Sofia

 55 γνωμικά  και 110 κείμενα του Multa paucis στις 20 Φεβρουαρίου  2005

Η μοναδική μου επιθυμία είναι να απαλλαχθώ από τις επιθυμίες.
Γ. Σοϊλεμεζίδης
Το μισό από ό,τι τρώνε οι άνθρωποι γεμίζει το στομάχι τους και το άλλο μισό γεμίζει το 
στομάχι των γιατρών.
Κ. Γουώκερ
Μόνο ο άνθρωπος που ενδιαφέρεται να γνωρίσει το θυμό του κατά πρόσωπο κι όχι να τον πολεμήσει, θα ελευθερωθεί απ' αυτόν.
Όσσο
Ζούμε σε μια χώρα που δίνει μεγάλες δυνατότητες όχι μόνο στους εγκληματίες, αλλά και στο κράτος.
Β. Πούτιν*
Ανειλικρίνεια στην αγάπη είναι μια μεγάλη συμφορά για την κοινωνία.
Ε. ντε Σενανκούρ*
Χρυσό: το κεφάλαιο χρήσιμο για το παζάρι αυτού του κόσμου, στο κόσμο που θα ‘ρθει κεφάλαιο θα είναι η αγάπη και τα δυο μάτια γεμάτα δάκρυα.
Ρουμί*
Η οσμή της έπαρσης, της απληστίας και της ασελγείας θα σε προδώσει – όπως το σκόρδο που έφαγες – όταν θ’ ανοίξεις το στόμα σου για να μιλήσεις.
Ρουμί*
Οι περισσότεροι επιστήμονες δεν έχουν όφελος από τις γνώσεις τους: είναι αυτοί που κρατάνε τη γνώση στη μνήμη τους, αλλά δεν είναι ερωτευμένοι μαζί της.
Ρουμί*
Θα γνωρίσει το μυστικό του Αόρατου μόνο εκείνος που είναι ικανός να κλείσει τα χείλη του και να μείνει σιωπηλός.
Ρουμί*
Προσήλωσε το βλέμμα σου στα άστρα και ψάξε το Δρόμο. Τα λόγια εμποδίζουν να βλέπεις μακριά, τήρησε τη σιωπή. 
Ρουμί*
Ελάτε, περάστε! Σας παρακαλώ, ελάτε κι άλλη μια φορά. Όποιος κι αν είστε: πιστός ή άπιστος, αιρετικός ή ειδωλολάτρης. Αυτή η πόρτα είναι ανοιχτή για τον καθένα. 
Ρουμί*
Μόνο μετά όταν θα πέσουν τα τείχη τον μιναρέδων και των τζαμιών, θα εμφανιστούν γύρω πολλοί δερβίσηδες. Ως που η πίστη δε γίνει αίρεση, αλλά η αίρεση πίστη, ως τότε κανένας δε θα γίνει μωαμεθανός.
Ρουμί*
Την επιστήμη την γνωρίζεις με την βοήθεια των λέξεων, την τέχνη με άσκηση, αλλά την αποξένωση γνωρίζεις μέσα σε μια παρέα.
Ρουμί*
Ο Θεός έπλασε τον κόσμο μας, οι ποιητές τον διορθώνουν.
Ο. Ουάιλντ
Οι γονείς: ένα κόκαλο πάνω στο οποίο τα παιδιά ακονίζουν τα δόντια τους.
Π. Ουστίνοφ*
Ο άνθρωπος που λέει ότι αυτό δεν γίνεται, δεν πρέπει να απασχολεί εκείνον που το κάνει.
Κινέζικη παροιμία
Τα μικρά παιδιά δε μας αφήνουν να κοιμόμαστε, ενώ τα μεγάλα δε μας αφήνουν να ζούμε.
Εβραϊκή παροιμία*
Η μεγαλύτερη αγάπη είναι της μητέρας, δεύτερη του σκύλου και μετά απ’ αυτήν της κοπέλας.
Πολωνική παροιμία*
Ο κουφός άκουσε πως ο βουβός είπε ότι ο τυφλός είδε πως ο κουτσός χόρευε.
Εβραϊκή παροιμία*
Το σπίτι είναι ο κόσμος της γυναίκας, ο κόσμος είναι το σπίτι του άνδρα.
Εσθονική παροιμία*
Όταν ψοφάει το μουλάρι του καδή, όλοι έρχονται στην κηδεία του. Όταν πεθαίνει ο ίδιος ο καδής, δεν έρχεται κανένας.
Αραβική παροιμία* 
Ένας θα πει ψέμα, δέκα θα το επαναλαμβάνουν ως αλήθεια.
Κινέζικη παροιμία*
Μια χούφτα με λεφτά είναι πιο δυνατή από δυο χούφτες αλήθειας.
Σουηδική παροιμία*
Ένα κούτσουρο μπορεί να καπνίζει, αλλά για να φλέγεται χρειάζονται δύο.
Αφρικάνικη παροιμία*
Εκείνος που δε δοκίμασε την πίκρα, δεν γνωρίζει το γλύκισμα.
Γερμανική παροιμία*
Ένα κουτάλι σιρόπι έπιασε περισσότερες μύγες, παρά ένα βαρέλι ξίδι.
Ολλανδική παροιμία*
Μη λες στους φίλους αυτά που δεν πρέπει ν’ ακούσουν οι εχθροί.
Αραβική παροιμία*
Οι πλούσιοι ληστεύουν τους φτωχούς και οι φτωχοί – ο ένας τον άλλον.
Σ. Τραθ*
Η ελεεινή πλειοψηφία έχει την πεποίθηση: εάν κάποια κατηγορία έμεινε χωρίς απάντηση, αυτό σημαίνει πως είναι αλήθεια.
Κ. Μέτιους*
Σε εννιά περιπτώσεις από τις δέκα η λογομαχία ολοκληρώνει έτσι, ώστε ο καθένας από τους συμμετέχοντες πιο πολύ πείθεται πως είχε δίκαιο.
Ντ. Κάρνετζι*
Από τη στιγμή, όταν ο άνθρωπος αναρωτιέται για το νόημα και τις αξίες της ζωής, είναι άρρωστος, αφού αντικειμενικά κάτι τέτοιο δεν υπάρχει.
Ζ. Φρόιντ*
Σας πληρώνουμε όχι για να φαινόμαστε σαν ένα σωρό ηλιθίων. Σας πληρώνουμε, για να μη αντιληφθεί ο κόσμος πως είμαστε ένα σωρό ηλιθίων.
Οι επιχειρηματίες στους διαφημιστές*
Το οκτάχρονο παιδί είναι πολυπρόσωπο. Στα δεκαοκτώ του οι περισσότερες καλές πλευρές του θα σβηστούν, θα είναι τυποποιημένος και θα μεταμορφωθεί σε ιδανικό πολίτη. Αυτός ο ιδανικός πολίτης μπορεί να είναι καλό παιδί, αλλά στέκεται σε πολύ μεγάλη απόσταση από τον ιδανικό άνθρωπο.
Ν. Ντούγκλας*
Ποτέ ποτέ βρίσκοντας πάνω στην σκηνή μπορείς ν’ ακούσεις τον καλύτερο ήχο που μπορεί ν’ ακούσει κάθε ηθοποιός. Αυτόν τον ήχο είναι αδύνατον ν’ ακούσεις στον κινηματόγραφο ή στην τηλεόραση. Είναι ο ήχος μιας θαυμάσιας, βαθιάς σιωπής, που σημαίνει πως πέτυχες τον στόχο.
Σ. Βίντερς*
Όλες οι συμφορές της ανθρωπότητας συμβαίνουν αφού ο καθένας ανήκει σε κάποια φυλή, έθνος, πολιτεία ή ομάδα. Ιδανικό θα ήταν να είχαμε ανήκει μόνο σε μια ομάδα, ομάδα των Ανθρώπων.
Λ. Ντάντεκ*
Όλοι οι γνήσιοι άνδρες ή είναι παντρεμένοι, ή δουλεύουν πάρα πολύ.
Τζ. Γκρεκό*
Την κάθε τάξη είσαι αναγκασμένος συνέχεια να την κρατάς.
Β. Γκζεγκορτσικ*
Οι κρατικοί παράγοντες, οι στρατιωτικοί συνέχεια είναι συγκεντρωμένοι στον κόσμο στον οποίον ζουν, ενώ για τους ποιητές και τους προφήτες πραγματικός κόσμος είναι εκείνος τον οποίον ονειρεύονται να δημιουργήσουν.
Χ. Κίσινγκερ*
Εάν δεν μαθαίνεις πάνω στα δικά σου λάθη, τότε δεν έχει νόημα να τα κάνεις.
Αγνώστου*
Εάν η ιδέα πέρασε από την γραφειοκρατική μηχανή και πήρε την έγκριση, τότε δεν υπάρχει νόημα να πραγματοποιηθεί.
«Υπόθεση Μόλλυσον»
Το κάθε μικρό κομματάκι κριτικής κρύψ’ το ανάμεσα σε δύο μεγάλα κομμάτια επαίνων.
Μ. Ας*
Ο καπιταλισμός χρωστάει την ύπαρξή του στις γυναίκες. Εαν οι γυναίκες δεν ξόδευαν περισσότερο, παρά βγάζουν λεφτά οι άνδρες τους, τότε αυτός θα είχε γκρεμιστεί.
Αγνώστου*
Ο κόσμος αποτελείται από τους τεμπέληδες που θέλουν να έχουν λεφτά χωρίς να δουλεύουν και ηλίθιους έτοιμους να δουλεύουν χωρίς να πλουτίσουν.
Μπ. Σω*
Η διαμονή μου στο σχολείο είχε επιφέρει μεγάλη ζημιά και καθόλου όφελος: ήταν ένα οδυνηρό τράβηγμα της παιδικής ψυχής μέσα στις ακαθαρσίες.
Μπ. Σω*
Οι αγορές είναι σαν τα αλεξίπτωτα: αποδίδουν μόνο όταν είναι ανοιχτές.
Χ. Σμιτ*
Με τους καλούς είμαι καλός, είμαι καλός και με τους κακούς για να τους κάνω καλύτερους.
Λαο-τσε*
Οι σύγχρονοι ποιητές βάζουν στο μελάνη τους πάρα πολύ νερό.
Αγνώστου*
Οι Έλληνες είχαν θεούς, ενώ οι Αμερικανοί έχουν τα αστέρια του Χόλλυγουντ.
Κ. Κλάϊν*
Για να κάνεις τη δουλειά έτσι όπως πρέπει συνήθως δεν αρκεί ο χρόνος, αλλά για την επιδιόρθωση χρόνος πάντα βρίσκεται.
«Νόμος του Μέσκινεν»*
Για να πεις την αλήθεια χρειάζονται δυο:ένας για να το πει, άλλος για να τ’ ακούσει.
Χ. Θόρεϊ*
Τους ζητιάνους πρέπει να τους καταργήσουμε, αφού το να δίνουμε ελεημοσύνη και το να μη δίνουμε είναι στον ίδιο βαθμό οδυνηρό.
Φ. Νίτσε*
Οι οίκοι ανοχής πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, ακριβώς έτσι όπως και οι τραπεζικοί οίκοι.
Β. Γκεράστσενκο*
Ο δρόμος χωρίς εμπόδια συνήθως οδηγεί στο πουθενά.
«Παρατήρηση του Ντεφάλκ»


34a. Μύθοι, παραβολές και αλληγορίες

Η παραβολή του βασιλιά Δαβίδ

Όταν ήρθε η στιγμή ν’ αφήσει αυτόν τον κόσμο ο βασιλιάς Δαβίδ φώναξε τον γιο του, τον μελλοντικό βασιλιά Σολόμωντα:
– Ταξίδεψες σε πολλές χώρες και είδες πολλούς ανθρώπους, είπε ο Δαβίδ, τι γνώμη έχεις για τον κόσμο;
– Παντού που ήμουνα κυριαρχούν η αδικία, η ανοησία, η κακία και η δυστυχία. Δεν ξέρω γιατί έτσι είναι η ζωή, αλλά θέλω να την αλλάξω, είπε ο Σολόμωντας.
– Καλώς. Όμως ξέρεις πώς θα το κάνεις;
– Όχι, πατέρα!
– Τότε, άκουσέ με, είπε ο βασιλιάς Δαβίδ.
Και ο Δαβίδ διηγήθηκε στον γιο του την εξής ιστορία.
Πολλούς αιώνες πριν όταν η γη ήταν νέα, στον πλανήτή ζούσε μόνο ένας λαός. Κυβερνούσε αυτόν το λαό ένας βασιλιάς το όνομα του οποίου ο καιρός δεν διατήρησε. Ο βασιλιάς είχε τέσσερα παιδιά, και όταν ήρθε η ώρα να φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο τους είπε ότι πρέπει να δώσουν στον λαό την Δικαιοσύνη, την Σοφία, την Καλοσύνη και την Ευτυχία.
Τους είπε:
– Η Αδικία εμφανίζεται γιατί ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη ζωή με πάθος. Για να γίνει δίκαιος ο άνθρωπος πρέπει ν’ απαλλαχθεί από την εξουσία των αισθημάτων. Πρέπει όλες οι πράξεις του να είναι τέτοιες, σαν ο κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα απ’ αυτόν. «Ο κόσμος υπάρχει, ενώ εγώ δεν υπάρχω», μόνο αυτή η αρχή μπορεί να είναι η βάση του δίκαιου ανθρώπου.
Η Ανοησία εμφανίζεται γιατί ο άνθρωπος γνωρίζει ελάχιστα πράματα για το σύμπαν. Όπως είναι αδύνατον με την παλάμη σου να αδειάζεις τη θάλασσα, έτσι είναι αδύνατον να καταλάβεις τη Δημιουργία ολόκληρη. Αυξάνοντας τις «γνώσεις» του ο άνθρωπος πάει απ’ την λιγότερη ανοησία στη μεγαλύτερη. Γι’ αυτό σοφός είναι εκείνος ο άνθρωπος που αναζητάει την Αλήθεια όχι έξω, αλλά μέσα του. «Εγώ υπάρχω, αλλά ο κόσμος δεν υπάρχει», αυτή είναι η αρχή του σοφού.
Η Κακία εμφανίζεται όταν ο άνθρωπος αντιτάσσει τον εαυτό του απέναντι στον κόσμο, όταν για εγωιστικούς σκοπούς ανακατεύεται στην φυσική ροή των πραγμάτων και προσπαθεί να την υποτάξει στη βούλησή του. Όσο περισσότερο ο άνθρωπος προσπαθεί να κυριαρχεί πάνω στον κόσμο, τη φύση, τόσο περισσότερο ο κόσμος και η φύση αντιστέκονται, γιατί η βία γεννάει βία και κακία. «Ο κόσμος υπάρχει και εγώ υπάρχω. Εγώ διαλύομαι μέσα σ’ αυτό τον κόσμο» αυτή είναι η αρχή των ανθρώπων που προσπαθούν να επιφέρουν την Καλοσύνη.
Την Δυστυχία γνωρίζει ο άνθρωπος που πάντα θέλει κάτι. Και όσο περισσότερες επιθυμίες έχει τόσο περισσότερο δυστυχισμένος είναι. Και αφού ο άνθρωπος πάντα έχει ανάγκες και εκπληρώνοντας τις επιθυμίες του, το μόνο που κάνει είναι να βαδίζει από τη μικρότερη δυστυχία στη μεγαλύτερη. Ευτυχισμένος είναι μόνο εκείνος ο άνθρωπος που όλος ο κόσμος είναι μέσα του, και εκεί βρίσκει τα πάντα. «Ο κόσμος υπάρχει, υπάρχω και εγώ. Και όλος ο κόσμος χωράει μέσα μου», αυτή είναι η φόρμουλα της Ευτυχίας.
Ο βασιλιάς είπε τις μεγάλες αλήθειες στους κληρονόμους του και πέθανε. Τα παιδιά του αντιλήφθηκαν τις αντιφάσεις των αληθειών και αποφάσισαν να μοιράζουν το λαό της χώρας σε τέσσερα ισόβαθμα μέρη και ο καθένας κυβερνούσε το λαό του με τις δικές του αρχές, προσπαθώντας να ακολουθούν της εντολές του πατέρα τους. Ό ένας έβαλε τον λαό του στον δρόμο προς την Δικαιοσύνη, ο άλλος, προς την Σοφία, το τρίτος, προς την Καλοσύνη, ο τέταρτος, προς την Ευτυχία. Και σαν αποτέλεσμα πάνω στη Γη εμφανίστηκαν τέσσερις λαοί: Δίκαιος, Σοφός, Καλός και Ευτυχισμένος. 
Πέρασαν αιώνες και σιγά σιγά οι λαοί ανακατεύτηκαν. Οι Δίκαιοι άνθρωποι καλά ήξεραν τι είναι η δικαιοσύνη, αλλά δεν ήξεραν τι είναι σοφία, καλοσύνη και ευτυχία. Γι’ αυτό οι δίκαιο έφεραν στον κόσμο την ανοησία, την κακία και τη δυστυχία. Και ανάλογα: οι σοφοί άνθρωποι έφεραν στον κόσμο την αδικία, το κακό και τη δυστυχία. Οι καλοί άνθρωποι έφεραν στον κόσμο την αδικία, την ανοησία και τη δυστυχία. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι έφεραν στον κόσμο την αδικία, την ανοησία και το κακό.


Η δύναμη της οργής

Αρρώστησε ο σκληρόψυχος αυτοκράτορας. Τρόμαξε η αυλή…και χάρηκε η αυλή. Η ασθένειά του τον καθήλωσε στο κρεβάτι. Οι καλύτεροι γιατροί προσπαθούσαν να τον θεραπεύσουν αλλά η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε.
Πέρασαν μήνες, χρόνια, ενώ ο αυτοκράτορας δε μπορούσε να κουνηθεί. Τόσα κράτη κατέκτησε, τόσους λαούς γονάτισε! Κατέκτησε το μισό κόσμο, όλοι τρόμαζαν ακούγοντας το όνομα του σκληρού κατακτητή, αλλά μπροστά στην ασθένειά του ήταν αδύναμος. 
Μια φορά η αδυναμία του τον έκανε να λυσσάζει:
– Όλους τους γιατρούς να αποκεφαλίσετε και να βάζετε τα κεφάλια τους στους τείχους της πόλης.
Πέρασαν χρόνια, οι τείχη της πόλης άσπρισαν από τα ξεραμένα κρανία των γιατρών και μάγων.
Μια φορά ο αυτοκράτορας φώναξε τον βεζίρη του:
– Βεζίρη! πού είναι οι γιατροί;
– Δεν υπάρχουν γιατροί, αφέντη μου. Εσείς δώσατε την διαταγή να τους εκτελέσουν.
– Δεν έμεινε ούτε ένας…
– Μάλιστα! Ούτε ένας που αξίζει να εμφανιστεί μπροστά σας.
– Καλά να πάθουν…
Πέρασαν δέκα χρόνια ακινησίας και μια φορά ο αυτοκράτορας ξαναρώτησε τον βεζίρη του:
– Θυμάσαι είπες πως δεν έμεινε γιατρός που αξίζει να εμφανιστεί μπροστά μου. Εξήγησέ μου τι σημαίνει αυτό.
– Αφέντη μου, έμεινε μόνο ένας κομπογιαννίτης στο κράτος μας. Ζει εδώ στην πρωτεύουσα μας. 
– Ξέρει να θεραπεύει.
– Ναι, ξέρει. Εγώ τον επισκέφτηκα πολλά χρόνια πριν, αλλά είναι τόσο ανάγωγος, τόσο άγαρμπος και αγενής. Αρκεί ν’ ανοίγει το στόμα του και το μόνο που ακούς είναι βρισιές. Πρόσφατα άκουσαν πως είπε ότι ξέρει πως πρέπει να θεραπευθεί ο αυτοκράτορας.
– Γιατί δε μου το είπες, φώναξε ο αγανακτισμένος αυτοκράτορας.
– Μα, αφέντή μου, αν τον έφερνα θα με είχατε θανατώσει για την συμπεριφορά του.
– Υπόσχομαι, πως δε θα το κάνω. Φέρ’ τον αμέσως.
Σε λίγο ο βεζίρης ήρθε μαζί με τον κομπογιαννίτη.
– Λένε πως ξέρεις να θεραπεύεις. 
Η απάντηση ήταν η σιωπή.
– Γιατί δεν μιλάς; Απάντησε μου, διέταξε ο αυτοκράτορας.
– Αφέντη μου, εγώ τον διέταξα να μη ανοίγει το στόμα του, είπε ο φοβισμένος βεζίρης.
– Μίλα, εγώ σου επιτρέπω, είπε ο αυτοκράτορας. Δεν νομίζω πως έχεις τις ικανότητες να με θεραπεύσεις.
– Και τι ξέρεις εσύ από την ιατρική και μιλάς. Εσύ μόνο κεφάλια ξέρεις να κόβεις, ακόμη και αυτό κάνουν οι δήμιοί σου. Μήπως κάτι γνωρίζεις πώς να κυβερνάς, αλλά στη ιατρική δεν είσαι καλύτερος από έναν τσαγκάρη, με θράσος απάντησε ο κομπογιαννίτης.
– Φρουρά!!! φώναξε ο οργισμένος αυτοκράτορας, αποκεφαλίστε τον… Όχι! Καρφώστε τον πάνω σε ένα πάσσαλο, μετά ρίξτε πάνω του βρασμένο λάδι, μετά κάντε τον μικρά κομμάτια.
Ποτέ στη ζωή του ο αυτοκράτορας δεν είχε ακούσει να του μιλάνε με αυτό το αγενής τρόπο. Η φρουρά άρπαξε τον κομπογιαννίτη και τον οδήγησε στην έξοδο από το παλάτι. Εκείνος, όμως γύρισε το κεφάλι του και με κοροϊδία είπε:
– Είμαι η τελευταία σου ελπίδα! Μπορείς να με σκοτώσεις όμως μην ξεχνάς πως είμαι ο τελευταίος που μπορεί να σε θεραπεύσει και, μάλιστα, σήμερα!
Ο αυτοκράτορας ακούγοντας αυτά τα λόγια αμέσως ηρέμησε:
– Βεζίρη! Φέρ’ τον πίσω.
Και όταν τον «γιατρό» έφεραν πίσω, ο αυτοκράτορας του διέταξε:
– Άρχισε να θεραπεύεις! Είπες πως θα το κάνεις σε μια μέρα, σήμερα!
– Εντάξει, όμως πρέπει να δεχτείς τρεις όρους, μόνο τότε θ’ αρχίσω την θεραπεία σου.
Ο αυτοκράτορας με δυσκολία συγκρατήθηκε από την οργή του και σφίγγοντας τα δόντια του είπε:
– Λέγε!
– Να διατάζεις, να φέρουν μπροστά στις πύλες του παλατιού το πιο γρήγορο άτι στην αυτοκρατορία σου και ένα μικρό σακούλι με χρυσές λύρες.
– Αν θα με θεραπεύεις, θα σου χαρίσω σαράντα άλογα φορτωμένα τσουβάλια με χρυσές λύρες.
– Αυτό θα το κάνεις μετά, μετά… Πίσω μου θα τα στέλνεις. Ο δεύτερος όρος: κανένας δεν πρέπει να είναι μέσα στα παλάτια του ανάκτορα, όταν θα σε θεραπεύω.
– Γιατί αυτό…
– Κατά τη θεραπεία θα νιώσεις πόνο, θα φωνάζεις, να μη βλέπει κανένας τον αυτοκράτορα τόσο αδύναμο.
– Εντάξει. Τι άλλο;
– Ο τρίτος όρος είναι να μη μπουν μέσα οι υπηρέτες σου όταν θα τους φωνάζεις, και μόνο ύστερα από μια ώρα να είναι στις διαταγές σου.
– Εξήγησε, γιατί!
– Μπορούν να με εμποδίσουν και να μην ολοκληρωθεί η θεραπεία.
Ο αυτοκράτορας δέχτηκε τους όρους του κομπογιαννίτη και διέταξε όλοι να φύγουν. Έμειναν οι δυο τους.
– Ν’ αρχίσεις!, διέταξε ο αυτοκράτορας.
– Τι ν’ αρχίσω, παλιόμουτρο; Ποιος σου είπε βλάκα ότι μπορώ να σε θεραπεύσω; Έπεσες στην παγίδα μου. Έχω μια ώρα. Τόσο καιρό περίμενα την κατάλληλη στιγμή να σε τιμωρήσω, αιμοβόρο θηρίο! Έχω τρία όνειρα, τρεις ενδόμυχες επιθυμίες. Το πρώτο είναι να φτύσω την αυτοκρατορική σου φάτσα!
Και με αυτά τα λόγια ο κομπογιαννίτης με όλη του τη δύναμη έφτυσε τον αυτοκράτορα στον πρόσωπο. Χλόμιασε το πρόσωπο του αυτοκράτορα από την οργή και αδυναμία να κάνει κάτι. Άρχισε σιγά να κουνιέται στην προσπάθεια να αντισταθεί σ’ αυτό το εξευτελισμό!
– Α! σάπιο κούτσουρο, παλιόσκυλα, μπορείς και να κουνηθείς! Το δεύτερο μου όνειρο… Ω! πόσο θα το απολαμβάνω, είναι να κατουρήσω πάνω στο μούτρο σου. 
Και αμέσως άρχισε να πραγματοποιεί το όνειρό του.
– Φρουρά!!! Σε με… ούρλιαξε ο αυτοκράτορας, αλλά η φωνή του πνίγηκε απ’ τα ούρα! 
Άρχισε να κουνάει το κεφάλι του να αποφεύγει το ρεύμα των ούρων και κατάφερε να σηκώσει το κορμί του προσπαθώντας με δόντια να αρπάζει το πόδι του κομπογιαννίτη. Η φρουρά άκουσε τη φωνή του αλλά δεν τόλμησε να παραβιάζει την διαταγή του. 
– Ψόφιο γουρούνι, είπε ο γιατρός και του έδωσε μια κλοτσιά.
Ο αυτοκράτορας ένιωσε δυνατό πόνο. Ξαφνικά θυμήθηκε πως δίπλα στο κρεβάτι του υπάρχει μια μικρή ντουλάπα και εκεί υπάρχει ένα στιλέτο. Υποκινούμενος από μοναδική επιθυμία να τιμωρήσει τον άνθρωπο που τον προσέβαλλε βάναυσα άπλωσε το χέρι του προς το όπλο.
Εντωμεταξύ ο κομπογιαννίτης είπε το τρίτο του όνειρο. Κι όταν ο αυτοκράτορας το άκουσε ούρλιαξε σαν λαβωμένο θηρίο. Με τιτανικές προσπάθειες ο αυτοκράτορας σύρθηκε προς το ντουλαπάκι με στιλέτο.
– Θα σε σκοτώσω, βρυχιόταν ο αυτοκράτορας, με τα χέρια μου θα σε κομματιάσω!!!
Με δύναμη της θέλησης ο αυτοκράτορας σηκώθηκε πάνω στα βαμβακένια πόδια του κα άρπαξε το στιλέτο. Όταν γύρισε κανένας δεν ήταν μέσα στο παλάτι. Με πολλές δυσκολίες έφτασε στην έξοδο του ανακτόρου.
Αχ! πόσο μετάνιωσε που έδωσε σ’ αυτόν τον παλιάνθρωπο το καλύτερό του άτι! Γεμάτος οργή και θέληση πλησίασε το πρώτο άλογο, με δόντια γαντζώθηκε στη χαίτη του αλόγου και με χέρια που μέσα τους εμφανίσθηκε λίγη δύναμη ανέβηκε στη σέλλα.
Μέσα του ξύπνησε το πνεύμα του μεγάλου ηγεμόνα, ξύπνησε το πνεύμα του μεγάλου στρατηλάτη.
– Πού έφυγε, φώναξε ο αυτοκράτορας στους υπηρέτες που έτρεχαν προς τον αυτοκράτορα.
Βλέποντας τον αυτοκράτορα πάνω στο άλογο οι υπηρέτες και οι φρουροί έκπληκτοι και φοβισμένοι έδειξαν προς την κατεύθυνση που έφυγε ο κομπογιαννίτης.
Ο αυτοκράτορας ρίχτηκε πίσω από τον φυγά. Κάθε λεπτό ένιωθε πως οι δυνάμεις του επιστρέφουν. Πίσω του έμειναν πολλά χιλιόμετρα όταν ξαφνικά θυμήθηκε «Θεέ μου! Δέκα χρόνια δεν είχα καθίσει στη σέλλα! Δέκα χρόνια δεν έβλεπα μπροστά μου τη χαίτη του άτι! Δέκα χρόνια δεν κρατούσα στο χέρι μου όπλο!» 
Εκείνη τη στιγμή άκουσε πίσω του από καιρό ξεχασμένους ήχους. Ήταν το ποδοβολητό των αλόγων και τα ενθουσιώδεις ουρλιαχτά. Εκατό στρατηλάτες του πάνω στα άλογα με τα σπαθιά στα χέρια τους και ολόκληρο το στρατό πλησίαζε τον αυτοκράτορα φωνάζοντας:
– Ζήτω ο αυτοκράτορας!
Όταν ο στρατός έφτασε στον αυτοκράτορα, τον είδανε να κείται μέσα στη σκόνη του δρόμου, να τινάζει τα πόδια, τα χέρια του και να πνίγεται από τους καγχασμούς:
– Αχ! κομπογιαννίτη! Αχ! κάθαρμα!... Αξίζεις τελικά τα τσουβάλια με χρυσό!

Λένε πως σε μια πόλη εμφανίστηκε ένας σοφός που περπατούσε στους δρόμους και φώναζε:
– Ω! κάτοικοι της πόλης! υπάρχει μεταξύ σας κανένας έτοιμος να πληρώσει για τρία σοφά γνωμικά χίλια ευρώ;
Ένας όχι και πλούσιος πολίτης φώναξε τον σοφό στο σπίτι του. 
– Εδώ είναι ακριβός χίλια ευρώ. Είναι όλα τα λεφτά που έχω. Πες μου τα τρία γνωμικά.
Αυτό είναι το πρώτο, είπε ο δερβήσης: «Η μεγαλύτερη δύναμη και ο πιο μεγάλος πλούτος είναι να αποκτήσει κανείς την εγκράτεια». Αυτό είναι το δεύτερο: «Καμιά ευτυχία δεν είναι τόσο μεγάλη, όσο η γαλήνη του πνεύματος». Αυτό είναι το τρίτο: «Μια έννοια που έχει τη δύναμη να ρυθμίζει όλη τη ζωή μας: Επιείκεια.»
Ο πολίτης ήταν έκπληκτος απ’ αυτά που άκουσε. Οι λέξεις αυτές σαν βέλη καρφώθηκαν στη καρδιά του. Σιωπηρός άπλωσε το χέρι του με τα λεφτά στον σοφό.
– Όχι! δε θα πάρω τα λεφτά. Εγώ έψαχνα άνθρωπο έτοιμο να πληρώσει χίλια ευρώ, άλλά όχι τα ίδια τα λεφτά.
Ο σοφός σηκώθηκε και έφυγε. Ο πολίτης απ’ αυτή τη στιγμή ζούσε σύμφωνα με αυτά τα γνωμικά τα οποία άλλαξαν τη μίζερη ζωή του.


34e. Δίστιχα και τετράστιχα

Τα τετράστιχα του Ίγκορ Γκουμπερμάν*

Ούτε μπροστά κοιτάμε ούτε πίσω,
διασκεδάζουμε με φίλους αγαπημένους.
Και δε μας καίγεται καρφί, ποιος θα κερδίζει
στη μάχη φαύλων με τους διεφθαρμένους.

Σαν στις φυλακές στέκονται οι φύλακες
στο Κρεμλίνο και στις αυλές των πρεσβειών.
Καλύτερα απ’ όλους προστατεύει η Ρωσία
τους ξένους, τους ηγέτες και τη μαφία.

Το κράτος βλέπω ως άγαλμα: 
άνδρας μπρούντζινος, σπουδαίος, κάλλιος.
Κατ’ απ’ το φύλλο της συκής κρυμμένο έχει
το μεγάλο όργανο της ασφάλειας.

Όταν η φύση θα αντιληφθεί
του τοξικού πολιτισμού μας την παγίδα,
απότομα θα διαμαρτυρηθεί
όπως συνέβη με την Ατλαντίδα.

Ρωσία
Όχι για χρόνια, για αιώνες
φτώχυνε η δική μου γωνιά:
τους σπόρους της καλύτερης ποιότητας
σκόρπισε η χώρα μου στην παγωνιά.

Ανθούν οργιώδες και με πείσμα
καρπών προόδου οι σπόροι σαν ερπετά:
ο σνομπισμός πληβείου, του αναιδής αλαζονεία
και η έπαρση του σκατά.

Ολόκληρη Ρωσία έριξε ο εβραίος (ο σημίτης)
στην ακαταστασία και σιχαμερή ρουτίνα.
Έτσι κατάφερε ο σπουργίτης
να βιάσει την ελεφαντίνα.

Οι πολιτικοί τον λαό τους
εν ονόματι μεγάλων ιδανικών κοροϊδεύουν.
Ξανά τον καλούν να πάει μπροστά, 
ενώ που είναι το μπρος δεν ξέρουν.

Δεν πιστεύω στην σύνεση συλλογική
με τον νου της συνολικό,
εκεί το πάνω χέρι έχει ο βλάκας δραστήριος 
ή ο παλιάνθρωπος βουλητικός.

Με κούφια λόγια φορτωμένος, 
εχθρός της ζωής και της γαλήνης,
στα χρόνια της μη ελευθερίας κάθε κατεργάρης
ελεύθερα ηγετάκος έχει γίνει.

Βουλιάξαμε στην έγγαμη συνήθεια,
αν κι ακόμα ανάβουμε που και που φτιαχτοί, 
αλλά ήδη ό,τι αφορά τη φλόγα μοιάζουμε με σπίρτα
που καίγονται μόνο από το ξένο κουτί.

Ο αιώνας έδωσε πολλά μαθήματα,
ενώ το ένα είναι σαν σημάδι:
πιο λαμπερά φωτίζουν οι δάδες
που οδηγούν στο σκοτάδι.

Κάτι έχει η χώρα μου στη μήτρα της,
με την ίδια της τη φύση δεν πάει καλά:
το σχολείο σκοτώνει την όρεξη για μόρφωση,
τον ζήλο για κόπο σκοτώνει η δουλειά.

Τραβώντας το κεφάλι μες στους ώμους,
θεωρώντας τη ζωή ως ελεημοσύνη,
εμείς το διάλυμα όποτε δε μας πνίγουν
απολαμβάνουμε σαν καλοσύνη.

Χωρίς να εκνευρίζομαι παρακολουθώ
την ατιμία και την αηδία της αποσύνθεσης, 
γιατί μέσα στα δηλητήρια της σήψης
ζει ο σπόρος της μεταμόρφωσης.

Γεμάτη αμαθείς επιστήμονες
και ευσυνείδητους χαφιέδες
η χώρα των ευτυχισμένων φυλακισμένων
και επιτηρητών στεναχωρημένων.

Τ’ αμαρτωλά τα χείλη μου συχνά,
μέσα στην έξαρση χαράς, την συνουσία, 
ασπάζονταν διάφορα σημεία, 
εκτός από το πισινό της εξουσίας.

Είναι συνέχεια στα πόδια
και ψάχνουν απεγνωσμένα οι κυβερνήτες, 
πώς να δουλέψουμε σαν βόδια 
και να τσιμπάμε σαν σπουργίτες.

Μες στους ναούς λαμβάνει ο κοσμάκης
της απιστίας το συλληπτικό χάπι,
εκεί μέσα στις τελετές ψάχνουν Θεό, 
όπως μέσα στη συνουσία την αγάπη.

Πονάει μπερδεμένη η ψυχή,
αλλάζοντας την εγκράτεια με πάθη αμφιλεγόμενα,
της εγκράτειας είναι ωραία η μορφή,
ενώ της αμαρτίας, το περιεχόμενο.

Δηλητηριάζοντας τα κατοικίδια έντομα,
ούτε να είναι βλαβερά και ούτε αγενείς,
εμείς στην ουσία σκοτώνουμε 
τους γνώριμους, τους γείτονες και συγγενείς.

Αυτές οι μέρες κάποτε θα ‘ρθουν:
τον λέοντα ο μύρμηγκας θα κυνηγά,
την αλήθεια θα ξεχάσει ο κόσμος, 
και να συγγράφω θα πάψω εγώ.

Εισρέει στάλα-στάλα εδώ και χρόνια,
γιατρεύει και δηλητηριάζει ταυτοχρόνως,
σταλάζει το ευρωπαϊκό νερό
μες στις ρωγμές του ελληνικού μαρμάρου.

Η σύνεση, είναι ο θλιβερός προφήτης,
με χαρακτήρα για αποφάσεις φειδωλός, 
γι’ αυτό την ιστορία γράφουν
οι φονιάδες, οι άγιοι και ο όχλος ηχηρός.

Θαυμάζω της φύσης τη σοφία, 
εκπλήσσομαι από τα θεϊκά μυαλά:
τα Χρήσιμα Πράγματα ο Κύριος μας δίνει τζάμπα
και τα υπόλοιπα ο διάβολος πουλά.

Φθινόπωρο. Στο κάθε δένδρο υψηλό
τα περίχωρα με απέχθεια θεωρώντας,
οι κόρακες κοιτάζουν αφ’ υψηλού,
εμάς για κόπους και τρεχάματα περιφρονώντας.

Ότι οι βασιλιάδες είναι οι βασικοί Κακοί,
επινόησαν της βλακείας οι εργολάβοι:
οι τσάροι σκότωσαν όχι περισσότερο λαό,
παρά διάφορου είδους σκλάβοι.

Των σύγχρονων φιλόσοφων τα έργα
κάπως θυμίζουν τους αρχαίους τους σοφούς:
εκείνοι γνώριζαν πως τίποτα δεν ξέρουν,
ενώ αυτοί ακόμη και αυτό δεν ξέρουν.

Τα σωθικά της γης τρώνε τα εργοστάσια,
ποτίζουν με φαρμάκι το αίμα των ποταμών,
και κλείνουν τα μάτια της φύσης 
των αεροδρομίων πεντάρες από μπετόν.

Μεθυσμένοι από αληθομανείς τους πάθη,
αδίστακτοι στις αποφάσεις τις σκληρές,
οι άγιο που έφτασαν στην εξουσία
είναι πιο επικίνδυνοι απ’ τους αμαρτωλούς.

Μέσα στον όχλο μεγάλο δεν νιώθω καλά
και προσπαθώ να φύγω:
εκτιμώ το λαό ειλικρινά, 
αλλά τον εμπιστεύομαι λίγο.

Έχω τον δικό μου λόγο
να μην πιστέψω στο όφελος της σπουδής:
εγώ προσωπικά έλαβα μόρφωση,
ξεχασμένη τη στιγμή παραλαβής.

Παράφορα επιθυμούν να την αγγίξουν,
αλλά δεν γνώρισαν ποτέ του πάθους τα χάδια,
στις Αλήθειας τα προάστια βοσκούνται 
φιλόσοφων αμέτρητα κοπάδια.

Θλίψη προκαλεί η διαπίστωση
που φέρνουν οι χρόνοι,
δεν έρχεται μαζί με τα γεράματα η σύνεση,
η γήρανση έρχεται μόνη.

Όλες τις πρωτοβουλίες μου να επιζήσω
η μοίρα παραβιάζει, χωρίς κανόνες:
εάν θα πουλούσα φέρετρα
οι άνθρωποι θα ζούσαν αιώνες.

Δεν ξέρω να γελάσω ή να κλάψω,
όταν οι διανοούμενοι διδάσκουν την Εξουσία:
πιστεύετε πως για το σεξ γνωρίζουν περισσότερο
οι ευνούχοι και οι ανίκανοι για συνουσία;

Εξαντλημένος από τη ματαιότητα αποπνικτική
θα βγεις μια νύχτα και θα δεις του ουρανού την κτίση
και θα ανασκιρτάς από την αρμονία ξαφνική,
που ανοίχτηκε να σε βοηθήσει.

Όποιος και να είναι ο αιώνας
(όποιοι και να ειν’ τ’ αφεντικά)
οι ποιητές, αυτή η περήφανη φάρα,
του χώνουν τ’ αγκάθια κατ’ απ’ την ουρά.

Θεέ και Κύριε! Είμαστε όμοιοι με πόρνες, έχοντας επιθυμία:
περιστρέφοντας εδώ κ’ εκεί για γνωριμία
να θωπεύουμε των επιφανών ανθρώπων
τα διάφορα επιφανείς σημεία.

Όταν ο ποιητής ποιεί δεν τον αγγίζουν 
ο φόβος και της συκοφαντίας η κηλίδα, 
αν και είναι ζήτημα χρόνου 
πότε και πώς θα εκτελεσθεί απ’ την πατρίδα.

Ας φλυαρεί ο φαφλατάς
που προσπαθεί συνέχεια σκέψεις ν’ αναπτύσσει,
αλλά εγώ είμαι έξυπνος αρκετά
για να μην τις χρησιμοποιήσω.

Τα ίδια και στα άλλα κράτη: 
για ασήμαντες φροντίδες φασαρίες, 
των φλύαρων κουβέντα στείρα και μελάτη
και έκλυτη εκτίμηση της εργασίας.

Οι homo sapiens νωθροί 
και διαπιστώνουν οι γιατροί:
ή έχουν δυσπεψία εγκεφάλου, 
ή από ακράτεια λόγου υποφέρουν αυτοί.

44
Είμαι πραγματικά αμαρτωλός
κι αυτό θα μου υπενθυμίσει ο Θεός:
σ’ αυτή τη ζωή παρηγόρησα κυρίες
πολύ πιο λίγο, παρά είχα ευκαιρίες.

Μη κατανοώντας τη σιχαμάρα του παρελθόντος
ωραιοποιούμε και νοσταλγούμε τα περασμένα:
όσο επιθυμητό γίνεται το παρελθόν, 
τόσο σαφώς πως δε θα υπάρχει το μέλλον το ονειρεμένο.

Μερικές φορές νιώθω πως είναι κρίμα, 
όταν δίπλα μου τρέχει το ρευστό:
υπάρχει εξυπνάδα, ενέργεια, καπατσοσύνη, 
αλλά δεν υπάρχει μεταξύ τους ο δεσμός.

Ο νους είναι γεμάτος ευλυγισία και θρασύτητα,
όταν έχει με την συνείδηση αγώνα,
κανένα δε λέμε τόσα ψέματα πετυχημένα, 
όσα στον εαυτό μας.

Δεν ξέρω πότε σ’ του Θεού τη λίστα
πρέπει να σβήσει το δικό μου φεγγάρι, 
ενώ εγώ θα διάλεγα ως ημερομηνία:
τριάντα του μηνός, Φλεβάρη.

Η τεμπελιά έχει πολλά και διάφορα,
ενώ στην αποφασιστικότητα να ζεις με άλλο τρόπο,
υπάρχει πρόκληση κατά Θεού,
που κάποτε μας καταδίκασε στον κόπο.

Είναι ανόητος ο ποιητής
όποτε στιγματίζει καθεστώτα,
ενώ ο έξυπνος αυτά τα χρόνια χαλεπά
φοράει στη γλώσσα του καπότα.

Μόνο τρία εδέσματα περιλαμβάνει
της ζωής το φτωχικό μενού:
η μοίρα της ψυχής, η τύχη της σάρκας
και η περιπέτεια του νου.

Ακόμη δε γνωρίζω τον Πλάστη προσωπικά, 
όμως πιστεύω πως είναι Ων μη λογικό:
να κάνει όλα τόσο γελοία και τόσο τραγικά, 
μπορούσε μόνο χέρι θεϊκό.

Δε θα βελτιωθώ, είναι αργά ακόμα και αν προσπαθώ,
παίχτηκε το έργο, ο επίλογος ρέει με ανία,
πριν έβλαπτα την υπόληψή μου,
τώρα χαλάω την νεκρολογία.

Στενάζουμε κατ’ απ’ την μάζα των υπαλληλίσκων, 
δεν έχει νόημα ούτε η μήνυση και ούτε η οργή,
είναι απρόσωπα και μόνιμα τ’ αφεντικάκια της ζωής μας
και δεν τους αγγίζει καμιά αλλαγή.

55
Λάσπη και βία, χτυπήματα δολερά,
όταν εφημερίδα στα χέρια μου κρατώ, φοράω κράνος.
Πολιτική: αντικείμενο τόσο βρομερό, 
ώστε το αναθέτουμε στους τσαρλατάνους.

Εμείς ως άνθρωποι ακόμη ψαχνόμαστε,
μάθαμε τους εαυτούς μας να ποδοπατούμε,
μπορούμε όρθιοι να σερνόμαστε
και γονατισμένοι να επαναστατούμε.

Διάχυτη παντού στη γη η ομορφιά, 
είναι πιο προσιτή, ακόμα και από του αγρού τα ζιζάνια, 
αλλά την ψυχή μας επισκιάζει το μάταιο
και η προστυχιά συννεφιάζει τα ουράνια.

Τα δραστήρια όντα είναι χολέρα,
καθόλου δεν μπορούν χωρίς παρεμβάσεις,
με πάθος χαλάνε τον καθαρό αέρα
με τις πνευματικές τους αναθυμιάσεις.

Κάποτε θα δεχτούμε των απογόνων τις επικρίσεις,
είμαστε άπληστα και επικίνδυνα όντα,
ενώ στην φαινομενική απάθεια της φύσης
υπάρχει μεγαλείο που συγχωρεί τα πάντα.

Υπόσχεται να φέρει με αποφασιστικότητα το Καλό
μια δίκαιη, με ηθικές αρχές ιδεολογία, 
αλλά δεν υπάρχει Κακό στον κόσμο πιο κακό,
απ’ το Καλό που επιβάλλεται με βία.

Με λεπτομέρεια και ακρίβεια είναι μελετημένη η ηθική 
της κάθε μεγάλης σφαγής:
καθαρά χέρια έχει ο ιδεολόγος, 
καθαρή συνείδηση ο εκτελεστής.

Όταν μπροστά Του θα παρουσιαστώ, θα πέφτω χάμου:
δε σκότωσα, δεν έκλεψα, αυτά δεν αρκούν;
Και μόνο τα δεσμά του γάμου
στις γυναίκες βοηθούσα να κουβαλούν.

Ο χρόνος ο σκληρός παραμορφώνει
με σμυριδοτροχό του που στριφογυρνάει,
μην είσαι σαν καθρέπτης άσπλαχνος
κολάκεψε τη σύντροφό σου που γερνάει.

Εκείνος που το ταλέντο του
βιάζεται ν’ ανταλλάξει με παραδάκι,
μάλλον δεν είναι ταλέντο,
αλλά προικισμένο ανθρωπάκι.

Η ροή των βαθμιαίων αλλαγών 
τις απώλειες αναπληρώνει κατά βάθος,
η εμπειρία χύνεται μέσα μας, αντί
τα δόντια, μαλλιά και πάθος.

Στην λοταρία των χαρών και συμφορών
το τμήμα διερευνήσεων μας πάσχει,
εμείς ακόμα και στον θάνατο ψάχνουμε νόημα,
αν και αυτό, ούτε και στη ζωή υπάρχει.
67
Ακούω τη λογοδιάρροια του πολιτικάντη
και βλέπω πως διασκεδάζει η παλιανθρωπιά, 
όμως μένει η ψυχή μου ατάραχη
και εξακολουθώ να νιώθω της ζωής τη ζεστασιά.

Όταν τα δόντια μου με αίμα καταπίνω
και απ’ τον πόνο κλονίζομαι, ελάτε,
σας παρακαλώ μάτια και χείλη, 
να μη μ’ εκθέτετε και να χαμογελάτε.

Μήπως γι’ αυτό, στη γωνιά το Καλό
τόσο συχνά κλαίει και ζητάει δικαίωση,
γιατί ο νους πάντα εξυπηρετεί το Κακό
με πιο μεγάλη απόδοση;

Βιάσου αγάπη μου! Ο άνεμος των χρόνων 
μας φέρει το φθινόπωρο και όχι το καλοκαίρι,
εδώ ακόμη και το δάσος είναι μισόγυμνο,
αλλά εσύ ακόμη είσαι φορεμένη.

Από την ανακάλυψη οι απόγονοί μας θα τα χάσουν, 
όταν θα σβήσει των ψεύτικων ηρώων η ακτινοβολία:
την αηδία έθρεψαν όχι τ’ αποβράσματα, 
αλλά οι τίμιοι, οι άγιοι και η εθελοτυφλία.

Είναι φυσική η αντίδραση της φύσης
στην απερισκεψία και κομπασμό μας τοξικοφόρο,
και μας ασχημίζουν τα χρόνια, 
όπως εμείς ασχημίζουμε τον χώρο.
73
Η χρήση η κανονική κολόνιας, κρέμας,
του λούστρου και το καθημερινό ντους,
φανερά είναι γνωρίσματα διάφορων αποβρασμάτων, 
παρά ανθρώπων που υποφέρουν απ’ αυτούς.

Αδιαφορώ και θαυμάζω για έργα της τέχνης
εδώ και πολλά χρόνια.
Τα καλύτερα σ’ αυτόν τον κόσμο αφιλόξενο,
δημιουργήθηκαν από τη θλίψη και συμπόνια.

Μάλλον απ’ της επιστήμης τις επιτυχίες,
ή τις συμπαντικές αιτίες οι γυναίκες στραβοπατάνε.
Σήμερα τα θηλυκά παντελόνια φοράνε
και αύριο τους αρχιδοφόρους θα πηδάνε.

Τον φουκαρά βασάνιζε τέτοιος φόβος
να μην τον ξεχάσει η φήμη και το κουτσομπολιό αληθοφανές, 
ώστε ακόμη και στις διάφορες κηδείες
ήταν από τον μακαρίτη πιο εμφανής.

Όταν πλησιάζει ο μαρασμός,
όπως έλεγε ο σοφός Έρασμος, 
ή κάθε φυγή από τον πειρασμό
είναι πιο μεγάλη αμαρτία από τον ίδιο πειρασμό.

Οι περισσότεροι συγγραφείς από καιρό, 
όταν τα χρόνια τους έκαναν πρώην παλικάρια,
κατά τη συγγραφή έχουν δυσκοιλιότητα, 
αλλά από απομνημονεύματα – διάρροια.

Με ευχαρίστηση τσιμπάω από το άρτο της ζωής, 
αλλά με εμποδίζει επαρκώς να απολαύσω,
η κρεμασμένη πάνω μας σαν σπαθί
η θλιβερή υποχρέωση για να δουλέψω.

Μπορώ με ειλικρίνεια να πω,
πως είμαι αναμφίβολος πατριώτης,
και πάντα σκέφτομαι αυτό το μέρος, 
από πού βγήκε ο λαός μου, ο καφεπότης.

Ο αληθινός ποιμένας μας, το ποίμνιό του
συνέχεια οδηγεί κάνοντας γκάφες:
θέλουν οι τράγοι Του να ηγούνται το κοπάδι,
για να φάνε από τις λουστραρισμένες σκάφες.
82
Ελεύθερος σαν πουλί γνώρισα πολλές περιπέτειες, 
αλλά αυτοί δε μου έδωσαν αυτό,
που μου έδωσε και δίνει η φυλάκιση 
στο κελί του εαυτού μου.

Μέσα στην αφθονία και ελευθερία ζούμε,
αλλά παράξενα συγχυσμένοι είμαστε εμείς:
η ερημιά της ελευθερίας είναι πιο φοβερή και επικίνδυνη,
από την αναπαυτική ζωή της φυλακής.

Ποτέ δεν προσπάθησα κάτι να διοικώ, 
όχι από την αηδία κάποιον να αλείφω,
και εξυπνάδα μπόλικη και θράσος, 
αλλά βαριέμαι μια ν’ αλυχτώ και μια να γλείφω.

Η κτηνώδης ανθρώπινη ράτσα
προκαλεί μια αηδιαστική γκριμάτσα,
μόνο η αυτομαστίγωση της φύσης μας
όπως όπως εξανθρωπίζει εμάς.

Τα ίχνη που αφήνουν ο πόνος και οι καημοί
φαίνονται στο πρόσωπο ανηλεώς ρυτιδωμένο,
αλλά ο πισινός πάντα τρυφερός και λειοπρόσωπος
γιατί όλα τα έχει χεσμένα.

Πέρασε ο καιρός των κακούργων σκυθρωπών,
τώρα οι φονιάδες είναι άτομα αρμονικά
και ως πάρεργο στις πρασιές των βιλών 
καλλιεργούν λουλούδια και λαχανικά.

Μου είναι εύκολο να περηφανεύομαι
με το πρόσωπο του λαού μου, 
αφού δε φοβάμαι μεγαλόφωνα να ντρέπομαι 
τις άφθονες αηδίες του.

Διάλεξα τη μοναχικότητα της ελευθερίας
και με τους ανθρώπους, κοινωνικός δεν είμαι,
αφού θα προσχωρήσω μετά στο λαό
και δίπλα του μέσα στη γη θα κείμαι.

Αγαπώ αυτή την πλάση τη διεφθαρμένη, 
αν και είμαι έτοιμος να αντιμετωπίζω αγερώχως
πως κάποια στιγμή φοβερή, κάποιος
θα κλείσει το φως και θ’ ανοίξει ο ζόφος.

Μακάριοι αυτοί που χωρίς να θορυβούν,
αλλά με τη δική τους άυλη περιουσία,
από τον αέρα, τον ήλιο και τη βροχή
ανέγειραν τη δική τους εστία.

Είχα γνωρίσει τη χαρά, τη συμφορά, και αγαπούσα,
έπινα τον αέρα σαν κρασί και ανάσαινα το κρασί σαν αέρα.
Στη φυλακή περνούσα σαν βασιλιάς,
ενώ ένιωθα μοναξιά μέσα στα κάστρα.
Γνώρισα πάθος, κίνδυνο, κάποιο καιρό ήμουν λεφτάς, 
τώρα ξανά απύθμενα κενός. 
Σαν ουρανός με άστρα.

Όλα τα χρωστάω στη Ρωσία:
το πνεύμα, το φως, τη γεύση συμφοράς,
με Ρωσία ήμουν τόσο δεμένος,
ώστε στον λαιμό μου φαίνονται τα ίχνη της φθοράς.

Ο Κύριος με επιβάρυνε μ’ ελευθεριά
και απ’ τις έγνοιες το πρόσωπό μου σκυθρωπό,
και τώρα ελεύθερος είμαι για,
αλλά δεν είμαι ελεύθερος από.

Λυπάμαι μερικές φορές πως ο χρόνος προς τα πίσω
δεν κινείται πάνω από του χώρου το κτίσμα,
εγώ τις παλιές μου ανοησίες ξανά,
θα έκανα με κατανοητό πείσμα.

Όταν εκνευριζόμαστε και είμαστε κακοί,
στην ουσία είμαστε παράξενοι και μονομερείς,
αφού τους εσωτερικούς κόμπους προσωπικούς,
απ’ έξω δε θα λύνει κανείς.

Ως που τα πάντα ρέουν και διαρκούν,
το φως το θεϊκό θα χύνεται σιωπηλά,
και στα κείμενα υψηλά, 
και στα αποχωρητήρια χαμηλά.

Στο βάθρο η εξυπνάδα μου δεν πρόκειται ν’ ανέβει,
ενώ η αδιαφορία έπιασε τη θέση την υψηλή:
το χέρι σφίγγω της κάθε λέρας
και λέω πως χάρηκα πολύ.
100
Με προσοχή παρακολουθώ το ομαλό κελάρυσμα
σε τραπεζιού την καθισιά,
με ζωηρές ανταλλαγές από άγνοιες
και νωθρή πνευματική ζεστασιά.

Ευημερούν οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι ποιητάκοι,
με τον κούφιο τους λόγο ή στοίχο,
αφού, όταν στοχεύεις στο πουθενά
δεν πρόκειται να μην πετύχεις τον στόχο.

Ακόμη και χωρίς να κλείνω τα μάτια,
αγαπώ να πλαγιάζω μέχρι μουδιάσματος, 
αφού ο άνθρωπος ο ίδιος στην ουσία
είναι προϊόν από κοινού πλαγιάσματος.

Όταν τα χρόνια μας συνετίζουν, 
τότε καταλαβαίνουμε το συμφέρον,
με την γυναίκα στο κρεβάτι, η κουβέντα
έχει περισσότερο ενδιαφέρον.

Γνωρίζω πόσες μέρες έχει ο μήνας,
γνωρίζω και της ύπουλης επιθυμίας το ερπετό,
δεν σακατεύει το αμάρτημα την ψυχή μας,
αλλά η λαχτάρα μας για αυτό.

Αφού είμαι μεγάλος φιλόσοφος,
η ζωή, μου ανακάλυψε μια πονηράδα,
πως η ανοησία είναι ο καλύτερος τρόπος
χρησιμοποίησης της εξυπνάδας.

Είναι αξιολύπητη η κάθε στιγμή
και το έργο μας προκαλεί τρόμο: 
η πρόοδος προς τον γκρεμό μας καλεί,
ενώ εμείς της στρώνουμε δρόμο.

Αν και η εξυπνάδα και οι γνώσεις είναι μίζεροι, 
στις γενικεύσεις αυθαίρετες προστρέχουμε απευθείας, 
φαίνεται μας σακατεύουν οι παιδαγωγοί
με ρόδες τετραγωνικές της παιδείας.

Οι άγγελοι αμαρτωλοί, τα απολωλότα πρόβατα,
όλοι αυτοί, που τους τρώει ο φθόνος ο παθολογικός,
είναι φανερά οι πιο χειρότεροι
από εκείνους που διαδίδουν το καθημερινό κακό.

Όταν κουράστηκες, κι όταν κρύωσε το σώμα
και η ψυχή λειτουργεί νωχελικά,
η αγάπη δεν είναι ήδη μέτωπο, αλλά τα νώτα,
όπου νιώθεις ασφαλής και βολικά.