[HOME | ΕΤΡΑΠΑΙΔΑΚΙΑ]

ΤΑ ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ ΤΟΥ ΦΕΙΔΙΑ

Διηγείται ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, δάσκαλος και συγγραφέας:

Τότε στο δύσκολο 1941 ζούσαμε στο χωριό Χρυσοκέφαλος — Νευροκοπίου και ο γιόκας μου Φειδίας ήταν 10 ετών και σε πολλά του ήταν ακατάστατος, απειθάρχητος, ευερέθιστος, είχε πολλά ελαττώματα, μα είχε και ένα προτέρημα μοναδικό που επέσυρε την προσοχή τη δική μου, την προσοχή της μητέρας του Δόμνας και των μεγαλυτέρων αδελφών του Κώστα και Κίμωνος. Έδειχνε ενδιαφέρον για το κάθε τι που λεγόταν και γινόταν ανάμεσα σε δυο ή πολλούς, έμπαινε στις συζητήσεις μεγάλων και μικρών, δικών μας και ξένων, μιλούσε με πνεύμα σπινθηροβόλο, ήταν με άλλα λόγια φαινόμενο ευφυολογίας, ήταν ένας μικρός διαβολάκος, μια μικρή προσωπικότητα, ένας μικρός Διογένης. Δεν περίμεναν η μητέρα του και τ’ αδέλφια του την ημέρα και την ώρα που θ’ άκουγαν απ’ τον Φειδία κάποια ευφυολογία, για να τρέξουν να μου την πουν.


— Βρε παιδί μου γιατί λες τα μυστικά του σπιτιού;
— Εγώ, μαμά, δεν τα λέω μόνος μου, με ρωτάνε και τα λέω.


— Έλα παιδί μου κάνε την προσευχή σου γιατί βρισκόμαστε στη Σαρακοστή.
— Γιατί να κάνω, μαμά, αφού δεν κάνετε κι εσείς;
— Μα πως δεν κάνω, αφού κάθε μέρα με βλέπεις να κάνω γονυκλισίες;
— Γονυκλισίες κάνεις εσύ γιατί έχεις αμαρτίες, μα εγώ που δεν έχω;


— Έλα μαμά, μπάλωσε αυτό το παντελόνι που φορώ, για να μη φανούν τ' αρχίδια μου.
— Κάμε λίγη υπομονή παιδί μου, γιατί τώρα είναι πόλεμος.
— Μαμά, εγώ δεν μπορώ έτσι. Ή θα το μπαλώσεις το παντελόνι μου, ή θα το βγάλω και θα γυρίσω στους δρόμους ξεβράκωτος.


— Γιατί παιδί μου λες τόσες ανοησίες;
— Εγώ δεν θέλω να τις πω, μα ξεχνώ και τις λέω.


Ο αδελφός του Κώστας του λέει:
— Φειδία, όλο και στρογγυλά λόγια μας λες, πάψε τα λοιπόν.
— Αφού είναι ανόητα τα λόγια μου, γιατί κάθεστε και τα γράφετε κάθε λίγο;


— Εσύ παιδί μου, που βρήκες την όρεξη και τώρα πρωί πρωί τρως αχόρταγα;
— Την όρεξη τη βρήκα στην κοιλιά μου, μαμά.


Ο Κώστας:
— Να σου πω Φειδία, ήταν ένας Μιχαλάκης σαν κι εσένα, που ήθελε να περάσει ένα ποταμάκι για να πάει στο αντικρινό χωριό και επειδή δε μπόρεσε να το περάσει, έκατσε και περίμενε ως το βράδυ να τελειώσει το νερό του , μα το νερό δεν τελείωσε και γύρισε πίσω.
— Ο χάχας! Δεν μπόρεσε να καταλάβει πως το ποτάμι δεν τελειώνει εύκολα!
Έπρεπε να γυρίσει σπίτι του και να περιμένει τουλάχιστον 15 μέρες (!) για να τελειώσει το νερό (γέλια).
Την επόμενη μέρα ο Φειδίας διαμαρτυρήθηκε:
— Μπαμπά, γράψατε παραπάνω μια ανακρίβεια. Τάχα είπα πως σε 15 μέρες μπορεί να τελειώσει το νερό του ποταμιού, ενώ εγώ είπα πως σε κάμποσες (!) μέρες μπορεί να τελειώσει κι όχι σε 15 (άλλα γέλια πάλι).Έτσι όπως κάνετε εσείς γίνονται τα λόγια μου στρογγυλά, ενώ δεν είναι τέτοια.


— Εσύ Φειδία πάψε να μιλάς. Ποιος σε ρώτησε κι ανακατεύεσαι στις συζητήσεις μας; Όλο τέτοια μας κάνεις.
— Μαμά, αν θέλεις ρώτα με. Εγώ, ρωτάς, δε ρωτάς θα μιλήσω.


Ο Φειδίας δείχνει το δικό του κεφάλι και λέει με θυμό στον Κώστα:
— Αυτό το κεφάλι σου δεν έχει μέσα μυαλό.
— Γιατί αφού μιλάς για το δικό μου το κεφάλι, δείχνεις το δικό σου;
— Γιατί είσαι μεγάλος και δε θέλησα να σε ντροπιάσω.


—Έλα Φειδία στα καλά σου και μην κάνεις τόσες ανοησίες, γιατί αν συνεχίζεις αυτά τα πράγματα μόλις γίνεις 15 χρόνων θα σε διώξω απ' το σπίτι και θα πας να ζήσεις στους δρόμους σαν αλήτης.
— Καλέ μαμά, κάνε το να δω. Χρόνια και χρόνια το λες αυτό και δεν το κάνεις.


— Πάψε Φειδία ν' ανακατώνεσαι παντού, μήπως θέλεις να σου δώσουμε λογαριασμό.
— Καλά, δώστε μου λογαριασμό.


Ο Κώστας:
— Φειδία, μου φαίνεται πως το κεφάλι σου είναι άδειο, γιατί κοιτάζοντας απ’ τις τρύπες των αυτιών σου βλέπω τον αντικρινό τοίχο.
Ο Φειδίας δεν κατάλαβε πως τον ειρωνεύεται ο Κώστας και τρέχει να δοκιμάσει στ’ αυτιά της μαμάς του, αν πράγματι φαίνεται ο τοίχος.


— Να σου πω Φειδία, με αυτά που κάνεις κατάντησες ένας πολύ έξυπνος βλάκας.
— Γιατί μπαμπά; Ή έξυπνο να με πείτε, ή βλάκα. Δεν μπορώ να γίνω και τα δυο μαζί.


Ο Κίμων:
— Φειδία, θα το φάγω το φαγί σου. Δεν μπορείς να το γλιτώσεις όπου κι αν το κρύψεις.
— Τι να κάνω μπαμπά; Πες κάτι του Κίμου ν’ αφήσει το φαγί μου.
— Καλά παιδί μου, εγώ θα μαλώσω τον Κίμο, μα κι αυτός είναι σαν κι εσένα λειχούδης, και τον φοβάμαι κι εγώ. Κοίτα εσύ ποιο τρόπο βρίσκεις να κρύψεις το φαγί σου.
— Θα το κρύψω στο σεντούκι.
— Μα ο Κίμος μπορεί ν’ ανοίξει το σεντούκι με το σύρμα όπως μου είπες και άλλη φορά.
— Κοίτα να βρεις άλλο ασφαλέστερο τρόπο.
— Αφού είναι έτσι μπαμπά, θα το κρύψω το φαγί στην κοιλιά μου για να το γλιτώσω.


— Φειδία, κοτζάμ άντρας με μουστάκια είσαι, πως πας και πέφτεις στην αγκαλιά της μαμάς σου; Δεν ντρέπεσαι;
— Πώς να ντραπώ μπαμπά, αφού η ίδια η μαμά με καλεί στην αγκαλιά της;


Η μαμά χαϊδεύει το Φειδία:
— Πόσο λατρεύω το δικό μου το τρελό!
— Όχι μαμά, εγώ είμαι το δικό σου το γνωστικό!


Η μαμά απευθύνεται στον μπαμπά:
— Γέρο, δώσε μου να πιω λίγο νερό, ξεράθηκε το λαρύγγι μου.
Ο Φειδίας δίνει μάθημα συμπεριφοράς:
— Μαμά, γιατί λες τον μπαμπά μου γέρο, αφού αυτός καμιά φορά δε σου είπε γριά;


Ο μπαμπάς λεει:
— Πέστε μου παιδιά ποιο σπουδαίο στρογγυλό μας είπε χτες ο Φειδίας.
Ο Κώστας και Κίμων σιωπούν και αγωνίζονται να θυμηθούν.
— Αχ τρελά παιδιά, γιατί σας διέφυγε το πιο σοβαρό στρογγυλό απ' όσα μας είπε ως τώρα ο Φειδίας;
Ο Φειδίας βρίσκει τρόπο να επικρίνει τον πατέρα του σαν διπλωμάτης:
— Μπαμπά, μην τους λες τρελούς γιατί ήσουν κι εσύ εδώ όταν είπα το χθεσινό στρογγυλό.


Ο μπαμπάς ανησυχεί για τον Κώστα που σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη:
— Πόσο υποφέρει απ' το κρύο τώρα ο Κώστας μας.
Ο Φειδίας:
— Μα δεν τον πειράζει το κρύο γιατί είναι νέος.
— Καλά, εσύ που είσαι νέος γιατί χώνεσαι μέσα στη σόμπα κι όλο τουρτουρίζεις απ' το κρύο.
— Μα ο Κώστας μας είναι μεγάλος νέος, ενώ εγώ είμαι μικρός νέος.


— Μαμά, μου φαίνεται πώς οι γάτοι είναι πιο γνωστικοί από μας τους ανθρώπους.
— Από πού το καταλαβαίνεις αυτό;
— Να, οι γάτοι όσες φορές κάνουν τα κακά τους σκάβουν με τα πόδια τους και τα σκεπάζουν, ενώ εμείς δε χαμπαρίζουμε από τέτοια.


Ο Κώστας διαβάζει γερμανικά. Ο Φειδίας περιεργάζεται το βιβλίο του “Γερμανική άνευ διδασκάλου”.
— Έλα Φειδία, πες μας τι θέλει να πει “Γερμανική άνευ διδασκάλου”.
— Θα πει πως μαθαίνεις γερμανικά χωρίς δάσκαλο.
— Δηλαδή;
— Τι θα πει δηλαδή; Να, αφού έμαθες περισσότερα γράμματά από ένα δάσκαλο και είσαι ανώτερός του, δεν έχεις τώρα την ανάγκη του και μπορείς να μάθεις γερμανικά χωρίς δάσκαλο.


— Τι άτιμα που σου είναι αυτά τα ποντίκια. Τρώνε το σιτάρι μας το καλαμπόκι μας και στο τέλος τρυπάνε και τα σακιά.
— Μαμά, δε φταίνε τα ποντίκια. Για βάλε τα τη νύχτα λίγο ψωμί κοντά στα σακιά, να δεις τι θα κάνουν. Θα φάνε το ψωμί και θ' αφήσουν τα σακιά.


Το γάλα και το γιαούρτι εκείνα τα χρόνια ήταν ακριβά αγαθά και όταν ο μπαμπάς τα αγόρασε για τους αρρώστους, η μαμά είπε:
— Μιλτιάδη, άφησε να φάμε το γάλα και το γιαούρτι εγώ κι ο Φειδίας, γιατί εμείς είμαστε άρρωστοι.
Ο μπαμπάς αστειεύεται:
— Σωστά, μα πάρε υπ' όψιν πως θ' αρρωστήσουμε κι εμείς οι υγιείς αν δε φάμε γάλα ή γιαούρτι.
— Τότε μπαμπά, γιατί δε μας ταγίζατε κι εμάς από πριν γάλα ή γιαούρτι για να μην αρρωστήσουμε;


— Αυτό το καλαμποκίσιο ψωμί του κάμπου μου φαίνεται πολύ νόστιμο, και φυλάγει τη φρεσκάδα του για πολλές μέρες, ενώ αντίθετα η μπομπότα που παρασκευάζεται από το καλαμπόκι της Τριανταφυλλιάς γίνεται άνοστη και σκληρή, και ούτε μια μέρα φυλάγει τη φρεσκάδα της.
— Μπαμπά, άλλοτε σου άρεσε η μπομπότα, τώρα όμως που είσαι φτωχός σου φαίνεται άνοστη.
Ο μπαμπάς αποτείνεται στ' άλλα του παιδιά:
— Ορίστε παιδιά τι μας λέγει ο Φειδίας. Δεν αξίζει να περάσει στ' ανέκδοτα η γνώμη αυτή του Φειδία μας;
Ο Φειδίας κάπως φοβισμένος:
— Έλα μπαμπά, μην γράφεις κανένα τέτοιο, γιατί ο κόσμος θα καταλάβει πως είσαι φτωχός.


— Στο Φειδία μου φαίνεται πως δώσατε μπόλικο φαγί. Δεν θα μπορέσει να το φάγει.
— Καλά μπαμπά αν μπορέσω να το φάγω τι θα μου δώσετε;
— Τι θέλεις να σου δώσουμε. Θα σου δώσουμε ένα μπάτσο.
— Καλά, και αν δεν μπορέσω να το φάγω;
— Και τότε τον μπάτσο.
— Τότε ούτε θα το φάγω, ούτε δε θα το φάγω.


Ο Φειδίας αφού καταβρόχθισε ένα μεγάλο τσαμπί που του 'δωσε η μαμά, γύρεψε να πάρει απ' τα χέρια της μαμάς του και τις ρόγες που έπεσαν. Η μαμά θέλει να τον εμποδίσει :
— Φειδία, δεν ξέρεις πως ένα παιδί άμα φάγει ρόγες από τα χέρια της μαμάς του θα πεθάνει η μαμά του;
Ο Φειδίας χωρίς να χάσει καιρό:
— Μαμά, δεν ξέρεις κι εσύ πως μια μητέρα άμα φάγει τις ρόγες μπροστά στο παιδί της θα πεθάνει το παιδί της;


Η μαμά είναι στενοχωρημένη:
— Αν αφήσει ο τσοπάνης το αρνάκι μας μετά 2 μέρες, τι θα το κάνουμε; Πώς θα το βοσκήσουμε;
Ο Φειδίας δείχνει πόσο «φοβερός» είναι στην αριθμητική:
— Γιατί μαμά, προχθές έλεγες πως ο τσοπάνης θα φυλάξει το αρνάκι μας 4 μέρες ακόμα, και τώρα λες 2 μέρες;


Η μαμά λέει:
— Περίεργο μου φάνηκε πως η παπαδιά δεν έκλαψε τον παπά που πέθανε χτες.
Ο Φειδίας δικαιολογεί την ψυχραιμία της παπαδιάς:
— Και γιατί να τον κλάψει αφού ξέρει πως δε μπορεί ν' αναστηθεί.


—Εμείς οι Έλληνες μόλις μετά 100 χρόνια μπορούμε να φτάσουμε τον σημερινό ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Ο Φειδίας απορεί:
— Και πως το ξέρεις αυτό μπαμπά, αφού δεν μπορείς να ζήσεις άλλα 100 χρόνια.


[HOME | ΕΤΡΑΠΑΙΔΑΚΙΑ]