Sofia

 61 κείμενα του Multa paucis στις 5  Ιανουαρίου 2005

34a. Μύθοι, παραβολές και αλληγορίες

Κάποτε ζούσαν τρεις καλόγεροι. Ο ένας έδωσε τάμα και διάλεξε ως έργο ζωής να συμφιλιώνει τους ανθρώπους που μάλωσαν. Ο δεύτερος, να επισκέπτεται τους αρρώστους. Ο τρίτος απομακρύνθηκε στην έρημο για σιωπηρή ζωή. 
Μετά από ένα χρόνο ο πρώτος απογοητεύτηκε αφού δεν έβλεπε πρόοδο στο έργο του και λυπημένος πήγε να δει τον άλλο μοναχό. Βρήκε και εκείνον εξαντλημένο, έτοιμο να απαρνηθεί το τάμα του. Αποφάσισαν να επισκεφτούν τον ερημίτη και του είπαν τα παράπονά τους. Μετά ζήτησαν να τους πει πως προχωράει το δικό του έργο και τι καλό έκανε εδώ στην έρημο. Ο ερημίτης τους κοιτούσε σιωπηρός, ύστερα γέμισε με νερό ένα φλιτζάνι και τους είπε:
– Κοιτάξτε το νερό.
Το νερό ήταν θολό και τίποτε δεν έβλεπαν μέσα του. Πέρασαν μερικά λεπτά και ο ερημίτης τους είπε:
– Κοιτάξτε, τώρα το νερό έχει κατασταλάξει.
Όταν οι μοναχοί κοίταξαν το νερό είδαν τα πρόσωπά τους σαν στον καθρέπτη. Τότε ο ερημίτης τους είπε:
– Ο άνθρωπος που ζει μέσα στην κοινωνία, μέσα στα σούρτα-φέρτα της καθημερινότητας δεν βλέπει, δεν κατανοεί την άσκοπη, άδεια, θλιβερή και θολή ζωή που βιώνει, δεν βλέπει την μιζέρια της ύπαρξής του και των γύρω του ανθρώπων. Μόνο μέσα στη σιωπηρή μοναχικότητα και τον διαλογισμό αποκτάει την δυνατότητα να κατανοήσει και να βλέπει τον εαυτό του.*

Ο Κύριος χαμογελάει μόνο σε δυο περιπτώσεις
Υπάρχουν δυο περιπτώσεις όταν ο Κύριος δεν μπορεί να μη χαμογελάσει.
Η πρώτη περίπτωση, όταν ο άνθρωπος είναι ετοιμοθάνατος, ενώ ο γιατρός λέει στην μητέρα του: «Μη φοβάστε, θα τον σώσω». Τότε ο γιατρός ξεχνάει πως ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει κατά τη βούληση του Θεού. Κι ακούγοντας τον ο Θεός σκέφτεται «Πόσο αφελής είναι αυτός ο άνθρωπος όταν καυχιέται ότι θα σώσει τη ζωή του πελάτη του και δεν γνωρίζει ότι αυτός πεθαίνει κατά τη θέλησή Μου». 
Και ακόμη μια φορά ο Θεός χαμογελάει όταν δυο αδέλφια μοιράζουν τη γη που τους άφησε ο πατέρας τους και λένε: «Αυτή η γη είναι δική μου και αυτή είναι δική σου». Και ο Κύριος χαμογελάει και λέει: «Όλο το Σύμπαν Μου ανήκει, ενώ αυτά τα ανόητα αδέλφια λένε: «Αυτή η γη είναι δική μου και αυτή είναι δική σου»».

Η γριά που πάντα έκλεγε
Μια ηλικιωμένη γυναίκα πάντα έκλεγε. Είχε δύο κόρες, τη μεγάλη παντρεύτηκε τον έμπορα που πουλούσε ομπρέλες και τη μικρή που παντρεύτηκε τον έμπορα που πουλούσε λαζάνια. Έκλεγε, γιατί όταν είχε καλό καιρό αυτή σκεφτόταν τη μεγάλη κόρη «Τι δυστυχία! Ο καιρός είναι καλός και κανένας δε θ’ αγοράσει από το περίπτερο της κόρης μου ομπρέλες».
Όταν, όμως ο καιρός ήταν κακός και έβρεχε, αυτή σκεφτόταν τη μικρή κόρη: «Η κόρη μου δε θα πουλήσει λαζάνια αφού δεν υπάρχει ήλιος να τα αποξεραίνει. Τι θα κάνει η καημένη!»
Και έτσι έκλεγε και θρηνούσε και με καλό καιρό και με κακό, μια φορά για τη μεγάλη κόρη και άλλη φορά για τη μικρή. Οι γείτονες την λυπόντουσαν, όμως δεν ήξεραν πώς να την βοηθήσουν.
Μια φορά την είδε να κλαίει ένας καλόγερος και όταν άκουσε την αιτία γέλασε και είπε:
– Θα σου πω τον τρόπο πώς να απαλλαχθείς από την δυστυχία και δε θα κλαις άλλο. Πρέπει ν’ αλλάξεις τον τρόπο σκέψεις, αυτό είναι όλο: όταν είναι καλός ο καιρός θα σκέφτεσαι όχι την μεγάλη κόρη, αλλά τα λαζάνια της μικρής κόρης, θα λες: «Τι ωραία! Τα λαζάνια της μικρής μου κόρης θα ξεραίνονται με καλύτερο τρόπο και θα πουλήσει πολλά». Ενώ όταν θα έχουμε βροχή να σκεφτείς τη μεγάλη κόρη: «Να και η βροχή! Σήμερα η κόρη μου θα πουλήσει πολλές ομπρέλες». 
Η γριά άκουσε τον καλόγερο και με μεγάλη χαρά ακολούθησε τις συμβουλές του και από τότε πάντα ήταν χαρούμενη.

Κλέφτης
Ένας άνθρωπος έχασε το τσεκούρι του. Σκέφτηκε ότι το έκλεψε ο γιος του γείτονα και άρχισε να τον παρακολουθεί και έβλεπε πως περπατάει σαν άνθρωπος που έκλεψε το τσεκούρι, μιλάει σαν άνθρωπος που έκλεψε το τσεκούρι, κοιτάει σαν άνθρωπος που έκλεψε το τσεκούρι, δηλαδή η κάθε κίνησή του η χειρονομία έλεγε πως είναι κλέφτης.
Πέρασαν μερικές μέρες και ο άνθρωπος βρήκε το τσεκούρι στο σπίτι του. Την άλλη μέρα όταν είδε τον γιο του γείτονα αντιλήφθηκε πως ούτε το βάδισμα, ούτε η ομιλία, ούτε το βλέμμα δείχνουν ότι είναι κλέφτης.

Μια φορά ένας νεαρός ρώτησε τον γέρο-ραβίνο:
– Είχα πολλές φορές ακούσει πως στο παρελθόν οι άνθρωποι έβλεπαν τον Θεό με τα μάτια τους, συναντούσαν τον Θεό. Κάποτε ο Θεός κατέβαινε στη γη και μιλούσε με κάποιους ανθρώπους. Τι έγινε τώρα; Γιατί δεν τον βλέπουμε να περπατάει πάνω στη γη; Γιατί δεν υποστηρίζει τους ανθρώπους που σκοντάφτουν;
Ο γέρο-ραβίνος κοίταξε τον νεαρό και είπε:
– Παιδί μου! Ο Θεός και τώρα είναι ανάμεσά μας, αλλά οι άνθρωποι ξέχασαν πώς πρέπει να σκύβουν τόσο χαμηλά, ώστε να Τον βλέπουν.

Κατανόηση
Μια φορά ένας μαθητής συνόδευε τον ραβίνο δάσκαλό του, όταν εκείνος έκανε βόλτα μες στο δάσος. Ακούγοντας το κελάηδισμα των πουλιών ο μαθητής είπε:
– Πόσο θα ήθελα να καταλάβω τι λένε το πουλιά.
– Μήπως είσαι σίγουρος πως καταλαβαίνεις αυτά που λες εσύ ο ίδιος; ρώτησε ο δάσκαλος.

Θαύμα
Τρεις οδοιπόροι μια νύχτα κάθονταν δίπλα στη φωτιά και συζητούσαν για τους ραβίνους τους. Ο καθένας μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον ραβίνο του, για το θαύμα που έκανε ο πνευματικός του πατέρας. Ο πρώτος διηγούταν πως δεκαπέντε χρόνια με τη γυναίκα του δεν είχαν παιδιά και μόνο χάρη στην ευλογία του ραβίνου η γυναίκα του γέννησε μια κόρη.
Ο άλλος είπε μια ιστορία με τον άτακτο γιο του τον οποίον απέτρεψε απ’ τα ναρκωτικά μόνο η ευλογία του ραβίνου του. 
Ο τρίτος διηγήθηκε στους συνοδοιπόρους του πως ο ραβίνος του τον ευλόγησε για μια ριψοκίνδυνη αγοροπωλησία και αυτός επένδυσε όλα τα λεφτά του και όλα τα έχασε.
– Και πού είναι εδώ το θαύμα; ρώτησαν με απορία οι συνοδοιπόροι τον φίλο τους.
– – Θαύμα αποτελεί αυτό που διατήρησα την πίστη μου στον Θεό και στον ραβίνο μου.
Εάν είσαι το αφεντικό στο σπίτι σου
Ένας Εβραίος ήρθε στον ραβίνο και άρχισε να παραπονιέται πως τον κυνηγάνε διάφορες βρώμικες σκέψεις και νοσηρές φαντασίες που δεν τον αφήνουν να σκέφτεται για ηθικά και ιερά πράγματα. Ο ραβίνος είπε:
– Πρέπει να πας στον ραβίνο Ζέεβ από το Ζιτόμιρ.
Ο Εβραίος αμέσως πήρε τον δρόμο προς το Ζιτόμιρ και έφτασε στο σπίτι του Ζέεβ τη νύχτα. Πολύ καιρό ο επισκέπτης χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού, αλλά κανένας δεν του άνοιξε. Έτσι όλη τη νύχτα στεκόταν μπροστά στην πόρτα.
Το πρωί ο ραβίνος άνοιξε την πόρτα και ο επισκέπτης είπε στον νοικοκύρη:
– Μ’ έστειλε σ’ εσάς ο ραβίνος μου, αλλά δεν είπε γιατί….
Ο Ζέεβ από το Ζιτόμιρ είπε:
– Θα σου πω γιατί. Για να καταλάβεις πως όταν ο άνθρωπος είναι αφεντικό του σπιτιού του οι απρόσκλητοι επισκέπτες δε θα μπουν μέσα…

Μια φορά στον ραβίνο από την Κότσκα ήρθε ένας μαθητής του για να του πει για τα προβλήματά του:
– Στο Ρούζιν που ζούσαμε πριν όλα ήταν μια χαρά είχα τις ευλαβικές προσευχές μου και την ήρεμη μάδηση. Εδώ όλα άλλαξαν, δε με βοηθάνε η προσευχές μου και δεν ευχαριστιέμαι από την μάθηση. Είμαι συγχυσμένος, συχνά βασανίζομαι και κλαίω. Σας παρακαλώ να με βοηθήσετε, να με απαλλάξετε από τα βάσανα.
Ο ραβίνος τον κοίταξε με αγάπη και συμπόνια και του είπε:
– Παιδί μου! ίσως ο Θεός περισσότερο θέλει τα δάκρια και τα βάσανά σου και όχι τις προσευχές σου και την ήρεμη ζωή.

Στην πόρτα του σπιτιού του ραβίνου χτύπησε ένας ζητιάνος. Ο ραβίνος δεν είχε λεφτά και του έδωσε ένα δαχτυλίδι. Η γυναίκα του ραβίνου άρχισε να τον επιπλήττει αφού έδωσε στον ζητιάνο πολύ ακριβό πράμα με μεγάλη και πολύτιμη πέτρα. Τότε ο ραβίνος φώναξε τον ζητιάνο πίσω και του είπε:
– Μόλις τώρα γνώρισα πως το δαχτυλίδι που σου έδωσα είναι πολύ ακριβό, κοίτα μην το πουλήσεις πολύ φτηνά.

Ο βοσκός και ο σύμβουλος
Ο βοσκός οδηγεί το μεγάλο κοπάδι του στα μακρινά βοσκοτόπια και ξαφνικά μπροστά του εμφανίζετε ένα καινούριο «Jeep Cherokee». Οδηγός του είναι ένας νεαρός που φοράει κουστούμι απ’ τον «Brioni», παπούτσια απ’ τον «Gucci», γυαλιά «Ray Ban» και γραβάτα «YSL», που κατεβάζει το παράθυρο του αυτοκίνητου και λέει:
– Εάν θα σου πω, πόσα είναι τα πρόβατα στο κοπάδι σου θα μου δώσεις ένα;
Ο βοσκός τον κοίταξε προσεκτικά και είπε:
– Εντάξει, θα το δώσω.
Ο νεαρός βγαίνει από το τζιπ του, ανοίγει το φορητό κομπιούτερ του, το συνδέει με το κινητό του τηλέφωνο, μπαίνει στο σέρβερ του NASA, καλεί το δορυφορικό ναυσιπλοϊκό σύστημα GPS, σαρώνει την περιοχή που βρίσκονται, ανοίγει τη βάση δεδομένων και τους πίνακες του Excel με πολύπλοκους τύπους και στο τέλος τυπώνει στον φορητό εκτυπωτή 15 σελίδες με αποτελέσματα, γείρει στον βοσκό και του λέει:
– Το κοπάδι σου έχει 1586 πρόβατα.
– Σωστά, απαντάει ο βοσκός, πάρε ένα πρόβατο.
Βλέπει πως ο νεαρός οδηγεί το ζώο στο τζιπ του και λέει:
– Εάν θα σου πω τι είδους μπίζνες κάνεις, θα μου επιστρέψεις το πρόβατό μου;
– – Συμφωνώ, ενώ αν δεν το μαντέψεις θα μου δώσεις, άλλο ένα πρόβατο.
– – Καλώς, λέει ο βοσκός, είσαι σύμβουλος.
– – Σωστά, λέει ο νεαρός, πώς το κατάλαβες.
– – Δεν ήταν δύσκολο: εμφανίστηκες από πουθενά, όταν κανένας δε σε κάλεσε, θέλεις να πάρεις αμοιβή για αυτό που εγώ ήδη γνωρίζω και χωρίς εσένα, και τελικά δεν ξέρεις τίποτα για το δικό μου μπίζνες, αφού πήρες τον σκύλο μου που φυλάγει τα πρόβατα.

Ένας γέρος έμπορος που ήταν φιλάργυρος συνάντησε στο ταξίδι του έναν σούφι. Ο δρόμος ήταν μακρινός και ο τσιγκούνης άρχισε να διηγείται στον σούφι για τη ζωή του. Του έλεγε πόσο δύσκολο είναι να κάνεις λεφτά, πως μάζεψε αρκετά πλούτη με οικονομία και ολιγάρκεια και πόσο μισεί τους συγγενείς του που τον φθονούν για τα πλούτη του.
– Και το πιο προσβλητικό, έλεγε ο αγανακτισμένος έμπορος, αυτοί οι άθλιοι ζητιάνοι με αποκαλούν τσιγκούνη γιατί ξέρω να οικονομάω.
– Δεν έχουν καθόλου δίκαιο, με σοβαρό ύφος είπε ο σούφι, ποιο ανοιχτοχέρη άνθρωπο από σένα δεν είχα συναντήσει στη ζωή μου!
– Αλήθεια! με απορία και δυσπιστία είπε ο τσιγκούνης.
– Αλήθεια. Εσύ μόνο νομίζεις πως είσαι φειδωλός. Στην πραγματικότητα η γενναιοδωρία σου δεν έχει όρια. Αφού πλησιάζει η ημέρα όταν θα μοιράζεις όλα τα πλούτη σου μεταξύ των κληρονόμων, αυτών που αγαπάς, ακόμα και αυτών που μισείς.

Σ’ έναν σούφι είπαν:
– Αξιότιμε, ελάτε να συζητήσουμε για τον Θεό.
– Καλύτερα να σιωπήσουμε για τον Θεό.
– Γιατί, όμως;
– Εάν για τον Θεό θα μιλήσετε εσείς, αυτό θα είναι για Εκείνον προσβολή. Εάν για τον Θεό μιλήσω εγώ, αυτό θα είναι πάρα πολύ μεγάλη τιμή για μένα.

Καυγάς
Ο Μωάμεθ και ο Αλί μια φορά συνάντησαν έναν άνθρωπο που θεωρούσε τον Αλί εχθρό του και άρχισε να τον βρίζει. Ο Αλί με υπομονή και σιωπώντας για πολύ καιρό άκουγε, αλλά μετά δεν άντεξε και άρχισε να απαντάει στις βρισιές με βρισιές. Τότε ο Μωάμεθ απομακρύνθηκε από τους καβγατζήδες.
Όταν ο καυγάς τελείωσε ο Αλί πλησίασε τον Μωάμεθ και του είπε:
– Πώς μπόρεσες και με άφησες μόνο για ν’ ακούω τις βρισιές αυτού του άθλιου ανθρώπου;
– Όταν αυτός ο άνθρωπος σε ύβριζε και εσύ σιωπούσες, είπε ο Μωάμεθ, εγώ έβλεπα γύρω σου δέκα αγγέλους που του απαντούσαν. Όμως, όταν εσύ ο ίδιος άρχισες να βρίζεις οι άγγελοι έφυγαν, μετά απομακρύνθηκα και εγώ.

Ο μάγος και τα πρόβατα
Ζούσε κάποτε ένας πλούσιος μάγος που είχε πολλά πρόβατα. Ο μάγος ήταν πολύ τσιγκούνης και δεν ήθελε να πληρώσει τους βοσκούς, δεν ήθελε να χτίσει φράχτη γύρω από τη βοσκή. Γι’ αυτό τα πρόβατα συνέχεια χάνονταν στο δάσος ή έπεφταν στον γκρεμό. Και το βασικό, τα πρόβατα έφευγαν απ’ τον μάγο γιατί ήξεραν πως ο μάγος χρειάζεται κρέας και δέρμα.
Τελικά ο μάγος βρήκε τον τρόπο να λύσει το πρόβλημα. Ο μάγος υπνώτισε τα πρόβατα και τους υπέβαλε πως είναι αθάνατοι, πως γδέρνοντάς τα δεν προκαλεί ζημιά στην υγεία τους, αλλά το αντίθετο, αυτή η διαδικασία είναι για αυτούς ευχάριστή, ακόμη και ωφέλιμη. Επίσης τους έβαλε στο νου πως αυτός ο ίδιος είναι ο καλός τους πατέρας και πολύ τους αγαπά και φροντίζει και είναι έτοιμος να κάνει για το κοπάδι του τα πάντα για να είναι ευτυχισμένο. Και τελικά τους υπέβαλε τη σκέψη πως καθόλου δεν είναι πρόβατά, αλλά είναι λιοντάρια, οι άλλοι είναι αετοί, οι άλλοι είναι άνθρωποι και μερικοί είναι μάγοι.
Ύστερα από αυτό όλες οι έγνοιες και οι ανησυχίες τελείωσαν, τα πρόβατα δεν έφευγαν και με υπομονή περίμεναν εκείνη την ώρα όταν ο μάγος θα θέλει το κρέας τους και το δέρμα τους.
Στον Δάσκαλο-δερβίση ήρθε ένας άνθρωπος που θεωρούσε τον εαυτό του γενναίο παλικάρι και με υπεροψία είπε:
– Είχα πολλές μάχες και πάντα νικούσα τους εχθρούς μου. Οι μυείς μου είναι σκληροί σαν βράχοι. Εσύ και οι μαθητές σου είστε αδύναμοι και φοβητσιάρηδες και δεν γνωρίζετε τι είναι η γενναιότητα. Και δεν σας έδωσε ο Θεός την χάρη να γίνεστε αληθινοί άνδρες.
– Ξέρεις να ρίχνεις από τον τόξο; ρώτησε ο Δάσκαλος.
– Βεβαίως, είπε ο άνθρωπος και μετά πήρε τον τόξο του και έριξε τρεις φορές συνέχεια. Το δεύτερο βέλος, έφτασε το πρώτο και το τρίτο καρφώθηκε στο δεύτερο.
– Είσαι καλός σκοπευτής, είπε ο δερβίσης, αλλά αυτό δεν είναι τέλεια τέχνη και η γενναιότητα σου δεν είναι αληθινή.
– Πρέπει να το αποδείξεις, φώναξε ο οργισμένος άνδρας, αλλιώς θα πληρώσεις με τη ζωή σου για αυτά τα λόγια.
– Εντάξει, πάμε μαζί μου και θα σου δείξω τη διαφορά.
Ο Δάσκαλος τον πήγε στην άκρη ενός γκρεμού, το πάτος του οποίου ούτε φαινόταν. Ο δερβίσης στάθηκε πάνω στην άκρη, έτσι ώστε οι πτέρνες του κρέμονταν στον αέρα, και κάλεσε τον «παλικαρά»: 
– Έλα και στάσου δίπλα μου.
Ο άνδρας πλησίασε και κοίταξε στο γκρεμό, ξαφνικά χλόμιασε και γρήγορα αποσύρθηκε από την άκρη. Ο Δάσκαλος είπε:
– Ο αληθινός άνδρας δεν αλλάζει, ανεξαρτήτως αν βλέπει τον γαλανό ουρανό ή κοιτάζει στο γκρεμό, συναντάει δαίμονες ή μιλάει με τους αγγέλους, ενώ εσύ στέκεσαι λουσμένος με κρύο ιδρώτα από το φόβο σου.*

Ένας πατέρας: «Τι να κάνω ραβί, ο γιος μου αποστάτησε από το Θεό»;
Ο ραβί Μπααμ Σεμ Τοβ: «Να τον αγαπάς όσο δυνατά μπορείς».

Συνέχεια στον Βούδα ερχόταν κόσμος να τον ακούσει όταν μιλούσε για τον άνθρωπο και την τύχη του. Κάθε βράδυ ένας νεαρός ερχόταν να τον ακούσει. Εδώ και χρόνια ο νεαρός άκουγε τον Βούδα, αλλά ποτέ δεν τον πλησίασε. 
Ένα απόγευμα ήρθε πιο νωρίς και αφού ο Βούδας ήταν μόνος τον πλησίασε και του είπε:
– Δάσκαλε, έχω μια ερώτηση που γεννάει πολλές αμφιβολίες.
– Ναι, σ’ ακούω. Στο μονοπάτι προς τη φώτιση δεν πρέπει να έχουμε αμφιβολίες.
– Βλέπω πως έχετε πολλούς μαθητές απ’ όλη τη χώρα, είναι εδώ ασκητές, καλόγεροι και περισσότεροι απ’ όλους απλοί άνθρωποι που έρχονται σε σας να γνωρίζουν τη Νιρβάνα. Βλέπω πως μερικοί γνώρισαν την απελευθέρωση, οι άλλοι ένιωσαν κάποιες αλλαγές στην ζωή τους προς το καλό. Αλλά, Δάσκαλε βλέπω και πάρα πολλούς – είμαι ανάμεσά τους κ’ εγώ – που στη ζωή τους δεν άλλαξε τίποτα, και ίσως κάποιοι έγιναν χειρότεροι απ’ αυτό που ήταν. Γιατί αυτό, Δάσκαλε; Οι άνθρωποι χρόνια έρχονται σε σας, σ’ έναν μεγάλο άνθρωπο, φωτισμένο και ισχυρό να τους βοηθήσει. Γιατί δεν χρησιμοποιείτε τη δύναμή σας, την αγάπη σας για να φωτιστούν όλοι;
Ο Βούδας χαμογέλασε και μετά ρώτησε:
– Που ζεις νεαρέ, που γεννήθηκες;
– Ζω εδώ στο Σαβάτχι, αλλά είμαι από την πόλη Ρατζαγκρίχα.
– Κάνεις επισκέψεις στη Ρατζαγκρίχα;
– Βεβαίως, έχω εκεί συγγενείς και φίλους.
– Τότε ίσως καλά ξέρεις και τον δρόμο προς την πατρίδα σου.
– Μάλιστα, τον ξέρω πολύ καλά.
– Υποθέτω, πως και οι συγγενείς σου και οι φίλοι σου έρχονται στην Ρατζαγκρίχα για να σε δουν. Είμαι σίγουρος πως με υπομονή και λεπτομέρειες τους εξήγησες τον δρόμο προς την Σαβάτχι.
– Και αυτοί οι άνθρωποι στους οποίους δίνεις σαφείς οδηγίες πώς να φτάσουν στον προορισμό τους, όλοι έχουν φτάσει στη Σαβάτχι;
– Όχι, βέβαια! Μόνο εκείνοι που περπάτησαν τον δρόμο μέχρι το τέλος έφτασαν στο σπίτι μου.
Έτσι ακριβός είναι και με τη Διδασκαλεία μου. Έρχονται πολλοί για να γνωρίσουν τον δρόμο προς τη φώτιση, γιατί ξέρουν πως υπάρχει άνθρωπος που περπάτησε αυτόν τον δρόμο από την αρχή μέχρι το τέλος. Και εγώ τους δίνω τις οδηγίες με λεπτομέρειες και ακρίβεια, ενώ οι περισσότεροι σκέφτονται: «Ναι καλός ο δρόμος, όμως μακρύς και κουραστικός» και δεν κάνει ούτε το πρώτο βήμα. Μπορείς να μου πεις πως αυτός ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στο τέλος. Δεν μπορώ να κουβαλάω τον καθένα πάνω στους ώμους μου. Ο καθένας πρέπει μόνος να περπατήσει αυτό το μονοπάτι. Εκείνος που έκανε το πρώτο βήμα, είναι πιο κοντά στον στόχο του ένα βήμα λιγότερο. Εκείνος που έκανε εκατό βήματα είναι πιο κοντά στον στόχο του εκατό βήματα λιγότερο. Εκείνος που έκανε όλα τα βήματα, έφτασε στο τέλος. Και τα βήματα πρέπει να τα κάνετε μόνοι σας.

Πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, όταν ζούσε ο Κομφούκιος, πήγε να επισκεφθεί ένα χωριό. Στον κήπο, είδε ένα γέρο κηπουρό και το γιο του να βγάζουν νερό από το πηγάδι. Για το γέρο, το να βγάλει νερό από το πηγάδι ήταν μια δουλειά πολύ δύσκολη, ακόμη και με τη βοήθεια του γιου του. Και ο γέρος ήταν πάρα πολύ γέρος.
Ο Κομφούκιος αναρωτήθηκε αν αυτός ο γέρος δεν ήξερε πως τώρα χρησιμοποιούσαν βόδια και άλογα για να τραβήξουν το νερό απ' το πηγάδι. Κι εκείνος χρησιμοποιούσε τόσο παλιές μεθόδους!
Έτσι, ο Κομφούκιος πήγε στο γέρο και τον ρώτησε: «Φίλε μου, δεν ξέρεις ότι υπάρχει μια καινούργια εφεύρεση; Οι άνθρωποι βγάζουν νερό από τα πηγάδια με τη βοήθεια βοδιών και αλόγων. Εσύ γιατί το κάνεις μόνος σου;
Ο γέρος είπε: «Μίλα σιγά, μίλα σιγά! Δεν με νοιάζει για μένα, φοβάμαι όμως μη το ακούσει ο γιος μου!»
Ο Κομφούκιος ρώτησε: «Τι εννοείς;»
Ο γέρος απάντησε: «Ξέρω γι' αυτές τις εφευρέσεις, μα όλα αυτά απομακρύνουν τον άνθρωπο από τη σωματική δουλειά, Δεν θέλω να ξεκοπεί ο γιος μου από τη σωματική δουλειά, γιατί τη μέρα που θα το κάνει, θα ξεκοπεί από την ίδια τη ζωή.»

Κάποτε ζούσε ένας αυτοκράτορας. Κάθε μέρα, συνήθιζε να εξαφανίζεται σε ένα δωμάτιο, μέσα στο παλάτι του. Η οικογένεια του, οι άνθρωποι του, οι φίλοι του, οι υπουργοί του έβλεπαν με έκπληξη αυτή τη συνήθεια. Κρατούσε πάντοτε μαζί του το κλειδί αυτού του δωματίου κι όταν έμπαινε μέσα, κλείδωνε την πόρτα. Δεν υπήρχε άλλη πόρτα στο δωμάτιο και δεν υπήρχε ούτε παράθυρο. Κάθε μέρα έμπαινε μέσα στο δωμάτιο και καθόταν εκεί για μία ώρα.
Κανένας δεν ήξερε τι έκανε εκεί ούτε καν οι γυναίκες του. Όταν τον ρωτούσαν τι έκανε εκεί μέσα, εκείνος χαμογελούσε και παρέμενε σιωπηλός. Δεν έδινε ποτέ το κλειδί σε κανέναν. Η περιέργεια των ανθρώπων μεγάλωνε κάθε μέρα: «Μα, τι κάνει επιτέλους εκεί μέσα;» Κανένας δεν ήξερε. Ο αυτοκράτορας καθόταν μία ώρα μέσα στο δωμάτιο, ύστερα έβγαινε σιωπηλός, κλείδωνε την πόρτα, έβαζε το κλειδί στην τσέπη του και την επόμενη μέρα έκανε και πάλι το ίδιο. Όταν η περιέργεια των ανθρώπων κορυφώθηκε, συνωμότησαν για να ανακαλύψουν τι κάνει.
Οι γυναίκες του, οι γιοι του, οι κόρες του και οι υπουργοί του πήραν όλοι μέρος στη συνωμοσία.
Ένα βράδυ έφτιαξαν μια τρύπα στον τοίχο, ώστε να μπορούν να βλέπουν τι κάνει. Την επόμενη μέρα, όταν ο αυτοκράτορας μπήκε στο δωμάτιο, μαζεύτηκαν όλοι από την άλλη πλευρά του τοίχου κι έβαλαν ένας- ένας το μάτι στην τρύπα, για δουν τι έκανε.
Ο αυτοκράτορας μπήκε μέσα στο δωμάτιο κι έβγαλε τα ρούχα του. Ύστερα, άπλωσε τα χέρια του προς τον ουρανό και είπε: «Ω, Θεέ! Ο άνθρωπος που φορούσε αυτά τα ρούχα δεν είμαι εγώ. Δεν είναι αυτή η
πραγματικότητα μου. Αυτή η γύμνια είναι η πραγματικότητα μου.» Κι ύστερα άρχισε να χοροπηδάει και να ουρλιάζει και να φέρεται σαν τρελός.
Όποιος κοίταζε από την τρύπα, πάθαινε σοκ κι έλεγε: «Τι κάνει ο αυτοκράτορας; Εγώ νόμιζα ότι προσεύχεται ή ότι κάνει γιόγκα. Λυτό όμως; Μα τι κάνει εκεί;»
Κι ο αυτοκράτορας είπε στο Θεό: «Αυτός ο σιωπηλός και ειρηνικός άνθρωπος που στεκόταν ντυμένος μπροστά σου είναι απολύτως ψεύτικος. Ήταν ένας καλλιεργημένος άνθρωπος. Εγώ τον έφτιαξα, μέσα από τις προσπάθειες μου. Στην πραγματικότητα, εγώ είμαι έτσι. Αυτή είναι η πραγματικότητα μου, αυτή είναι η γύμνια μου κι αυτή είναι η τρέλα μου. Αν αποδέχεσαι την πραγματικότητα μου, τότε είναι εντάξει, επειδή μπορώ να εξαπατώ τους ανθρώπους, μα πώς μπορώ να εξαπατήσω εσένα; Μπορώ να δείχνω στους ανθρώπους ότι δεν είμαι γυμνός, φορώντας ρούχα, μα εσύ γνωρίζεις πολύ καλά πως είμαι γυμνός. Πώς μπορώ να εξαπατήσω εσένα; Μπορώ να δείχνω στους ανθρώπους πως είμαι πολύ σιωπηλός και μακάριος, εσύ όμως με γνωρίζεις πολύ βαθιά. Πώς μπορώ να εξαπατήσω εσένα; Μπροστά σου είμαι απλώς ένας άνθρωπος.»

Ο Μιλαρέπα ήταν μύστης και ζούσε στο Θιβέτ. Μια μέρα, τον επισκέφθηκε ένας νεαρός και του είπε: «Θέλω να αποκτήσω δυνάμεις. Σε παρακαλώ, δώσε μου ένα μάντρα.»
Ο Μιλαρέπα είπε: «Εμείς εδώ δεν έχουμε μάντρας. Ημείς είμαστε μύστες. Τα μάντρας είναι για τους μάγους
και για τους ζογκλέρ. Γιατί θα έπρεπε να χρειαζόμαστε δυνάμεις εμείς;»
Όσο περισσότερο όμως αρνιόταν ο Μιλαρέπα, τόσο περισσότερο θεωρούσε ο νεαρός ότι κάτι πρέπει να υπήρχε εκεί. «Αλλιώς, γιατί να αρνηθεί;»Έτσι, συνέχισε να επιστρέφει στον Μιλαρέπα ξανά και ξανά.
Μεγάλα πλήθη συγκεντρώνονται πάντοτε γύρω από τους αγίους οι οποίοι διώχνουν τον κόσμο πετώντας του πέτρες. Τα πλήθη θεωρούν ότι ο άγιος πρέπει να έχει κάτι ιδιαίτερο, αλλιώς δεν θα έδιωχνε τους ανθρώπους. Δεν καταλαβαίνεις όμως ότι το να βάζεις διαφήμιση στην εφημερίδα και το να πετάς πέτρες στον κόσμο είναι το ίδιο ακριβώς κόλπο. Η διαφήμιση είναι ίδια.
Και ο δεύτερος τρόπος είναι πιο πονηρός από τον πρώτο. Όταν οι άνθρωποι διώχνονται από κάποιον που τους πετάει πέτρες, δεν καταλαβαίνουν ότι στην πραγματικότητα έλκονται από αυτόν.
Ο νεαρός νόμιζε ότι ο Μιλαρέπα του κρύβει κάτι, οπότε άρχισε να έρχεται κάθε μέρα. Στο τέλος, ο Μιλαρέπα τον βαρέθηκε κι έγραψε ένα μάντρα σε ένα χαρτί και το έδωσε στον νεαρό, λέγοντας: «Πάρε αυτό. Απόψε είναι νύχτα χωρίς φεγγάρι. Διάβασε το αυτό πέντε φορές και θα πάρεις τις δυνάμεις που θέλεις. Τώρα φύγε κι άσε με ήσυχο.»
Ο νεαρός άρπαξε το χαρτί, γύρισε την πλάτη κι έφυγε τρέχοντας. Ούτε που ευχαρίστησε τον Μιλαρέπα. Δεν είχε κατέβει ακόμα τα σκαλιά του ναού, όταν ο Μιλαρέπα του φώναξε: "Φίλε μου, ξέχασα να σου πω ότι υπάρχει ένας απαράβατος όρος γι' αυτό το μάντρα. Όταν το διαβάσεις, δεν πρέπει να έχεις καμία σκέψη στο νου σου για πιθήκους.»
Ο νεαρός είπε: «Μην ανησυχείς! Ποτέ δεν σκέφτηκα τίποτα για πιθήκους σε όλη μου τη ζωή. Απλώς πρέπει να το διαβάσω πέντε φορές. Κανένα πρόβλημα!»
Δεν είχε φτάσει στη βάση της σκάλας, όταν άρχισαν να έρχονται οι πίθηκοι. Τρόμαξε πολύ, έκλεισε τα μάτια του και υπήρχαν πίθηκοι μέσα του. Άνοιξε τα μάτια, κοίταξε γύρω του και είδε παντού πιθήκους, ακόμα κι εκεί που δεν υπήρχαν. Είχε νυχτώσει και κάθε κίνηση στα δέντρα έμοιαζε να είναι πίθηκος. Οι πίθηκοι βρισκόταν παντού! Μέχρι να φτάσει στο σπίτι του, ήταν πολύ ανήσυχος, επειδή μέχρι τότε δεν είχε σκεφτεί ποτέ τους πιθήκους. Δεν είχε καμία σχέση με πιθήκους!
Έκανε μπάνιο, όμως οι πίθηκοι βρισκόταν μέσα του. Ολόκληρος ο νους του είχε μία εμμονή: πιθήκους. Τότε κάθισε να διαβάσει το μάντρα. Έβγαλε το χαρτί, έκλεισε τα μάτια του, όμως μέσα του υπήρχε ένα ολόκληρο κοπάδι από πιθήκους, που τον ενοχλούσε.
Φοβήθηκε πάρα πολύ, επέμενε όμως όλη νύχτα. Άλλαζε συνεχώς θέση στο σώμα του, έπαιρνε αυτή και την άλλη στάση της Γιόγκα, όμως οι πίθηκοι ήταν ανένδοτοι. Δεν τον άφησαν εκείνη τη νύχτα.
Μέχρι το πρωί, ο νεαρός είχε σχεδόν τρελαθεί από το φόβο του και κατάλαβε πως δεν μπορούσε να πετύχει το μάντρα της δύναμης τόσο εύκολα. Είδε ότι ο Μιλαρέπα ήταν πολύ έξυπνος και του είχε βάλει έναν πολύ δύσκολο όρο.
Ο Μιλαρέπα ήταν τρελός! Αν ήταν οι πίθηκοι το εμπόδιο, τουλάχιστον δεν έπρεπε να τους είχε αναφέρει. Τότε πιθανόν να μπορούσε να πετύχει τη δύναμη του μάντρα.
Το πρωί, πήγε στον Μιλαρέπα κλαίγοντας και είπε: «Πάρε πίσω το μάντρα σου. Έκανες ένα μεγάλο λάθος. Αν ήταν οι πίθηκοι το εμπόδιο, τότε δεν έπρεπε να τους έχεις αναφέρει. Εγώ ποτέ δεν σκεφτόμουν πιθήκους, όλη τη νύχτα όμως οι πίθηκοι με κυνηγούσαν. Τώρα πρέπει να περιμένω για την επόμενη ζωή για να πετύχω αυτό το μάντρα της δύναμης, επειδή σ' αυτή τη ζωή το μάντρα και οι πίθηκοι έγιναν ένα. Τώρα δεν είναι δυνατόν να τους ξεφορτωθώ.»

Το πηγάδι και η δεξαμενή
Για να σκάψει κανείς ένα πηγάδι, πρώτα πρέπει να βγάλει το χώμα και οι πέτρες κι ύστερα αρχίζει το νερό να τρέχει από τις πλευρές του πηγαδιού και να το γεμίζει. Το νερό βρισκόταν ήδη εκεί, δεν χρειαζόταν να μεταφερθεί από κάπου αλλού. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μετακινηθούν οι πέτρες και το χώμα.
Υπήρχαν εμπόδια και μόλις αυτά μετακινήθηκαν, εμφανίστηκε το νερό. Δεν χρειαζόταν να μεταφερθεί νερό μέσα στο πηγάδι. Το νερό βρισκόταν ήδη εκεί, απλώς έπρεπε να απομακρυνθούν τα εμπόδια.
Η γνώση βρίσκεται ήδη μέσα σου, δεν χρειάζεται να την πάρεις από κάπου αλλού. Οι πηγές της είναι κρυμμένες μέσα σου, πρέπει απλώς να απομακρυνθούν με το σκάψιμο τα εμπόδια που βρίσκονται ανάμεσα — οι πέτρες και το χώμα. Τότε Θα αρχίσουν να εμφανίζονται οι πηγές της γνώσης.
Εκτός από πηγάδι όμως, μπορεί κανείς να φτιάξει και δεξαμενή. Το να φτιαχτεί μια δεξαμενή είναι κάτι διαφορετικό. Λεν χρειάζεται να αναζητήσεις τη φυσική πηγή του νερού, για να φτιάξεις μια δεξαμενή. Ο τρόπος για να φτιαχτεί μια δεξαμενή είναι εντελώς αντίθετος από αυτόν που φτιάχνεις ένα πηγάδι.
Για να φτιάξεις μια δεξαμενή, δεν χρειάζεται να σκάψεις και να βγάλεις έξω τις πέτρες και το χώμα. Πρέπει να φέρεις πέτρες και χώμα από κάπου αλλού και να φτιάξεις ένα τοίχο. Κι όταν φτιαχτεί ο τοίχος, το νερό δεν έρχεται από μόνο του. Πρέπει να το φέρεις από τα πηγάδια των ανθρώπων και να το βάλεις μέσα στη δεξαμενή.
Μπορεί να βλέπεις το νερό μέσα στη δεξαμενή και να το βλέπεις και μέσα στο πηγάδι, η διαφορά όμως ανά-
μέσα στη δεξαμενή και το πηγάδι είναι όση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη γη και τον ουρανό. Η πρώτη διαφορά είναι ότι η δεξαμενή δεν έχει δικό της νερό.
Ό,τι βρίσκεται μέσα στη δεξαμενή είναι δανεικό. Σύντομα μουχλιάζει και λιμνάζει, επειδή αυτό που είναι δανεικό, δεν είναι ζωντανό, είναι νεκρό. Το νερό που στέκεται μέσα στη δεξαμενή λιμνάζει, σαπίζει και σύντομα θα αρχίσει να βρομάει.
Το πηγάδι όμως έχει τη δική του πηγή νερού. Το νερό δεν μουχλιάζει ποτέ. Το πηγάδι έχει τη δική του πηγή ροής.
Με τη δεξαμενή και το πηγάδι συμβαίνουν δύο διαφορετικές διαδικασίες. Η δεξαμενή φοβάται ότι κάποιος θα της πάρει το νερό, επειδή αν φύγει το νερό, η δεξαμενή αδειάζει. Το πηγάδι όμως θέλει κάποιον να του πάρει το νερό του, ώστε να μπορεί να γεμίσει με πιο φρέσκο και ζωντανό νερό.
Το πηγάδι φωνάζει: «Πάρε το νερό μου! Θέλω να το μοιραστώ!» Η δεξαμενή φωνάζει: «Μην πλησιάζεις! Μην αγγίζεις το νερό μου! Μη μου παίρνεις το νερό μου!» Η δεξαμενή Θέλει κάποιον που έχει νερό να της το φέρνει, να το χύνει μέσα της και να τη γεμίζει, ώστε να μπορεί να μεγαλώνει η περιουσία της.
Αν όμως κάποιος έχει έναν κουβά, το πηγάδι θέλει αυτόν τον άνθρωπο να πάρει από το νερό του, ώστε να μπορέσει να ξεφορτωθεί το παλιό νερό και να βγάλει καινούργιο. Το πηγάδι θέλει να μοιράζεται, η δεξαμενή θέλει να συσσωρεύει. Το πηγάδι έχει ρυάκια, που συνδέονται με τον ωκεανό. Το πηγάδι μπορεί να φαίνεται μικρό, στο βάθος όμως συνδέεται με το άπειρο.
Όσο μεγάλη όμως κι αν φαίνεται μια δεξαμενή, δεν συνδέεται με κανέναν. Τελειώνει και κλείνει στον εαυτό της. Δεν έχει κανένα ρυάκι. Δεν έχει κανένα τρόπο να συνδεθεί με το άπειρο.
Ο νους του ανθρώπου μπορεί να γίνει είτε πηγάδι είτε δεξαμενή. Αυτές είναι οι δύο πιθανότητες για το νου του ανθρώπου. Και ο άνθρωπος που ο νους του γίνεται δεξαμενή, σιγά- σιγά θα τρελαθεί.
Όλων σας ο νους έχει γίνει δεξαμενή. Δεν έχετε φτιάξει πηγάδια, έχετε φτιάξει δεξαμενές. Μαζεύετε πράγματα από όλο τον κόσμο, από βιβλία, από ιερά κείμενο, από διδασκαλίες, τα μαζεύετε όλα αυτά και νομίζετε όπως έχετε γίνει γνώστες.
Κάνετε το ίδιο λάθος που κάνει και η δεξαμενή. Η δεξαμενή νομίζει πως είναι πηγάδι, επειδή και στα δύο μπορείς να δεις νερό μέσα τους.
Μπορείς να βρεις γνώση σε ένα διανοούμενο και σε ένα συνειδητό άνθρωπο. Ο διανοούμενος όμως είναι δεξαμενή και ο συνειδητός άνθρωπος είναι πηγάδι. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους δύο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θεμελιώδης και βαθιά είναι αυτή η διαφορά. Η γνώση του διανοούμενου είναι δανεική, σάπια, μουχλιασμένη.

Ένα βράδυ, δυο μοναχοί έφτασαν στην καλύβα τους. Ταξίδευαν επί τέσσερις μήνες, τώρα όμως, καθώς ήταν η περίοδος των βροχών, είχαν επιστρέψει στην καλύβα τους. Όταν όμως έφτασαν στην καλύβα τους, ο νεαρότερος μοναχός, ο οποίος περπατούσε μπροστά, ξαφνικά θύμωσε και στενοχωρήθηκε: Ο αέρας είχε διαλύσει τη μισή καλύβα και είχε απομείνει μόνο η άλλη μισή.
Επέστρεψαν μετά από τέσσερις μήνες, ελπίζοντας πως θα μπορούσαν να ξεκουραστούν μέσα στην καλύβα, ασφαλείς από τη βροχή, μα τώρα θα είχαν δυσκολίες. Η μισή καλύβα είχε πέσει κάτω κι από την άλλη μισή, είχε παρασυρθεί απ' τον άνεμο η στέγη.
Ο νεαρός μοναχός είπε στον ηλικιωμένο του σύντροφο: «Αυτό πάει πολύ! Αυτά είναι τα πράγματα που μου γεννούν μέσα μου αμφιβολία για την ύπαρξη του Θεού. Οι αμαρτωλοί έχουν παλάτια στις πόλεις και δεν τους συμβαίνει τίποτα κακό, ενώ οι φτωχοί άνθρωποι σαν εμάς, που προσεύχονται μέρα νύχτα, ζουν στα χαλάσματα. Αμφιβάλω αν υπάρχει Θεός! Κάνουμε καλά και προσευχόμαστε ή μήπως κάνουμε λάθος; Μπορεί να είναι προτιμότερο να κάνουμε αμαρτίες, επειδή τα παλάτια των αμαρτωλών στέκονται στη Θέση τους, ενώ οι καλύβες των ανθρώπων που προσεύχονται, παρασέρνονται απ' τον άνεμο.»
Ο νεαρός μοναχός ήταν γεμάτος θυμό κι ένιωθε πως όλες οι προσευχές του ήταν μάταιες. Ο ηλικιωμένος του σύντροφος όμως σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό κι άρχισαν να κυλούν δάκρια απ' τα μάτια του. 0 νεαρός παραξενεύτηκε. Είπε: «Τι κάνεις εκεί;»
Ο γέρος είπε: "Ευχαριστώ το Θεό, επειδή ποιος ξέρει τι μπορεί να είχε κάνει ο αέρας. Θα μπορούσε να είχε παρασύρει ολόκληρη την καλύβα, όμως ο Θεάς πρέπει να έβαλε εμπόδια στον άνεμο και μ' αυτόν τον τρόπο σώθηκε η μισή μας καλύβα. Ο Θεάς νοιάζεται τους φτωχούς ανθρώπους, γι' αυτό πρέπει κι εμείς να τον ευχαριστήσουμε. Οι προσευχές μας εισακούστηκαν, οι προσευχές μας δεν ήταν μάταιες, αλλιώς θα μπορούσε να έχει φύγει ολόκληρη η στέγη.»
Εκείνη τη νύχτα, κοιμήθηκαν και οι δύο, όπως μπορείς όμως να φανταστείς, ο καθένας τους κοιμήθηκε με διαφορετικό τρόπο. Εκείνος που ήταν γεμάτος θυμό και οργή, εκείνος που θεωρούσε ότι όλες του οι προσευχές ήταν μάταιες, άλλαζε θέση όλη νύχτα και μέσα στο νου του έκαναν αγώνα δρόμου όλων των ειδών οι έγνοιες και οι εφιάλτες. Ήταν ανήσυχος. Υπήρχαν σύννεφα στον ουρανό και πήγαινε για βροχή. Η μισή στέγη είχε φύγει Και φαινόταν ο ουρανός. Αύριο Θα άρχιζε η βροχή. Τότε, τι θα έκαναν;
Ο άλλος κοιμήθηκε πολύ βαθιά. Ποιος άλλος μπορεί να κοιμηθεί τόσο ειρηνικά, εκτός από εκείνον που είναι γεμάτος ευγνωμοσύνη μέσα του; Σηκώθηκε το πρωί τραγουδώντας και το τραγούδι έλεγε: «Ω, Κύριε, δεν ξέραμε ότι μπορεί να υπάρχει τόση ευλογία μέσα σε μια διαλυμένη καλύβα. Αν το ξέραμε από πριν, τότε δεν θα βάζαμε σε κόπο τους ανέμους σου. Θα βγάζαμε από μόνοι μας τη μισή στέγη.
"Επειδή η μισή στέγη έλειπε, όποτε άνοιγα τα μάτια μου, στη διάρκεια της νύχτας, έβλεπα τα αστέρια και τα σύννεφα, που μαζευόταν στον ουρανό σου. Και τώρα που δα αρχίσουν οι βροχές, θα είναι ακόμα πιο όμορφα, επειδή με τη μισή στέγη να έχει φύγει, θα μπορούμε να ακούμε τη μουσική από τις σταγόνες της βροχής ακόμα πιο καθαρά.
«Ήμασταν βλάκες. Έχουμε περάσει τόσες εποχές βροχών μέσα στην καλύβα. Δεν είχαμε ιδέα τι χαρά είναι να είσαι εκτεθειμένος στον ουρανό και στον άνεμο και στη βροχή. Αν το είχαμε αντιληφθεί, δεν θα βάζαμε σε κόπο τους ανέμους σου. Θα είχαμε ξεφορτωθεί από μόνοι μας τη μισή στέγη.»
Ο νεαρός ρώτησε; Τι είναι αυτά που ακούω; Τι είναι όλη αυτή η ανοησία; Τι είναι όλη αυτή η τρέλα; Τι λες;»
Ο γέρος είπε: «Έχω κοιτάξει βαθιά τα πράγματα και η εμπειρία μου είναι πως οτιδήποτε μας κάνει πιο χαρούμενους είναι η σωστή κατεύθυνση για μας στη ζωή, ενώ οτιδήποτε μας κάνει να υποφέρουμε περισσότερα είναι η λάθος κατεύθυνση.
"Ευχαρίστησα το Θεό και η ευδαιμονία μου μεγάλωσε. Εσύ θύμωσες με το Θεό και η αγωνία σου μεγάλωσε. Εσύ ήσουν ανήσυχος χθες βράδυ, εγώ κοιμήθηκα ειρηνικά.
Τώρα μπορώ να τραγουδάω κι εσύ βράζεις από θυμό. Κατάλαβα πολύ νωρίς ότι η κατεύθυνση στην οποία η ζωή γίνεται πιο ευδαιμονική είναι η σωστή κατεύθυνση. Κι έχω επικεντρώσει όλη μου τη συνειδητότητα προς αυτή την κατεύθυνση.
Δεν γνωρίζω αν υπάρχει Θεός ή όχι. Δεν γνωρίζω αν έχει ακούσει τις προσευχές μας ή όχι, η δική μου απόδειξη όμως είναι ότι εγώ είμαι χαρούμενος και χορεύω, ενώ εσύ κλαις και θυμώνεις κι ανησυχείς. Η ευδαιμονία μου αποδεικνύει ότι ο δικός μου τρόπος ζωής είναι σωστός και η αγωνία σου αποδεικνύει ότι ο δικός σου τρόπος ζωής είναι λάθος.»

Ο προφήτης Μωάμεθ ήρθε με έναν φίλο του και συνοδό σε μια πόλη να κάνει κήρυγμα. Ένας από τους πολίτες τον πλησίασε και του είπε:
– Δάσκαλε! Οι κάτοικοι αυτής της πόλης είναι ανόητοι. Όλοι είναι πεισματάρηδες σαν γαϊδούρια και δε θέλουν να μάθουν τίποτε. Δε θα καταφέρεις να τους βάζεις στον σωστό δρόμο.
Ο προφήτης τον άκουσε προσεκτικά και είπε: 
– Έχεις δίκαιο!
Σε λίγο τον πλησίασε ένας άλλος άνθρωπος και με ενθουσιασμό του είπε:
– Αγαπητέ Δάσκαλε! Βρίσκεσαι σε μια ευλογημένη πόλη. Ο κόσμος με ανυπομονησία περιμένει ν’ ακούσει τον ιερό λόγο σου.
Ο Μωάμεθ χαμογέλασε και ξανά είπε:
– Έχεις δίκαιο!
Τότε ο συνοδός του είπε:
– Δεν κατάλαβα, πώς είναι δυνατόν να έχουν δίκαιο και οι δυο αφού ο καθένας ισχυριζόταν το αντίθετο;
Ο προφήτης απάντησε:
– Ο καθένας βλέπει την κατάσταση έτσι όπως θέλει. Ο ένας βλέπει μόνο το κακό, ο άλλος μόνο το καλό. Θα μπορούσες να πεις πως ο ένας απ’ αυτούς είπε ψέμα, αφού οι άνθρωποι εδώ όπως και παντού σ’ όλο τον κόσμο είναι ταυτόχρονα και καλοί και κακοί. Ο καθένας απ’ αυτούς τους δυο δε μου είπε ψέμα, αλλά είπε όχι την ολοκληρωμένη αλήθεια.

Ο φιλαλήθης κλέφτης 

Σ’ έναν γνωστό σοφό έφεραν έναν νεαρό κλέφτη που έπιασαν στον τόπο του εγκλήματος. Αφού ήταν πολύ νέος δεν ήθελαν να τον τιμωρήσουν σύμφωνα με τον αυστηρό νόμο. Από τον σοφό γέροντα ο κόσμος ήθελε να οδηγήσει τον νεαρό στον σωστό δρόμο.
Συζητούσαν παραπάνω από μια ώρα και ο γέροντας ούτε μια λέξη είπε για την κλεψιά. Η συζήτηση ήταν φιλική και ο σοφός μιλούσε ανοιχτόκαρδα και κατέκτησε την εμπιστοσύνη του νεαρού κλέφτη. Το μοναδικό που ζήτησε ο γέροντας ήταν η υπόσχεση ότι ο νεαρός πάντα πρέπει να πει την αλήθεια. Χαρούμενος πως όλα τελείωσαν καλά ο νεαρός έδωσε την υπόσχεσή του και με ελαφρύ καρδιά πήγε στο σπίτι του. 
Πέρασαν μερικές μέρες και μια νύχτα ήρθε η σκέψη για να πάει να κλέψει. Όμως, όταν πήδηξε πάνω από τον φράχτη στην αυλή του σπιτιού που ήθελε να κάνει την κλεψιά, ξαφνικά σκέφτηκε: «Αν τώρα συναντήσω κάποιον, τι θα του πω; Αν του πω την αλήθεια, όπως υποσχέθηκα, τότε θα πάω φυλακή».
Απ’ αυτή τη στιγμή ο νεαρός προσπαθούσε πάντα να λέει την αλήθεια και κατάφερε να ξεπεράσει την εγκληματική του συνήθεια. Η φιλαλήθεια του άνοιξε το δρόμο προς την τιμιότητα και το δίκαιο.*

Το πουκάμισο του ευτυχισμένου ανθρώπου

Ο χαλίφης ετοιμοθάνατος κειτόταν στο πολυτελή κρεβάτι του μέσα στα μεταξένια μαξιλάρια του. Οι καλύτεροι γιατροί της χώρας στεκόταν γύρο του συζητώντας πως μπορούν να τον θεραπεύσουν. Τελικά αποφάσισαν ότι τον χαλίφη μπορεί να σώσει μόνο αν φοράει το πουκάμισο του ευτυχισμένου ανθρώπου. Οι υπηρέτες και οι απεσταλμένοι του χαλίφη αμέσως σαν σμήνος μελισσών πετάξανε σε όλες τις γωνιές της χώρας για να βρουν τον ευτυχισμένο άνθρωπο. Όμως, όλοι τους οποίους ρωτούσαν για την ευτυχία, τους έλεγαν για της συμφορές και λύπες τους. Όταν ήδη έχασαν την ελπίδα πως υπάρχει τέτοιος άνθρωπος συνάντησαν έναν βοσκό που χαρούμενα τραγουδούσε και βοσκούσε το κοπάδι του. 
– Είσαι ευτυχισμένος; τον ρώτησαν οι απεσταλμένοι.
– Δε γνωρίζω άνθρωπο πιο ευτυχισμένο από μένα, είπε με χαμόγελο ο βοσκός.
– Τότε δώσε μας το πουκάμισό σου, θα σε πληρώσουμε σαν να είναι από χρυσό, φώναξαν οι απεσταλμένοι.
– Εγώ δεν έχω πουκάμισο.
Αυτοί η παράξενη είδηση πως ο μοναδικός ευτυχισμένος άνθρωπος δεν έχει πουκάμισο έφτασε και στον χαλίφη και τον έκανε να καλοσκεφτεί τα περί ζωής. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κανέναν δεν άφηνε να μπει μέσα στην κρεβατοκάμαρά του. Την τέταρτη ημέρα φώναξε τους υπηρέτες του και τους διέταξε να χαρίσουν στο λαό τα μεταξένια μαξιλάρια του και όλα τα χρυσαφικά του. 
Και όπως λέει η ιστορία ο χαλίφης απ’ αυτή την ημέρα πάντα ήταν υγιής και ευτυχισμένος.

Το πεινασμένο καφτάνι

Ο σοφός μουλάς φόρεσε το σεμνό καθημερινό καφτάνι του και πήγε σε μια δεξίωση που έκανε ένας πλούσιος και γνωστός έμπορος. Ο μουλάς βρέθηκε ανάμεσα σε λαμπερές ενδυμασίες από το μετάξι και βελούδο. Με περιφρόνηση οι επισκέπτες κοιτούσαν την φτωχή του φορεσιά. Τον μουλά επίτηδες δεν τον κοιτούσαν, έκαναν περιφρονητικούς μορφασμούς και τον έσπρωχναν μακριά από το τραπέζι γεμάτο απ’ τα καλύτερα φαγητά.
Τότε ο μουλάς πήγε στο σπίτι του και φόρεσε το πλούσιο χρυσοκεντημένο καφτάνι του και γύρισε στη δεξίωση γεμάτος αξιοπρέπεια σαν χαλίφης. Όλοι η καλεσμένοι προσπαθούσαν να αποκτήσουν την εύνοιά του, ο καθένας ήθελε ν’ ακούσει το σοφό του λόγο. Απ’ όλες τις πλευρές του πρότειναν τα καλύτερα κομμάτια των φαγητών, αλλά ο μουλάς αντί να τα φάει τα έβαζε στα φαρδιά μανίκια του καφτανιού. Σοκαρισμένοι και περίεργοι οι καλεσμένοι τον ρωτούσαν: 
– Τι κάνετε αξιότιμε; Γιατί βάζετε τα φαγητά στα μανίκια σας;
Ενώ ο μουλάς συνέχιζε να γεμίζει τα μανίκια του με φαγητά και ήρεμα απάντησε:
– Είμαι δίκαιος άνθρωπος. Η φιλοξενία σας δεν αφορά εμένα, αλλά το καφτάνι. Γι’ αυτό πρέπει να πάρει αυτά που αξίζει.

Η εκδίκηση του υπάκουου

Στον κήπο ενός σοφού γέροντα ζούσε ένα πολύ όμορφο παγώνι. Το πουλί ήταν η μεγάλη χαρά του κηπουρού που το φρόντιζε. Ο φθονερός και άπληστος γείτονας έβλεπε πίσω από τη φράχτη το παγώνι και ζήλευε. Μερικές φορές απ’ την κακία του έριχνε πέτρες για να το σκοτώσει. Μια φορά τον είδε ο κηπουρός όταν έριχνε τις πέτρες και πολύ θύμωσε. Ο γείτονας δεν μπορούσε να ησυχάσει από την απληστία του και αποφάσισε με την κολακεία να πείσει τον κηπουρό να του δώσει ένα αυγό. Όμως ο θυμωμένος κηπουρός αρνήθηκε να του δώσει. 
Τότε ο γείτονας απευθύνθηκε στον νοικοκύρη του σπιτιού, στον σοφό γέροντα. Ζήτησε να του δώσει ένα αυγό για να το κλωσάει η κότα του. Ο γέροντας φώναξε τον κηπουρό και του διέταξε να δώσει ένα αβγό στον γείτονα. Ο κηπουρός έκανε αυτό που τον διέταξαν. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ο γείτονας ήρθε στον γέροντα και με παράπονο του είπε ότι παρόλο που οι κότες του βδομάδες κάθονταν πάνω στ’ αυγό ο νεοσσός του παγωνιού δε βγήκε, και θυμωμένος έφυγε. Ο σοφός φώναξε τον κηπουρό και τον ρώτησε: 
– Μήπως ξέρεις γιατί απ’ το αυγό που έδωσες στον γείτονά μας δεν εκκολάπτεται ο νεοσσός;
– Μάλιστα, ξέρω. Πριν να του δώσω το αυγό το έβρασα.
Ο γέροντας με απορία κοίταξε τον κηπουρό και εκείνος για να δικαιολογήσει την πράξη του, είπε:
– Εσείς μου είπατε να του δώσω ένα αυγό, αλλά δε μου είπατε αν πρέπει να είναι βρασμένο ή νωπό…

Τα χρυσά καρφιά της σκηνής

Ένας δερβίσης για τον οποίον χαρά ήταν η αυταπάρνηση και ελπίδα του ήταν ο παράδεισος, μια φορά συνάντησε έναν πλούσιο άρχοντα. Ο μεγιστάνας μαζί με την μεγάλη συνοδεία του τοποθέτησε την σκηνή του έξω από την πρωτεύουσα για να παραθερίσει τις καλοκαιρινές μήνες δίπλα σ’ ένα ποτάμι.
Η πολυτελής σκηνή του ήταν φτιαγμένη από το πιο ακριβό ύφασμα, ακόμα και τα καρφιά με τα οποία η σκηνή ήταν καρφωμένη στο έδαφος ήταν από χρυσό. 
Ο δερβίσης ήταν κήρυκας του ασκητισμού και με θάρρος και τόλμη του λόγου επιτέθηκε στον άρχοντα λέγοντας πόσο άχρηστος και τιποτένιος είναι ο πλούτος, πόση θλιβερή ματαιοδοξία κρύβεται πίσω απ’ αυτά τα χρυσά καρφιά. Και το αντίθετο, πόσο μεγάλη είναι η ευτυχία της αυταπάρνησης και του ασκητισμού, πόσο όμορφοι και μεγαλοπρεπείς είναι οι άγιοι τόποι που εμπνέουν ολιγάρκεια, γαλήνη και τους οποίους αυτός σίγουρα δεν έχει επισκεφθεί.
Ο άρχοντας άκουγε τα λόγια του δερβίση σκεπτόμενος, με σοβαρό ύφος, μετά πήρε τα χέρια του δερβίση στα δικά του και είπε:
– Τα λόγια σου είναι σαν θερμές ακτίνες του ήλιου και σαν δροσιά του βραδινού αέρα. Φίλε, σε παρακαλώ να με συνοδεύεις, θα πάμε μαζί στους άγιους τόπους.
Και ο άρχοντας αμέσως πήρε τον δρόμο και ούτε κοίταξε πίσω του, αφήνοντας τη σκηνή του, χωρίς άλογο, χωρίς υπηρέτη, χωρίς λεφτά. Ο δερβίσης έκπληκτος έτρεχε πίσω του, φωνάζοντας:
– Κύριε, πράγματι θέλεις να κάνεις προσκύνημα στους άγιους τόπους; Αν είναι έτσι, περίμενε λίγο για να πάρω το καφτάνι μου.
Ο άρχοντας χαμογέλασε και είπε: 
– Εγώ άφησα πίσω μου όλα τα πλούτη μου, τα άλογα, τα χρυσαφικά μου, τη σκηνή μου, τους υπηρέτες, όλα αυτά που έχω. Λες σοβαρά πως θέλεις να επιστρέψεις για να πάρεις το παλιό καφτάνι σου;
Ο δερβίσης με μεγάλη απορία ρώτησε:
– Σε παρακαλώ, εξήγησέ μου πώς μπόρεσες ν’ αφήσεις όλα τα πλούτη σου και ούτε το καφτάνι πήρες μαζί σου;
Ο άρχοντας σοβαρά και με πεποίθηση είπε:
– Τα χρυσά καρφιά κάρφωσα στη γη, και όχι στην καρδιά μου.

Ένας καλός άνθρωπος κάθε μέρα ερχόταν στον προφήτη Μωάμεθ. Μια φορά ο προφήτης του είπε:
– Μην έρχεσαι κάθε μέρα και τότε θα δεις πως περισσότερο θα εκτιμάμε ο ένας τον άλλον.
Και μετά του είπε μια μικρή ιστορία.
Μια φορά ρώτησαν έναν επιστήμονα: «Ο ήλιος είναι ωραίος και μεγαλοπρεπής, όμως γιατί δεν μπορούμε να τον αγαπάμε πάντα, μερικές φορές είναι βαρετός.». Ο επιστήμονας απάντησε: «Ο ήλιος φωτίζει τη γη κάθε μέρα και μερικές φορές γίνετε μπελάς. Ενώ το χειμώνα όταν συχνά κρύβεται πίσω από τα σύννεφα τον επιθυμούμε και τότε αρχίζουμε να τον εκτιμάμε».

Τα παράβολα του Βουδισμού-ζεν

Όταν πέθανε ο Δάσκαλος του ζεν ο Μπανκέι, ένας τυφλός είπε:
– Δεν βλέπω το πρόσωπο του ανθρώπου, αλλά μπορώ να καταλάβω τον χαρακτήρα του ανθρώπου από την φωνή του. Συνήθως, όταν κάποιος λέει συγχαρητήρια εγώ ακούω τον κρυμμένο φθόνο. Εάν κάποιος λέει συλλυπητήρια, συνήθως εγώ ακούω ικανοποίηση στη φωνή του. Αλλά όταν ακούω να μιλάει ο Μπανκέι ακούω μια ειλικρινή φωνή. Εάν εκείνος μιλούσε για χαρά εγώ άκουγα στην φωνή το μόνο χαρά. Εάν μιλούσε για λύπη η φωνή του ήταν λυπημένη.

34b. Φιλοσοφικά ανέκδοτα και ιστορίες


Κάποιος: «Σας παρακαλώ, κύριε Κούλιντζ, μιλήστε μαζί μου. Έβαλα στοίχημα, ότι θα καταφέρω να αποσπώ από σας παραπάνω από μια λέξη».
Κάλβιν Κούλιτζ, αμερικανός πρόεδρος: «Έχασες».

Μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα στον κήπο ενός σπιτιού κοιμόντουσαν όλα τα μέλη της οικογένειας. Η μητέρα είδε πως η νύφη της, την οποία μισούσε και ο γιος της κοιμούνται αγκαλιασμένοι. Δεν μπορούσε να βλέπει αυτήν την εικόνα και τους ξύπνησε και φώναξε:
– Δε γίνεται σε τέτοια ζέστη να σφίγγεστε ο ένας πάνω στον άλλο. Είναι βλαβερό για την υγεία.
Στην άλλη γωνία του κήπου κοιμόντουσαν η κόρη της με τον αγαπημένο της γαμπρό. Κείτονταν χώρια ο ένας από τον άλλον. Η μητέρα τους ξύπνησε και με αγάπη είπε:
– Πουλάκια μου, γιατί κοιμάστε χώρια, αντί να θερμαίνετε ο ένας τον άλλον. Στον κήπο υπάρχει δροσιά.
Αυτά τα λόγια άκουσε η νύφη και φωναχτά είπε:
– Ω! Θεέ μου περίεργα τα θαύματά σου. Το σπίτι έχει έναν κήπο, αλλά πόσο διαφορετικό είναι το κλίμα του.*

Ο μεγάλος μύστης Τσουάνγκ Τσου ήταν ετοιμοθάνατος και οι μαθητές του ετοίμαζαν μια μεγαλοπρεπής κηδεία, ενώ ο Τσουάνγκ Τσου είπε:
– Ο Ουρανός από πάνω και η Γη από κάτω θα είναι η κασέλα μου, ο ήλιος και το φεγγάρι θα είναι τα κεριά, τα άστρα θα είναι τα μαργαριτάρια ως μεταθανάτια δώρα σας και η φύση θα κλάψει για μένα. Τι άλλο χρειάζεται για την κηδεία μου;
– Όμως εμείς φοβόμαστε πως μπορούν να σας ραμφίζουν οι κάργες και οι κίρκοι, είπαν οι μαθητές.
Και τότε ο σοφός είπε:
– Πάνω στη γη θα είμαι τροφή για τις κάργες και τους κίρκους, ενώ κάτω από τη γη θα με φάνε τα σκουλήκια. Δε μπορώ να καταλάβω γιατί προτιμάτε τα σκουλήκια και όχί οι κάργες και οι κίρκοι.

Μια φορά ο πατισάχ φώναξε τον μουλά Χοτζά Νασρεντίν και τον διέταξε:
– Χοτζά, πήγαινε και κάνε μου μια λίστα όλων των ηλιθίων της χώρας μου. 
Ο πατισάχ μέσα του ήλπιζε πως ο μουλάς θα βάζει στη λίστα και τον εαυτό του. «Τότε, ας προσπαθεί να με νουθετήσει! Αμέσως θα του υπενθυμίσω: «Χοτζά! Κοίτα τη λίστα!», ονειρευόταν ο πατισάχ. 
Την άλλη μέρα ο Χοτζάς έφερε τη λίστα. Ο πατισάχ κοίταξε τη λίστα και έμεινε κόκαλο: το όνομά του ήταν πρώτο στη λίστα!
– Πώς τόλμησες να με προσβάλλεις! Ξέρεις τι μπορώ να σου κάνω… Ξέρεις...εγώ!...
– Περίμενε, μη θυμώνεις τόσο γρήγορα… είπε ο Χοτζά, για πες μου, δεν ήσουν εσύ που δέχτηκες μια βδομάδα πριν έναν έμπορα από την Ινδία;
– Ναι, εγώ.
– Τον γνώριζες από πριν.
– Όχι, συναντηθήκαμε πρώτη φορά.
– Και του έδωσες δέκα χιλιάδες χρυσές λύρες για να σου φέρει πολύτιμες πέτρες από την Ινδία;
– Μάλιστα! Και τι σημαίνει αυτό;
– Δηλαδή, υποστηρίζεις πως δεν είναι ηλιθιότητα, να δίνεις τόσα λεφτά στον πρώτο περαστικό και να περιμένεις πως θα επιστρέψει με πολύτιμες πέτρες;
– Και τι! Τι θα κάνεις αν επιστρέψει; στην παραφορά του φώναξε ο πατισάχ.
– Τότε, θα διαγράψω από τη λίστα το δικό σου όνομά και θα γράψω το δικό του.



34c. Σκέψη

Φωτισμένος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται συνεχώς στην ίδια κατάσταση σιωπής, ειρήνης και ικανοποίησης, ό,τι κι αν συμβαίνει εξωτερικά: επιτυχία ή αποτυχία, πόνος ή ευχαρίστηση, ζωή ή θάνατος.
Όσσο

Το να δοθεί βραβείο Νόμπελ σε έναν άνθρωπο, σημαίνει απλώς ότι οι υπηρεσίες του γίνονται σεβαστές από το κατεστημένο, ότι τον τιμούν επειδή υπήρξε χρυσός σκλάβος, υπάκουος, ότι δεν ξεστράτισε, ότι ακολούθησε την πεπατημένη.
Όσσο

Η πειθαρχία σου πρέπει να έρχεται από την ίδια σου την καρδιά, πρέπει να είναι δική σου - και υπάρχει μεγάλη διαφορά. Όταν σου δίνει την πειθαρχία κάποιος άλλος, δεν μπορεί ποτέ να σου ταιριάζει. Θα είναι σαν να φοράς τα ρούχο κάποιου άλλου. Είτε θα είναι πολύ στενά είτε πολύ φαρδιά κι εσύ πάντοτε θα νιώθεις κάπως ανόητος μέσα τους.
Όσσο

Εγώ σου διδάσκω τη στιγμή και την ελευθερία της στιγμής και την υπευθυνότητα της στιγμής. Ένα πράγμα μπορεί να είναι σωστό αυτή τη στιγμή και μπορεί να γίνει λάθος την επόμενη στιγμή.
Όσσο

Ο Λάο-τσε, ο Γκωντάμα Βούδας, ο Σωκράτης δεν ακολούθησαν κανέναν. Αναζήτησαν από μόνοι τους, ρισκάροντας, επειδή απομακρύνονται από το πλήθος, πάνω σε ένα μοναχικό μονοπάτι, χωρίς να γνωρίζουν πού τελειώνει αυτό το ταξίδι, αλλά εμπιστεύονται την καρδιά τους, βιώνοντας μικρές ενδείξεις ότι η ειρήνη μεγαλώνει, ότι η αγάπη ανθίζει, ότι ένα καινούργιο άρωμα έχει έρθει στην ύπαρξη τους. ότι το μάτια τους δεν είναι πια γεμάτα από τη σκόνη του παρελθόντος – μια τρομερή διαύγεια και διαφάνεια.., Και γνωρίζουν ότι βρίσκονται στο σωστό μονοπάτι,
Όσσο

Ένας άνθρωπος ψηλαφίζει μέσα στο σκοτάδι. Ο παπάς και ο πολιτικός μπορούν να τον εκμεταλλευτούν. Ο πολιτικός και ο παπάς συμφωνούν σ’ αυτό το σημείο, ότι χρειάζονται οπαδούς.
Μόνο τότε μπορούν να γίνουν κάποιοι. Και έχουν χωρίσει τις περιοχές τους. Ο πολιτικός έχει πάρει τον επίγειο κόσμο και ο παπάς τον πνευματικό. Αυτοί οι δύο έχουν κάνει σκλάβο ολόκληρη την ανθρωπότητα .Έχουν καταστρέψει την ελευθερία των ανθρώπων.
Η μεγάλη συνεισφορά στην ανθρωπότητα έχει έρθει από ελάχιστους δασκάλους, οι οποίοι έχουν πετύχει όχι μόνο τη δική τους ελευθερία, αλλά επίσης και την ελευθερία εκείνων που τους αγάπησαν. 
Όσσο

Ο άνθρωπος στη Δύση ψάχνει να βρει την ψυχή του και βρίσκει τον εαυτό του άδειο, χωρίς καμία αγάπη - μόνο πόθο - χωρίς καμία προσευχή - μόνο λέξεις, που τις παπαγαλίζει στο κατηχητικό. Δεν έχει ούτε θρησκευτικότητα ούτε συμπόνια για τους άλλους ανθρώπους ούτε σεβασμό για τη ζωή, για τα πουλιά, για το δέντρα, για τα ζώα. Η καταστροφή είναι τόσο εύκολη.
Όσσο

Σε ολόκληρο τον κόσμο, όποτε οι γυναίκες μορφώνονται, δεν θέλουν να μεγαλώνουν παιδιά κοντά τους. Και το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό. Όσο πιο σύντομα αποχωριστεί το παιδί από το γάλα της μητέρας του, τόσο περισσότερες δυσκολίες θα έχει στο να βιώσει ειρήνη στη ζωή του.
Από την αρχή- αρχή, θα επικρατεί στη ζωή του μια βαθιά νευρικότητα. Από ποιόν θα πάρει εκδίκηση, γι' αυτή τη νευρικότητα; Από τους ίδιους του τους γονείς. 
Όσσο


Σ’ ολόκληρο τον κόσμο, το μέρος του γυναικείου σώματος που τραβάει περισσότερο τους άντρες είναι το στήθος; Αυτά είναι παιδιά που αποκόπηκαν πολύ γρήγορα από το γάλα της μητέρας τους! Κάπου βαθιά μέσα τους, έχει παραμείνει η επιθυμία να βρίσκονται κοντά στο γυναικείο στήθος.
Όσσο

Αν η ροή της αναπνοής σου είναι απολύτως αρμονική, αλλάζει την κατάσταση του νου σου. Είτε αλλάζεις το νου και αλλάζει η αναπνοή είτε αλλάζεις την αναπνοή κι αυτό επηρεάζει το νου.
Όσσο

Μόνο ο άνθρωπος ρυθμίζει το αύριο από σήμερα κι ύστερα ρυθμίζει το μεθαύριο. Υπάρχουν άνθρωποι που ρυθμίζουν το πώς πρέπει να χτιστεί ο τάφος τους.
Ρυθμίζεις το αύριο και ξεχνάς εντελώς ότι ο άνθρωπος που ρυθμίζει το αύριο, σκοτώνει το σήμερα με αυτές τις ρυθμίσεις. Ύστερα αύριο θα ρυθμίσει την επόμενη μέρα κι έτσι θα σκοτώσει και το αύριο. Κάθε μέρα θα ρυθμίζει την επόμενη και θα συνεχίζει να σκοτώνει την παρούσα μέρα. Και δεν υπάρχει τίποτε άλλο, παρά μόνο η παρούσα μέρα.
Όσσο

Ο αυτοκράτορας Νέρων είχε δύο γιατρούς, που η δουλειά τους ήταν να τον βοηθούν να κάνει εμετό μετά το φαγητό, ώστε να μπορεί να απολαμβάνει το φαγητό τουλάχιστον δέκα πέντε με είκοσι φορές την ημέρα. Έτρωγε κι ύστερα έπαιρνε ένα φάρμακο για να κάνει εμετό, ώστε να μπορεί να φάει ξανά. Αυτό που κάνουμε όμως εμείς δεν είναι πολύ διαφορετικό.
Όσσο

Η σύζυγος περιμένει όλη μέρα το σύζυγο της να έρθει στο σπίτι να φάει και όλη η συναισθηματική αρρώστια, που έχει μαζέψει τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες, βγαίνει όταν τρώει ο σύζυγος. Δεν ξέρει όμως ότι σερβίρει δηλητήριο στο πιάτο του συζύγου της. 
Όσσο

Από την ημέρα που ο άνθρωπος ανακάλυψε το τεχνητό φως, ο ύπνος του έχει διαταραχτεί πάρα πολύ. Και θεωρεί όλο και περισσότερο ότι ο ύπνος είναι κάτι άχρηστο, ότι χάνει πολύ χρόνο σ' αυτόν, ότι ο χρόνος που ξοδεύει στον ύπνο είναι απολύτως χαμένος χρόνος.
Έτσι, θεωρεί ότι όσο λιγότερο μπορεί να κοιμάται, τόσο το καλύτερο. Δεν του περνάει από το νου ότι ο ύπνος προσφέρει κάτι στη βαθύτερη διαδικασία της ζωής.
Όσσο

Ο άνθρωπος έχει επινοήσει χιλιάδες τρόπους για να ξεφεύγει από τον εαυτό του. Κι όσο χειρότερη έχει γίνει η κατάσταση του νου του, τόσο περισσότερες καινούργιες επινοήσεις έχει κάνει για να ξεφεύγει από τον εαυτό του. Αν κοιτάξουμε τα τελευταία πενήντα χρόνια, θα βρούμε ότι ο άνθρωπος, για να ξεφύγει από τον εαυτό του, έχει δημιουργήσει τις περισσότερες εφευρέσεις από ότι ποτέ πριν στην ιστορία.
Ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση είναι τρόποι για να ξεφεύγει κανείς από τον εαυτό του. Ο άνθρωπος έχει γίνει τόσο νευρικός. Αναζητά συνεχώς τη διασκέδαση. Κάνεις κάθε είδους πράγμα για να ξεχάσεις τον εαυτό σου για λίγο, επειδή μέσα σου η κατάσταση χειροτερεύει. 
Οι άνθρωποι που πηγαίνουν στους ναούς, πηγαίνουν επίσης για τους ίδιους λόγους. Δεν υπάρχει καμία διαφορά, ο ναός είναι ο παλιός τρόπος για να ξεχνάς τον εαυτό σου και ο κινηματογράφος είναι ο καινούργιος τρόπος. Αν ο άνθρωπος κάθεται και ψέλνει Ραμ, Ραμ, Ραμ, μη νομίζεις πως κάνει τίποτε άλλο από το να προσπαθεί να ξεχάσει τον εαυτό του ψέλνοντας, όπως κάποιος άλλος προσπαθεί να ξεχάσει τον εαυτό του ακούγοντας ένα τραγούδι. Δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο.
Όσσο

Το πρόσωπο που φοράς όταν βρίσκεσαι μέσα στον κόσμο είναι τεχνητό, είναι φτιαχτό. Κατά βάθος, είσαι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Μπορεί να έχεις καταφέρει να κρύβεις πράγματα, κολλώντας σε μια καλή σκέψη στην επιφάνεια, μέσα σου όμως καίει η φωτιά των σκέψεων.
Όσσο

Κανένας δεν έχει δει τον Βούδα να γελάει, κανένας δεν έχει δει τον Μαχαβίρα να γελάει, κανένας δεν έχει δει τον Χριστό να γελάει. Πρέπει να υπάρχει λόγος γι' αυτό.
Είναι πιθανό να μην υπάρχουν δάκρυα μέσα τους, οπότε δεν υπάρχει λόγος να γελάνε για να τα κρύψουν. Είναι πιθανό να μην υπάρχει θλίψη μέσα τους, για να την κρύψουν χαμογελώντας. Οτιδήποτε ήταν ταραγμένο μέσα τους έχει εξαφανιστεί, οπότε τώρα δεν χρειάζεται να κρατάνε τα λουλούδια του γέλιου απ' έξω.
Εκείνος που έχει σώμα που βρομάει, χρειάζεται να το ψεκάζει με αρώματα. Εκείνος που έχει άσχημο σώμα, κάνει τα πάντα και προσπαθεί για να το δείχνει όμορφο.
Εκείνος που είναι λυπημένος μέσα του, έχει μάθει να γελάει και εκείνος που είναι γεμάτος δάκρυα μέσα του, χαμογελάει συνεχώς απ' έξω. Εκείνος που είναι γεμάτος αγκάθια μέσα του, πρέπει να κρατάει λουλούδια απ' έξω.
Όσσο

Ο νους του ανθρώπου είναι σαν μια κυψέλη, που βουίζει από μέλισσες — ένας σωρός από σκέψεις, που βουίζουν γύρω - γύρω. Τριγυρισμένος από αυτές τις σκέψεις, ο άνθρωπος ζει μέσα στην αγωνία, την ένταση και την ανησυχία. Για να αναγνωρίσει και να γνωρίσει τη ζωή, ο νους πρέπει να είναι σιωπηλός, σαν λίμνη όπου δεν υπάρχει κανένας κυματισμός. Για να εξοικειωθεί με τη ζωή, ο νους χρειάζεται να είναι καθαρός σαν καθρέφτης, πάνω στον οποίο δεν υπάρχει καθόλου σκόνη.
Εσύ έχεις ένα νου που είναι σαν κυψέλη γεμάτη μέλισσες. Δεν είναι ούτε καθρέφτης ούτε σιωπηλή λίμνη. Αν νομίζεις πως είσαι σε θέση να γνωρίσεις κάτι, μ' αυτό το νου, ότι είσαι σε θέση να πετύχεις κάτι ή ότι είσαι σε θέση να γίνεις κάτι, κάνεις πολύ μεγάλο λάθος. Είναι απολύτως απαραίτητο να ελευθερωθείς από αυτή τη συνεχή ροή σκέψεων.
Όσσο

Επί χιλιάδες χρόνια, ο άνθρωπος είχε τη φαντασίωση ότι μπορεί να φτάσει στη γνώση, συσσωρεύοντας σκέψεις άλλων ανθρώπων. Αυτό είναι απολύτως ψεύτικο και λανθασμένο. Ποτέ κανένας δεν μπόρεσε να φτάσει στη γνώση, συσσωρεύοντας σκέψεις άλλων ανθρώπων.
Η γνώση έρχεται από μέσα και οι σκέψεις έρχονται απ' έξω. Η γνώση είναι δική σου και οι σκέψεις είναι πάντοτε των άλλων, είναι πάντοτε δανεικές. 
Όσσο

Δεν ξέρεις ότι το κέντρο της καρδιάς, που νιώθει θυμό είναι διαφορετικό από το κέντρο του νου. Το κέντρο που αποφασίζει ότι δεν θα θυμώσει άλλη φορά, είναι εντελώς διαφορετικό από το κέντρο που θυμώνει. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά κέντρα. Έτσι, αποφάσεις και μεταμέλειες δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα στο θυμό σου.
Εξακολουθείς να θυμώνεις κι εξακολουθείς να μετανιώνεις κι εξακολουθείς να νιώθεις αναστατωμένος γι' αυτό. Δεν καταλαβαίνεις ότι αυτά τα δύο κέντρα είναι τόσο διαχωρισμένα, που η απόφαση που παίρνει το ένα, δεν αγγίζει το άλλο... Έτσι, ο άνθρωπος κομματιάζεται μέσα του.
Όσσο

Όσο κάποιος ζητάει αγάπη, δεν μπορεί να είναι ικανός να δώσει αγάπη, επειδή το ίδιο το γεγονός ότι ζητάει, είναι ένδειξη ότι δεν υπάρχει καμία πηγή αγάπης μέσα του. Αλλιώς, γιατί να τη ζητάει απ' έξω;
Μόνο ο άνθρωπος που έχει ανέβει πάνω από την ανάγκη να ζητάει αγάπη, μπορεί να δώσει αγάπη. Η αγάπη είναι μοίρασμα, δεν είναι ζητιανιά. Η αγάπη είναι βασιλιάς, δεν είναι ζητιάνος. Η αγάπη ξέρει μόνο να δίνει, δεν ξέρει να ζητάει.
Όσσο

Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι συνεχώς αναζητάς απ' έξω κάτι που ήδη βρίσκεται μέσα σου. Κι επειδή το αναζητάς απ' έξω, δεν κοιτάζεις μέσα σου. Τότε, αυτό που θα μπορούσε να έχει εμφανιστεί μέσα σου, δεν εμφανίζεται ποτέ.
Όσσο

Στην ουσία όλες οι γνωστές εταιρίες ζουν και ευημερούν χάρη στην απληστία σου. Αυτές οι εταιρίες σε κάνουν πελάτη τους αφού με λόγια επικαλούνται την απληστία σου, παρ’ όλο που αυτό είναι κρυμμένο πίσω από εξωτερικές εκδηλώσεις. Εάν σταματάς να τις ακούσεις και αναλύεις τα έργα τους τότε θα ανακαλύψεις την αλήθεια.
Όσσο


34d. Προπόσεις

Ο τροχονόμος αυστηρά μιλάει με τον οδηγό του αυτοκινήτου που χτύπησε έναν πεζοπόρο.
– Το όνομά σας;
– Νίκο.
– Το επώνυμο;
– Κουνάκης.
– Είσαι από την Κρήτη; ρωτάει ο τροχονόμος.
– Ναι, από τα Χανιά.
– Τι σύμπτωση, λέει ο τροχονόμος, κ’ εγώ είμαι από τα Χανιά.
– Έχεις κάποιον εκεί; ρωτάει ο οδηγός. 
– Ναι, οι γονείς μου εκεί ζουν. Εσύ έχεις κανένα;
– Τον αδελφό και την αδελφή.
Μίλησαν άλλα δυο-τρία λεπτά και μετά ο τροχονόμος είπε:
– Ήταν ευχάριστο να συναντάς έναν συμπατριώτη, δυστυχώς πρέπει να φύγω. Πάω να γράφω μια κλήση για αυτόν που είχε το θράσος να πέφτει κάτω από τις ρόδες σου.
Λοιπόν, η πρόποσή μου, στην υγεία των συμπατριωτών μας!


34e. Δίστιχα και τετράστιχα

Να ξεσπάς είναι πιο εντυπωσιακό, παρά να συγκρατηθείς,
Να συντρίβεις είναι πιο ρομαντικό, παρά να διασώσεις, 
Να απαρνηθείς είναι πιο ευχάριστο, παρά να επιμένεις, 
Και το πιο εύκολο είναι να πεθαίνεις.
Ν. Ματβέγεβα*


34g. Ευχές και κατάρες, προσευχές και διαλογισμοί

Πώς να απαλλαχθείς από τις απρόσκλητες σκέψεις

Πρέπει απλώς να χαλαρώσεις το σώμα σου. Χαλάρωσε. Άφησε το νου να χαλαρώσει. Χαλάρωσε όλους τους ιστούς που έχουν ένταση και τα νεύρα του εγκεφάλου σου. Απλώς χαλάρωσε!
Άφησε το σώμα να χαλαρώσει απόλυτα κι ύστερα κλείσε σιγά- σιγά τα μάτια. Τα μάτια πρέπει να κλείσουν τόσο απαλά, που να μην υπάρχει ζάρα πάνω τους. Μην τα κλείνεις σφιχτά, αλλιώς Θα νιώσεις τη ζάρα. Οι μύες των ματιών συνδέονται με το νου, γι' αυτό άφησε τους απόλυτα χαλαρούς.
Άφησε τα βλέφαρα σου να πέσουν απαλά, χαλαρά. Ύστερα χαλάρωσε όλους τους μύες του προσώπου σου και ίου κεφαλιού.
Έχεις δει πώς είναι το πρόσωπο των μικρών παιδιών; Εντελώς χαλαρό, χωρίς καμία ένταση. Άφησε και το σώμα σου να χαλαρώσει. Τη στιγμή που αφήνεις το
κάθε τι να χαλαρώσει, θα χαλαρώσει η αναπνοή και η σιωπή συμβαίνει από μόνη της.
Ύστερα κάνε μόνο ένα πράγμα: Άκου σιωπηλά όποιον ήχο έρχεται από παντού τριγύρω. Άκου συνεχώς και μέσα σου το κάθε τι θα σωπάσει.
Άκου, άκου σιωπηλά για δέκα λεπτά. Άφησε όλη σου την προσοχή να πάει στο άκουσμα.
Να είσαι μόνο ένα άκουσμα και τίποτε άλλο.
Άκου... Τα πουλιά τραγουδούν, ο άνεμος κουνάει τα δέντρα... Όποιος ήχος έρχεται, εσύ άκου σιωπηλά.
Άκου... Και σιγά- σιγά θα αρχίσει μέσα σου ένα μουρμουρητό σιωπής.
Ο νους γίνεται σιωπηλός. Συνέχισε να ακούς και να ακούς. Ο νους έχει γίνει σιωπηλός, ο νους έχει γίνει απόλυτα σιωπηλός. Μια βαθιά σιωπή είναι παρούσα μέσα σου. Άκουγε την, απλώς άκουγε την. Άκου και σιγά-σιγά ο νους θα γίνει σιωπηλός.
Ο νους γίνεται σιωπηλός, ο νους γίνεται σιωπηλός, ο νους γίνεται σιωπηλός. Συνέχισε να ακούς... Συνέχισε να ακούς... Ο νους μπαίνει σε απόλυτη σιωπή...


34h. Επιγραφές

Επιτύμβιες επιγραφές πάνω στους τάφους 
των άσημων και διάσημων ανθρώπων
Στην ταφόπετρα του Γεράρδου Μερκατόρε (1512 – 1594) του ιδρυτή της χαρτογραφίας.
Φίλε περαστικέ! Μη φοβάσαι πως το βάρος της ταφόπετρας του θαμμένου εδώ Μερκατόρε είναι για αυτόν μεγάλο, αφού όλοι η Γη δεν αποτελούσε φορτίο για τον άνθρωπο ο οποίος σαν Άτλαντας κουβαλούσε στους ώμους του όλο το βάρος της.*

Στην ταφόπετρα του Ιωάννη Κέπλερ (1571 – 1630), του μεγάλου αστρονόμου: 
Μια φορά καταμέτρησα τον ουρανό, 
Τώρα μετράω την σκιά της Γης.
Το πνεύμα μου έμεινε στα επουράνια, 
Ενώ το φθαρτό σώμα μου είναι κάτω από τη Γη.*


34i. Χρησιμούλες

Υγεία 
Πώς να απαλλαχθείς από το θυμό
Ένα χαρτί, πάνω στο οποίο γράφει: «Τώρα είμαι θυμωμένος» κράτησε το στην τσέπη 
σου πάντα και όποτε νιώθεις θυμό, βγάζε το έξω, διάβαζε το και βάζε το πάλι στην 
τσέπη σου. Θα δεις τι αποτελέσματα θα έχει αυτή η πράξη και θα εκπλαγείς.