται 
Κι όταν δοξολογούν τον ζωντανό.

Όποτε βλέπω άνθρωπο με τα φτερά σπασμένα
Δεν έχω οίκτο και αγανακτώ.
Δε δέχομαι τη βία, ούτε την δειλία
Δέχομαι μόνο τον σταυρωμένο τον Χριστό.

Μισώ τον εαυτό μου όταν καμιά φορά φοβάμαι,
Οργίζομαι, όταν τους αθώους χτυπούν.
Δε μου αρέσει να εισδύουν στην ψυχή μου
Κι όταν οι άμυαλοι μου βάζούνε μυαλό.

Δεν αγαπώ τις αίθουσες και τις οθόνες 
Όπου τη θεία έμπνευση αλλάζουν με δραχμές,
Αν και στη γη μας θα προκύψουν αλλαγές μεγάλες 
Εγώ, όλα αυτά, δεν πρόκειται να τα δεχτώ.

 ***

Κρίμα

Τραγούδι ανησυχίας

Να το δελφίνι
Κόβει προπέλα στα δυο!
Χώρα – καμίνι
Ενδυμασία – μαγιό.
Μέσα στη μήτρα
Τέρας γεννιέται μικρό!
Τώρα τα λύτρα!
Βλέμμα – σκληρό.

Φόβος! Δεν κάνω βήμα!
Κρίμα! Κρίμα! Κρίμα!

Ήρεμος τρόμος
Μέσα μου κυριαρχεί.
Κάθαρσης δρόμος
Φέρνει την αντοχή!
Άλμα στον Άδη
Κάνω εγώ, έλα μαζί.
Δεν είναι χάδι
Στόμα – βυζί.

Φόβος! Δεν κάνω βήμα!
Κρίμα! Κρίμα! Κρίμα!

Κάβα του πάθους:
Δάκρυα, ιδρώτα πουλά.
Μόνο ο άνους
Πάνω στη γη γελά.
Ήπειροι όλοι
Βούλιαξαν στο βυθό. 
Το πιστόλι 
Στον κρό-τα-φό!

Φόβος! Δεν κάνω βήμα!
Κρίμα! Κρίμα! Κρίμα!

 ***

Η εξομολόγηση

Λέω ως μεγάλοκαρχαρίας:
Λάθος γνώμη ότι οι πολιτικοί
Είναι εραστές της Εξουσίας,
Όχι! Μαζί μου είναι θηλυκοί.
Δυνατό το δικό μας σινάφι
Δεν τολμάς να κοιτάς με στραβά,
Το μυαλό μου οξύ σαν ξυράφι,
Τα σαγόνια μου είναι γοργά.

Ρεφρέν:
Την ευτυχία κυνηγώ, την ευτυχία,
Σαν λύκος με χαμόγελο κυνοδοντιών.
Κουφάρι ζωντανό η σαπιοκοινωνία
Όπου άρχω με δίκαιο των ισχυρών.

Για το χρήμα σκοτώνω μητέρα
Και το αίμα μου είναι ρευστό,
Αναπνέω και κάνω καριέρα
Κανονίζω τα πάντα μ’ αυτό.
Απ’ το σώμα της γης υφαρπάζω 
Κ’ αφανίζω μεγάλα φελιά,
Δε νοιάζομαι το αύριο να βιάσω
Μόνο για σήμερα την αγκαλιά. 

Είμαι λύκος γι’ αυτό το κοπάδι
Όποιο ονομάζεται λαός,
Κυνηγώ στου νόμου το σκοτάδι
Την αλήθεια μανιωδώς.
Κέφι μπόλικα πάντα θηρεύω,
Ερωμένες, ο τζόγος, ποτά,
Όμως νιώθω σιγά να πτωχεύω
Τα στολίδια αυτά ειν’ φθαρτά.

Άβυσσος που δεν έχει πυθμένα 
Η ζωή με την γεύση ξινή,
Τρέχω σαν τρελός απελπισμένα
Όμως μένει αυτή αδειανή.
Μες στην ένδεια και καλοσύνη 
Ζουν σοφοί του ντουνιά λυτρωτές,
Όλ’ αφήνω για λίγη γαλήνη 
Που δεν είχα γνωρίσει ποτέ.

 ***

Τραγούδι για τους ποιητές

Σε αντίθεση με τον κοσμάκη τον αργόστροφο,
Οι ποιητές αληθινοί γνωρίζουν γρήγορα του Χάρου τη φιλιά, 
Στα 26 του ο ένας στάθηκε απέναντι στο περίστροφο, 
Ο άλλος στο λαιμό του έβαλε τη θηλιά.

Στα 33 διακόπηκαν του Χριστού τα οράματα,
Ήταν ο Μέγας Ποιητής του Κόσμου, αλλά,
Καρφιά στα χέρια του για να μην κάνει θαύματα,
Για να μην στρέψει του λαού τα μυαλά.

Ο αριθμός 37 έχει μια τραγική αντιστοιχία,
Των ποιητών η μοίρα, τους έστησε μια πλεκτάνη.
Αυτός ο αριθμός εκτέλεσε των Πούσκιν στην μονομαχία,
Στον Μαγιακόφσκι έφερε στον κρόταφο την κάννη.

Καθυστερώ στον αριθμό 37. Το έργο του Θεού θαμπό,
Φαίνεται θεωρεί πως το σινάφι θέλει φοβέρα:
Αυτό το όριο δεν πέρασαν ο Βύρων κι ο Ρεμπώ
Ενώ οι σύγχρονοι κατάφεραν να γλιστρήσουν πέρα.

Δεν έγινε η μονομαχία μου. Ήταν η τύχη μου χαλάστρα, 
Και στα τριάντα τρία μου με σταύρωσαν, μα όχι εντελώς.
Και στα τριάντα εφτά, όχι το αίμα, τ’ άσπρα
Μουντζούρωσαν τους κροτάφους μου, κι όχι ολικώς.

Ν’ αυτοκτονήσω; Που χάθηκε η δήθεν βούληση η ανδρική;
Υπομονή ψυχοπαθείς και υστερικοί!
Πάνω στου μαχαιριού την κόψη περπατούν οι ποιητές
Και μέχρι αίματος πληγώνουν τις ξυπόλυτες ψυχές.

Κι εγώ θα φύγω σύντομα, αυτοκτονώ καθημερινά
Αφού χωρίς την άσπρη δεν μπορώ να αναπνέω.
Είναι φαρμακωμένη η ανήσυχη ψυχή μου παντοτινά, 
Και δεν μπορεί ν’ αποδεχτεί τις ατέλειες στο ζην κραυγαλέο.

Σας λυπάμαι, οπαδοί μοιραίων αριθμών!
Καταπονείστε περιμένοντας σαν παλλακίδες στο χαρέμι:
Πότε και πως ο ποιητής αλλόδοξος θα γίνει ο παθών, 
Πότε και πως θα χάσει της ζωής το γκέμι.

Ναι μάλιστα, η καρδιά του ποιητή βγάζει καινά δαιμόνια,
Ενώ το στήθος του είναι σημάδι για τα βέλη
Αυτοί που έφυγαν την αθανασία απέκτησαν, όχι με χρόνια,
Αυτοί που έμειναν κυνηγιούνται από την αιμοβόρη αγέλη.

***

Μπαλάντα για μάχη

Δίπλα σε λιωμένα κεριά,
Με καμπουριασμένες ράχες, 
Με σώματα 
Γεμάτα εκδορές, 
Παιδιά του βιβλίου
Ποθούσαν για μάχες,
Και έπλητταν απ’ τις μικρές
Τους συμφορές.

Συνεχώς τα παιδιά δυσφορεί
Του σπιτιού η ζωή και η ηλικία,
Για το δίκαιο δερνόμασταν ως τιμωροί, 
Και η αρένα μας η συνοικία.
Στον κόσμο μας βυθούσαμε
Στήνοντας ομάδες,
Βιβλία καταβροχθούσαμαι
Μεθώντας από της αράδες.

Όνειρα τρελά 
Ζωής μεγάλης,
Η δίψα για απρόοπτο
Υπεράνω μας.
Τα κεφάλια μας ζάλιζε
Το άρωμα πάλης,
Από τις κίτρινες σελίδες
Ορμούσε πάνω μας.

Και προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε
Εμείς που δεν γνωρίσαμε πολέμους,
Γιατί το έλεος να αγνοήσουμε;
Και ποιος τους σπέρνει τους ανέμους;
Το μυστικό της λέξης «διαταγή»,
Της επιθέσεις το νόημα,
Του φόβου την πηγή,
Και των φωτοβολίδων το επινόημα.

Μες στα καζάνια που έβραζαν,
Των προηγούμενων μαχών,
Τόση τροφή 
Για τα μυαλά μας αντικρίζαμε.
Και στα παιχνίδια παιδικά
Στους ρόλους των δειλών και προδοτών,
Τους δικούς μας εχθρούς 
Διορίζαμε.

Και τα ίχνη των κακών
Να χαθούν δεν αφήναμε,
Των υποθέσεων καρδιακών
Την παραφορά εγκρίναμε.
Ηγούσαμε στρατιές και στόλους
Και τον λόγο μας φυλάγαμε,
Για τους ηρώων ρόλους
Τους εαυτούς μας προάγαμε.

Αλλά στις φαντασίες δε μπορείς
Εντελώς να φύγεις,
Μικρή ζωή έχουν οι διασκεδάσεις,
Τόση οδύνη γύρω!
Προσπάθησε τις παλάμες
Των νεκρών ν’ ανοίγεις,
Και το όπλο να πάρεις.
Σε διεγείρω!

Δοκίμασε αρπάζοντας 
Το δίκοπο σπαθί,
Την πανοπλία βάζοντας,
Και δείξε, τι αξίζεις, τι ποθείς!
Θα καταλάβεις αν είσαι δειλός
Ή της μοίρας ο εκλεκτός,
Τον εαυτό σου δοκίμασε,
Για μάχη αληθινή προετοίμασε.

Κι όταν δίπλα σου πέφτει
Λαβωμένος ο φίλος,
Και για πρώτο χαμό
Θα ουρλιάζεις θρηνώντας.
Και τον δρόμο θα χάσεις
Και στου κρημνού το χείλος,
Θα βρεθείς
Τριγυρνώντας.

Τον εαυτό σου μην αφήνεις λάσκα
Μπροστά στην σπείρα συμφερόντων,
Τα πρόσωπα τους μάσκα
Με χαμόγελο κυνοδόντων.
Το κακό και το ψέμα τους
Με μούρη άγρια!
Και πάντα πίσω τους 
Φέρετρα μακάβρια.

Αν τον δρόμο ανοίγοντας
Με σπαθί και μιλιά,
Τη σπουδαία πορεία
Συνεχίζεις… Εμπρός!
Αν κερδίζεις τη μάχη 
Με μια πινελιά,
Χρήσιμα βιβλία 
Διάβαζες μικρός.

Εάν σε έπιανε η μιζέρια
Και δεν έβλεπες ίχνη καλού,
Εάν με σταυρωμένα χέρια
Παρακολουθούσες αφ’ υψηλού.
Εάν στη μάχη δεν μπήκες,
Απ’ το κλουβί του σκλάβου δεν βγήκες,
Και το όπλο σου σκούριασε στις οπλοθήκες,
Τότε έμεινες ένα ανθρωπάκι
Που δεν γνώρισε νίκες!

 


Άννα Αχμάτοβα

 

Πρέπει να ’ναι ασυνήθιστο...

Καθόλου δε με συγκινεί ο στόμφος της ωδής
Και δε με γοητεύει η έξαρση της ελεγείας. 
Κατά τη γνώμη μου το παν στους στίχους πρέπει να ’ναι ασυνήθιστο,
Σαν αρμονία της κακοφωνίας.

Θα εκπλαγείτε σα’ γνωρίσετε μες από ποια σκουπίδια 
Οι στίχοι μεγαλώνουν δίχως συστολή.
Όπως ραδίκι κίτρινο κάτ’ απ’ το φράχτη,
Σαν κολλιτσίδα στρογγυλή που ενοχλεί.

Κραυγή οργής και δυνατή οσμή της πίσσας,
Μούχλα είτε ξερόφυλλο που πέφτει χάμου...
Και να ο στίχος αντηχεί και σφριγηλός, και στοργικός,
Για ευχαρίστηση δικιά σας και δικιά μου.

 ***

Γιατί... 

Γιατί στη λάσπη το ψωμί μου πετάξατε
Και δηλητηριάσατε το νερό
Γιατί την μισοπεθαμένη Λευτεριά 
Την ρίξατε στο μπουντρούμι βρομερό.
Διότι δεν έδειξα χαρά, 
Όταν τους φίλους μου εκτελέσατε, 
Διότι τις ιδέες σας δέχτηκα χλιαρά, 
Τις οποίες εσείς μεγαλοφυής αποκαλέσατε.
Πάντοτε, χωρίς ικρίωμα και δήμιο
Ο ποιητής πάνω στη γη δε ζει
Και αυτό το επιζήμιο ειδύλλιο 
Στο σύμπαν θα συνεχιστεί. 

***

Υπάρχει μες στη σχέση γραμμή μια μύχια, 
Όπου δε φτάνουν ο έρωτας και το πάθος, 
Ας μέσα στη σιγή σμίγουν τα χείλη μειλίχια, 
Και η καρδιά πετάει στης αγάπης το βάθος.

Εδώ αδυνατεί η φιλία, και η εποχή
Υψηλής και φλογερής ευτυχίας, 
Όταν είναι ελεύθερη και ψυχρή η ψυχή
Προς βάσανα γλυκά της φιληδονίας.

Τρελοί που προσπαθούν να φτάσουν στη γραμμή αυτή,
Που έφτασαν – προσβλήθηκαν από της θλίψης το νεκροκέρι…
Τώρα κατάλαβες, η καρδιά μου γιατί
Δε χτυπάει κατ’ απ’ το δικό σου χέρι.

 


Αλεξάντρ Μπλοκ 

Οι ποιητές

Δίπλα στην πόλη φύτρωσε μια φτωχοσυνοικία
Σε τόπο άγονο, ερημικό.
Ζούσαν εκεί οι ποιητές, και ο καθένας χαιρετούσε
Τον γείτονα του, με χαμόγελο ειρωνικό.

Άσκοπα ανατέλλει ο ήλιος κόκκινος
Πάν’ απ’ αυτή τη θλιβερή τοποθεσία:
Εκεί οι ποιητές σκοτώνουν την ημέρα
Με δηλητήριο-κρασί και εργασία.

Μεθύοντας έδιναν όρκο για αιώνια φιλία,
Και φλυαρούσαν κυνικά και μάλωναν χυδαία,
Και στα χαράματα ‘καναν εμετό. Απομονωμένα, ύστερα 
Δημιουργούσαν έντονα και λυσσαλέα.

Μετά σέρνονταν έξω απ’ τα σκυλίσια τους σπιτάκια,
Και θαύμαζαν τη φεγγαρόλουστη βραδιά. 
Απ’ τη χρυσόξανθη κοτσίδα που περνούσε δίπλα
Γοητεύονταν σαν μικρά παιδιά.

Ονειρεύονταν χουζουρεύοντας για το χρυσό αιώνα,
Έβριζαν τους εκδότες άξεστους και σφιχτούς.
Το συννεφάκι που ‘σβησε θρηνούσαν,
Και έκλαιγαν απ’ τη χαρά βλέποντας τους αετούς.

Έτσι ζούσαν οι ποιητές. Αναγνώστη και φίλε!
Μήπως θαρρείς πως ζούσανε χειρότερα, 
Απ’ τα δικά σου σούρτα-φέρτα τα καθημερινά
Κι απ’ το δικό σου τέλμα μικροαστικό κατώτερα;

Όχι καλέ μου αναγνώστη και κριτικέ τυφλέ!
Έχει ο ποιητής τουλάχιστον τα άδυτα:
Το συννεφάκι, την κοτσίδα, το χρυσό αιώνα, 
Όμως για σένα είν’ ανέφικτα αυτά. 

Είσαι μακάριος με τη γυναίκα σου και το “εγώ” σου,
Με το κουτσουρεμένο νέο σύνταγμα και παλιοκαθεστώς,
Αλλά οι ποιητές έχουν την οικουμενική διψομανία,
Και δεν περιορίζουν την ελευθερία τους τα άρθρα των θεσμών.

Ας τερματίσω τη ζωή μου κάτω απ’ τον φράχτη σαν σκυλί, 
Κι ας με γονάτισε η μοίρα μου στη γη, 
Πιστεύω πως ο Κύριος με σκέπασε με χιόνι, 
Πιστεύω πως ο χιονοστρόβιλος μου έδωσε φιλί.

 ***

Αγαπητή

Αδιάντροπα και συνεχώς να αμαρταίνει, 
Να χάσει το λογαριασμό των ημερών, 
Με το βαρύ κεφάλι από το μεθύσι
Να μπει στο σπίτι του Θεού, τυχόν.

Να σκύβει τρεις φορές την πλάτη, 
Εφτά, να κάνει το σταυρό
Κρυφά το πάτωμα το λερωμένο
Ν’ αγγίξει με το μέτωπο ζεστό. 

Στο δίσκο βάζοντας το γρόσι, 
Νιώθοντας τύψεις κι ενοχή
Ν’ ασπαστεί την εκατόχρονη εικόνα,
Την καταφιλημένη και φτωχή.

Μετά στο μαγαζί του, το ίδιο γρόσι να γυρίσει 
Κάποιον στο λογαριασμό γελώντας, 
Και το σκυλί το πεινασμένο απ’ την πόρτα
Να σπρώχνει με το πόδι, ρεύοντας.

Και κατ’ απ’ το καντήλι, δίπλα στην εικόνα
Να πίνει τσάι, κάνοντας λογαριασμό, 
Μετά να ξεφυλλίζει τα χαρτονομίσματα,
Ανοίγοντας το κοιλαράδικο κομό. 

Και τελικά για το βάρυπνο ξαπλώνει
Πάνω σε κλίνη ποθητή...
Ακόμη και τέτοια, ω! Ρωσία μου, 
Είσαι απ’ όλους τους τόπους πιο αγαπητή.


Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι

 

Καλώ στην απολογία! 

Χτυπάει ασταμάτητα το τύμπανο του πολέμου
Καλεί να μπήγουν σίδερο στους ζωντανούς.
Από τις διάφορες επικράτειες τους πολίτες
σαν σκλάβους πουλημένους
πετούν στην κόψη της λόγχης.
Για τι;
Τρέμει η γη
πεινασμένη,
απογυμνωμένη.
Ζεμάτισαν την ανθρωπότητα στο λουτρώνα αιματηρό
μόνο γιατί
κάποιος επιμένει
να κερδίσει την Αλβανία.
Αρπάχθηκε το μίσος των ανθρώπινων σκυλολογιών αιμόχαρο,
πέφτουν στο σώμα της γης χτυπήματα ανελέητα,
μόνο για να περάσουν
τον Βόσπορο
καράβια κάποια αφορολόγητα.
Σύντομα
η γη
δε θα’ χει άσπαστο πλευρό.
Και την ψυχή θα βγάλουν
με τα χέρια απλωμένα στα δημόσια ταμεία,
μόνο για να
πάρει κάποιος
στα χέρια του
τη Μεσοποταμία.
Εν ονόματι ποιών συμφερόντων
η αρβύλα
τη γη καταπατεί τρίζοντας άγρια;
Τι είναι εκεί στον ουρανό των μαχών;
Ελευθερία;
Θεός;
Δολάριο!
Πότε επιτέλους θα σηκωθείς με όλο σου τ’ ανάστημα
εσύ,
που τη ζωή σου δίνεις ηλίθια;
Πότε θα πετάξεις στα μούτρα τους την ερώτηση
γιατί πολεμάμε, αλήθεια!

 

 ***

Σύννεφο με παντελόνι
ή
ο δέκατος τρίτος απόστολος

Τετράπτυχο

1) Κάτω την αγάπη σας!
2) Κάτω την τέχνη σας!
3) Κάτω το καθεστώς σας!
4) Κάτω την θρησκεία σας!

Πρόλογος

Την σκέψη σας 
την ονειρεύουσα με μαλάκυνση του εγκεφάλου,
σαν πολύσαρκος λακές πάνω στον καναπέ λιγδιασμένο, 
θα ξεσχίσω τις καρδιές σας με δεξιότητα κανιβάλου,
θα σας περιπαίζω, θρασύς και αηδιασμένος.

Η ψυχή μου χωρίς γκρίζα μαλλιά και μπριγιάν,
και δίχως στοργή γεροντική!
Με την ισχύ της φωνής μου κουφαίνω το σύμπαν,
και όμορφος εικοσηδυόχρονος 
βαδίζω με σιγουριά νταηκή.

Εσείς οι τρυφερούλιδες!
Την αγάπη με το βιολί εξηγείτε.
Ο αγενής την ερμηνεύει με νταούλι.
Αλλά τον εαυτό σας να αναποδογυρίζετε, 
όπως εγώ δε μπορείτε, 
για να γίνεστε μόνο χείλη!

Πάρτε μαθήματα!
Από τη θηλυκιά με έξω το «ρωγοβύζι», 
από το άπατο ντεκολτέ,
η οποία τα χείλη ήρεμα ξεφυλλίζει
σαν νοικοκυρά τις σελίδες του τσελεμεντέ.

Θέλετε, 
θα είμαι κρέας σαρκοβόρο,
ή, αλλάζοντας του πάθους την οθόνη,
θέλετε, 
να είμαι τρυφερό δώρο,
όχι άνδρας, αλλά σύννεφο με παντελόνι.

Δε θέλω να πιστέψω πως υπάρχει ασχημία!
Και συνεχίζω να υμνώ με βλασφημία
τους άντρες παραξαπλωμένους σαν νοσοκομείο,
και τις γυναίκες ταλαιπωρημένες σαν παροιμία.


1. Κάτω την αγάπη σας!

Ήταν χωρίς δώρο λοταρία.
Έχει συμβεί, 
έχει συμβεί στην Οδησσό.
«Θα ‘ρθω στις τέσσερεις», είπε η Μαρία1.
Εννέα, 
Δέκα. 
Έντεκα… την ώρα μισώ.

Έφυγε ο παράδεισος
στης νύχτας την ανατριχίλα
από το παράθυρο,
σκυθρωπός, 
δεκάμβριος2.
Πισ’ απ’ την πλάτη μου χαχανίζει η τσατίλα
μακάβρια.

Δε με χωράει κανένας θώκος: 
Μυώδης γίγαντας
στενάζει,
κουβαριάζεται από τον πόνο.
Τι θέλει αυτός ο όγκος;
Μα ο όγκος έχει γεννητώριο ορμογόνο!

Αφού δεν έχει σημασία,
ακόμη κι αν φοράς ράσο,
ή όλη τη ζωή σου κυνηγάς το σαρκίο.
Τη νύχτα θέλεις το κουδούνισμά σου
να κρύβεις στο μαλακό, 
στο γυναικείο.

Εδώ, 
πελώριος, 
καμπουριάζω πάνω στο παράθυρο
και λιώνω το γυαλί με την κουτελάρα μου ζεστούτσικη.
Θα φτιάξουμε αγάπη ή όχι;
Θα είναι 
μεγάλη ή μικρούτσικη;

Απίθανη η μεγάλη για σώμα τέτοιο,
θα είναι μικρή
αφτέρωτη ερωτούλα.
Καλοφτιαγμένη και εμπρηστική αναίτια,
η αυτάρεσκή μου γατούλα.

Ακόμη και πάλι
στον τοίχο κολλημένος,
αγκαλιά με αόρατο σώμα του άχθου, 
περιμένω
ραντισμένος από βροντή του μικροαστικού ρόχθου.

Με το τσεκούρι της, αιμοβόρα,
ψάχνει, 
βρίσκει
τον παθιασμένο!
Έπεσε η ώρα δώδεκα 
σαν απ’ το ικρίωμα το κεφάλι του καταδικασμένου.

Της βροχής οι σταγόνες πάνω στο γυαλί
έρπουν ελικοειδής, 
κάνουν γκριμάτσες ιμιτασιόν
σαν να ωρύονται οι χείμερες
της Παναγίας των Παρισιών.

Καταραμένη! 
Αυτή είσαι; Αχόρταγη και ποζάτη.
Ενώ τρέχει το αίμα μου στο πουθενά,
ακούω, 
σιγά σιγά
σαν ασθενής απ’ το κρεβάτι, 
πηδάει ένα νεύρο,
και να!
πρώτα σεργιάνιζε 
σαν ρεμπελιό,
μετά άρχισε να τρέχει
αναστατωμένο,
ως φασαρίας.
Τώρα εκείνο και άλλα δυο
παραδέρνουν σε ρυθμό τυμπανοκρουσίας.

Πέφτει ο ουρανός πάνω στη γη, βροχή εν είδη.
Τα νεύρα, 
μεγάλα,
μικρά,
δημιουργούν επεισόδια!
καλπάζουν λυσσασμένα,
και είδη,
τους λύνονται τα πόδια!

Η νύχτα τείνετε η απαθής, 
στο δωμάτιο,
από το βούρκο της δε μπορεί ν’ αποτραβιέται το βαρύ μάτι.
Έξαφνα η πόρτα άνοιξε με κλαγγή
σαν να είναι της φυλακής
και δεν θέλει να μπεις.

Μπήκες,
τραχύ σαν το «πάρτε!»,
άχρωμη κολώνα μπετόν αρμέ, 
και είπες 
με ηρεμία στο φόρτε:
«Αύριο υπανδρεύομαι».

«Συγχαρητήρια!», 
πνίγω το ύφος
του πικραμένου.
Βλέπετε, είμαι ήρεμος και μακάριος,
και έχω το σφυγμό 
του πεθαμένου.

Θυμάστε;
Λέγατε:
«Τζακ Λόντον,
λεφτά,
έρωτας, 
πάθος», 
ενώ εγώ έβλεπα,
είσαι η Τζοκόντα,
όμως έκανα 
λάθος.

Ξανά ερωτευμένος θα βγω
και θα ιδρώσω σαν τους θήτες.
Και τι έγινε;
Στο σπίτι που κάηκε,
που και που ζούνε αλήτες! 

Πειράζετε;
Θα πατήσω κάποια ηλικία, 
για ν’ αποκτήσω το δικό σας κεφάλι κλούβιο.
Να θυμάστε!
Χάθηκε η Πομπηία, 
όποτε πείραξαν το Βεζούβιο!

Ε!
Κύριοι! 
Λάτρες
βεβηλώσεων, 
εγκληματιών,
του πολέμου των ανέμων. 
Το πιο τρομερό είδατε;
Είναι το πρόσωπό μου,
όταν
είμαι 
ήρεμο όν.

Και νιώθω πως
το «εγώ»
μεγαλώνει μες στο μυαλό
σιγανά. 
Εμπρός!
Ποιος μιλάει;
Μαμά;
Μαμά!
Ο γιός σου έχει την ωραία ασθένεια!
Μαμά!
Έχει της καρδιά την πυρκαγιά.
Πες’ το στις αδελφές μου
και στην αγαπημένη μου γιαγιά.

Η κάθε λέξη μου
φλογερή νταρντάνα,
στο στόμα-φούρνο, πετάγεται
σαν τσίτσιδη πουτάνα
απ’ το οίκο ανοχής που καίγεται.

Με μάτια και μύτες τους
μυρίστηκαν φωτιά οι χέστες.
Κάλεσαν κάποιους, 
με φόρμες, 
με κράνους!
Όχι με μπότες!
Πέστε στους πυροσβέστες,
στην καρδιά που καίγετε εισχωρούν, 
μόνο οι άνους.

Μόνος μου.
Τα μάτια δακρυσμένα θα γουρλώσω.
Στα πλευρά μου θ’ ακουμπήσω
και προσπαθώ να βγω ενόσω.
Έσπασαν!
Αδύνατον απ’ την καρδιά να ξεπηδήσω!

Στον πρόσωπο που καίγεται, 
απ’ των χειλιών το σκάσιμο,
φιλάκι καρβουνιασμένο πασχίζει να σωθεί.
Μαμά! 
Ο έρωτας είναι τραγούδι κολάσιμο, 
αλλά η καρδιά μου ανθεί!

Φιγούρες λέξεων η φωτιά απανθράκωνε, 
κι απ’ το κρανίο πετάνε 
σαν παιδιά που καίγονταν.
Έτσι ο τρόμος
να πιαστούν απ’ τον ουρανό
σήκωνε 
της «Λουζιτάνιας3 τα χέρια που φλέγονταν.

Τους φοβισμένους ανθρώπους 
στου δωματίου τη σιγή,
στα μάτια κοίταξε.
Ποιητή!
Αυτό που καίγομαι, 
στους αιώνες στέναξε!


2. Κάτω την τέχνη σας!

Δοξάστε με!
Δεν αποδέχομαι αυτό το μπουρντέλο.
Εγώ στα πάντα που έγιναν
βάζω «nihil4».
Ποτέ,
να διαβάζω δεν θέλω.
Με συγχύζουν
απ’ τα βιβλία οι τοίχοι!

Άλλοτε νόμιζα 
αλλοπαρμένος:
Ήρθε ο ποιητής, 
εύκολα άνοιξε το στόμα,
κι αμέσως τραγούδησε ο εμπνευσμένος.
Δεν ήξερα ακόμα, 
ότι πριν βγάζεις από λέξεις μελωδία,
πολύ καιρώ τριγυρνάνε απ’ τη ζύμωση αποχαυνωμένες.
Αργά τσαλαβουτάει στο βόρβορο της καρδιάς
η σαρδέλα της φαντασίας υπνωμένη.

Ως που γρατσουνίζουν το βιολί των ριμών, 
από τους έρωτες και αηδόνια κάτι βρώσιμο,
το πόπολο, ο ένας των άλλον ανατρέφει κλοτσηδόν
με λεξιλόγιο μη αναλώσιμο.

Από τους πύργους της Βαβυλώνας, τις πόλεις
με υπερηφάνεια ανυψώνουμε εδώ κι εκεί, 
η άπλωσή τους στα χωράφια σαν πανώλη,
που θανατώνει 
τη δομή γαλαξιακή.

Ο όχλος τα βάσανά του κουβαλάει,
το ουρλιαχτό στητό από τον φάρυγγα εξέχει.
Κόλλησε εγκάρσια στο λαρύγγι το τραμβάι,
σταμάτησαν taxi, κάρα, δηλαδή το παν που τρέχει.

Της πόλης το στήθος μυριοπατημένο,
έχει τα κόκκινα μάγουλα του φυματικού
και σπρώχνει τα κοκκινόμαυρα αιμοσφαίρια
προς το
στόμα-πλατεία
του μιασματικού,
διώχνοντας της ειρήνης τα περιστέρια.

Θα ‘λεγε κανείς,
ο θεός θυμωμένος 
έρχεται να τιμωρεί, 
ενώ η πλατεία,
«Δικαιοσύνη!» παραληρεί.

Φορτώνεται η πόλη μεγαδυστυχίες και παθηματάκια,
και δε μπορεί να πάρει ανάσα,
ενώ μέσα στο στόμα της
πεθαμένων λέξεων σαπίζουν τα πτωματάκια,
μόνο δυο ζουν παχιές: 
Το «μαλάκα» 
και άλλη μια 
η «μάσα».

Είσαι ποιητής;
Πώς να μη θρηνείς
από την πανούκλα-κακογλωσσιά;
Πώς με δυο τέτοιες να υμνείς
την ομορφιά,
την αγάπη,
και το λουλούδι κάτω από τη δροσιά;

Και πίσω απ’ τους ποιητές
οι άλλοι χριστιανοί:
Φοιτητές,
πόρνες, 
παράγοντες. 
Κύριοι!
Σταματήστε!
Δεν είστε ζητιάνοι.

Είστε μεσάζοντες
μεταξύ του φόβου
κι εκείνους που νταήδες παριστάνονται
και πουλάνε απάτη.
Αυτοί,
που ως τσάμπα προσφορά τσιμπουκόνοντε
σε κάθε διπλό κρεβάτι.

Απ’ αυτούς 
να ζητάμε βοήθεια;
Ναι ικετεύουμε για νέα χαραυγή
και την αγάπη του πλησίον!
Μόνοι μας είμαστε αληθινοί δημιουργοί
μέσα στον παλμό 
των εργοστασίων και εργαστηρίων.

Για μένα η ιστορία
Φάουστ-Μεφιστοφελής,
πάλλεται με πιο χλιαρές νότες!
Εγώ γνωρίζω
πως το καρφί στην μπότα μου
είναι πιο φρικτό παρά η φαντασία του Γκαίτε.

Είμαι 
χρυσόστομος
και η κάθε μου λέξη αηδόνι,
την ψυχή ανανεώνει
και το σώμα το βάρος του χάνει.
Σας λέω:
Του ζωντανού η μικρότερη σκόνη
πιο πολύτιμη απ’ αυτά που κάνω ή είχα κάνει.

Ακούστε! 
Κηρύσσει,
χτυπιώντας και χάνοντας το τιμόνι,
ο σύγχρονος Ζαρατούστρας με λόγο αλλόκοτο!
Εμείς,
με πρόσωπο σαν τσαλακωμένο σεντόνι,
με χείλη κρεμασμένα σαν πολύφωτο.
Εμείς οι δεσμώτες της πόλης-λεπροκομείου,
όπου το μάλαμα και η λάσπη διαβρώνουν τη λέπρα.
Είμαστε παιδιά του βρεφοκομείου
που δε είχε ποτέ σταθμά και μέτρα!

Και αψηφούμε, 
ότι οι Όμηροι και οι Οβίδιοι δεν έχουν
ανθρώπους σαν εμάς
απ’ την καπνιά με βλογιοκομμένα πρόσωπα πληθώρα.
Ξέρω,
οι χίλιοι ήλιοι θα ωχριάσουν όταν προσέχουν 
τον ψυχών μας τα εδάφη χρυσοφόρα!

Οι τένοντες και οι μύες, από τις προσευχές πιο αξιόπιστες.
Εμάς εξυψώνουν οι ανδριάντες.
Εμείς, 
ο καθένας,
κρατάμε στις παλάμες ροζιαστές
των κόσμων τους κινητήριους ιμάντες!

Ανέβαινα στις Γολγοθές των ακροατηρίων
τις Αγίας Πετρούπολης, Μόσχας, Κιέβου, ουχ ήττων5,
μετατρέπονταν σε αίθουσες δικαστηρίων,
και όλοι φώναζαν
«Σταύρωσέ τον!»

Αλλά εγώ 
και αυτούς που 
με προσέβαλλαν τάχατε,
αγαπώ, δεν θεωρώ στίφη. 
Είδατε
πως το σκυλί το χέρι που το χτυπάει γλύφει;

Εγώ
ο περίγελως της σημερινής γενιάς
σαν μεγάλο 
ανέκδοτο αρσίζικο,
βλέπω δεινά (που δεν βλέπει ο ντουνιάς)
με το μάτι τελεσίδικο.

Οι αχόρταγοι κι οι πεινασμένοι έρχονται σε ρήξη
και βουλιάζουν στου κατακλυσμού τη χοάνη,
έρχεται το έτος δεκαέξι,
φορώντας της επανάστασης το ακάνθινο στεφάνι.

Είμαι της επανάστασης ο πρόδρομος,
και με τον πόνο ζευγάρωσα, 
σε κάθε απογείωσης διάδρομο
τον εαυτό μου σταύρωσα.

Μόνο στα όνειρα ένιωσα χαλάρωση, 
έκαψα ψυχές σε βαθμό τέλειον,
είναι πιο δύσκολο από το να κάνεις άλωση
χιλιάδων Βαστίλιων.

Κι όταν 
το χάλι 
θα πατήσει τη σκανδάλη,
εγώ μπροστάρης
παλαβός απ’ την ιδέα,
την ψυχή μου για σας θα ξεριζώσω,
θα ποδοπατήσω
να γίνει μεγάλη,
και ματωμένη θα δώσω σαν σημαία.


3. Κάτω το καθεστώς σας!

Γιατί αυτό, 
και από πού
το φωτεινό ήρθε και ρήμαξε
του μέλλοντος τα ανθοκομεία;!
Και το κεφάλι με απόγνωση έσφιξε
η σκέψη για τρελλοκομεία.

Και σαν κατά
του θωρηκτού ναυάγιο,
απ’ του πνιγμού τους σπασμούς
στου καθέκτη το άνοιγμα,
μέσα στους κοχλασμούς
όρμησε ο Μπουρλιούκ6,
νιώθοντας της θανής το άγγιγμα.

Πρώτα φανερώθηκε 
το ματωμένο κεφάλι του φαρακλό. 
Βγήκε,
σηκώθηκε,
από τον πόνο στρεβλός 
και με την τρυφερότητα αιφνίδια 
στον άνθρωπο παχουλό,
αμήχανα είπε: «Καλώς!»

Κακόκαλο, όταν σου προσφέρουν θολό πιόμα,
και το απολαμβάνεις κατανοώντας, βερμούτ εν.
Καλόκακο, όταν σε ρίχνουν στου ικριώματος το στόμα
και να φωνάζεις
«Πίνετε κακάο Βαν Γκούτεν!7»

Η ζωή είναι 
ένα μικρό 
πηγαδάκι,
απ’ το οποίο
το νερό δεν πίνεται.
Και μέσα απ’ τον τσιγάρων το καπνό
σαν του λικέρ ποτηράκι,
το πρόσωπο του μπεκρού Σεβεριάνιν8 επιμηκύνεται.

Πως τολμάς να λέγεσαι στιχουργός
και ωχρούτσικος τιτιβίζεις σαν ορτύκι.
Σήμερα 
πρέπει
με σιδερογροθιά, σαν χειρουργός
ν’ ανακατεύεις του κρανίου το ξίγκι!

Εσείς,
που ανησυχείτε από σκέψη μοναδική
«κομψά χορεύω;»,
κοιτάξτε πως καλοπερνώ,
είμαι 
ο μαστροπός με το χαμόγελο γλυκύ 
και ο χαρτοκλέφτης που παρακινδυνεύω.

Από σας τους ερωτομουσκεμένους
που έχετε δάκρυα, τσέπη γεμάτη,
θα απομακρυνθώ
και ως μονόκλ τον ήλιο φλογοκαμένο,
θα τοποθετήσω στο ορθάνοιχτο μάτι.

Απίθανα παρδαλοφορεμένος,
θα περπατήσω τη γη
για να αρέσω και να καίω,
και πίσω μου θα σέρνω ηλιοκαμένος
με αλυσιδίτσα τον Ναπολέοντα σαν μοπς φρικαλέο.

Όλοι η γη, γυναίκες πλαγιασμένες,
θα κουνάνε τη σάρκα τους να δίδονται θέλοντας,
περνάω δίπλα από τις στοιβαγμένες, 
νιώθοντας 
λέοντας.

Ξαφνικά 
κάτι πάει σύννεφο 
στον ουρανό,
τα μαύρα νέφη όρμισαν πάνω στα λευκά
και άρχισε ένα τράνταγμα τρανό
σαν να λύνονται προβλήματα καρδιακά.

Το μπουμπουνητό βγήκε αγριωπό,
με ζέση ξεμύξισε
και σαν παιγνιδιάρικο βρέφος
έπαιζε με της φύσης τα κουδούνια.
Και κάποιος
μπερδεύτηκε στα δεσμά των νεφών
και άπλωσε τα χέρια-αστραπές,
στολίζοντας τον ουρανό
με του νεόν 
τις σύντομες αναλαμπές.

Αφελείς! Νομίζετε πως είναι γιορτές,
και οι βροντές
είναι του εντυπωσιασμού τα εφέ;
Αυτό να εξοντώσει τους στασιαστές
έρχεται ο στρατηγός Γκαλιφέ9.

Βγάλτε γλεντζέδες τα χέρια απ’ το παντελόνι!
Πάρτε μαχαίρι, πέτρα ή σφεντόνι,
εάν όμως κάποιος δεν έχει το κουλό του
να ‘ρθει και να μάχεται με το κούτελό του.

Ελάτε ψωμοζήτες, 
λέρες, 
αλήτες
που ζείτε ψυλλιασμένες μέρες.
Ελάτε, 
Τρίτες και Δευτέρες
να σας κάνουμε γιορτινές, με αίμα να βάψουμε,
για να θυμηθεί υπό την απειλή η γη διεφθαρμένη
πόσους σακάτεψε!
Η Γη
χοντρή σαν ερωμένη
την οποία ο Ρότσιλντ βάτεψε.

Να κυματίζουν οι σημαίες μέσα στο τουφεκίδι,
όπως σε κάθε γιόρτασμα αληθινό,
ψηλά σηκώστε φανοστάτες ως στολίδι,
των λεφτάδων το σφαχτό χοιρινό.

Τα νύχια μου έξυνα για καβγά,
έφτανα στην καρδιά με την πινέζα
και με τα δόντια έσφαζα κορμί.
Στον ουρανό κόκκινο σαν Μαρσεγιέζα
μες στα σπασίματα ψοφούσε η παρακμή.

Είναι η φαντασία μου τρελή,
τίποτα δε θα γίνει!
Θα ‘ρθει η νύχτα
και θα διώξει
τα όνειρά μας κλοτσηδόν.
Βλέπετε, ο ουρανός
φέρνει ειρήνη με την κινίνη
και χούφτα ραντισμένων με προδοσία αστεριών!

Ήρθε η άφεγγη.
Σαν τον Μαμάϊ10 έβαλε το πισινό
πάνω στο σβέρκο των πόλεων.
Αυτή η νύχτα έχει βλέμμα αλγεινό,
και είναι μαύρη σαν τον Αζέφ11, το τέρας αποφόλιον.

Μαζεύομαι, ριγμένος στης ταβέρνας τις γωνιές,
με το κρασί περιχύνω την ψυχή και το τραπεζομάντηλο,
και βλέπω 
στη γωνιά, της Θεοτόκου μάτια-διακονιές,
την καρδιά μου ακουμπάνε από το ασημοκάντηλο.

Τζάμπα χαρίζεις φως απ’ το αχνάρι πασσαλειμμένο
στου καπηλειού τους θαμώνες που δε σε εκτιμάνε.
Δε βλέπεις,
αντί του γιού σου
καταφτυμένου,
τον Βάραβα προτιμάνε;

Μήπως μέσα στο πλήθος άμορφο
είμαι ο μόνος ελεύθερος υπό όρους.
Εγώ, 
είμαι ίσως 
ο πιο όμορφος
από τους γιους σου όλους.

Δώσε τους κάτι, 
για να έχουν κάτι κι αυτοί να δώσουν,
ας είναι και κάποια βίτσια,
και να γίνουν τα παιδιά, όταν θα μεγαλώσουν:
Τα αγόρια πατέρες,
και έγκυες τα κορίτσια.

Τους νεογεννημένους άφησε να αποκτήσουν
τα άσπρα μαλλιά των προβλημάτων,
και θα ‘ρθουν αυτοί 
για να βαφτίσουν,
με ονόματα των δικών μου ποιημάτων.

Εγώ που εξυμνώ το ατελή και το τέλειο,
πότε ταπεινός και πότε ασύστολος,
είμαι στης αληθινής ζωής το ευαγγέλιο
ο δέκατος τρίτος απόστολος.

Κι όταν η φωνή μου χυδαία, 
αλλά δροσίζει,
κι όταν καθημερινά
δέχομαι του όχλου το ανάθεμα,
ίσως ο Ιησούς Χριστός μυρίζει
της ψυχής μου τα χρυσάνθεμα. 


4. Κάτω την θρησκεία σας!

Μαρία! Μαρία! Μαρία!
Ελευθέρωσέ με Μαρία!
Δεν μπορώ πάνω στον δρόμο!
Δεν θέλεις;
Τι περιμένεις;
Να ‘ρθω με μάγουλα βαθουλωμένα,
εκείνος που τον γεύτηκαν πολλές
άνοστος,
και ως φαφούτης,
να μουρμουρίζω ευτυχισμένα, 
ότι τώρα είμαι 
«πολύ γνωστός»;

Μαρία, 
βλέπεις
πως καμπουριάζω;
Οι άνθρωποι στους δρόμους:
Το λίπος εισδύει 
από τις τετραώροφες βρογχοκήλες,
καρφώνουν πάνω μου 
τα μικρά μάτια του κοπαδιού,
φθονούν τα αρώματα-βαρβατίλες,
ας είναι 
και μπαγιάτικο μπουρέκι
του χθεσινού χαδιού.

Ο δρόλαπας χύνει πάνω στην πόλη,
είναι ο επιβήτορας της Γης και ο γόης,
και η γονιμοποίηση 
οργιάζει
στο περιβόλι,
και στάζει το υγρό
απ’ τα χαμηλωμένα μάτια 
της υδρορροής.

Μαρία!
Πως στα λιπαρά αφτιά τους να χώνεις ένα αθόρυβο λόγο;
Το πουλί
διακονεύει με το κελάηδημα, 
τραγουδάει 
πεινασμένο, όμως ηχηρά,
αλλά εγώ, 
άνθρωπος απλός που ζω
δίπλα στης πόλης βρώμικης τον λόφο-οίδημα.
Μαρία, θέλεις να σφίξω 
με της γροθιάς τη σύσπαση
το λαρύγγι μου σκληρά;

Μαρία!
Αγριεύουν των οδών οι πάροδοι
και συχνάζουν εκεί οι πομπές με κασέλα.
Άνοιξε! 
Πονάω!
Βλέπεις καρφωμένες στα μάτια καρφίτσες
απ’ τα γυναικεία καπέλα.

Μου άνοιξες! Ευχαριστώ!
Κορίτσι μου!
Μη φοβάσαι
της πάνω στον σβέρκο μου καλλονές,
είναι γυναίκες της επιβίωσης και όχι του μύθους,
εδώ μες στη ζωή μου σέρνω
αγάπες χίλιες μεγάλες και αγνές
κι εκατομμύρια μικρούς και βρώμικους πόθους.

Μη φοβάσαι,
πως ξανά,
στης αγάπης την κακοκαιρία
θα φιλάω χίλια χείλη γυναικών
«που αγαπάνε τον Μαγιακόφσκι»,
μα αυτές είναι δυναστεία, 
(στην καρδιά του ερωτόληπτου), ανεβασμένων βασιλισσών.

Μαρία, έλα κοντά μου! 
Μέσα στη γύμνια της αδιαντροπιάς
και του φόβου την τρεμούλα,
δώσε μου των χειλιών σου την ανθηρή γοητεία.
Με χάδια να αντικαταστήσεις τη φωνούλα,
και να γευτούμε 
ακόμη και την ασιτία.

Μαρία! 
Ο ποιητής με σονέτα υμνεί την Τιανή12,
ενώ εγώ είμαι
φτιαγμένος απ’ το κρέας,
και είναι φυσικό το δικό μου το ενδιαφέρον,
απλά το κορμί σου ζητάω,
όπως ζητάνε οι χριστιανοί:
«…τον επιούσιον
δος ημίν σήμερον».

Μαρία, έλα!
Μαρία!
Φοβάμαι ότι το όνομά σου θα ξεχάσω, 
όπως ο ποιητής φοβάται να ξεχάσει
κάποια,
μέσα στα βάσανα της νύχτας, γεννημένη λέξη
με την μεγαλοσύνη της ισάξια με τον Θεό.
Το κορμάκι σου
θα το φυλάω και θα το αγαπάω,
όπως απ’ τον πόλεμο ακρωτηριασμένος στρατιώτης,
άχρηστος, 
κανενός,
φυλάει το πόδι του μοναδικό.

Μαρία, 
δεν θέλεις; 
Δεν θέλεις!
Αυτό σημαίνει πως ξανά, 
σκοτεινιά 
και με το κεφάλι σκυμμένο
την καρδιά μου 
μέσα στα δάκρυα βουτάω.
Σαν σκυλί, το πόδι απ’ το τρένο πατημένο 
στο σπιτάκι μου 
κουβαλάω.

Με τις καρδιάς μου το αίμα 
λουλούδια ποτίζω.
Ευωδιάζουν, αλλά γεμάτα αγκάθια.
Αναρωτιέμαι, 
γιατί ζω;
Γιατί εκπέμπω ηδυπάθεια;
Και όταν σύμφωνα με της ζωής τον νόμο
θα πλησιάζει η κακή ημέρα,
εκατομμύρια τριχοειδών αγγείων θα στρώσουν τον δρόμο
προς το σπίτι του Πατέρα.

Θα βγαίνω
βρώμικος από κάποιο υπόγειο,
μαζί με κάποια εταίρα
και θα του πω:
Πατέρα, είσαι της αδιαφορίας 
το τέρας.

Δεν βαρέθηκες
εκεί στων σύννεφων το κισέλι
να βουτάς τα πρησμένα σου μάτια 
στο ζελέ του Καλού;
Έλα να κάνουμε καρουσέλι 
πάνω στο δέντρο του Κακού!

Εσύ ο Πανταχού Παρών, θα είσαι μέσα σε κάθε ντουλάπα,
με τα καλύτερα κρασιά θα ξεχάσουμε
…αυτό… του μέτρου, 
για να αλλάξουμε την μάπα
του σκυθρωπού απόστολου Πέτρου.

Ενώ μες στο παράδεισο ξανά θα φέρουμε τις Εύες.
Διέταξε!
και σήμερα το βράδυ,
απ’ τις πλατείες, τις ομορφότερες… κόβω τις φλέβες!
θα φέρνω για χάδι.

Θέλεις; 
Δεν θέλεις;!
Παραμένεις κορδωτός,
σκέψου καλύτερα, άφησε το ινάτι.
Νομίζεις, 
αυτός που είναι πίσω σου, ο φτερωτός
για την αγάπη γνωρίζει κάτι;

Κι εγώ κάποτε ήμουν άγγελος-άγιος,
σαν γλυκούλη αρνάκι έριχνα τις ματιές,
και ήμουν μέχρι την αφέλεια πάγιος
έως που γνώρισα του έρωτα τις λαβωματιές.

Παντοδύναμε! 
επινόησες δυο χέρια δραστήρια,
έκανες ο καθένας να έχει κεφάλι,
γιατί δεν σκέφτηκες
να γίνονται όλα χωρίς μαρτύριο:
φιλιά, αγκαλιά και … σκανδάλη;!

Νόμιζα είσαι σοφό και υπέρτατο όν,
αλλά είσαι ένα ημιμαθή «αστέρι».
Βλέπεις σκύβω,
κι απ’ το λαιμό της μπότας 
βγάζω το δίκοπο μαχαίρι.

Φτερωτοί αλήτες!
Βολευτήκατε κατ’ απ’ του παραδείσου τον γείσο,
σας άφησαν λάσκα!
Εγώ εσάς που αναδίδετε λιβάνι, θα σχίσω
απ’ εδώ μέχρι την Αλάσκα!

Αφήστε με!
Αδύνατον να με σταματήσετε.
Έχω ικανότητες να εκτιμήσω
της Δημιουργίας το ποιόν,
και δε μπορώ να κρύψω τν οργή.
Κοιτάξτε! 
Αποκεφάλισαν το φως των αστεριών
και τον ουρανό μάτωσαν με σφαγή!

Εσείς!
Του ουρανού,
που κρύβεστε μέσα στης ευτυχίας τη θαλάμη.
Έρχομαι εκεί, 
βαθμηδόν.
Ενώ ο γαλαξίας κοιμάται,
θέτοντας πάνω στην παλάμη
το τεράστιο αφτί των αστερισμών.


1914 – 1915


Υποσημειώσεις


1.Μαρία Αλεξάντροβνα Ντενίσοβα – Το πρότυπο της ηρωίδας του «Σύννεφου με παντελόνι».
2.Δεκάμβριος – Ο μεταφραστής και άλλες φορές ακολουθεί την τεχνοτροπία του Μαγιακόφσκι ο οποίος πολύ συχνά μετατρέπει ουσιαστικά, ονόματα, επίθετα σε ρήματα. Εδώ κάνει το ουσιαστικό επίθετο, δηλαδή «κρύος», και το κάνει ρίμα με τη λέξη «μακάβριος».

3.Λουζιτάνια – Στις 7 Μάιου 1915, γερμανικό υποβρύχιο τορπίλισε το υπερωκεάνιο «Λουζιτάνια», που κάηκε στην ανοιχτή θάλασσα με όλους τους επιβάτες του. Ήταν μια από τις αφορμές για τη συμμετοχή των Η.Π.Α στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. 
4.nichil – τίποτα (λατ.)
5.ουχ ήττων – εν τούτοις, όμως

6.Μπουρλιούκ Νταβίντ Νταβίντοβιτς (1882-1967) – Ζωγράφος, ποιητής, εκπρόσωπος του «αριστερού» μοντερνισμού, από τους ηγέτες του ρωσικού φουτουρισμού. Λέει γι' αυτόν ο Μαγιακόφσκι: «Με παντοτινή αγάπη σκέφτομαι τον Νταβίντ. Θαυμάσιος φίλος. Ο μοναδικός μου δάσκαλος. Ο Μπουρλιούκ μ' έκανε ποιητή. Μου διάβαζε Γάλλους και Γερμανούς. Με γέμιζε βιβλία. Περπατούσε και μιλούσε δίχως τελειωμό. Δε μ' άφηνε ούτε βήμα. Μου έδινε κάθε μέρα 50 καπίκια. Για να γράφω χωρίς να πεινώ».

7.Πίνετε κακάο Βαν-Γκούτεν! – Γεγονός, από τις εφημερίδες της εποχής: Ένας μελλοθάνατος συμφώνησε να φωνάξει πριν τον εκτελέσουν αυτά τα λόγια, επειδή η φίρμα αυτή είχε υποσχεθεί μεγάλη αμοιβή στην οικογένεια του.

8.Σεβεριάνιν Ίγκορ – Ρώσος ποιητής (1887-1941) ιδρυτής του Εγώ-φουτουρισμού το 1911 με την έκδοση ενός μικρού φυλλαδίου με τίτλο «Πρόλογος» (Εγώ-φουτουρισμός).

9.Γκαλιφέ – Ο γάλλος στρατηγός που έπνιξε στο αίμα τους επαναστάτες της Κομμούνας του Παρισιού. 

10.Σαν τον Μαμάϊ έβαλε το πισινό – Στρατιωτικός αρχηγός της Χρυσής Ορδής των Ταταρο-Μογγόλων, που έκαναν καταστρεπτικές επιδρομές στη Ρωσία. Στην πραγματικότητα, κάθοντας στα σανίδια τοποθετημένα πάνω στα σόματα των νικημένων γλεντούσαν όχι ο Μαμάϊ, αλλά οι στρατηλάτες του Τσενγκίς Χαν μετά από τη μάχη στην πόλη Κάλκα το 1223.

11.Άζεφ (1869-1918) – Προβοκάτορας από τους καθοδηγητές του κόμματος των Εσέρων (Σοσιαλεπαναστατών). Το 1908 ξεσκεπάστηκε το πραγματικό του πρόσωπο σαν μυστικός πράκτορας της Οχράνας (μυστική αστυνομία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας) και καταδικάστηκε σε θάνατο από την Κ.Ε του κόμματος αυτού, αλλά διέφυγε τότε το θάνατο. Πρόλαβε να παραδώσει στο θάνατο και στα κάτεργα εκατοντάδες αγωνιστές. Το όνομά του έγινε συνώνυμο της προδοσίας και του χαφιεδισμού.

12.Τιανή – γυναικείο όνομα από το ποίημα του Ίγκορ Σεβεριάνιν

 

 


Ιβάν Μπούνιν

 

Μέσα στα στάχυα... 

Αγριολούλουδα, οι μέλισσες, τα χόρτα και τα στάχυα
Γαλάζιος ουρανός και ζέστη εύκρατη, μεσημβρινή...
Θα έρθει ο καιρός κι ο Πλάστης θα ρωτήσει:
“Ήσουν ευτυχισμένος στη γήινη ζωή;”

Θα λησμονήσω όλα• θα θυμηθώ μόνο εκείνα:
Τα στενά μονοπάτια μέσα στα στάχυα και λουλούδια θεϊκά,
Και απ’ τα δάκρυα της συγκίνησης δε θα μπορώ ν’ απαντήσω,
Μόνο θα πέσω ευσεβής στα πόδια Του τα σπλαχνικά.


Μαρίνα Τσβετάγεβα

 

Μ’ αρέσει...

Μ’ αρέσει ότι δεν έχετε κρυφαρρώστια για μένα.
Μ’ αρέσει ότι δεν έχω κρυφαρρώστια για σας.
Ότι ποτέ η γη, και είναι δεδομένο,
Δε θα διαφεύγει κάτω απ’ τα πόδια μας.
Μ’ αρέσει που μπορώ να παριστάνω τη γελοία, 
Την ανυπάκουη, και να σκορπίζω την επιείκεια.
Να μην τα χάσω απ’ τη σύγχυση, η οποία
Έρχεται από το ελαφρό άγγιγμα με τα μανίκια.

Μ’ αρέσει μερικές φορές, όταν μπροστά μου 
Ατάραχος σφιχταγκαλιάζεστε, με κάποια άλλη
Και δεν προβλέπεται ότι νεκρή θα πέσω χάμου
Αφού φιλώ όχι εσάς, μα κάποιον άλλο.
Ότι το όνομά μου δε θα προκαλεί σε σας οργή
Ούτε θ’ ακούτε το μέσα στα υμνολόγια, 
Ότι ποτέ στης εκκλησίας τη σιγή,
Δεν πρόκειται για μας να ψάλλουν “αλληλούια”.

Ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς:
Για τη γαλήνη μου που απ’ το πάθος απειλείται, 
Για τις αξέχαστες βραδιές της μοναξιάς,
Και τη φροντίδα σας να μη με ενοχλείτε.
Για τις συνομιλίες μας που δε θ’ αφήσουν μεγαλεία περασμένα, 
Για τη λιακάδα, όχι πάν’ απ’ τα κεφάλια μας.
Γιατί δεν είσαστε κρυφάρρωστος — αλίμονο! — για μένα, 
Γιατί δεν είμ’ εγώ κρυφάρρωστη — αλίμονο! — για σας.

 ***

Επιπολαιότητα 

Επιπολαιότητα! – Χαριτωμένη αμαρτία,
Χαριτωμένη συνοδός, πολέμια μου γοητευτική!
Στα μάτια μου έριξες απιστία,
Και στις φλέβες μου μανία σαγηνευτική.

Με έμαθες να σεργιανίσω πάνω στου δεσμού το τέλμα,
Με όποιον και να στεφανώνει η ζωή!
Ν’ αρχίσω, όπως τύχει, απ’ το τέρμα, 
Και να σταματήσω πριν την αρχή.

Να είμαι και σαν βλαστάρι και σαν ατσάλι, 
Στη ζωή γεμάτη κίνδυνους τραυματικούς, 
Με σοκολάτα να γιατρέψω της θλίψης το χάλι, 
Και να γελάω, κατά πρόσωπο, στους περαστικούς!

 ***

Εφημερίδων αναγνώστες

Σέρνεται το φίδι υπόγειο,
Κουβαλάει κοσμάκη προς το ισόγειο.
Κι ο καθένας με το δικό του φύλλο, 
Δηλαδή εφημερίδα-ψύλλο.
Αντανακλαστικό εξάρτησης μηρυκασμού.
Κοινωνικής γνώμης διαγνώστες.
Αναμασητές τετριμμένων ιδεών,
Εφημερίδων αναγνώστες.

Ποιοι είναι η διαβαστές;
Άνδρες; Γυναίκες; Εχθροί ή φίλοι;
Δίχως πρόσωπα οπτασιαστές, 
Τα πρόσωπα – εφημερίδες φύλλα!
Τα οποία φοράει όλοι η χώρα.
Από το κούτελο έως τον αφαλό.
Πέταξέ τα, δεσποινίς! Τώρα!
Θα γεννάς όντα 
χωρίς μυαλό.

Φούσκω – «με την αδελφή του ζει»,
Νουν – «σκότωσε πατέρα» – 
Φουσκώνουν ματαιότητα πεζή,
Αντλούν τη λέρα.

Απαρατήρητη γι’ αυτούς η εναλλαγή:
Δύση – αυγή. 
Του κενού καταναλωτές,
Των εφημερίδων αγοραστές.

Τύπος του τύπου: σακατιλίκι,
Γαζέτα κρατάς: δυσωδία.
Ό, τι στήλη: φρίκη, 
Ό, τι παράγραφος: αηδία.

Την Ημέρα Κρίσεως θα παρουσιαστείτε με τι;
Εσείς οι ψευδοπαντογνώστες:
Αρπαχτές του κατιτί, 
Εφημερίδων αναγνώστες.

Τεμπέλιαζε! Έκλεβε! Αναμορφωτήριο!
Του τύπου το μίασμα με πεδούκλα.
Του Γουτεμβέργιου το πιεστήριο
Γεννάει και πανούκλα!

Καλύτερα στο νεκροτομείο,
Παρά στο πυορροών νοσοκομείο.
Τους ξύστες των εφελκίδων, 
Τους νεκρόφιλους των εφημερίδων.

Των νέων ψυχών διαρρήκτες,
Της ασχήμιας καλλιγράφοι, 
Αιμομίκτες
Δημοσιογράφοι!

Αυτά είναι τα αισθήματά μου.
(Ίσως και πιο σκληρά)
Παρά σε τούτα τα κουπλέ αιχμηρά,
Όταν κρατώντας τα ποιήματά μου

Στέκομαι μπροστά σε φάτσα – κουλούρι,
Που εν-Κενού το τέρας.
Δηλαδή, απρόσωπη μούρη
Του αρχισυντάκτη 
της έντυπης λέρας. 

15 Νοέμβρη 1935

P.S. (απ' τον μεταφραστή)
Ευτυχώς αυτοκτόνησα το σαράντα δύο, 
Γιατί η μόλυνση διαδόθηκε με γοργάδα
Και η ψύχο-φθορά τιμήθηκε με βραβεία,
Θεωρήθηκε πως είναι επικερδή η ζαλάδα.

Μετά ήρθε η ελεύθερη τηλεόραση, η εστέτ, 
Ίσως η πιο αλυσοδεμένη.
Έγκαιρα επινοήθηκε το Internet,
Αλλά και εκεί ακόμα τα γράφουν οι μολυσμένοι.

4 Οκτωβρίου 2012

 ***

Έπαινος στους πλούσιους

Γι’ αυτό ειδοποιώ εκ των προτέρων, 
Ότι μεταξύ εμού και σού – διάστημα!
Ότι τον εαυτό μου κατατάσσω στους φουκαράδες, 
Και κατέχω της τιμιότητας το ανάστημα.

Κατ’ απ’ τις ρόδες όλες οι υπερβολές:
Τεράτων, σακάτηδων, καμπούριδων – τους εκούσιους, 
Και γι’ αυτό από την στέγη του καμπαναριού
Ανακοινώνω: αγαπώ τους πλούσιους!

Για τη ρίζα τους σάπια και κακοήθεια, 
Υπό του χρήματος τη σκέπη, 
Για την αμήχανη συνήθεια
Απ’ την τσέπη ξανά στην τσέπη.

Για τη σιγανή παράκληση, 
Που εκλαμβάνεται ως ηχηρή βρισιά.
Για την εξουσία που είναι η πεποίθηση,
Γι’ αυτό που για τους άλλους χτίζουν εκκλησιά.

Για τα μυστικά τους που προβάλλονται!
Για τα πάθη τους – μετρητά!
Για τις νύχτες που επιβάλλονται,
(Τα φιλιά που αποσπάνε, είναι προσποιητά!)

Και γι’ αυτό που με λογαριασμούς και την ανία, 
Μες στους χρυσούς και χασμουρητούς περίσσιους, 
Εμένα, τον θρασύ δε θ’ αγοράσουν, 
Επαναλαμβάνω: αγαπώ τους πλούσιους!

Και ακόμη, παρά την ξυρισματότητα,
Χορτασμότητα, ποιοτότητα – συνήθεια γενετήσια, 
Για κάτι σαν – έξαφνα – ξυλοδαρμότητα, 
Για κάτι σαν ματιά σκυλίσια.

Ο αμφιβάλλων … γενικά,
δεν είναι, 
σαν άξονας για τα μηδενικά;
Γι’ αυτό, μεταξύ τις άλλες κολασμότητες
Δεν υπάρχει πιο ορφάνια μες στις ορφανότητες!

Ποτέ δεν δίνει την εντύπωση φευγάτου, 
Αποφασιστικά γυρίζει τα οπίσθια.
…Για τα μάτια τους έκπληκτα μέχρι θανάτου, 
Που αναζητά συγχώρεση, όταν πνέει τα λοίσθια.

Γι’ αυτό το σιγανό επιθανάτιο, 
Που με το βίο τους τους εναρμονίζει:
«Εγώ… φασούλι το φασούλι γεμίζει...»
Για τα όνειρά τους με τόπους παραδείσιους, 
Ορκίζομαι: αγαπώ τους περιούσιους!

***

Μέσα στα μάτια με κοιτούσες χθες, 
Και σήμερα κρυφοκοιτάς τις άλλες!
Χθες μέχρι το πρωί μαζί, 
Τώρα δεν έχεις χρόνο για αγκάλες!

Ναι, είμαι ανόητη! Εσύ λογικός.
Ίσως, από την αγάπη μου, κάτι παράκανα.
Ω! κραυγή γυναικών όλων των εποχών:
«Καλέ μου! Τι σου έκανα;»

Τα δάκρυα της νερό και αίμα,
Και το νερό με αίμα, με δάκρυα νίφτηκε!
Όχι μητέρα, αλλά μητρυιά η Αγάπη:
Μέσα στην αγκαλιά της κρύφτηκε.

Αρπάζουν τους αγαπημένους μας τα πλοία, 
Τους απαγάγουν δρόμοι – δρέπανα.
Κ’ ο στεναγμός ακούγετε σ’ όλη τη γη:
«Καλέ μου! Τι σου έκανα;»

Μέσα στα χέρια δυνατά δεν έπαιρνα ανάσα:
Αχόρταγη του έρωτα λιχουδιάρα!
Σε μια κακή στιγμή τα χέρια του χαλάρωσαν
Και έπεσε η ζωή σαν τελευταία πεντάρα.

Φονεύσαμε το αγγελούδι φτερωτό
Με δόρυ δίκαννο. 
Ακόμη και στην κόλαση θα ερωτώ:
«Καλέ μου! Τι σου έκανα;»

Θα ρωτήσω την καρέκλα, το κρεβάτι:
«Γιατί τα βάσανα την ψυχή μου δένε;»
«Έπαψες ν’ αγαπάς! Να σταυρώσεις;»
«Τις άλλες θ’ αγαπά», μου λένε.

Γνώρισα του πάθους τη φλόγα,
Τώρα, το θάνατο αργό!
Αυτό μου έκανες εσύ καλέ μου. 
Μα, τι σου έκανα εγώ;

Ξύπνησα και τα μάτια μου άνοιξα.
Ήδη δεν είμαι ερωμένη!
Όπου στραβοπατάει η Αγάπη, 
Εκεί η θανή - ειμαρμένη.

Τη γεύση της αγάπης πίκρανες εσύ,
Εγώ τη ζωή σου γλύκανα.
«Συγχώρα με, συγχώρα με,
Καλέ μου! Τι σου έκανα!

***

 Στον περαστικό από το νεκροταφείο μου

Περαστικέ, μην προσπερνάς,
Με μάτια προσηλωμένα κάτω.
Σαν το έδαφος να ερευνάς. 
Στάσου! Μην κάνεις τον φευγάτο!

Να δεις του επιτάφιου τη ρουτίνα, 
Που λέει ότι είμαι παρών, 
Ότι με έλεγαν Μαρίνα
Και πόσο ήμουνα χρονών.

Μην σκέφτεσαι πως είναι τάφος
Από που δεν πρόκειται να βγω κατοπινά
Και χαμογέλασε αφού δεν είσαι μονάχος,
Να μην πονώ όταν δεν κάνει να…

Στο πρόσωπο χυνοτανε το αίμα
Και τα μαλλιά μου ήτανε σγουρά,
Ήμουν υψηλή και μακρολαίμα.
Περαστικέ! Κόψε τη φορά!

Μην νιώθεις άβουλα, 
Πις’ απ’ του τάφου μου τη σκιά
Θα βρεις μια άγρια φράουλα, 
Είναι μεγάλη και γλυκιά.

Μόνο μη στέκεσαι θλιμμένα, 
Την διάθεσή σου μην χαλνάς.
Εύκολα σκέψου για μένα, 
Εύκολα εμένα να ξεχνάς.

Ο ήλιος σε χρυσοστολίζει, 
Είσαι της χαράς μου η πυγή…
Μη σε συγχύζει η φωνή μου, 
Που έρχεται από τη γη.


Σεργκέι Γεσένιν 

Ο ποιητής

Είναι χλωμός, τρέχει ο λογισμός μέσα σε μονοπάτια σκοτεινά,
Και στην ψυχή του κατοικούν οι οπτασίες. 
Απ’ τα χτυπήματα της μίζερης ζωής ο θώρακας μπηγμένος μέσα,
Και τα βαθουλωμένα μάγουλά του ήπιαν οι αμφιβολίες.
Σε τούφες ανακατωμένα τα μαλλιά του,
Το μέτωπο ψηλό ρυτιδωμένο
Αλλά η ολοκάθαρη, η αληθινή ομορφιά
Λάμπει στα όνειρα του σηγκεχυμένα.
Κάθεται στην στενόχωρη σοφίτα,
Μικρό κερί το στοχασμό του αναφλέγει,
Και το μολύβι αμβλικόρυφο στο χέρι του,
Τις μυστικές κουβέντες του μαζί του ξαναλέγει.
Γράφει το άσμα των θλιβερών συλλογισμών,
Του κόσμου τις καρδιές το χτύπημα και τη λαχτάρα,
Κι αυτούς τους ήχους , της ψυχής το βουητό, 
Θα πάει στον εκδότη για δεκάρα. 

***

Δε μετανιώνω, δε φωνάζω, μόνο κλαίω,
Με λιώνει σαν τη καταχνιά ο χρόνος δολερός.
Της μάρανσης το χρώμα μοιραίο,
Δε θα είμαι ξανά νεαρός.

Δε θα χτυπάς με το ρυθμό παλιό, 
Καρδιά μου που την άγγιξε το κρύο, 
Και στον παράδεισό μου, στο χωριό
Ξυπόλητος θα τραγουδήσω ελεγείο.

Πνεύμα αλήτικο! Τα τελευταία πολύ σπάνια,
Φουντώνεις τη φωτιά των χειλιών.
Ω! Χαμένη μου φρεσκάδα-παράνοια,
Πλημμύρα αισθημάτων, παραφορά ματιών.

Έγινα πιο φειδωλός σ’ επιθυμίες, 
Δεν είναι δική μου αυτή η ζωή!
Λείπουν οι θύελλες και ανιαρές οι νηνεμίες,
Η μέρα δίχως το πολυυποσχόμενο πρωί.

Είμαστε όλοι στον κόσμο αυτό φθαρτοί, 
Κι από τα δέντρα, με τα φύλλα φεύγει η ψυχή…
Να ‘ναι πάντα αυτή η φορά σεβαστή,
Που είχαμε την ύπαρξη και την αποχή.

 ***

Αν και δε μ’ αγαπάς, μαζί μου ενώνεσαι,
Με τα μάτια κλειστά απ’ το πάθος. 
Στους ώμους μου τα χέρια κατεβάζοντας,
Απ’ τα λαβώματα της ηδονής κραυγάζοντας.

Των βάσανων γλυκών η στέρνα άδειασε,
Μαζί περάσαμε του έρωτα την πύλη.
Πες μου σε πόσους χάρισες τα χάδια σου;
Πόσα χέρια θυμάσαι; Πόσα χείλη;

Γνωρίζω, όλοι πέρασαν σαν σώματα,
Χωρίς ν’ αγγίξουν την καρδιά σου. 
Σε πολλών έχεις καθίσει γόνατα, 
Που είχαν αγοράσει τη βραδιά σου.

Μου χαρίζεις ένα ψεύτικο φιλάκι, 
Έχεις και εσύ κάποιο όνειρο κρυφό, 
Αλλά κι εγώ σε αγαπώ ίσως λιγάκι, 
Κολυμπώντας στο παρελθόν λατρευτό.

Η φλόγα που γνωρίσαμε δεν είναι μοιραία,
Εύκολος ο ευέξαπτος δεσμός,
Όπως η αντάμωση μας ήταν τυχαία, 
Έτσι, με ήρεμο χαμόγελο, θα γίνει και ο χωρισμός.

Κι εσύ θα πάρεις το δικό σου δρόμο,
Να σκορπίζεις τις άχαρες ημέρες,
Μην αγγίζεις μόνο τους αγνούς,
Αυτούς που ακόμη δε φορέσανε βέρες.

Κι όταν με άλλον, από την συνοικία μου,
Θα περάσεις, φλυαρώντας ζωντανά.
Ίσως κι εγώ θα βγαίνω έξω,
Και τυχαία θα ιδωθούμε ξανά.

Όταν πλησίασα σταμάτησαν τα λόγια του αέρα, 
Με χαμόγελο κοιταχτήκαμε εμείς, 
Μου είπες σιγανά: «Καλησπέρα…»,
Κι απάντησα: «Καλησπέρα δεσποινίς».

Τίποτα δε μπορεί ν’ αγγίξει την ψυχή, 
Ποτέ θα την πιάσει το ρίγος,
Εκείνος που πήρε της Αγάπης την ευχή, 
Μια φορά θα νιώσει το μοναδικό της σφρίγος.


Ευγένι Γευτουσένκο 

Όμως υπάρχει...

Εύκολα βρίσκεις ένα χέρι γυναικείο,
που είναι ανάλαφρο και δροσερό,
με λίγη τρυφερότητα και συμπόνια
σε κάνει να ξεχάσεις κάτι θλιβερό.

Εύκολα βρίσκεται κανένας γυναικείος ώμος,
για ν’ αναπνεύσεις με τη ζεστασιά,
και ακουμπώντας πάνω του το άσωτο κεφάλι σου
να πέσεις σε βαθιά λησμονησιά.

Εύκολα βρίσκεις γυναικεία μάτια
να καταπνίγουν όλο τον καημό
κι αν όχι όλο, ίσως ένα μέρος,
να δουν το βάσανό σου το καθημερινό.

Όμως υπάρχει τέτοιο χέρι γυναικείο,
που είναι ιδιαίτερα γλυκό
όταν το πονεμένο σου μέτωπο αγγίζει
σαν μοίρα, με πεπρωμένο τραγικό.

Όμως υπάρχει τέτοιος γυναικείος ώμος
μα είναι ανεξήγητο γιατί,
ενώ για πάντα σου ανήκει, όχι για μια νύχτα,
και το ’χεις προ πολλού αυτό δεχτεί.

Όμως υπάρχουν τέτοια γυναικεία μάτια,
που σε κοιτάζουν πάντα μελαγχολικά
και νιώθεις ότι μέχρι τη στερνή σου μέρα
είναι αληθινής αγάπης σημάδια φανερά.

Αλλά εσύ δε σταματάς να ψευτοζείς
και δε σου αρκεί μονάχα αυτό το χέρι
αυτός ο ώμος και τα λυπημένα μάτια,
πισώπλατα καρφώνεις της απάτης το μαχαίρι.

Και να! ήρθε η νέμεση σκληρή:
Προδότη ! η βροχή ραγδαία σε χτυπά,
Προδότη ! στο πρόσωπο βιτσίζουν τα κλαδιά,
Προδότη! η ηχώ σε ξυλοκοπά.

Χτυπιέσαι, τυραννιέσαι και λυπάσαι
τον εαυτό σου δεν μπορείς να συγχωρείς,
Μονάχα αυτό το χέρι το γλυκό
θα συγχωρεί, αν και ο ίδιος απορείς, γιατί;

Μονάχα αυτός ο κουρασμένος ώμος
θα συγχωρέσει τώρα και πολλές φορές μετά.
Μονάχα αυτά τα μάτια τα θλιμμένα
θα συγχωρούν καμώματά σου ασυγχώρητα.

 ***

Δε θέλω τίποτα μισό!

Όχι! δε θέλω τίποτα μισό!
Θέλω ολόκληρο τον ουρανό! Τη γη ολόκληρη μπροστά μου!
Πελάγη και ποτάμια, βουνά, κοιλάδες και λαγκάδια,
δικά μου όλα! Δε θέλω να τα μοιραστώ!

Όχι, ζωή! Εμένα δε μου φτάνει το μισό,
ολότελα! Βαστούν οι ώμοι μου, με σιγουριά!
Δε θέλω ούτε το μισό της ευτυχίας
και ούτε το μισό καημό.

Μα θέλω μόνο το μισό το προσκεφάλι
όπου με τρυφερότητα σφιγμένο στην παρειά,
σαν το πεφτάστρι που υπόσχεται πολλά
στο απαλό χεράκι σου η βέρα τρεμοφέγγει.

***

Μπάμπι Γιαρ

Παν’ απ’ το Μπάμπι Γιαρ μνημείο δεν υπάρχει.
Απότομη χαράδρα, σαν επιτύμβιο κακοφτιαγμένο.
Μπήκαν στη γη, και με τιμές εγκληματίες και
πολέμαρχοι,
Αλλά ο λάκκος τεράστιος χιλιάδων Εβραίων, 
έμεινε βουβαμένο.
Εδώ, μου φαίνεται πως είμαι Ιουδαίος.
Να, οδοιπορώ στην Αίγυπτο των φαραώ,
Ενώ ιδού εκπνέω Εσταυρωμένος, 
και μέχρι τώρα πάνω μου ουλές καρφιών.
Νομίζω πως ο Ντρέιφους, είμαι ‘γω.
Η εχθρική προδιάθεση ο καταδότης μου κι ο δικαστής.
Για τα σίδερα με πάνε σαν κοινό κακούργο.
Έπεσα στην παγίδα, είμαι περικυκλωμένος,
κυνηγημένος και συκοφαντημένος.
Κι οργισμένες κυράτσες με φαρμπαλάδες και δαντέλες
χώνουν στο πρόσωπό μου τις ομπρέλες.
Μου φαίνεται πως είμαι αγόρι από το Μπελοστόκ.
Τρέχει το οινόπνευμα και ρέει το αίμα περισσό.
Ασχημονούν οι θαμώνες του μπάγκου της ταβέρνας,
μυρίζουν βότκα και κρεμμύδι μισό – μισό.
Με τις μπότες τους μ’ έφεραν σε ακινησία.
Τους μπροστάρηδες του πογκρόμ ικετεύω ματαίως.
Υπό το χάχανο: «Χτύπα Ιούδες, σώσε τη Ρωσία!»
τη μητέρα μου βιάζει ο αλευράς λυσσαλέος.
Ω! ρωσικέ λαέ! Γνωρίζω, ότι είσαι
Διεθνιστής στην ουσία.
Αλλά συχνά οι φανατισμένοι αντισημίτες,
το όνομά σου έκαναν θυσία.
Γνωρίζω την καλοσύνη της γης σου.
Τι ατιμία! Οι άνθρωποι του Διαβόλου του ναού
τους εαυτούς τους πομπώδης βάφτισαν:
«Ένωση ρωσικού λαού!»
Μου φαίνεται: είμαι η Άννα Φρανκ,
λεπτή σαν του Απρίλη το κλαδάκι.
Της μέρες άγριες μετρώ,
με το στυλό στο χέρι.
Εδώ και δυο χρόνια κρύβομαι σ’ ένα κλουβάκι.
Μου αρπάξανε τη γη και τη ζωή.
Απαγορεύεται ο ουρανός, δεν γίνεται να νιώθω αεράκι.
Αλλά και επιτρέπονται πολλά: γίνεται στο σκοτεινό
κελί μας, με τρυφερότητα ν’ αγκαλιαστούμε.
Έρχεται κάποιος;
Μη φοβάσαι! Είναι το βοητό της άνοιξης που έρχεται.
Αγκάλιασέ με πιο σφιχτά.
Και μην τρομάζεις.
Σπάνε την πόρτα;
Όχι, σπάει ο πάγος στο ποτάμι…
Παν’ απ’ το Μπάμπι Γιαρ των αγριόχορτων η θροή.
Σαν δικαστές κοιτάνε τα δέντρα αυστηρά.
Τα πάντα με σιωπή φωνάζουν, 
και το καπέλο βγάζοντας,
νιώθω πως τα μαλλιά μου ασπρίζουν αργά.
Κι ο ίδιος είμαι σαν άηχη ασταμάτητη κραυγή,
παν’ απ’ τον χιλίων χιλιάδων ενταφιασμένων.
Είμαι του κάθε, εδώ τουφεκισμένου γέρου η οργή.
Είμαι το κάθε παιδί τουφεκισμένο.
Τίποτα μέσα μου μπορεί να ξεχάσει αυτό!
Η «Διεθνής» να βροντά σαν δυναμίτης,
όταν για πάντα θα θαφτεί
ο τελευταίος πάνω στη γη αντισημίτης.
Αίμα εβραϊκό δεν έχει το δικό μου αίμα.
Αλλά τον δρόμο που κρατάω είναι ίσιος:
Εβραίος είμαι για αντισημίτες,
γι’ αυτό και είμαι Ρώσος γνήσιος!

 


Ίγκορ Γκουμπερμάν

 

Τετράστιχα

Θαυμάζω της φύσης τη σοφία, 
εκπλήσσομαι από τα θεϊκά μυαλά:
τα Χρήσιμα Πράγματα ο Κύριος μας δίνει τζάμπα
και τα υπόλοιπα ο διάβολος πουλά.
***
Βαρύθυμο και γκρινιάρικο το καλό
με όψη μελαγχολική και βάδισμα χωρίς ορμή.
Πλουσιοπάροχο και ιδιότροπο το κακό
με μυρωδιά, με γεύση και ζουμί.
***
Για ν' επιζήσεις σε αυτόν τον κόσμο,
ως που στη σβούρα-γη ακόμη περπατάς,
με τρία μη τον εαυτό σου να κρατάς:
μη φοβάσαι, μην ελπίζεις, μη ζητάς.
***
Με τον καθένα ευγενής κι απλοϊκός 
και δε διαθέτω πονηριά και είμαι ντελικάτος, 
αλλά αμέσως γίνομαι απατεώνας και καπάτσος,
όποτε έχω αλισβερίσι με το κράτος.
***
Εκεί που λένε ψέματα στον εαυτό τους και στους άλλους,
όταν η μνήμη δεν υπηρετεί το νου, 
η ιστορία κάνει τέτοιους κύκλους:
σκοτάδι, αίμα, βρώμα μες στην πολιτική-μαϊμού.
***
Όπως πάντα σιωπάει ο λαός,
πανηγυρίζει αθόρυβα η κλίκα-βρομιάρα,
εμείς γεννιόμαστε για ευτυχία κι λευτεριά
σαν ψάρι για την πτήση και την σχάρα.
***
Είναι φαιδρό και τραγικό πως μας ωθεί 
στο καρναβάλι του γλεντιού, της φλυαρίας
ο φόβος να μείνουμε μόνοι (φτου μας!),
μέσα στην ερημιά του εαυτού μας.
***
Δεν ήρθα στη ζωή 
για να μπω στη βουλή πάνω σε άτι,
και είμαι εντελώς ευτυχισμένος με αυτό,
που κανένας δε με φθονεί για κάτι.
***
Γνωστή θα γίνει η εποχή που ζούμε,
αφού ο Φόβος πέτυχε διάνα
γεννώντας νέα παραλλαγή του ερμαφροδίτη:
με σάρκα-άντρα, με ψυχή-πουτάνα.
***
Για να μην ανθίζει μες στο σπίτι σου
η μούχλα της χορτασμένης πενίας,
από την λίμνη της καθημερινής σοφίας
ν' αντλείς με το κόσκινο, από νεανίας.
***
Μέσα στα σούρτα φέρτα της καθημερινότητας, 
η ποίηση, το πιο ανώφελο, πιθανόν,
όμως τα πάντα που δεν περιέχουν ποίηση,
χωρίς ίχνη εξαφανίζονται μετά το πεθαμό.
***
Ούτε μαϊμού γεννήθηκα και ούτε μεσσίας
και το μονοπάτι που θέλω να περπατήσω
προσπαθώ μεταξύ της αγιοσύνης και κτηνωδίας
κάπου στη μέση να τοποθετήσω.
***
Σκέφτομαι με μάτια καρφωμένα κάτω
σαν μόλις έχασε τη χώρα του ο βασιλιάς:
πόσο άψογο είναι το γούστο του θανάτου
στην επιλογή των καλύτερων από μας.
***
Ορίστε, ο Άνθρωπος! Ικανοποιημένος με όλα,
κι εδώ κάποια στιγμή των πιάνουν από το λαιμό:
η ανάγκη για την θλίψη και τον πόνο,
η δίψα για τη στενοχώρια και θυμό.
***
Η ζωή μας έχει παρασκήνια,
που τα δίποδα τετραποδίζουν,
εκεί της κοινωνίας τα ποντίκια
την πίτα την κοινωνική καταβροχθίζουν.
***
Όχι με δόξα είτε σκάνδαλο, ούτε ως μιμητές, 
ούτε από την λογοδιάρροια κεφάτη:
από τον στίχο κρίνονται οι ποιητές,
όπως οι ερωμένες εκτιμούνται στο κρεβάτι.
***
Φοβάμαι πως οι δικαστές της γης, του ουρανού
είναι από τις ίδιες πιάτσες.
Κι όταν θα αναστήσω στα κουτουρού 
θα βλέπω τις ίδιες φάτσες.
***
Όλα αυτά που έμαθα στα θρανία
κάλυψε ο αδίστακτος χρόνος, 
σκέπασε της επιβίωσης η αγονία.
Έμειναν όλα αυτά που έμαθα μόνος.
***
Στην Ελλάδα ακόμη έχουν στόματα
δημοκρατία να διδάσκουν:
εδώ εκλέγουνε τα πρόβατα 
τους λύκους, να τους βόσκουν.
***
Ούτε μπροστά κοιτάμε ούτε πίσω,
διασκεδάζουμε με φίλους αγαπημένους.
Και δε μας καίγεται καρφί, ποιος θα κερδίζει
στη μάχη φαύλων με τους διεφθαρμένους.
***
Όταν η φύση θα αντιληφθεί
του τοξικού πολιτισμού μας την παγίδα,
απότομα θα διαμαρτυρηθεί
όπως συνέβη με την Ατλαντίδα.
***
Ανθούν οργιώδες και με πείσμα
καρπών προόδου οι σπόροι σαν ερπετά:
ο σνομπισμός πληβείου, του αναιδής αλαζονεία
και η έπαρση του σκατά.
***
Ο αιώνας έδωσε πολλά μαθήματα,
ενώ το ένα είναι σαν σημάδι:
πιο λαμπερά φωτίζουν οι δάδες
που οδηγούν στο σκοτάδι.
***
Κάτι έχει η χώρα μου στη μήτρα της,
με την ίδια της τη φύση δεν πάει καλά:
το σχολείο σκοτώνει την όρεξη για μόρφωση,
τον ζήλο για κόπο σκοτώνει η δουλειά. 
***
Είναι συνέχεια στα πόδια
και ψάχνουν απεγνωσμένα οι κυβερνήτες, 
πώς να δουλέψουμε σαν βόδια 
και να τσιμπάμε σαν σπουργίτες.
***
Μες στους ναούς λαμβάνει ο κοσμάκης
της απιστίας το συλληπτικό χάπι,
εκεί μέσα στις τελετές ψάχνουν Θεό, 
όπως μέσα στη συνουσία την αγάπη.
***
Ότι οι βασιλιάδες είναι οι βασικοί Κακοί,
επινόησαν της βλακείας οι εργολάβοι:
οι τσάροι σκότωσαν όχι περισσότερο λαό,
παρά διάφορου είδους σκλάβοι.
***
Τα σωθικά της γης τρώνε τα εργοστάσια,
ποτίζουν με φαρμάκι το αίμα των ποταμών,
και κλείνουν τα μάτια της φύσης 
των αεροδρομίων πεντάρες από μπετόν.
***
Μέσα στον όχλο μεγάλο δεν νιώθω καλά
και προσπαθώ να φύγω:
εκτιμώ το λαό ειλικρινά, 
αλλά τον εμπιστεύομαι λίγο.
***
Παράφορα επιθυμούν να την αγγίξουν,
αλλά δεν γνώρισαν ποτέ του πάθους τα χάδια,
στις Αλήθειας τα προάστια βοσκούνται 
φιλόσοφων αμέτρητα κοπάδια.
***
Θλίψη προκαλεί η διαπίστωση
που φέρνουν οι χρόνοι,
δεν έρχεται μαζί με τα γεράματα η σύνεση,
η γήρανση έρχεται μόνη.
***
Δεν ξέρω να γελάσω ή να κλάψω,
όταν οι διανοούμενοι διδάσκουν την Εξουσία:
πιστεύετε πως για το σεξ γνωρίζουν περισσότερο
οι ευνούχοι και οι ανίκανοι για συνουσία;
***
Όποιος και να είναι ο αιώνας
(όποιοι και να ειν’ τ’ αφεντικά)
οι ποιητές, αυτή η περήφανη φάρα,
του χώνουν τ’ αγκάθια κατ’ απ’ την ουρά.
Είμαι πραγματικά αμαρτωλός
κι αυτό θα μου υπενθυμίσει ο Θεός:
σ’ αυτή τη ζωή παρηγόρησα κυρίες
πολύ πιο λίγο, παρά είχα ευκαιρίες.
***
Μερικές φορές νιώθω πως είναι κρίμα, 
όταν δίπλα μου τρέχει το ρευστό:
υπάρχει εξυπνάδα, ενέργεια, καπατσοσύνη, 
αλλά δεν υπάρχει μεταξύ τους ο δεσμός.
***
Είναι ανόητος ο ποιητής
όποτε στιγματίζει καθεστώτα,
ενώ ο έξυπνος αυτά τα χρόνια χαλεπά
φοράει στη γλώσσα του καπότα.
***
Στενάζουμε κατ’ απ’ την μάζα των υπαλληλίσκων, 
δεν έχει νόημα ούτε η μήνυση και ούτε η οργή,
είναι απρόσωπα και μόνιμα τ’ αφεντικάκια της ζωής μας
και δεν τους αγγίζει καμιά αλλαγή.
***
Λάσπη και βία, χτυπήματα δολερά,
όταν εφημερίδα στα χέρια μου κρατώ, φοράω κράνος.
Πολιτική: αντικείμενο τόσο βρομερό, 
ώστε το αναθέτουμε στους τσαρλατάνους.
***
Εμείς ως άνθρωποι ακόμη ψαχνόμαστε,
μάθαμε τους εαυτούς μας να ποδοπατούμε,
μπορούμε όρθιοι να σερνόμαστε
και γονατισμένοι να επαναστατούμε.
***
Τα δραστήρια όντα είναι χολέρα,
καθόλου δεν μπορούν χωρίς παρεμβάσεις,
με πάθος χαλάνε τον καθαρό αέρα
με τις πνευματικές τους αναθυμιάσεις.
***
Όταν μπροστά Του θα παρουσιαστώ, θα πέφτω χάμου:
δε σκότωσα, δεν έκλεψα. Aυτά δεν αρκούν;
Και μόνο τα δεσμά του γάμου
στις γυναίκες βοηθούσα να κουβαλούν.
***
Ο χρόνος ο σκληρός παραμορφώνει
με σμυριδοτροχό του που στριφογυρνάει,
μην είσαι σαν καθρέπτης άσπλαχνος
κολάκεψε τη σύντροφό σου που γερνάει.
***
Ακούω τη λογοδιάρροια του πολιτικάντη
και βλέπω πως διασκεδάζει η παλιανθρωπιά, 
όμως μένει η ψυχή μου ατάραχη
και εξακολουθώ να νιώθω της ζωής τη ζεστασιά.
***
Όταν τα δόντια μου με αίμα καταπίνω
και απ’ τον πόνο κλονίζομαι, ελάτε,
σας παρακαλώ! μάτια και χείλη, 
να μη μ’ εκθέτετε και να χαμογελάτε.
***
Από την ανακάλυψη οι απόγονοί μας θα τα χάσουν, 
όταν θα σβήσει των ψεύτικων ηρώων η ακτινοβολία:
την αηδία έθρεψαν όχι τ’ αποβράσματα, 
αλλά οι τίμιοι, οι άγιοι και η εθελοτυφλία.
***
Είναι φυσική η αντίδραση της φύσης
στην απερισκεψία και κομπασμό μας τοξικοφόρο,
και μας ασχημίζουν τα χρόνια, 
όπως εμείς ασχημίζουμε τον χώρο.
***
Μάλλον απ’ της επιστήμης τις επιτυχίες,
ή τις συμπαντικές αιτίες οι γυναίκες στραβοπατάνε.
Σήμερα, τα θηλυκά παντελόνια φοράνε
και αύριο τους αρχιδοφόρους θα πηδάνε.
***
Ποτέ δεν προσπάθησα κάτι να διοικώ, 
όχι από την αηδία κάποιον να αλείφω,
και εξυπνάδα μπόλικη και θράσος, 
αλλά βαριέμαι μια ν’ αλυχτώ και μια να γλείφω.
***
Τα ίχνη που αφήνουν ο πόνος και οι καημοί
φαίνονται στο πρόσωπο ανηλεώς ρυτιδωμένο,
αλλά ο πισινός πάντα τρυφερός και λειοπρόσωπος
γιατί όλα τα έχει χεσμένα.
***
Πέρασε ο καιρός των κακούργων σκυθρωπών,
τώρα οι φονιάδες είναι άτομα αρμονικά
και ως πάρεργο στις πρασιές των βιλών 
καλλιεργούν λουλούδια και λαχανικά.
***
Στο βάθρο η εξυπνάδα μου δεν πρόκειται ν’ ανέβει,
ενώ η αδιαφορία έπιασε τη θέση την υψηλή:
το χέρι σφίγγω της κάθε λέρας
και λέω πως χάρηκα πολύ.
***
Με προσοχή παρακολουθώ το ομαλό κελάρυσμα
σε τραπεζιού την καθισιά,
με ζωηρές ανταλλαγές από άγνοιες
και νωθρή πνευματική ζεστασιά.
***
Ακόμη και χωρίς να κλείνω τα μάτια,
αγαπώ να πλαγιάζω μέχρι μουδιάσματος, 
αφού ο άνθρωπος ο ίδιος στην ουσία
είναι προϊόν από κοινού πλαγιάσματος.
***
Όταν τα χρόνια μας συνετίζουν, 
τότε καταλαβαίνουμε το συμφέρον,
με την γυναίκα στο κρεβάτι, η κουβέντα
έχει περισσότερο ενδιαφέρον.
***
Γνωρίζω πόσες μέρες έχει ο μήνας,
γνωρίζω και της ύπουλης επιθυμίας το ερπετό,
δεν σακατεύει το αμάρτημα την ψυχή μας,
αλλά η λαχτάρα μας για αυτό.
***
Αφού είμαι μεγάλος φιλόσοφος,
η ζωή, μου ανακάλυψε μια πονηράδα,
πως η ανοησία είναι ο καλύτερος τρόπος
χρησιμοποίησης της εξυπνάδας.
***
Αν και η εξυπνάδα και οι γνώσεις είναι μίζεροι, 
στις γενικεύσεις αυθαίρετες προστρέχουμε απευθείας, 
φαίνεται μας σακατεύουν οι παιδαγωγοί
με ρόδες τετραγωνικές της παιδείας.
***
Ποτάμια αίματος χυθήκανε πάνω στη γη
από τον ενθουσιασμό με πίστη λυσσαλέα
και δεν γνωρίζω τίποτα πιο καταστρεπτικό, 
παρά μια φωτεινή και μεγάλη ιδέα.
***
Η καρδιά περιφρονεί τελείως
το κεφάλι που φοβάται το λάθος, 
ανώφελες όλες οι προειδοποιήσεις, 
όταν στο νου επιβάλλεται το πάθος.
***
Πέρα για πέρα πραγματοποιήθηκαν τα όνειρα
των Ρωμαίων εργαζομένων:
εκείνοι που ήθελαν άρτων και θεάματα, τώρα
τρώνε και απολαμβάνουν την «τηλεσφαγή» των μαλακισμένων.
***
Κυρίαρχος της γης θα γίνει η εργασία
όταν οι άνθρωποι θα τρώνε απ’ της λεκάνες,
και όταν μεμιάς, θα αποκτήσουν παρθενιά
ένα εκατομμύριο πουτάνες. 
***
Αποφεύγω με τον κόσμο να είμαι ειλικρινής,
μας χωρίζει ολόκληρος γαλαξίας, 
είναι ανοιχτός για όλες επαφές
μονάχα το χαρτί υγείας.
***
Γεράσαμε ήδη ως γονείς,
αλλά πασχίζουμε να κάνουμε τους επιτελάρχες
μπαίνοντας με ανυπόταχτα παιδιά
σε, εκ των προτέρων, χαμένες μάχες.
***
Είχα αποστηθίσει της γνώσης τα γράμματα
και κόντευα να γνωρίσω του νου τον Νόμο, 
αλλά το κάλεσμα των ορμονικών αδένων
ευτυχώς, με έσπρωξε από αυτόν τον δρόμο.
***
Όχι! από το ξύλο, μπετό και καρφιά 
φτιάχτηκαν των φυλακών οι θόλοι,
πρώτα τους ανέγειραν από τις καθαρές ιδέες
για το νόημα της λευτεριάς της πολιτικής οι διαβόλοι.
***
Η κάθε ανωμαλία ερωτική
έχει του ανθρώπινου πνεύματος την ακράτεια
και στην διαστροφή σεξουαλική κατατάσσω
μονάχα την άγευστη εγκράτεια.
***
Της Έχθρας ο Θεός μαλώνει με την θέα της ειρήνης,
του Πλούτου ο Θεός την Τέχνη ρίχνει χαμηλά
και ο θεός της Αγάπης τα αδύναμά του χέρια 
απλώνει ικετεύοντας από ψηλά. 
***
Εβραίος, Έλληνας ή σλάβος
παντού ίδια εικόνα άξια του οπίσθιου:
η περηφάνια για το αίμα καθαρό,
παρηγοριά ιερή του ηλίθιου.
***
Για την ενέργεια οι επιστήμονες μιλάνε,
δε συμφωνώ με αυτά που είπαν, 
σίγουρος είμαι πως στην ηδονή κρύβεται 
η ενέργεια που τρέφει το σύμπαν.
***
Μ’ αυτό το φιλικό μου ραβασάκι 
σου γράφω τη συμβουλή μου αληθής:
μ’ αυτό το λογοτεχνικό τσουτσουνάκι
δεν αξίζει στης Μούσας το κρεβάτι ν’ ανεβείς.
***
Αλίμονο, αλλά η γυναίκα πιστή
που απέφυγε τη μοιχεία διαβολική, 
πάντα είναι λίγο εκνευρισμένη
ή χωρίς αιτία μελαγχολική.
***
Τις αρρώστιες ύπουλες
θεραπεύω όπως καταλαβαίνω:
με βοηθάνε τα φάρμακα 
τα οποία ποτέ δεν παίρνω.
***
Ευχαριστώ τον Κύριο που μου έδωσε 
τη δυνατότητα να αγιάζω.
Ευχαριστώ επίσης που μου έδωσε δυνάμεις
τις απαγορεύσεις Του να παραβιάζω.
***
Τη ζέστη της αγάπης ν’ αλλάξει σε ψύχος
προσπαθεί ο κάθε λαός ο πάνσοφος,
πρώτα σε ραίνει με λουλούδια μετά σε χέζει,
και αργότερα αντιστρόφως.
***
Γελοία η άποψη πως οι άνδρες
περισσότερο τις γυναίκες τους κερατώνουν:
του σπιτιού οι κότες σιωπηρές
ουκ ολίγους αετούς απαυτώνουν.
***
Κοίτα: ηθοποιός με ψυχή άθλια και πτωχοί,
αλλά το παίξιμο! μπορεί κανείς να καμαρώσει!
Η χάρη του Θεού είναι απρόβλεπτη σαν σπυρί
που ακόμη και στον κώλο μπορεί να φυτρώσει.
***
Η ζωή έχει διασκέδαση άφθονη,
η εγκράτεια είναι μωρία
και ο Θεός δε συγχωρεί αυτούς 
που αγνόησαν τη δική Του γενναιοδωρία.
***
Με τα παιδιά καρφωμένοι στην οικογένεια
εμείς φυλάγουμε την ησυχία της συζύγου
και ζούμε με πρόγραμμα πότε να βγάλουμε το πένις, 
ενώ τίποτα δεν αξίζει τα δάκρυα της γυναίκας μας,
εκτός από τις αγκαλιές της ερωμένης.
***
Με τον Θεό συναναστρέφομαι χωρίς τη γκρίνια
και δεν Τον τζάμπα ενοχλώ,
είναι ανόητο για την κατάσταση της ύπαρξης
να παραπονιέσαι στον ίδιο της δημιουργό.
***
Των καταπνιγμένων επιθυμιών οι ουλές κλείνουν,
αλλά κουφοκαίει από μέσα η αποδοκιμασία
και η γυναίκα μελαγχολεί στα υστερνά 
για την ανόητη παλιά ακαμψία.
***
Μες στην μεγάλη μας ανθρώπινη οικογένεια
όπου μας παρασέρνει της ζωής η δίνη, 
η μεγαλοφυΐα εκδηλώνεται στο έγκλημα,
πολύ πιο λαμπερά και πλήρης παρά στην καλοσύνη.
***
Η αλήθεια πρέπει να λέγεται,
όσο και να φαίνεται μουρλή:
στην οικογένεια ο άνδρας είναι χρήσιμος, 
αλλά όχι και τόσο πολύ.
***
Ανακατεύτηκαν η πίστη με την απιστία
και έχει νόημα αυτός ο αχταρμάς:
εμείς στον Θεό πιστεύουμε ελάχιστα
και ο Θεός καθόλου δεν πιστεύει σ’ εμάς.
***
Δείξε μου έλεος, Ω Παντοδύναμε Θεέ!
Κ’ εγώ θα σου βγάλω το καπέλο:
Αφού με έκανες να μη ΜΠΟΡΏ
Κάνε τουλάχιστον και να μη ΘΈΛΩ
***
Ως που πλέει η βαρκούλα μου
Μες στο κατακλυσμό και το πυρ.
Απ’ όλα τ’ εργαλεία της υπάρξεως
Προτιμώ την πένα και το εκπωμαστήρ
***
Σαν παλαβοί αναζητούμε με γυναίκα την επαφή
Όμως αμέσως εμφανίζεται και το αμφιλεγόμενο.
Τόσο γρήγορα ψυχραίνουν οι χαρές απ’ την μορφή
Και με απογοήτευση προεξέχει το περιεχόμενο.
***
Βλέπω τα ένστικτα του κόσμου αιμοβόρα
Και σκέφτομαι με θλίψη συνεχώς,
Τι εφιάλτη θα είχε γνωρίσει η χώρα 
Εάν την εξουσία στ’ αληθινά θα είχε ο λαός.
***
Αέρας και φωτιά, γη και νερό,
τα πιο ισχυρά στοιχεία κατά του αρχαίου ανθρώπου, 
αλλά αποδείχτηκε ως πιο τρομερό, 
το στοιχείο: αίμα του ανθρώπου.
***
Μας δοκιμάζει μια παράξενη διαστροφή,
φέρνοντας στην ψυχή πίκρα και αγονία:
όσο πηχτή και νόστιμη η διατροφή,
τόσο αραιά και άνοστη η επικοινωνία.
***
Η ερώτηση ήρθε, όταν ήμουν μικρός,
την απάντηση βρήκα στα σαράντα.
Ορίστε, η απάντηση-παρθένα:
Θεός υπάρχει, αλλά όχι παντού, όχι πάντα, 
κι είναι, όχι για τον καθένα.
***
Στα πανηγύρια οποιασδήποτε ιδέας, 
όπου γιορτάζουν την επιτυχία οχληρά, 
διάφορων ειδών τυχοδιώκτες
σηκώνουν τη σημαία απ’ όλους πιο ψηλά.
***
Μερικοί πετάνε τον Άρη να δουν, 
οι άλλοι καλοπερνάνε με οδαλίσκη...
και τα παιχνίδια μας παρακολουθεί ο θάνατος σκληρός
και διάφοροι ιπτάμενοι δίσκοι.
***
Με γεμάτες καμπύλες του κώλου
Η γυναίκα τη μόρφωση δε χρειάζεται καθόλου.
***
Πνιγμένοι όλοι μέσα στις ζωής τη ζύμη
ξαφνικά κατανοούμε ταπεινά, 
ότι ζούμε κάθε άλλο παρά μαζί, 
αλλά μόνο παράλληλα, ταυτόχρονα, σιμά.
***
Είμαι τόσο δεμένος με την γλώσσα την ελληνική, 
λατρεύοντας της πηγές της και τα ποτάμια, 
ώστε μπορώ να κρίνω τον άνθρωπο
ζυγίζοντας των δύο φράσεων τα δράμια.
***
Ναι, μάλιστα, πολύ συχνά στο δρόμο μας θα βρεθούνε
παλιάνθρωποι, κλέφτες και δικηγόροι, 
αλλά πραγματικά επικίνδυνοι είναι οι ενθουσιαστές, 
οι ρομαντικοί και οι πρωτοπόροι.
***
Πολύ μπερδεμένος και μυστήριος ο κόσμος τούτος, 
όλα εδώ είναι συγκεχυμένα και ανακατωτά, 
και οι δρόμοι προς την καθαρή αλήθεια 
περνάνε μέσα από τα σκατά.
***
Πόλεμος… πείνα: πίνει ο μποέμ. 
Δολοφονίες και βρώμα: ο μποέμ πίνει και πηδάει.
Αλλά υπάρχουν πίνακες, γεννιούνται στοίχοι
και κάποιων τα άσματα ο κόσμος τραγουδάει.
***
Ωχ, αγάπη! Και τον φτωχό κάνεις πλούσιο, 
ότι θέλεις κάνεις με του ανθρώπου την ζωήν, 
ακόμα και το πλην ξαπλωμένο πάνω στο πλην 
από την αγάπη μετατρέπεται σε συν.
***
Μες στις κουζίνες μας ουρλιάζουμε θρασείς,
Ενώ πάνω στο βήμα – γλυκοτενόροι.
Για τον αιώνα μας, όλοι είμαστε εισαγγελείς,
Για την αδράνειά μας, όλοι δικηγόροι.
***
Αγαπώ την Πατρίδα μου, αλλά κατανοώ συνετά,
Πως η αγάπη εγκυμονεί αγωνίες και αγώνες.
Και η Πατρίδα μου, με απλόχερα απατά
Με κατακάθια, παλιανθρώπους και απατεώνες.


Ρασούλ Γκαμζάτοφ 

Γερανοί

Μου φαίνεται καμιά φορά πως οι οπλίτες
Που χάθηκαν σε πόλεμους αιματηρούς,
Δεν θάφτηκαν σε γη κατακαημένη,
Αλλά μεταμορφώθηκαν σε λευκογερανούς.

Ίσαμε τώρα, και χρόνο με το χρόνο,
Οι γερανοί πετούν και βάζουνε κραυγές,
Ίσως γι’ αυτό πολλές φορές θλιμμένα
Κοιτάζουμε τις λάμνουσες γραμμές.

Και πριν και σήμερα κατά το σούρουπο
Μες στην ομίχλη είδα γερανοί που να πετούν,
Πετούν με τη δική τους ορισμένοι τάξη
Λες και οι άνθρωποι μες στα λιβάδια οδοιπορούν.

Πετούν και κάμνουνε τη μακρινή πορεία,
Προφέρουνε κάποια ονόματα και ήχους θλιβερούς
Και μου θυμίζουν την ανθρώπινη ομιλία
Π’ ακούγεται από τους γκρίζους ουρανούς.

Πετά, πετά στον ουρανό το σμήνος κουρασμένο
Εκεί οι σύντροφοι και οι φίλοι μου οι πιστοί
Και στη γραμμή τους διακρίνω ένα μικρό κενό
Και ίσως η θέση η δική μου είν’ εκεί.

Θα ’ρθει μια μέρα και μαζί με το κοπάδι,
Εγώ μετέωρος θα πετώ στην καταχνιά
Και θα καλώ από τα γκρίζα επουράνια
Εσάς που άφησα στης γης τη λησμονιά.

***

Η κόλαση

Εδώ στον Καύκασο ως τώρα
Ο θρύλος ζει κι εξιστορεί:
Ότι σε μια θεοκατάρατη χαράδρα είναι 
Του Τάρταρου η πύλη η τρομερή.

Αιώνες τώρα πίσω από την πύλη
Μάζευε τους αμαρτωλούς ο ψεύτικος ντουνιάς,
Με ανοιχτά τα στόματα σιωπηλά κραυγάζουν
Και καίγονται στις γλώσσες της φωτιάς.

Εδώ είναι το τέρμα όλων των γραμμών,
Δίπλα στο έμπα στέκονται με καρφωτό το βλέμμα
Δύο φρουροί αθάνατοι και φοβεροί
Τους βλέπεις και σου παγώνει το αίμα.

Μαύρα τα ρούχα τους και σκοτεινά τα μάτια
Το έλεος, τη χάρη μη ζητάς,
Ν’ αφήσεις στο κατώφλι τις ελπίδες,
Εσύ στον Κάτω Κόσμο που θα πας.

Στάθηκα δίπλα στου Άδη τον πυρήνα,
Και ρώτησα την Υψηλή Φρουρά:
— Για ποιες αμαρτίες ο Άδης
Μας τιμωρεί πιο αυστηρά;

Ελεύθερος απ’ τις προλήψεις άκουσα
Ότι στης κόλασης θα πάνε το βυθό
Οι μοιχοί πριν απ’ όλους
Για το αμάρτημα το προπατορικό.

Μήπως πρώτα τους μέθυσους
Οι διάβολοι εκεί πετούν
Όπου δεν πρόκειται γεμάτο ποτηράκι
Ούτε στα όνειρα τους να το δουν;

Μήπως αξιοσέβαστη φρουρά
Είναι αλλιώτικη η σειρά
Και οι κλέφτες προηγούνται
Στην πρωτοπορία των αμαρτωλών;

Μ’ απάντησε ο πελώριος φρουρός
Με την ασπρομάλλη γενειάδα:
— Ο εραστής, ο κλέφτης, και ο πότης
Δεν έχουν την πρωτιά να μπουν εδώ.

Έχει προτεραιότητα εκείνος που για τον πλησίον
Έκανε κόλαση τη γη,
Με γλώσσα ύπουλη που δρούσε,
Κ’ έγινε ένα με την αρπαγή.

Οποίος τον εαυτό του απαρνιόταν
Δεν είπε την αλήθεια φωναχτά
Που έκλαιγε, γελούσε κι ορκιζόταν
Με άφθαστη υποκρισία και ψευτιά.

Μετά του δευτέρου φρουρού τα χείλη άνοιξαν
Και είπε με φωνή βραχνή:
— Μόνο εκείνους τιμωρούμε δίχως λύπη
Που τη συνείδησή δεν είχαν καθαρή.

— Εύγε! Είστε φρουροί αληθινοί
Ας τιμωρείται το κακό στη γη
Και αν στ’ αλήθεια δεν υπάρχει Άδης,
Η ώρα ήρθε! Τώρα, να δημιουργηθεί!

***

Εικασία

Στην Ινδία θεωρούν ότι τα φίδια
Πρώτα ήρθαν έρποντας στη γη
Μα οι βουνίσιοι πιστεύουν, πως οι αετοί
Πρωτοεμφανίστηκαν στη γη.

Όμως εγώ πιστεύω, ότι πρώτα:
Παρουσιάστηκαν στη γη οι άνθρωποι, μετά,
Μερικοί έγιναν αετοί, και κάποιοι άλλοι
Μεταπλάστηκαν σε ερπετά.


Νικολάι Νεκράσοφ

 

Η αδικία

Μακάριος ο άκακος και πράος στιχουργός, 
Που έχει λιγοστή χολή και άφθονες αισθήσεις, 
Ειλικρινά κι ολόψυχα τον αγαπούν, 
Οι οπαδοί της λυρικής ποιήσης. 

Και η συμπάθεια του κόσμου ζωηρή
Επιτυχίας βέβαιης αποτελεί κριτήριο.
Αυτός δεν ξέρει τι είναι αμφιβολία, 
Που είναι του λαμπρού πνεύματος, το μαρτύριο. 

Εκείνος αγαπά την ψυχική γαλήνη,
Και απεχθάνεται τη σάτιρα την κακομοίρα,
Πάνω σε πλήθος σταθερά κυριαρχεί, 
Με την νανουριστική του λύρα.

Θαυμάζοντας τη διάνοια του τη μεγάλη,
Δεν τον κακολογούν, και δεν τον καυτηριάζουν,
Αντίθετα οι σύγχρονοι γι’ αυτόν, 
Ακόμα κι όταν ζει, ανδριάντα του ετοιμάζουν.

Όμως δεν έχει έλεος η μοίρα για εκείνον, 
Πού τ’ αληθινό του το δαιμόνιο, 
Τρόμος και στηλιτευτής έγινε 
Του όχλου των παθών και πλανών των αιώνιων.

Με μίσος την καρδιά του τρέφοντας, 
Και με την σάτιρα οπλίζοντας τα χείλια, 
Το δρόμο δύσκολο και επικίνδυνο κρατά,
Με τη διώκτριά του λύρα. 

Πίσω του έπονται οι διασυρμοί,
Όμως αυτός αρπάζει ήχους επιδοκιμασίας,
Όχι στη γλυκερή βοή εγκωμίων, 
Αλλά μέσα σε άγριες κραυγές κακίας.

Πιστεύοντας με πάθος άσβηστο, 
Σ’ όνειρο αποστολής ευγενικής, 
Εκείνος κήρυξε αγάπη και ομόνοια
Με λόγο ρυθμικό της άρνησης της εχθρικής.

Και κάθε λέξη των στίχων του
Δημιουργεί αμείλικτους εχθρούς, 
Απ’ έξυπνα και κούφια όντα
Πρόθυμους να προσβάλλουν, μοχθηρούς.

Μόνο όταν το φέρετρο θα δουν, 
Όπου νεκρός πια σιωπούσε, 
Τότε θα καταλάβουν, πόσα έκανε 
Και πως μισώντας αγαπούσε. 

Την ημέρα του θανάτου το Γκόγκολ 
21 Φεβρουαρίου 1852


Μπουλάτ Οκουντζχάβα

 

Ο λευκός άγγελος...

Στα γήινα τα πάθη βυθισμένος,
ξέρω θα βγει μέσα στην υστερία,
ο μαύρος άγγελος από τα σκότη
και θα κραυγάζει, δεν υπάρχει σωτηρία!

Αλλά ο αγαθός και ντροπαλός
ωραίος, ωσάν είδηση καλή,
άγγελος ο λευκός που έπεται μετά,
θα πει ψιθυριστά, η προσδοκία ζει!

 

Προσευχή του Φρανσουά Βιγιόν

Ως που η Γη στριφογυρίζει, ως που ο Ήλιος τη ζωή ακολουθεί,
Κύριε, δώσε στον καθένα, αυτά που ποθεί:
στον σοφό δώσε μυαλό, στον ονειροπαρμένο δώσε τα ονειρεμένα,
στον άτυχο δώσε λεφτά… Και μην ξεχάσεις εμένα.

Ως που η Γη στριφογυρίζει, Κύριε! Η δύναμη Σου να αγιάσει!
Δώσε σ’ αυτόν που επιζητάει την εξουσία να την παραχορτάσει,
δώσε στον ποιητή τον εμπνευσμένο μια χρυσή πένα.
Στον Κάιν δώσε μετάνοια… Και μην ξεχάσεις εμένα
.
Πιστεύω είσαι δίκαιος ρίχνοντας μας στον αγώνα τον άνισο,
όπως πιστεύει ο νεκρός στρατιώτης πως είναι στον παράδεισο,
όπως πιστεύει το κάθε αφτί τον κάθε Σου λόγο τον άηχο,
όπως πιστεύουμε στο πεπρωμένο μας το άτυχο
.
Ω! Ποιητή του Κόσμου, είμαι κι εγώ απ’ τα δικά Σου γονίδια.
Ως που η Γη στριφογυρίζει, που είναι παράξενο και για την ίδια,
μάζεψέ μας όλους στου ορίζοντα την αρένα,
δώσε από λίγο στον καθένα… Και μην ξεχάσεις εμένα.

1963 (2016)

 


Μπαρίς Παστερνάκ

 

Ως τον πυρήνα

Θέλω να φτάσω σ’ όλα
Μέχρι την ουσία
Στην τέχνη μου, στο ψάξιμο του δρόμου,
Στου έρωτα τη σημασία.

Ως την υπόσταση των περασμένων ημερών.
Ως την αξία της στιγμής, του μήνα
Μέχρι τη βάση, ως τις ρίζες,
Κι ως τον πυρήνα.

Το νήμα θέλω πάντα να κρατώ,
Σ’ όλα τα γεγονότα. 
Να ζω, να σκέφτομαι, να αγαπώ
Ν’ ακούω τον παλμό στην κάθε νότα.

Θαυμάσια θα ήταν αν ήμουν ικανός,
Έστω και με σημάδια του λάθους
Να έγραφα μόνο οχτώ σειρές 
Για τις ιδιότητες του πάθους.

Για τις παρανομίες , τις αμαρτίες, 
Τις κούρσες , το κυνηγητό,
Για την απρέπεια στη βιασύνη
Και της πληγής το βογκητό.

Ήχο θα έβαζα στους νόμους των παθών
Με τις χορδές των αισθημάτων,
Με την λαφριά ανάσα
Των πελάγων και ποιημάτων

Θα χάραζα τους στίχους σαν τον κήπο
Με τις σειρές από δέντρα
Οι φλαμουριές θ’ ανθούσαν στη σειρά
Εις φάλαγγα κατ’ άνδρα.

Θα έφερνα στους στίχους την πνοή των λουλουδιών,
Τα χρώματα της χώρας,
Το θέρισμα του χόρτου , το σπαθόχορτο
Και το μπουμπουνητό της μπόρας.

Άλλοτε έτσι ο Σοπέν έδωσε
Ζωντανά μάτια
Λιμνών, πάρκων και νεκροταφείων
Στα μουσικά κομμάτια.

Πετυχημένου θριάμβου
Παιχνίδι, πόνος
Του κόσμου παρηγορητής
Γιατρός ο χρόνος.

 


Γκαλίνα Πολίνσκαγια

 

Συνέλευση της Φύσης

Κύριε δένδρε, γιατί μεγάλωσες τόσο
Και κρύβεις τον ήλιο από μένα;
Κύριε ήλιε μην κάνεις τον καμπόσο, 
Καιρός για να φωτίσεις κανένα!

Κύριε πτηνέ, τι τιτιβίζεις ασταμάτητα;
Δε θέλω συμβουλές από κανένα!
Κύριε σύννεφε, γιατί βροντοφωνάζεις ακράτητα;
Εδώ δεν είναι του πολέμου η αρένα!

Κύριε πέλαγε μας κούφωσες με τα Μποφόρ σου!
Κάτσε φρόνημα! Χρειάζεσαι εκπαίδευση!
Κύριε έλατε, και όλοι οι άλλοι ελάτε εδώ!
Έχουμε σήμερα της Φύσης τη συνέλευση!

Κυρία οχιά, τι σίζεις απειλητικά;
Αυτό θα γραφτεί στο ποινικό σου μητρώο!
Κύριε λέοντα κόψε τον βρυχηθμό!
Μάλιστα, είσαι “βασιλιάς”, όμως των ζώων!

Σ’ αυτή τη συνέλευση πρόεδρος είμαι εγώ, ο άνθρωπος! 
Εσείς έχετε μόνο το δικαίωμα ν’ ακούτε!
Τον άνθρωπο πρέπει να περιβάλλετε με ανέσεις!
Και πάντα να τον υπακούτε!

 ***

Δεν έχω θέση 

Δεν έχω θέση μέσα στην δική σου μοναξιά
Και στην δική μου δε σε άφησα να μπεις.
Ακόμα κρατάμε την περήφανη κορμοστασιά
Την απόγνωσή μας να μην καταλάβει κανείς.

Της κοινωνίας νόμοι; Κωδικοί γενετικοί;
Τι είν’ αυτό που μας μουδιάζει;
Είμαι γυναίκα με ευοσμία αιρετική
Και ο σκοπός μου τα μέσα αγιάζει.

Εσύ καλύτερα απ’ όλους ξέρεις να σιωπάς, 
Ανοίγεις πύλες με χαμόγελο-φυρμάνι.
Μες στην καρδιά μου ζεις ως πράος βασιλιάς
Ο μόνος που δε μου φόρεσε ακάνθινο στεφάνι.

 ***

Ξέρεις, ίσως...

Τι να κάνουμε τόσο αέρα και τόσο ουρανό;
Εκεί τα άστρα θα χαθούν στα υψηλά, 
Και η ζωή μας σαν το φόβο αδειανό,
Δεν έχεις χρόνο ούτε για τον έρωτα δειλό.

Ξέρεις, ίσως…
Απλά δε συμπίπτεις
Με τη δική μου ιδέα
Για την ευδαιμονία και την οδύνη.
Εσύ τόσο όμορφα τα καταρρίπτεις, 
Που χάνω στον εαυτό μου την εμπιστοσύνη.

Τι να κάνουμε τόσο φως και τόσο ήλιο,
Αφού δεν πρόκειται να αναβλέπουν οι τυφλοί.
Γνωρίζεις καλά τον σπαραγμό εμφύλιο
Και κουβαλάς τη ζωή διπλή.

Ξέρεις, ίσως…
Απλά δε συμπίπτεις
Με τη δική μου ιδέα
Για της ζωής την γραμμή.
Εσύ απ’ την παλάμη μου την μοίρα αποκαλύπτεις,
Ενώ εγώ διαβάζω της σκέψης σου τη διαδρομή.

Τι να κάνουμε τόσους κόσμους παράλληλους
Αφού μέσα στο σπίτι δεν ξέρουμε να ζούμε.
Γεμίσαμε πληγές αμέτρητες,
Τον θάνατο περιμένοντας, ψευτοζούμε.

Ξέρεις, ίσως…
Απλά δε συμπίπτεις
Με τη δική μου ιδέα
Για του ψωμιού τη μυρωδιά.
Εσύ την τρυφερότητα υποκρύπτεις,
Ενώ εγώ απογυμνώνω την καρδιά.

 


Ρόμπερτ Ροζχντέστβενσκι

 

Σύμπτωση 

Έχουμε συμπίπτει μαζί σου, 
έχουμε συμπίπτει
εκείνο το βράδυ το δροσερό.
Όπως τα λόγια συμπίπτουν με χείλη, 
και με κατάξερο λαιμό – 
το νερό.
Έχουμε συμπίπτει σαν πουλιά με ουρανό.
Όπως η γη 
με τον ωκεανό
που συμπίπτουν όσο κανείς,
έτσι έχουμε 
συμπίπτει και εμείς.
Είχαμε συμπίπτει,
χωρίς να γνωρίζουμε 
τίποτα
για το καλό και το κακό. 

Και για πάντα
είχε συμπίπτει μαζί μας 
εκείνο το εικοσιτετράωρο, το ημερολογιακό. 

***

Το κίνητρο

Εάν θα ζούσε αιώνια ο άνθρωπος
αυτό θα ήταν 
πολύ απάνθρωπο...
Πώς θα γνώριζες 
τι αξίζεις;
Θα καταλάβαινες πώς,
τι είναι κίνδυνος;
Εάν στην θάλασσα θα πέσεις;
Δε θα πνιγείς!...
Αν θ’ ανεβαίνεις στην πυρά;
Δε θα καείς!
Χέρσο χωράφι να οργώνω;
Ύστερα, προλαβαίνω...
Να εφευρίσκω το μπαρούτι;
Μα, γιατί;
Θ’ απολάμβαναν την οκνηρή αλαζονεία,
αιχμάλωτοι της άδοξης αθανασίας.
Καθόλου δε θα είχαν κατορθώματα!
Ποτέ δε θα ‘βγαιναν από την πηχτή τη σκοτεινιά…

Μήπως το κίνητρο ζωής
το πιο σπουδαίο
βρίσκεται στην αλήθεια την πικρή,
πως είμαστε θνητοί.

 


Βαντίμ Σέφνερ 

Ο αμαρτωλός

Οι αμαρτίες μας σκεπάζουν, σαν λουλούδια δροσοπερίχυτα,
Διόλου δεν υπάρχουν άγιοι μεταξύ μας,
Αν εσύ όμως κάνεις τον άγιο, δε σε δέχομαι σαν αδελφό μου,
Δε σε αγκαλιάζω σαν φίλο μου,
Δε μιλώ μαζί σου αν είσαι ο γείτονάς μου.
Γνωρίζω τη δυστυχία σαν το ρυάκι την κοίτη του
Και κατανόησα το νόμο τον απλό,
Εκεί που ο αμαρτωλός τείνει χείρα βοηθείας
Στρέφει τα νώτα του ο άγιος.

 


Φιόντορ Τιούτσεφ

 

Ο τελευταίος κατακλυσμός

Όταν θα φτάσει η στερνή στιγμή της πλάσης, 
Ο ουρανός θα πέσει και η γη θα διασπαστεί,
Το παν θα καλυφθεί απ’ τον ωκεανό με άπειρες διαστάσεις, 
Και του Θεού η κάρα θ’ απεικονισθεί εκεί

 ***

SILENTIUM! *

Σώπα, κρύψε και φύλαξε τους κοχλασμούς
Συναισθημάτων, τους καημούς. 
Ας ανατέλλουν, λάμπουν, δύουν συνεχείς
Εκεί στο βάθος της ψυχής, 
Σαν μέσα στο σκοτάδι τ’ άστρα σιγηλά•
Θαύμασε τα σιωπηλά.

Πώς θα μπορέσει η καρδιά να εκφραστεί;
Ο άλλος πώς μπορεί ν’ αντιληφθεί;
Τι ειν’ αυτά με τα οποία ζεις;
Η σκέψη εκφρασμένη γίνεται ψευδής. 
Βγάζοντας λόγο θα θολώσεις τα πηγάδια τα δροσερά.
Να πίνεις απ’ αυτά σιωπηρά.

Να ζεις ζωή αστείρευτη και εσωτερική, 
Μες στην ψυχή σου υπάρχει οικουμένη μαγική.
Από γλυκούς, ευφρόσυνους, μυστηριώδες στοχασμούς.
Η εξωτερική βοή θα ξεκουφαίνει αυτούς, 
Της μέρας οι αχτίδες θα τους διώξουν φθονερά.
Ν’ ακούς τη μελωδία τους σιωπηρά.

*SILENTIUM – σιωπή

 


Αντρέι Βοζνεσένσκι

 

Δόξα σοι ο Θεός που είμαστε θνητοί

Βλέπεις πως ασυγκράτητα
το καταστρεπτικό κακό φουντώνει.
Δόξα σοι ο Θεός που είμαστε θνητοί
και δε θα δούμε το κακό δαιμόνιο.

Βλέπεις πόσο ρομαντικά και άτολμα που είναι, 
των κυανών τα κοπάδια τα μικρά.
Δόξα σοι ο θεός που είμαστε θνητοί
δε θα προλάβουμε να καταστρέψουμε τη γη.

 


Ιόν Ντέγκεν

Ένας άνθρωπος του θρύλου. Γεννήθηκε στο στην Mogilev-Podolsk στην Ουκρανία. Πολέμησε από 16 χρονών - από τον Ιούλιο 1941 έως τον Ιανουάριο του 1945. Υπήρχε οδηγός του τανκς, κάηκε, τραυματίστηκε τέσσερις φορές, το τελευταίο τραύμα του προκάλεσε σοβαρή αναπηρία. Μετά τον πόλεμο - ορθοπεδικός χειρουργός. Εργάστηκε στο Κίεβο. Από το 1977, ζει στο Ισραήλ. 
Ένα ποίημα που έχει κάνει τον Ίονα Ντέγκεν διάσημο, μπορεί να φαίνεται σε κάποιον σκληρό. Αλλά αυτές οι οκτώ αράδες λένε για τον πόλεμο πολύ περισσότερο από τους μεγάλους τόμους των εγκυκλοπαιδειών.

Καλέ μου... 

Καλέ μου φίλε, ψυχορραγείς,
Μην προσπαθείς κάτι να πεις, 
Καλύτερα τα παγωμένα μου τα χέρια να θερμαίνω, 
Παν’ απ’ το αίμα σου ζεστοκαμένο.

Δεν είσαι λαβωμένος φίλε μου, ήδη είσαι νεκρός,
Ενώ εγώ υποφέρω απ’ τον κρύο και πονάω, 
Με συγχωρείς, θα βγάλω τις τσόχινες σου μπότες, 
Αφού ακόμη πρέπει να πολεμάω.


Αλεξάντρ Ντόλσκι

Ο βάρδος Αλεξάντρ Ντόλσκι δίκαια μπορεί να συγκαταλέγεται μεταξύ των σπουδαιότερων δημιουργών και εκτελεστών τραγουδιών της Ρωσίας - μαζί με τον Βισότσκι και  Οκουτζχάβα. Σύμφωνα με τον Ντόλσκι, στη Γερμανία, η μετάφραση του ποιήματος περιελήφθη σε ένα από τα σχολικά λογοτεχνικά εγχειρίδια. 

 

Μπαλάντα για τον αγνοούμενο 

Μέσα στο ναρκοπέδιο με βρήκανε την Πέμπτη, 
Πριν, έσπασε ο ουρανός στα μάτια μου σαν γυαλί, 
Κ’ αυτό που έμεινε από το σώμα μου, 
Ήταν κοκκινομαυροπράσινη εικόνα παρδαλή.

Οι φίλοι μου από την διμοιρία και το λόχο μου, 
Οπισθοχώρησαν εγκαταλείποντας αμυντική γραμμή, 
Και οι ομάδα ταφής πάνω στον κάρρο της 
Ξέχασε να τοποθετεί το άψυχο κορμί.

Κι εγώ πάνω στο χώμα ξαπλωμένος, 
Με μάτια σβησμένα κοιτούσα τα ουράνια μουγγά, 
Και με πλησίασε ένα στρατιωτάκι, 
Έσκυψε πάνω μου σιγά-σιγά.

Έμεινε κόκαλο ο μικρός Hitlerjugend
Αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό μου, το δικό του προσωπάκι, 
Έκπληκτος έκλεγε και ήταν φοβισμένος
Από της μοίρας το τρομερό παιχνιδάκι.

Για τη ζωή γνωρίζοντας ολίγο, 
Τον θάνατό του βλέποντας εδώ, 
Ψέλλιζε προσευχές, κατάρες, 
Αλλά δεν καταλάβαινα τη γλώσσα του εγώ.

Τα μάτια μου νεκρά για να μη βλέπει, 
Ο πρόσφατος εχθρός μου, στη γη γερμανική,
Με έθαψε, ελπίζοντας πως θ’ ανατρέπει, 
Τη θανή του, τη μελλοντική.

Το Σάββατο όταν επέστρεψε η διμοιρία μου, 
Νεκρός ο νεκροθάφτης μου κειτόταν στο χαντάκι.
«Πόσο μοιάζει τον Σάσα!», είπε ο φίλος μου, 
Σηκώνοντας του Hitlerjugend το τουφεκάκι.

Κείμαι μέσα στη γη κάποιες δεκαετίες, 
Συνήθισα τη μοίρα μου, ομολογώ.
Ακούω τα παιδιά να παίζουν από πάνω μου, 
Αλλά δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα τους εγώ.


Λιουντμίλα Κόζιρ – Αναστασία Ζαγκόντινα

 

Συμβουλή

Μην σπαταλάτε τη ζωή γι’ αυτούς που δε σας εκτιμούνε
Γι’ κείνους που δεν ξέρουν την υπομονή, 
Γι’ αυτούς που θα σας απατούνε, 
Έχοντας στόχο το μοναδικό, την ηδονή.

Μην χύνετε τα δάκρυα για αυτόν που δεν τα βλέπει,
Γι’ αυτόν που μετανιώνει κι αμέσως μετά αδικεί, 
Γι’ αυτόν που το «εγώ» σας προσπαθεί να ανατρέπει, 
Γι’ αυτόν που στο καβούκι του κατοικεί.

Μην χάνετε τον χρόνο σας γι’ αυτόν που είναι σπουδαιοφανής, 
Γι’ αυτόν που είναι άρρωστος από τη ζήλια, 
Γι’ αυτόν που είναι αθεράπευτα εγωπαθής, 
Μην σας παραπλανούν τα γλυκόλογα χείλια.

Μην χάνετε τα λόγια γι’ αυτόν που δεν ακούει,
Γι’ αυτόν που δίπλα σας αδιαφορεί, 
Αυτόν που έχει τη συνείδησή του πλαδαρή,
Και η καρδιά του τον πόνο σας δε συμπονεί.

Μην σπαταλάτε τη ζωή, έχει τέρμα αυτή η ροή,
Να εκτιμάτε κάθε λεπτό και κάθε εισπνοή,
Ας είναι κι όχι άμεμπτος αυτός ο ντουνιάς.
Υπάρχει εκείνος που ψάχνει εσάς!

Που σπαταλάμε τη ζωή;
Στα γλέντια και ξενυχτήσεις,
Στα λόγια κενά και άγονες συζητήσεις,
Καταγράφουμε τις προσβολές στου μυαλού το κιτάπι.
Που σπαταλάμε τη ζωή…
Μα θα ‘πρεπε για την αγάπη…

Κάνουμε τη ζωή μας στάχτη μες τις έννοιες,
Για υποθέσεις άχρηστες και ψευδοέγνοιες, 
Για το χατίρι της κοινωνίας φορτωμένης ψεγάδια…
Που σπαταλάμε τη ζωή!
Μα θα ‘πρεπε για χάδια…

Διασκορπίζουμε τη ζωή μέσα στη σκοτεινή ανία, 
Για «ίματζ», για «πρεστίζ», με στόχο την τεμπελχανία, 
Για ψέμα, κομπασμό, ξενόφερτη διδασκαλία.
Που σπαταλάμε τη ζωή;
Μα θα ‘πρεπε για τη φιλία…

Πάντα βιαζόμαστε και πουθενά δε φτάνουμε, 
Πάντα αναζητάμε κάτι, αλλά συνήθως χάνουμε, 
Αλληλοσκοτωνόμαστε για τη δικαιοσύνη.
Που σπαταλάμε τη ζωή!
Μα θα ‘πρεπε για τη καλοσύνη…

Ανησυχούμε, φωνάζουμε, για ψιλοπράγματα τυραννιόμαστε,
Με σοβαρότητα γελοία, για τη μόδα ενδιαφερόμαστε, 
Το μικροπρόβλημά μας λύνουμε με τέχνασμα κουτοπόνηρο.
Που σπαταλάμε τη ζωή…
Μα θα ‘πρεπε για το όνειρο…

Φοβάσαι τις χαρές, φοβάσαι να πιστέψεις στα παραμύθια, 
Φοβάσαι τα όνειρά σου, την τρυφερότητα, την αλήθεια, 
Φοβάσαι να ερωτευτείς, μήπως θα ατυχήσεις…
Που σπαταλάς τη ζωή;!
Μα θα ‘πρεπε απλά, να ζήσεις!

 


Ιοσίφ Μπρόντσκι 

Προσκυνητές 

"Τα όνειρα και τα αισθήματά μου εκατοστή φορά
Σ’ εσένα έρχονται με δρόμο των προσκυνητών"
Φ. Μπέικον

Δίπλα από τα σφαγεία και χρυσορυχεία,
δίπλα από τα καλύβια και παλάτια, 
δίπλα από τα σικάτα νεκροταφεία, 
δίπλα από τα μεγάλα ελάτια,
δίπλα από τη Μέκκα και Ρώμη, 
δίπλα από τη συμφορά ακόμη,
της αγιοσύνης μιμητές,
περνάνε οι προσκυνητές.
Σακάτηδες, από την κούραση έχουν μεθύσει, 
μισόγυμνοι, χωρίς φαγί, 
τα μάτια τους γεμάτα δύση, 
οι καρδιές τους, αυγή.
Πίσω τους άδουν οι ερημιές, 
λάμπουν οι μακρινές αστραπές, 
μπροστά τους γεννιούνται οι τρικυμιές, 
και βραχνά προφητεύουν πτηνά μεγαλοπρεπές:
Ότι ο κόσμος δε θ’ αλλάξει, 
θα μείνει πραγμάτων παλιών η τάξη,
ο κόσμος θα μείνει εκτυφλωτικά χιονάτος, 
και ατιμωτικά κεφάτος, 
ο κόσμος θα μείνει απατηλός, 
ο κόσμος θα μείνει ανάπηρος, 
ίσως γλυκόπικρος, 
κι όμως άπειρος.
Κ’ αυτό σημαίνει, ότι δε θα ωφελήσει
η πίστη στον εαυτό σου, στον Θεό, στη φύση.
… Κ’ αυτό σημαίνει ότι είσαι μόνος:
η αυταπάτη και ο δρόμος.
Και θα συνεχιστούν πάνω στη γη τα βασιλέματα, 
και θα συνεχιστούν πάνω στη γη τα χαράματα.
Θα την λιπαίνουν οι οπλίτες. 
Θα την εγκρίνουν οι ποιητές-προφήτες.

 


Μπέλα Αχμαντούλινα

 

Αντίο

Αντίο! Περήφανη σου φαίνομαι, 
ίσως δεν είμαι άξια ελεημοσύνης.
Τρελαίνομαι ή ανασταίνομαι 
Για το ψηλότερο βαθμό παραφροσύνης.

Πως εσύ αγαπούσες;
Ήταν επίδειξη επιδέξια.
Σε βοηθούσαν δέκα μούσες,
ενώ των έρωτά μας έπνιξες αδέξια.

Αστόχησες και δεν υπάρχει άφεση, 
είναι κοκαλωμένη η ψυχή μου ακόμα.
Και στο μηδέν η διάθεση, 
αλλά το σώμα μου έγινε πτώμα.

Ακόμη το μυαλό αρνείται το ναυάγιο, 
και απορρυθμίζεται η καρδιά,
και σαν σμηνάκι πλάγια
φεύγουν, αγάπης ήχοι και η ευωδιά. 


Αφανάσι Φετ

 

Ψίθυροι

Ψίθυροι, αναπνοή δειλή, 
Αηδονιού οι τρίλιες, 
Και του φιλιού η απειλή, 
Με παγίδες χίλιες, 

Φως της νύχτας, σκιά νυχτερινή, 
Απαρατήρητοι οι βρόχι, 
Σειρά αλλαγών εαρινή,
Του «ναι» και του «όχι», 

Του έρωτα η τελευταία πινελιά, 
Θριάμβου κραυγή, 
Δάκρυα, ικεσίες και φιλιά, 
Και αυγή, αυγή!...

 


Εντουάρντ Ασάντοφ 

Πολλοί αυτοί…

Πολλοί αυτοί με τους οποίους θα ‘θελες να κοιμηθείς, 
Και τόσοι λίγοι αυτοί με τους οποίου θα ‘θελες να ξυπνάς…
Και το πρωί αποχωρίζοντας να χαμογελάς, 
Και να κουνάς το χέρι σου και ξανά να χαμογελάς, 
Κι όλη μέρα το τηλέφωνο να προσκυνάς.
Πολλοί αυτοί με τους οποίους θα μπορούσες απλά να ζεις, 
Καφέ να πίνεις, να μιλάς και λογομαχείς…
Της διακοπές σου μαζί να περνάς.
Και όπως έχει καθιερωθεί στη χαρά, στη δυστυχία
Να είσαι δίπλα, αλλά να μην αγαπάς…
Λίγοι με τους οποίους θέλεις των ονείρων την ησυχία!
Τα σύννεφα πως μαζεύονται σμάρι μαζί να κοιτάς, 
Λόγια αγάπης να γράφεις στο πρώτο χιόνι, 
Μόνο αυτόν τον άνθρωπο μπορείς να σκεφτείς…
Και ευτυχία μεγαλύτερη να μην επιθυμείς, 
Και τόσοι λίγοι με τους οποίους θα μπορείς να σιωπάς,
Μ’ αυτόν που χέρι χέρι πέρασες της ζωής το σχολείο, 
Σ’ αυτόν που δεν λυπάσαι τα χρόνια σου να χαρίζεις, 
Για τον οποίον θα μπορούσες ως βραβείο, 
Οποιοδήποτε πόνο, ακόμη και εκτέλεση να αντικρίζεις…
Έτσι και συνεχίζονται αυτές οι ιστορίες λογής λογής, 
Εύκολα ανταμώνεσαι, τότε και χωρίζεις δίχως να πονάς…
Όλα γιατί, πολλοί αυτοί με τους οποίους θα ‘θελες να κοιμηθείς.
Όλα γιατί, λίγοι αυτοί με τους οποίους θα ‘θελες να ξυπνάς

 


Γκαλίνα Ζασλάφσκαγια

 

Όλα όπως και χθες 

Ξύπνησε και τεντώθηκε εκείνη,
Και το παράθυρο πλησίασε γυμνή.
Στους άνδρες εκτοξεύτηκε η αδρεναλίνη, 
Και μάτια πετάχτηκαν έξω από την ηδονή.

Νταλίκα καβαλίκεψε τη Skoda, 
Και έπεσε το ελικόπτερο στον ποταμό.
Ο άξονας καρφώθηκε στη ρόδα, 
Κι από μόνο του πήρε μπρος το δυναμό.

Το ηφαίστειο έβγαλε τ’ απωθημένα, 
Στη λίμνη έγινε τσουνάμι φονικό.
Στεκόταν με τα παντελόνια φουσκωμένα,
Δίπλα στο σπίτι πλήθος αρσενικό.

Μεγάλωσε του όζοντα η τρύπα, 
Ακόμη και το σύμπαν δεν έμεινε απαθές.
Εκείνη χασμουρήθηκε και είπε:
«Τι βαρεμάρα! Όλα όπως και χθες!


Αναμέτρηση

Ίγκορ Ιρτένιεφ

Οι γυναίκες φοράνε γόβες και σουτιέν, 
Κι είναι αδιάφορες για τη φιλοσοφία.
20% απ’ αυτές είναι της ηλιθιότητας το ρεφρέν, 
30% διακρίνει η αλαφρομυαλία.
Άλλες 30% είναι ψυχοπαθείς.
Αυτό το άθροισμα μας δίνει ογδόντα, 
Μες στις υπόλοιπες, που και αυτές είναι ημιμαθείς, 
Αν είσαι τυχερός θα βρεις άξια όντα. 

Η Ταμάρα Πανφέροβα απαντάει στον Ιρτένιεφ

Οι άνδρες φοράνε μουστάκια και πέη, 
20% απ’ αυτούς είναι γκέι,
40% είναι μαλάκες, που έχουν την κούτρα τους
Στην εφημερίδα χωμένη, οι βλάκες.
30% το κάνουν με άκρα,
Ακόμη κι όταν παίρνουν Viagra, 
Στους 10% καθόλου δεν σηκώνετε,
Δηλαδή, όλο το σύνολο μουντζώνεται.

Ερνστ. Απάντηση στον Ιρτένιεφ και στην Πανφέροβα

40% απ’ αυτές που σουτιέν φοράνε,
Τους μαλάκες αγαπάνε,
Συχνά τους γκέι οι ψυχοπαθείς προτιμάνε,
Οι πουτάνες τους ανίκανους παρηγοράνε.
Οι ηλίθιες τους πότες πάντα λυπούσαν,
Ενώ τις αλαφρόμυαλες οι βλάκες ποθούσαν,
Στο σύνολο, βεβαίως, είμαστε 100%:
Βλάκες, μαλάκες, πουτάνες …, όλοι λοιπόν.

 


Πιότρ Νταβίντοφ

 

Σεξ (Πόθος) και Αγάπη

Το Σεξ το διακαές και η Αγάπη τρυφερή,
Έτυχε να γίνονται ζευγάρι, 
Νιώθοντας έλξη φοβερή 
Πλέχτηκαν σ’ ένα θεόπνευστο κουβάρι.

Αχ! Αυτός ο Πόθος ήταν λίγο αγενής, 
Ανυπομονούσε, με ακολασία πιπεράτη
Και με τη γλώσσα του άγγιζε τα κρυφά χείλη της, 
Όταν εκείνη κάθισε πάνω στο κρεβάτι.

Εκείνη άρχισε να χορεύει εκπέμποντας την ηδονή, 
Πρώτα ντυμένη με φόρεμα λαμπρό,
Μετά γελώντας στριφογύριζε γυμνή,
Πετώντας δίπλα, τον άγγιζε με χέρι τρυφερό.

Ο Πόθος ήθελε αγάπη, τρυφερότητα, 
Ήθελε η Αγάπη σεξ και οργασμό.
Ήρθε ουρανοκατέβατη και γρήγορα η οικειότητα
Και ένιωθαν τον αμοιβαίο θαυμασμό.

Εκείνη ζήτησε για μια φορά ακόμα, 
Χωρίς κανένα δισταγμό. Η Αγάπη αναμμένη
Ξαπλώθηκε ανάσκελα πάνω στο στρώμα, 
Μετά σήκωσε τα οπίσθια γονατισμένη.

Την αγαπούσε ο Πόθος με τόση φροντίδα,
Τόσο μελωδικά, ακούραστα, βαθιά…
Με αστραπές και κεραυνούς η καταιγίδα, 
Μετά οι μυρωδιές, τα χρώματα – του έρωτα ανθιά. 

Εγώ κι εσύ καθόμασταν πάνω στον καναπέ,
Είχα με χείλη μου σβήσει τα φτιασίματά σου.
Παραληρούσα σαν να ήμουν ντοπέ, 
Χαϊδεύοντας τα χέρια και τα γόνατά σου.

Μετά αυτοί, μας ώθησαν σε φλερτ πιο τολμηρό
Και ήταν ασυνήθιστή των αισθημάτων η τροπή, 
Λουζόμασταν στο φως του φεγγαριού το αργυρό
Και έσβηναμε τα κεριά απ’ την ντροπή.

…Ξυπνήσαμε, και ήμασταν μόνο εμείς οι δυο
Ο Πόθος και η Αγάπη μας άφησαν στον ύπνο,
Και από τότε τους περιμένουμε κάθε βραδιά
Και κάθε βράδυ έρχονται μετά το δείπνο!

 


Δμίτρι Λιαλιάεφ

 

Tοπίο

Παράθυρο… Ώρα πρωινή, 
Ακόμη κοιμάται η χώρα μου η ορεινή, 
Και έχει μοίρα άγνωστη, 
Η πατρίδα μου άρρωστη.

Η χώρα που έχει γνωρίσει τη σκλαβιά, 
Κι ακόμη δεν την αφήνουν τα κλουβιά.
Η χώρα των επίορκων και προδοτών, 
Η χώρα άξεστων και προφητών,

Η χώρα των χαρούμενων παιδιών
Και διεφθαρμένων ανθρωποειδών,
Η χώρα καλοπέρασης μες στην πανώλη
Όπου το πάνω χέρι έχει το πορτοφόλι.

Η χώρα των ψεύτικων αλλαγών,
Και των ακάλυπτων επιταγών,
Η χώρα που ευημερεί ο μεταπωλητής, 
Και ψευτοζεί ο ποιητής.

Η χώρα του αυτοπροσδιοριζόμενου μαλάκα,
Η χώρα όπου το κλήμα δεν σηκώνει πλάκα,
Η χώρα, των πολιτικάντηδων σπείρα
Η χώρα όπου τον ελέφαντα καβαλίκεψε η ψείρα.

Η χώρα που ποδοπατιέται ο νόμος ο θείος,
Εκεί που το δίκαιο έχει ο αχρείος,
Εκεί που δικάζουν ο γλείφτης και λακές,
Η χώρα που συνέχεια χτίζουν φυλακές.

Η χώρα ικανότατων δημιουργών, 
Η χώρα των ανίκανων πρωθυπουργών, 
Η χώρα των αβάσιμων ελπίδων,
Η χώρα των σίγουρων κεραμίδων.

Η χώρα με κλειστούς δρόμους
Για τους καλούς και έντιμους ανθρώπους,
Ενώ είναι ανοιχτή στους οποίους είναι μισητή.
Όλα αυτά είναι η πατρίδα μου αγαπητή!

 


Ιγκορ Αγκλίτσκι

 

Μια ζωή σε 100 λέξεις

Κλάμα. Σπάργανα. Βυζί.
Λέξη. Βήμα και κλουβί.
Φασαρίες. Μωρίες. Υστερίες.
Αυλή. Νηπιαγωγείο. Τιμωρίες
.
Εκκλησία. Παπάς. Μετάληψη.
Θρανίο. Κυρία. Κατάληψη. 
Τσιγάρο. Χασίσι. Νταηλίκι.
Σπασμένη μύτη. Μαλακία. Σακατλίκη.

Πανεπιστήμιο. Σκυλάδικο. Μπουρδέλο.
Ακούω. Βλέπω. Τρώω. Θέλω. 
Αγάπη. Φεγγάρι. Άστρα. Ταινία.
Χείλη. Στήθος. Αϋπνία. 

Γάμος. Πεθερά. Παγίδα.
Καυγάς. Φίλοι. Κερκίδα. 
Μπίρα. Συλλαλητήριο. Μπλαμπλά.
Γύρος. Γήπεδο. Νεύρα. Κιλά. 

Γιος. Πάμπερς. Κλάματα. Οράματα.
Πράματα. Μικροπράματα. Τρεχάματα. 
Αμάξι. Μούντζα. Αδρεναλίνη.
Άγχος. Γκόμενα. Ασπιρίνη. 

Γεύμα. Κλύσμα. Μάσα. Μπλάμπλα.
Εφημερίδα. Προσευχή. TiVi. Ξάπλα. 
Μπίζνες. Λοβιτούρα. Χρήμα. 
Τράπεζα. Πορνείο. Τμήμα. 

Ημέρα-νύχτα. Άνοιξη-χειμώνας.
Σπίτι-γραφείο. Οικογένεια. Αγώνας. 
Κουβεντολόι. Νικοτίνη. Ζαλάδα.
Φαλάκρα. Κοιλιά. Ζοχάδα. 

Σύνταξη. Καφενείο. Φαρμακείο.
ΙΚΑ. Μοναξιά. Γηροκομείο. 
Ούρα. Καρδιά. Οστά. Γιατρός.
Φέρετρο. Κλάμα. Αποχαιρετισμός. 

Παράφραση από τα ρωσικά


Ειρήνα Σαμάρινα - Λαμπιρίντ

 

Στην αγορά την ευτυχία δε θα βρεις…

Στην αγορά θα πάω για την ευτυχία, 
Μετά στο σουπερμάρκετ επιτυχία θα ψωνίσω…
Είναι πραμάτεια που χαλάει μέσα στα ψυγεία…
Κι έπειτα αγάπη αντί ρέστα θα ζητήσω…

Ζυγίστε μου, παρακαλώ τουλάχιστον κιλό, 
Εκείνη τη συνείδηση από το κάτω ράφι…
Διαβρωμένη; Ενώ το εξωτερικό της είναι απατηλό, 
Και η τιμή της σαν χρυσάφι…

Μάλιστα, βλέπω! Έχετε κι προσφορά!
Δώστε μου καλοσύνη, όσο θ’ αντέξω…
Μήπως πουλάτε θώρακα από τη συμφορά;
Οι κακοί άνθρωποι να μείνουν έξω.

Χρειάζομαι από την φτώχια την αιγίδα, 
Πότημα απ’ τη θλίψη, σιρόπι απ’ το κλάμα. 
Πουλήστε μου αυτήν την κούφια ελπίδα, 
Κι από το χωρισμό το δυνατό το βάμμα.

Άνεση οικογενειακή, τσουβάλι,
Ανώτερης ποιότητας! Άλλη δε θέλω…
Κάλλος πνευματικό, φιάλη, 
Μικρό ελάττωμα, εκείνο το μοντέλο…

Συγνώμη, τη φιλία πως πουλάτε, 
Κατά τεμάχειον ή με το ζύγι;
Δε θέλω! Έχω μία, και μη με λιθοβολάτε, 
Πολλές φιλίες, του συμφέροντος κυνήγι…

Ακόμη για τους κοντινούς καλή υγεία, 
Του γέλιου να ακούγετε η φωνή…
Ζηλοφθονία; Δε μου αρέσει αυτή η αηδία…
Καλύτερα, μισό κιλό υπομονή…

Εμπιστοσύνη; Δε θέλω! Την προηγούμενη φορά
Ψώνισα χονδρικά και μου αρκεί…
Δώστε μου δάκρυα από τη χαρά, 
Και μπόλικα ειρήνη, να διαρκεί.

Για την αδιαθεσία η ζήτηση να είναι χαμηλή
Και πνεύμα να πουλάτε, όχι παθογόνο!
Μα η ζωή, μόνο τότε είναι καλή, 
Όταν δεν έχετε να πουλάτε πόνο…

Στην αγορά την ευτυχία δε θα βρεις, 
Όμως αν μάθουμε να μοιραζόμαστε,
Και να χαρίζουμε την ευτυχία καθημερινώς, 
Τότε το Κακό θα γίνεται καπνός…


Ανδρέι Ντεμέντιεφ 

 

Τα πάντα ματαιότης…

Τα πάντα ματαιότης…
Και μόνο η ζωή πάνω απ’ όλα,
Όποτε είναι έντιμη και αγνή.
Και κάποιος κοντεύει να φτάσει στο τέρμα, 
Ενώ του άλλου η ζωή βρίσκεται στην αρχή.

Τα πάντα ματαιότης…
Ο θώκος, το αξίωμα μεγάλο.
Ακόμη και η φήμη του βαθύνους…
Να μην πιάσω τη θέση του άλλου, 
Να μην κορδώνομαι απ’ τους παρ’ αξίαν επαίνους.

Τα πάντα ματαιότης…
Η διαβολή, ο φθόνος.
Ακόμη και οι δυστυχίες στο γραφτό μου. 
Και μόνο ένα πράμα φοβάμαι…
Κατά των όλων των αρχών, να μην προδίδω τον εαυτό μου!

***

Μην λυπάστε

Μην λυπάστε για τίποτα τον εαυτό σας φαρμακώνοντας,
Μην γίνεστε του παρελθόν το θύμα.
Σαν παλιό «ραβασάκι» την θλίψη τσαλακώνοντας,
Με τα παλιά να κόψετε το σάπιο νήμα.

Μην λυπάστε για της τύχης την ελεύθερη πτώση.
Ή γι’ αυτό που δεν πρόκειται να συμβεί.
Της καρδιάς σας η διαύγεια ας μη θολώσει
Και οι ελπίδες να φτερουγίσουν στην ψυχή.

Να μην λυπάστε για την καλοσύνη σας και τη συμπόνια.
Εάν η απάντηση είναι χαμόγελο ειρωνικό.
Κάποιοι προκόψανε και περπατάνε σαν παγώνια…
Να τους λυπάστε, τους συνοδεύει το αναπόφευκτο κακό.

Ουδέποτε, για τίποτα να μην λυπάστε πολύ
Πως έχετε αργήσει ή φύγατε στην αρχή.
Ας παίζει κάποιος μεγαλοφυώς το βιολί.
Αλλά τις μελωδίες παίρνει από τη δική σας ψυχή.

Για τίποτα να μη λυπάστε στην τύχη σας τυφλή,
Για τον χαμένο χρόνο, την αγάπη που έσβησε νωρίς.
Ας παίζει ο άλλος μεγαλοφυώς το βιολί,
Μα μεγαλοφιέστερα ακούγατε εσύς.

 


Γκεώργκι Ιβανόφ

 

Τι καλά που δεν υπάρχει δημοκρατία.
Τι καλά που δεν υπάρχει Ελλάδα.
Τι καλά που δεν υπάρχει Θεός.

Μόνο φαυλοκρατία, 
Μόνο ασχημάδα, 
Μόνο άγονος βηθός.

Τι καλά που κανένας, 
Τι καλά που τίποτα,
Τι καλά που μαυρίλα και νέκρα.

Που μεγαλύτερη νέκρα και μίση
Και πιο μαυρίλα δεν μπορώ να φανταστώ, 
Που κανένας δε θα βοηθήσει
Και καν χρειάζεται αυτό.

(παράφραση

2011


Ι. Λουγκοφσκάγια 

 

Σαν γύναιο μαλώνω, σαν άνδρας υποκύπτω, 
Σαν λύκος ουρλιάζω, βελάζω σαν γίδα.
Πότε σαν άλογο κούρσας πρώτος καλπάζω,
Και πότε σέρνομαι γιουχαϊσμένος από την κερκίδα.
Γεροντικός, τα πάντα αποδοκιμάζω, 
Παιδιάστικος, την τύχη περιμένω με ελπίδα, 
Καμιά φορά μου φαίνεται, το σύμπαν μπορώ να τινάζω,
Άλλοτε σκέφτομαι πως είμαι μια κουκκίδα.
Πότε με μένος δικάζω τη διαφθορά,
Άλλοτε με ρουσφέτι προβλήματα λύνω.
Ή χαχανίζω ακούγοντας για συμφορά, 
Ή δίχως αιτία δάκρυα χύνω.
Τι βλακεία!, να βρίζεις τους αρχηγούς;
Τις δικές μου βλακείες να κρίνω.
Ο ίδιος θα στήσω παγίδες για τους κυνηγούς, 
Ο ίδιος θα πέσω στα δίχτυα… κ’ εκεί θα μείνω.


 Αλεξάνδρ Σπάρμπερ

 

Ούητμεν

…Και το παιδί ερώτησε: τι είναι το χορτάρι;
μεγάλος ή μωρό, ψάρι ή λιθάρι;
Και του απάντησα: είμαστε περιεχόμενα των ακινήτων
ενώ οι ψυχές μας: μες στα ταχόμετρα των αυτοκινήτων, 
και τα κορμιά μας δεν έχουν πάρει χαμπάρι
μα πώς να ξέρω: τι είναι το χορτάρι;

…Λένε πως μια φορά, δεν ξέρω ποτέ
θα φρενιάζει το νερό με την πόλη, οπότε
θα εμφανιστούν γυναίκες με χρώμα νερού, 
θα μας τραβάνε με τη δύναμη του χαμόγελου γλυκερού, 
Και τότε όλοι: νέοι, μεσήλικοι, γέροι, 
στις κρύες αγκαλιές του ποταμιού θα μπούμε χέρι χέρι.

Χάνοντας τις τελευταίες δυνάμεις, σιωπηλοί,
μέχρι τη μέση βυθίζοντας στη μαύρη ιλύ,
θα σιγοπερπατήσουμε ημέρα-νύχτα, χρόνια,
ως που χαθούν μακριά και μέσα μας τα καταχθόνια
στον τόπο όπου ούτε πόλεμοι, αρρώστιες, ούτε πληγές
στον τόπο όπου αναβλύζουν της αγάπης οι πηγές.

θα φτάσουμε μ’ εξαντλημένη αντοχή
και θα γινόμαστε νερό, και θα γινόμαστε βροχή,
πέφτοντας στο λιβάδι, κατ’ απ’ τ’ ολόγιομο φεγγάρι,
και τελικά θα καταλάβουμε, τι είναι το χορτάρι.

 


Ειρήνη Ορλόβα

 

Τα παιδιά

Τα παιδιά είναι της ζωής το αεράκι δροσερό,
Τα παιδιά είναι του έρωτα ο καρπός τρυφερός.
Δεν κερδίζονται, δεν είναι λαχείο τυχερό,
Από την καλοσύνη τους χαρίζει ο Θεός.

Τα παιδιά (ακούγεται παράξενα) είναι δοκημασία,
Θέλουν ζευγαριού την άνετη φωλιά.
Τους χρειάζεται φροντίδα, χάδη, προστασία,
Τα παιδιά είναι και χρόνος, είναι και δουλειά.

Tα παιδιά σημαίνει θαύμα, μήνυμα καλοσύνης,
Αυγής ακτίνες, αγάπης σταλιές.
Τα παιδιά μας δίνουν σπουδαία μαθήματα,
Είναι της δύσκολης ζωής η αστροφεγγιές.

Τα παιδιά είναι το μπιμπερό, οι κολικοί και τα αγγεία,
Παρ’ όλ’ αυτά είναι της κάθε κοπέλας η επιθυμία.
Τα παιδιά είναι λογομαχίες με θέμα αγωγή,
Είναι του μπαμπά το καμάρι, της μαμάς η στοργή.

Τα παιδιά σημαίνει ειλικρίνεια, είναι γνήσια,
Κλαίνε και γελάνε αληθεινά.
Μαζί τους τα τεχνάσματα είναι περίσια,
Τα ματάκια τους κοιτάνε διαμπερώς και φωτεινά.

Τα παιδιά σημαίνει ο μπαμπάς δεν είναι σπίτι,
Και η μαμά στο σπίτι καθημερινά.
Τα παιδιά σημαίνει μέλλον, ήτοι
Του παπού και της γιαγιάς τα κατοπινά.

Τα παιδιά μας πάνε στις ευτυχίας τα πελάγια,
Τα παιδιά μας κάνουν να νιώθουμε γονείς.
Οι πρώτες οι επιτυχίες, τα μικρά ναυάγια,
Τα παιδιά σημαίνει πείρα, τα παιδιά είναι εμείς.