HOME

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ


 

Αριστουργήματα ξένης ποίησης 

σε μεταφράσεις μου

 

Φιλία

 

 

 


 

Ράντυαρντ Κίπληνγκ – 

Αν…

Εάν μέσα στην αναστάτωση κρατάς την ψυχραιμία,
Ομοίως υποδέχεσαι τη δόξα και το κραχ…
Και ξεπερνάς αδιάφορος την ύπουλη συκοφαντία
Με σιγουριά εκπέμποντας το δίκαιο σαν πατισάχ.
Εάν μπορείς μ’ υπομονή να περιμένεις ως την ορισμένη ώρα,
Μες στον ωκεανό ψευτιάς να μείνεις αψευδής.
Εάν δαμάζεις μέσα σου την μισαλλοδοξία την αιμοβόρα,
Και δεν εκθέτεις τον εαυτό σου ως πολύξερο και αμαθή. 

Εάν του ονείρου απατηλού δεν καταντάς να γίνεις σκλάβος,
Δε λογαριάζεις τη ροή της σκέψης σου σαν ύψιστο αυτοσκοπό,
Την ήττα και τη νίκη που σου στέλνει η ζωή απρόβλεπτη σαν χάος
Τις δέχεσαι αδιάφορος και ήρεμος με ύφος αρρενωπό.
Εάν έχεις τη δύναμη να συγκρατιέσαι, όταν κλέβουν το δικό σου λόγο
Για ν’ αμαυρώσουν την αλήθεια σου οι επιδέξιοι απαγωγείς.
Εάν το έργο της ζωής γκρεμίζεται από την τυφλή μοίρα
Και πάνω στα ερείπια μπορείς ξανά θεμέλιο να ανοικοδομείς. 

Εάν ρισκάρεις και ποντάρεις στην κορώνα, όμως βγαίνει: γράμματα,
Όλο το βιος σου χάνεις μες σε μια στιγμή
Και το ειρωνικό χαμόγελο, και η μεγάλη στενοχώρια
Δε θίγουν με τη σκιά τους ούτε το πρόσωπό σου, ούτε την ψυχή.
Εάν σε μια κακή στιγμή απελπισίας, φρικτού πόνου,
Όταν από το κατακουρασμένο σώμα είναι έτοιμη να φύγει η ζωή,
Εσύ μπορείς να επιβάλλεις στην καρδιά τη σιδερένια θέλησή σου
Και το κορμί σου να ορθώσεις με ανελέητο: Εμπρός! 

Εάν μπορείς με τους ιθύνοντες να συζητάς μ’ αξιοπρέπεια, στα ίσια,
Να λες στο μανιασμένο πλήθος την αλήθεια την πικρή,
Εάν το μίσος των εχθρών σου και των φίλων η αγάπη είναι γνήσια,
Καμιά φορά δε συμφωνείς να είσαι ουραγός μα ούτε φαβορί.
Εάν γεμίζεις κάθε δευτερόλεπτο με νόημα και κόπο
Καταλαβαίνοντας της ανεπίστρεπτης ζωής το γρήγορο ρυθμό,
Όλο το Σύμπαν με τα λαμπερά του άστρα, είναι δικό σου, είσαι Άνδρας,
Και να δεχθείς και την αγάπη μου και τον απέραντό μου σεβασμό. 



Αρτιούρ Ρεμπώ

Το μεθυσμένο καράβι 

Αργοκαταίβενα τα ήρεμα ποτάμια, 
Αυτούς που με παράτησαν έβλεπα, τους ουτιδανούς.
Στους παρδαλούς πασσάλους δεμένους σαν χαϊβάνια, 
Ενώ διασκέδαζαν οι ερυθρόδερμοι με στόχους ζωντανούς.

Ελεύθερος από την έγνοια για πλήρωμα
Με το σιτάρι και βαμβάκι στο αμπάρι, 
Μετά απ’ της αντάρας τ’ ολοκλήρωμα, 
Με παρέσυρε του ποταμιού το κουβάρι.

Μες στον παλιρροιών τον κοχλασμό και παγωνιά, 
Κακοτράχαλος, ρίχτηκα να φύγω απ’ το παρελθόν, 
Και οι χερσόνησοι που ξεκολλούσαν από τη στεριά
Δεν γνώρισαν το θρίαμβο πιο άγριων παθών.

Το ξύπνημά μου ευλογούσε της καταιγίδας η οθόνη, 
Σαν φελλό με πετούσαν τα τεράστια κυμάτια, 
Που κουνιούνται τα πτώματα στης σήψης τη ραστώνη
Και ατέλειωτες νύχτες λαχτάρας για των φάρων τα μάτια.

Σαν απ’ το δάγκωμα του μήλου, πράσινες ρανίδες, 
Μες από τα ελάτινα σανίδια εισχωρούσε το νερό.
Ενώ η μάνητά του έπλυνε εμετό, κρασιού κηλίδες, 
Κι έριξε κάτω το τιμόνι το καματερό.

Παραπλανιέμαι από τότε στου ωκεανού το Ποίημα
Καπνόασπρο, που διαπερνιέται από άστρων κύματα, 
Σαν πνιγμένος, πιστός στο αιώνιο αίνιγμα, 
Να πλέει ως σημάδι φωτεινό μες στα νοήματα.

Όπου των τόνων γαλάζιων αλλάζονται οι δρόμοι
Και η ουσία θεοδιαβολική των αρτηριών η υγρή, 
Πιο δυνατά από τις λύρες σας και πιο μεθυστικά από το ρούμι,
Του έρωτα αναβράζει την πίκρα πορφυρή.

Είδα του ουρανού με αστραπές το διάνθισμα
Και των σίφουνων μανιασμένων ρους,
Αυγές πιο έξαλλες απ’ τον περιστερών φτερούγισμα,
Και είδα όσα δεν φαντάστηκε ο ανθρώπινος νους.

Τον ήλιο κατάχαμα, με στίγματα βλοσυρά, 
Απίθανα πυκνή μενεξεδένια καταχνιά, 
Και με ηθοποιών αρχαίων νωθρή φορά,
Εθιμοτυπικά και ρυθμικά βαδίζουν πλοία με πανιά.

Την νύχτα πράσινη οραματίστηκα, των παθών μου την πτήση, 
Πως φίλησα τα μάτια σκοτεινά των θαλασσών. 
Χείμαρρους, τις φλέβες να φουσκώνουν απ’ τη στύση
Και να ξεχύνονται στις κόγχες-αβύσσους ωκεανών.

Μήνες άκουγα όταν, σαν χίλια βόδια
Τα κύματα μουγγρίζουν τρώγοντας το βραχονήσι τερατώδες, 
Και δεν πίστευα πως μπορούν της Μαρίας τα διάφωτα πόδια, 
Να δαμάσουν του Ωκεανού το λαρύγγι θορυβώδες.

Ω! Φλορίδες! Πολύχρωμων, αινιγματικών τόπων,
Όπου τα άνθη κοιτάζουν με μάτια ζαρκαδιών, 
Που κρέμονται μες στο νερό οι ανταύγειες των ουράνιων τόξων, 
Σαν σκοινάκια γαλάζιων κοπαδιών.

Είδα εγώ μέσα στους βάλτους δύσοσμους, 
Πως σάπιζε ο Λεβιάθαν μέσα στην καλαμιά, 
Ανεμοστρόβιλο που σήκωνε τη λίμνη, απότομους κατακλυσμούς, 
Των μακρινών καταρρακτών την καταχνιά.

Βουνά από τους σεντεφένιους πάγους,
Κόλπους μυχούς με ξεράσματα των καραβιών, 
Όπου ως τα οστά φαγωμένα απ’ τους κοριούς αδηφάγους, 
Πέφτουν φίδια από το ύψος γλοιωδών κλαδιών.

Είδα και κάτι άλλο, ενάντιο στης φύσεως των νόμων
Το ωδικό χρυσοφόρο ιχθύς, που ήταν σπυρωτός.
Νανουρισμένος από τον αφρό των ανώμαλων δρόμων, 
Ανυψωνόμουν – με τη δύναμη ανέμου – φτερωτός.

Συχνά στον μάρτυρα δυχτιασμένο με συντεταγμένα, 
Η θάλασσα με κύμα άπλωνε κοράλλιο αρπακτικό.
Ή ανθοταξιών μπουμπούκια επιλεγμένα, 
Και σαν γυναίκα ‘γω κοκάλωνα από τον θαυμασμό.

Στο κατάστρομα όρνια μάλωναν 
Με μάτια ασπροκίτρινα και μοχθηρά, 
Και τα άστεγα πτώματα σκαρφάλωναν
Στο αμπάρι σαθρό τα όνειρά μου να μοιραστούν απατηλά.

Των ορμίσκων τα πλοκάμια να με κρατήσουν δεν μπορούν, 
Και ο τυφώνας μ’ εξορίζει σε ουρανούς χωρίς πουλιά, 
Το μεθυσμένο από το αλάτι σκελετό μου δε θα βρουν, 
Ούτε οι νέοι Μονίτορες, ούτε της Χάνσας τα πλοία παλιά.

Εξυψώθηκα φορώντας ομίχλωμα χρωμοφόρο, 
Και τρύπησα την στέγη τ’ ουρανού την ημισφαιρική, 
Όπου για ποιητές καλούς, θεσπέσιο δώρο – 
Τρέχουν δάκρυα γαλάζια και βλέννα αστρική.

Στις ανταύγειες ηλεκτρικές οργίαζε του Θεού το νταούλι
Μαινόταν κάτω μου ο ωκεανός σαν σατανάς, 
Γκρέμιζαν με ροπαλιές τον Θόλο οι Ιούλιοι
Και κούφωνε του φλεγόμενου αβύσσου-ουρανού ο σαματάς.

Φρίκιασα από του Βεεμώθ τον ρόγχο στον οργασμό του διάπυρο, 
Κι όταν άκουσα το σφύριγμα του Μάελστρομ στο βραχοτόπι.
Εγώ ο λάτρης ταξιδιών στο γαλανό το άπειρο, 
Αλλά κατάβαθά μου αγαπώ τη γηραιά Ευρώπη.

Είδα αστερισμούς αρχιπελαγών κι είδα νησιά με κήπους, 
Που σαν ζωγραφιά απίθανοι, φανταστικοί.
Στις απύθμενες νύχτες κρύβεται, μήπως
Το σμήνος από χρυσά πουλιά – ρώμη μελλοντική.

Έκλαψα πολύ! Οι αυγές καημούς προκαλούν μόνο. 
Πικρός ο ήλιος και το φεγγάρι φαρμακερό σαν όπιο, 
Κι έκρεε ο έρωτας με ψυχοκτόνο πόνο, 
Ω! ας έσπαγε η καρίνα μου σε πυθμένα κάποιο.

Ευρώπη… Λαχταρώ των λιμανιών της τα ήρεμα νερά.
Στην άκρη της ακτής σε μια γαλήνια εσπερίδα,
Ένα αγόρι σκυθρωπό παρατηρεί σιωπηρά
Το καραβάκι του αιθέριο σαν χρυσαλίδα.

Δεν μπορώ πια, στην ραθυμία των κυμάτων να παραδοθώ, 
Των πλοίων φορτηγών τις νηοπομπές να συνοδεύω, 
Κατ’ απ’ των ποντονιών τα άγρια μάτια να διαβώ, 
Των διάφορων εθνών πολύχρωμα παράσεια ν’ αγναντεύω.

 




Φ. Μπέικον, 



Σονέτο 27

Εξαντλημένος απ’ τους κόπους θέλω να κοιμηθώ, 
Ξεκούραση να βρω μες στο κρεβάτι αναπαυτικό, 
Μα μόλις ξαπλώσω, αμέσως τον δρόμο ξεκινώ,
Μέσα στα όνειρά μου προς το στόχο μου μοναδικό.

Τα όνειρα και τα αισθήματά μου γίνονται κομμάτια, 
Σ’ εσένα έρχονται – κοπάδι των προσκυνητών, 
Σέρνονται με τα κουρελιασμένα τους ιμάτια, 
Και βλέπουν το σκότος με μάτια τυφλών ποιητών.

Με βλέμμα επιμελημένο της καρδιάς και του νου,
Σε ψάχνω μες στον ζόφο, τυφλοελεεινός,
Και φαίνεται λαμπρή η σκοτεινιά, 
Όταν εκεί εισέρχεσαι ως ίσκιος φωτεινός.

Δεν θα βρω ησυχία από των έρωτα μοναδικό.
Ημέρα-νύχτα είμαι στον δρόμο τον ανηφορικό.

Σονέτο 66 - 1995

Σε φωνάζω για τη θανατηφόρα μάχη,
Ω! άνθρωπε! Είναι αφόρητο, ν' ανέχεσαι όλα τούτα:
Την Απόγνωση και Αδιαφορία στα μάτια των νέων ,
Την Ωριμότητα που του Χριστού τις εντολές 
αντικατέστησε με ψέμα,
Τα γηρατειά με το μαχαίρι της Απελπισίας στην καρδιά,
Τον βαθύπλουτο με κορδωμένο βήμα, το είδωλο 
και ήρωα της εποχής,
Τη Γαλιφιά και τη Λαγνεία που ευημερούν γλεντώντας
Όταν είναι πιο σίγουρο να συναντάς δεινόσαυρους,
παρά Ευγένεια και Ειλικρίνεια,
Όταν ακούς την Λογοδιάρροια του πολυμαθή φαύλου,
Την ανθρώπινη Ψυχή ακάθαρτη και κούφια,
που σε γεμίζει φρίκη,
Την πωρωμένη Συνείδηση βουτηγμένη μες στη λάσπη,
Την άφθαστη Υποκρισία κρυμμένη πίσω 
απ' τη μάσκα θείας καλοσύνης,
Την παραγκωνισμένη Τέχνη από τις αίθουσες και τις οθόνες 
διωγμένη με κλωτσιά,
Τους Καραγκιόζηδες και Φασουλήδες 
που χωρίς κόπο δρέπουν δάφνες,
Τον ξεδιάντροπο Εκβιασμό ντυμένο 
με την καθαρή τήβεννο του δικαίου,
Την Υπεροψία για τους ένδοξους προγόνους, που όμως δε
δέχτηκαν με την ψυχή τους,
Την αληθινή Πίστη, που μετέτρεψαν σε βαρετές τελετές,
Την Εντιμότητα μπλεγμένη στα ύπουλα δίχτυα της αδικίας.

Μα όμως, ποιος μπορεί ν' αλλάξει το κατεστημένο,
αν αδρανείς εσύ;


Σονέτο 66 
(εκσυγχρονισμένη μετάφραση)

Πότε θα ψοφήσω! Απ’ όλα αυτά θα χολοσκάζω:
Ότι ο πλούτος πάει στους κομπιναδόρους, 
Ότι το κράτος αδιάκοπα πορδοβολάει κάποιο κάζο, 
Ότι η τάξη άρχουσα γεννάει εθνοφθόρους.

Ότι κώλος και βρακί ο μπάτσος και ο αρπαχτής, 
Ότι ο αδύνατος είναι πάντα το θύμα, 
Ότι κυριαρχεί ο κατεργάρης και καπηλευτής, 
Ότι ο κόσμος γονάτισε μπροστά στο χρήμα.

Ότι το δίκαιο την αδικία δεν πειράζει, 
Ότι ο έντιμος περιφανοκουτσοζεί, 
Ότι ο καλλιτέχνης τους συμμορίτες διασκεδάζει,
Το πόπολο τον διανοούμενο διδάσκει πώς να ζει.

Καλύτερα να ψοφήσω, είναι το πιο ορθό!
Αφού με όλα αυτά δεν πρόκειται να συμφιλιωθώ! 






Ρόμπερτ Μπερνς

Κατάλυμα

Στο δρόμο δύσκολο, μες στα βουνά σκοτείνιασε, 
Και ο χιονιάς μεγάλωνε το ρίσκο.
Το χιόνι με τρυπούσε κι ο αέρας μάνιασε,
Και δεν μπορούσα κατάλυμα να βρίσκω.

Στην τύχη μου κοπέλα μια
Συνάντησα στον δρόμου μου διήμερο,
Που πρότεινε ευγενικά
Στο σπίτι της να μπω το απόμερο.

Και υποκλίθηκα βαθιά μπροστά της,
Σ’ αυτήν που απ’ την παγωνιά με είχε σώσει.
Υποκλίθηκα ξανά μπροστά της
Και παρακάλεσα το κρεβάτι να στρώσει.

Εκείνη άπλωσε λευκό πανί
Με τα υπόλοιπα, τα φτωχικά, 
Και με κερνώντας με οίνο και αρνί,
Μου ευχήθηκε όνειρα γλυκά. 

Να φύγει ήταν έτοιμη. Τι κρίμα! Αλλά…
Για να σώσω την κατάσταση – χάλι,
Ρώτησα την κοπέλα σιγαλά:
«Μήπως υπάρχει κάποιο προσκεφάλι;»

Μου έφερε το μαξιλάρι,
Και χαμογέλασε η κοπελιά μου.
Ήταν τόσο ελκυστική, 
Ώστε την άρπαξα στην αγκαλιά μου.

Τα χείλη μου άγγιξαν το μάγουλό της απαλό, 
Τα μάτια της έλαμψαν θλιμμένα:
«Εάν με σέβεστε, παρακαλώ, 
Αφήστε με, είμαι παρθένα!

Ήταν ξανθά τα σγουρά της μαλλιά, 
Και η κορμοστασιά της, ελάτι.
Ήταν πιο μυρωδάτη από την τριανταφυλλιά, 
Εκείνη που μου έστρωσε το κρεβάτι.

Τα στήθη της ήταν στρογγυλά,
Σάμπως ο χειμωνιάς με βοριαδάκια
Με την ανάσα του εσάρωσε,
Αυτά τα δυό μικρά λοφάκια.

Τα μάτια της ήταν αγγελικά,
Και με τραβούσαν στο μυστικό μονοπάτι.
Φιλούσα τη στα χείλη της γλυκά,
Εκείνη που μου έστρωσε το κρεβάτι.

Τρεμάμενη, με μάτια κλεισμένα, 
Μου έδειξε υποταγή, 
Και μεταξύ του τοίχου και εμένα,
Αποκοιμήθηκε την ώρα αργή.

Με της ημέρας το πρώτο φως, 
Την φίλη μου κοιτούσα μαγεμένος.
«Με καταστρέψατε!», μου είπε ευλαβώς,
Ενώ εγώ δεν άκουγα, ο ερωτοκαμένος.

Φιλώντας βλέφαρα υγρών ματιών,
Και μπούκλες των σγουρών μαλλιών, 
Της είπα, πως πολλές φορές
Θα πάθει τέτοιες συμφορές.

Έπειτα πήρε το βελόνι
Και το πουκάμισό μου κάθισε να διορθώνει.
Γεναριάτικο πρωί, δίπλα στο παραθύρι
Με το βελόνι έχτιζε… γεφύρι.

Πετάνε μέρες και χρόνια περνούν,
Γεννιούνται χιονοθύελλες και πέφτουν κράτη, 
Αλλά δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ, 
Αυτήν που μου έστρωσε το κρεβάτι.


 


Φρανσουά Βιγιόν

Μπαλάντα ανάποδων αληθειών 

Το κέρδος είναι πιο ζημιογόνο,
Τη λύπη φέρνει η χαρά, 
Γελάμε μόνο απ’ τον πόνο, 
Κι ο σπάταλος γνωρίζει την αξία του παρά.
Γυναίκες ονειρεύονται να γίνονται γριούλες,
Πολιτικοί ποτέ δε λένε: θα…
Οι άνδρες κυνηγάνε ασχιμούλες, 
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.

Η πίστη υποθέτει την απάτη, 
Το ινάτι βάζει μάτι, 
Ο αθυρόστομος γλυκομιλάει, 
Κι εκείνος που κοιμάται μας φιλάει.
Ο βλάκας της αλήθειες μας δίνει, 
Και η τεμπελιά τα αγαθά, 
Ο πόλεμος μας φέρνει τη γαλήνη.
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.

Για τον σοφό επικρατεί η φήμη η κακή,
Πιο γρήγορος απ’ όλους ο κουτσός, 
Μόνο οι κακούργοι μπαίνουν στη φυλακή, 
Κλώσει τον πατέρα του ο νεοσσός.
Η απελπισία έχει μήνυμα ελπιδοφόρο.
Ο κάμπος πιο ψηλός απ’ τα βουνά, 
Τη θάλασσα διαβαίνουμε από τον πόρο. 
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.

Ο ποιητής αλήθειες ανάποδες πετάει:
Μόνο ο δίκαιος στα δικαστήρια νικάει, 
Μόνο ο τίμιος σ’ αυτή τη ζωή γλεντάει, 
Ο γάιδαρος καλύτερα απ’ όλους τραγουδάει.
Και μόνο ο ερωτευμένος σκέφτεται ορθά.


Πεθαίνω απ’ τη δίψα παν’ απ’ το ρυάκι.
Ανάκτορό μου ένα καλυβάκι.
Απ’ τη χαρά μου κλαίω και γελάω λυπημένα.
Πατρίδα μου αγαπημένη ειν’ τα ξένα.
Ξέρω τα πάντα, τίποτα δεν ξέρω.
Από τον Λάζαρο αρπάζω και στον Κροίσο φέρω.
Τον έντιμο παιδεύω, τον πονηρό παινεύω.
Αμφισβητώ το φανερό και το απίθανο πιστεύω.
Σαν σκουλήκι γυμνός, νιώθω ντυμένος σαν γαμπρός.
Γλέντι – γυρίζω πλάτη, βλέπω οδύνη – μπρος.
Όλοι με δέχονται, παντού με διώχνουν.
Πολέμιοι αγκαλιάζουν, οι φίλοι στριμώχνουν.
Μαζεύω άχρηστα, το χρήμα σπαταλώ.
Με άμυαλο συμφωνώ, με φωστήρα αντιμιλώ.
Είμαι ζητιάνος, μα ξιπάζομαι με πλούτη.
Θα γεννηθώ στον ουρανό, ενταφιάστηκα σε γη τούτη.
Μέσα στην παγωνιά και γύρο μου λουλούδια.
Ο κόσμος οδύρεται, εγώ πιάνω τραγούδια.
Ο Άδεις πιο χαρούμενος για μένα από την Εδέμ.
Δίπλα στην φωτιά, κρυώνω σαν είναι κατ’ απ’ το μηδέν.
Την καρδιά μου θερμαίνει ο πάγος. 
Η τάξη με αναστατώνει και ηρεμεί το χάος.
Όλοι με δέχονται, παντού με διώχνουν.
Δεν βλέπω αυτόν που πέρασε μπροστά μου,
Αλλά του ουρανού τα άστρα καθαρά διακρίνω. 
Από τον σκέψεων το βάρος τρίζουν τα οστά μου.
Το αλκοόλ – χυμό, απ’ το νερό μεθάω όταν πίνω.
Πάνω στη γη με προσοχή πατάω, 
Και προτιμώ μες στην πυκνή ομίχλη να πετάω.
Γνωρίζω πως το μέλι απ’ την άψινθο πιο πικρό 
Ζω σώμα σφριγηλό με πνεύμα νεκρό.
Καταδικάζω την αλήθεια, το ψέμα αθωώνω.
Γιατρεύω τους γερούς, τους άρρωστους πληγώνω.
Δεν ξέρω πιο μακρύτερο: η ώρα ή το έτος;
Γεννήθηκα στο μέλλον, θα πεθαίνω φέτος.
Το πέλαγος ή το ρυάκι διαβαίνουν απ’ τον πόρο;
Ο λύκος ή ο άνθρωπος, ζώο πιο αιμοβόρο;
Η απελπισία, μου ελπίδες δίνει, 
Κι ο διάβολος υπόσχεται ειρήνη.
Όλοι με δέχονται, παντού με διώχνουν.





Καγιάμ, 
Σ’ αυτόν τον κόσμο άπιστο μην είσαι βλάκας,
Μην είσαι ευκολόπιστος, δεν είναι ζήτημα της πλάκας.
Με βλέμμα νηφάλιο κοίτα τον φίλο τον πιο κοντινό
Μπορεί να είναι εχθρός σου ο πιο σκοτεινός.
### 
Ακόμη και του όλου κόσμου τα λαμπρά μυαλά
Δεν πέτυχαν να διαλύσουν τον γύρο μας σκότο
Μερικά παραμύθια μας είπαν οι σοφοί ντροπαλά
Και πήγαν να γράφουν το επόμενο μότο.
###
Άξιοι απορίας οι πράξεις του Πλάστη
Μένουμε με πίκρα ως Δημιουργίας μέλη
Φεύγοντας και μη κατανοώντας τον σκοπό του Δράστη
Απ’ την αρχή, ούτε στη μέση, ούτε εν τέλει.
###
Εκείνος που ακολουθεί τη σύνεση, αρμέγει βόδι
Ο εξυπνάκιας θα χάσει τελικά
Είναι πιο κερδοφόρο να ζεις χωρίς βλαβερές ιδεώδη
Αφού η σύνεση είναι φτηνή σαν τα λαχανικά.
###
Ο ένας – βασιλιάς του πνεύματος, ψηλά στα επουράνια
Ο άλλος – με τη ραχοκοκαλιά του τη γη κρατάει στερεός
Κι ανάμεσα των ραχοκοκαλιών κοιτάξτε την επιφάνια!
Όπου πλήθος γουρουνιών βόσκει ο Θεός!
###
Αυτός ο κόσμος ο σκληρός μας υποβάλλει σε ανταλλαγή
Θλίψεων, βάσανων, αποτυχιών ολωσδιόλου
Μακάριος εκείνος που για λίγο ήρθε, κ’ έφυγε με πληγή
Και πιο μακάριος εκείνος που δεν ήρθε καθόλου.
###

 




Π. Μπ. Σέλλευ


Οζιμάντια


Προσκυνητής μου διηγήθηκε: στην ερημιά σιωπηρή
Είδα δυο τεράστια πέτρινα πόδια, 
Και δεν υπάρχουν γύρω σώμα, χέρια,
Μόνο τμήμα προσώπου: βλέμμα αγέρωχο, σκληρό, 
Το στόμα μαρτυρεί για έπαρση διαβολική,
Έτσι τη φλόγα της ψυχής με σμίλη έκλεψε ο γλύπτης, 
Και ζωντανό μες στο νεκρό ξαναζωντάνεψε, 
Ενώ διασπάσθηκαν σώμα, ψυχή, έγιναν σκόνη τοξική, 
Και μόνο την επιγραφή εφύλαξε το βόθρο υπεροπτικό:
«Είμαι ο Οζιμάντια, ο βασιλιάς των βασιλιάδων, 
Ανίσχυροι οι αυτοκράτορες μπροστά στη θέλησή μου».
Και τι;! Γύρω αποτυπώματα κατάρρευσης μεγάλης, 
Άγονη απλωσιά της στέπας της γυμνής, 
Και στρώνεται η άμμος η νεκροφανής.

 




O. Oυάιλντ

Δεν αγαπώ και τόσο τα παιδιά σου Ελευθερία, 
Τυφλούς που ζουν για την ημέρα την αυριανή, 
Άξεστους με στενοκεφαλιά τους την αγνή
Αλλά το χάος, η τρομοκρατία, του λαού η ανταρσία
Με πάθη μου συγγενεύουν, όπως η θάλασσα με την κακοκαιρία,
Και η οργή τους η ορμητική, για την ψυχή μου είναι αρεστή, 
Αλλιώς, ας η αυθαιρεσία των εξουσιών η εκλεκτή,
Με προδοσία, με μαστίγιο, με πονηρία, 
(Καλώντας εις βοήθειαν το ψέμα, την απάτη, τη βία),
Δίκαια του λαού καταπατεί ο συρφετός της εξουσίας παθογόνος, 
Ούτε θα κουνηθώ… Σκασίλα μου! Ωστόσο, κι όμως…
Αυτούς τους μάρτυρες ο άθλος τον οποίων είναι τραγωδία, 
Που χάνονται στους δρόμους και στις φυλακές σφαδάζουν, 
Μάρτυρας ο Θεός, είμαι απ’ αυτούς που τους μοιάζουν.


 

Τσέκο Αντζολιέρι

Σκληρό και θρασύ όνειρο

Αν ήμουνα φωτιά θα έκαιγα τα πάντα, 
Αν ήμουνα ο πόλεμος θα τσάκιζα την οικουμένη με σφαγή, 
Αν ήμουνα ηφαίστειο με λάβα θα κατέκλυζα τον κόσμο, 
Αν ήμουνα θεός στην κόλαση θα έριχνα τη γη.

Αν ήμουνα ο πάπας, όλα τα τέκνα μου τα ταπεινά, 
Θα καταδίκαζα στο θάνατο δια της πυρά,
Αν ήμουν αυτοκράτορας στην άδικη δίκη, 
Θα έστελνα τους υπηκόους μου με μεγάλη χαρά.

Αν ήμουνα νεκρός θα έψαχνα δουλειά κάθε μέρα, 
Αν ήμουν ζωντανός θ’ αναζητούσα την ελευθερία, 
Μακριά απ’ την μητέρα και πατέρα.

Ενώ είμαι ο Τσέκο και δεν κάνω πίσω, 
Για άλλους θ’ αφήσω τις άσχημες και τις κακές, 
Ο ίδιος μόνο ομορφούλες θα φιλήσω.

 



Σάρα Τίσντεϊλ

Θα έχει μια θερμή βροχή

Θα έχει μια θερμή ψιχάλα και μια ευάρεστη οσμή η γη, 
Θα τερετίζουν χελιδόνια απ’ την αυγή ως την αυγή,
Του δρυοκολάπτη τους έρρυθμους χτύπους, 
Και των δαμασκηνιών τους αφρόλευκους κήπους. 
Φλογόστηθη σφαίρα πάνω στον φράχτη θα καθίσει, 
Και του κοκκινολαίμη η τρίλια εύηχο σκίτσο θα κεντήσει. 
Δεν πρόκειται αυτόν τον πόλεμο κανείς να θυμηθεί,
Αφού δεν έμεινε κανένας να πενθεί.
Δεν πρόσεξαν χλωρίδα και πανίδα την διαφορά μικρή, 
Ότι έγινε σκόνη η ανθρώπινη φυλή,
Ενώ η άνοιξη θα ‘ρθει πολύ νωρίς, 
Χωρίς ν’ αντιληφθεί πως δεν υπάρχουμε εμείς.




Αλεξάντρ Πούσκιν

Στην 

Θυμάμαι τη μοναδική στιγμή,
Μπροστά μου εμφανίστηκες εσύ,
Σαν πρόσκαιρη και φευγαλέα οπτασία,.
Σαν σύμβολο της ομορφιάς της πιο αγνής.

Μέσα στα βάσανα της άνελπης μελαγχολίας,
Μέσα στη ματαιότητα της αγωνίας,
Πολλές φορές ηχούσε η γλυκιά φωνή σου,
Κι ονειρευόμουν την αγγελική μορφή σου.

Περνούσαν χρόνια, και της ζωής η μπόρα
Διασκόρπισε τα όνειρα τ’ απατηλά κι ελπιδοφόρα,
Και ξέχασα και τη γλυκιά φωνή σου,
Και την αγγελική μορφή σου.

Στης εξορίας το σκοτάδι το απόμερο,
Οι μέρες μου κυλούσαν χωρίς να καρδιοχτυπώ,
Δίχως θεότητα και χωρίς μούσα,
Χωρίς να κλαίω, να γελώ και ν’ αγαπώ.

Μετά ήρθε το ξύπνημα
Και πάλιν εμφανίστηκες εσύ,
Σαν πρόσκαιρη και φευγαλέα οπτασία
Σαν σύμβολο της ομορφιάς της πιο αγνής.

Έγινε η καρδιά μου έξαλλη απ’ τη χαρά,
Και γι’ αυτήν εζωντανέψανε ξανά,
Και η θεότητα , και η αγάπη, και η ζωή
Με όλα της τα καλά και τα δεινά

Στον ποιητή

Μην εκτιμάς του κόσμου την αγάπη, ποιητή!
Εκστατικών εγκωμίων ο θόρυβος αμέσως θα περάσει.
Θ’ ακούς την κρίση του ανόητου, το γέλασμα του πλήθους απαθές,
Όμως εσύ να μείνεις ήρεμος, και ο Θεός θα σε φυλάξει.

Να ζεις μοναχικός σαν βασιλιάς. Βάστα το δρόμο τον ελεύθερο,
Εκεί που σε τραβά το δημιουργικό σου πνεύμα.
Και τελειοποιώντας τους καρπούς των σκέψεων ενδόμυχων,
Να μη ζητάς ανταμοιβή για το πολύτιμό σου έργο.

Ο ίδιος είσαι ο ανώτατος κριτής και της αλήθειας ο επιτετραμμένος.
Μπορείς να εκτιμάς πιό δίκαια απ’ όλους το δικό σου έργο.
Εις ’ευχαριστημένος άραγε, φίλε μου καλλιτέχνη αυστηρέ;

Είσαι! Τότε ας βρίζει το έργο σου ο όχλος μανιασμένος,
Ας ιεροσυλεί πάνω στον ιερόν σου , ας νοθεύει
Και με παιδιάστικη του ζωηράδα το θρόνο σου ας ταλαντεύει.

Μνημείο 

Exegi monumentum*
Στον εαυτό μου ανόρθωσα αχειροποίητο μνημείο,
Εκεί δεν πρόκειται να δεις το μονοπάτι το λαϊκό χορταριασμένο.
Με την κορφή του ανυπότακτη υψώθηκε πάνω απ’ τον 
Όλυμπο συννεφοσκεπασμένο.

Όχι, ολότελα δε θα πεθάνω! Το πνεύμα μου ποιητικό
Τη στάχτη μου θα επιζεί, τη σήψη θα διαφύγει,
Και δοξασμένος θα ’μαι , ως που στη γη
Έστω και ένας ποιητής θα ζει.

Η φήμη η γοργόφτερη για μένα θα περνά απ’ όλη τη Ρωσία,
Και τ’ όνομά μου θα γνωρίζει ο καθένας :
Των Σλάβων το περήφανο παιδί, ο Τάταρος αγέλαστος
Και ο βουνίσιος ο Τσετσένος.

Και για πολύ καιρό θα είμαι λατρευτός απ’ το λαό μου,
Γιατί αισθήματα βαθιά με την ποιητική μου λύρα προκαλούσα,
Γιατί στον άκαρδο αιώνα μας υμνούσα την Ελευθεριά
Και έλεος για τους αμαρτωλούς καλούσα.

Στην προσταγή του Παντοδύναμου, ω! μούσα μου, να υπακούς,
Να μην αφήνεις τους άκακους στη λάκκα,
Με απάθεια να δεχθείς το έπαινο, τη διαβολή
Και μην αμφισβητείς τον βλάκα.


Ο θάνατος του ποιητή
(απόσπασμα)

Δολοφονήθηκε ο ποιητής! Της τιμής ο υπηρέτης,
Έπεσε κι αυτός από τις φήμες συκοφαντημένος. Πάλι;
Με το μολύβι στην καρδιά, 
Σκύβοντας το περήφανο κεφάλι!...
Δεν άντεξε η ψυχή του ποιητή 
Το όνειδο των ενοχλητικών πειραγμάτων,
Επαναστάτησε ενάντια στην παλιοκοινωνία μισητή,
Δε δέχτηκε το άθλιο παιχνίδι των ανταλλαγμάτων.
Φονεύτηκε!... Τώρα γιατί τόσα τα αναφιλητά, 
Κούφιων εγκώμιων άχρηστη χορωδία
Και δικαιολογιών ελεεινά μουρμουρητά;
Της μοίρας εκτελέστηκε η θηριωδία!
Μήπως δεν ήσασταν εσείς που έδιωχναν με λύσσα,
Το χάρισμά του το ελεύθερο και τολμηρό,
Και για πλάκα φυσώντας δυνάμωναν
Το πυρ που κουφοέκαιγε κρυφό;
Γλεντήστε… ήπιε κ’ αυτός το κώνειο, 
Όμως να ξέρετε μπροστά του είστε νάνοι.
Έσβησε το θαυμάσιο δαιμόνιο,
Μαράθηκε τ’ αμάραντο στεφάνι.

Ο δολοφόνος του σιγουριά σκορπάει,
Σημαδεύει… σαν κρατάει νεκροκέρι, 
Η πέτρινή καρδιά του ήρεμα χτυπάει
Και το περίστροφο δεν τρέμει στο χέρι.

Εσείς! Που δίπλα στην Καρέκλα μαζευτήκατε, 
ο συρφετός των «κληρονόμων»,
Της Λευτεριάς στραγγαλιστές, της διαφθοράς πηγή!
Κρυφτήκατε κατ’ απ’ τη σκιά των βρομονόμων
Μπροστά σας και το Δίκαιο και η Αλήθεια μουγγοί!
Όμως υπάρχει και το δικαστήριο το Υψηλό!
Το δικαστήριο που το σόι σας θα ξεκληρίζει, 
Αυτό είναι απρόσιτο για το χρυσό,
Τις σκέψεις και τις πράξεις σας γνωρίζει.
Τότε ματαίως στην υποκρισία θα προστρέχετε, 
Ούτε θα βοηθήσει το γαλαξιακό Κακό, 
Και δε θα ξεπλύνει το αίμα σας το μαύρο, 
Του ποιητή το αίμα θεϊκό.



Μιχαήλ Λέρμοντοφ

Να δυσπιστείς... 

Να δυσπιστείς με τον εαυτό σου ποιητή
Την έμπνευση ν’ αποφεύγεις σαν πανούκλα,
Είναι το παραλήρημα ψυχής αρρωστημένης 
Και η οργή της σκέψης αιχμαλωτισμένης.
Εκεί το γνώρισμα των ουρανών μάταια μην αναζητάς,
Είναι του αίματος βρασμός, της δύναμης πληθώρα.
Κάλιο την ζωηράδα σου σε έγνοιες να σπαταλάς
Να χύσεις χάμου το ποτό τοξικοφόρο!

Αν θα συμβεί σε μια θαυμάσια στιγμή,
Και η ψυχή σου — από καιρό σιωπηλή — θ’ ακούσει 
Μια θεϊκή και ανεξήγητη φωνή,
Ήχους ασύνθετους γλυκούς γεμάτη,
Μην αφουγκράζεσαι , μην επιδίδεσαι σ’ αυτούς.
Να ρίξεις πάνω τους το κάλυμμα της λήθης,
Γιατί με στίχους ρυθμικούς και λόγο παγερό,
Δεν είναι δυνατόν τη σημασία τους να αποδίδεις

Αν γεννηθεί η θλίψη στον κρυψώνα της καρδιάς σου,
Αν έρχεται το πάθος αχαλίνωτο με αστραπή και μπόρα,
Μη βγαίνεις για το γλέντι θορυβώδη των ανθρώπων ,
Με φίλη σου παράφορη και αιμοβόρα
Μην ταπεινώνεσαι, ντροπή σου να πουλάς
Οργή με λύπη και βαθιά οδύνη!
Και το απόστημα των ψυχικών πληγών να δείχνεις
Στον όχλο απαθής που δεν κατέχει ελεημοσύνη.

Καθόλου δεν τους αφορά γιατί και πόσο υποφέρεις
Γιατί να ξέρουνε τις αγωνίες σου και τις αθέμιτες σου σχέσεις,
Για τις ανόητες ελπίδες των χρόνων των νεανικών 
Και του μυαλού τις πονηρές προθέσεις;
Κοίτα: μπροστά σου πλήθος ζωηρό περνά,
Κρατά το δρόμο το συνηθισμένο,
Τα πρόσωπά τους γελαστά, αμέριμνα,
Αδύνατον να βλέπεις μάτι δακρυσμένο.

Στο μεταξύ, είναι απίθανο να βρεις κανένα
Απ’ τη μαρτυρική ζωή μη χτυπημένο,
Που έζησε μέχρι παράκαιρων ρυτίδων,
Χωρίς κάποιο κακούργημα, χαμούς, με βίο στερημένο.
Πίστεψέ με, τους διασκεδάζουν οι δικοί σου στεναγμοί
Κι ο λόγος σου, ο φλογερός , με ύφος.
Είσαι σαν τραγικός ηθοποιός φτιασιδωμένος
Που άτεχνα κουνά, απ’ το καρτόνι το ξίφος.

Τρεις φοίνικες
Ανατολικός θρύλος

Στης Αραβίας της ερήμου την απλωσιά
Τρεις φοίνικες υψώθηκαν με την περήφανη κορμοστασιά
Ανάμεσά τους κελαρύζοντας από τη γη στεγνή
Ανάβλυζε μια κρήνη κρυσταλλένια, δροσερή.
Προστατευόμενη από τη φυλλωσιά την πράσινων,
Από τον καυτερό ήλιο και την άμμο χρυσοκόκκινη.

Αθόρυβα τα χρόνια τα αχόρταγα κυλούσανε,
Όμως προσκυνητές καθόλου δεν περνούσανε,
Για να γευτούν το κρύο το νερό ανάβρας της μικρής,
Και ν’ απολαύσουν τη δροσιά της σκιάς της ελαφρύς.
Άρχισαν να ξεραίνονται από τον ήλιο καυτερό
Τα φύλλα μεγαλοπρεπή και το ρυάκι ηχηρό.

Κι άρχισαν στον Θεό οι φοίνικες να παραπονιούνται:
Για πιο σκοπό τα δέντρα , τα φυτά γεννιούνται;
Για να μαραίνονται χωρίς κανένα όφελος στην ερημιά;
Αυτή είναι η μοίρα μας και η κληρονομιά;
Να μη χαρεί κανενός η ματιά ευνοϊκή;
Τότε δεν είναι δίκαιη, ω! Ύψιστε η κρίση σου ιερή!

Και μόλις να μιλάνε έπαψαν, αποκοντά
Σαν στήλη στροβιλιζόταν η άμμος στον ορίζοντα,
Των κουδουνιών ακούγονταν συγκεχυμένοι ήχοι
Και ήταν ήδη ορατή της πρώτης κάμηλος η ράχη.
Έρχονταν κυματίζοντας, σαν βάρκες μες το πέλαγο
Η κάμηλος πις’ απ’ την κάμηλο και δίπλα τους τα άλογα.

Κουνώντας κρέμονταν μέσα στις υψηλές καμπούρες, βαθμηδόν
Οι άκρες ξομπλιαστές των κινητών σκηνών.
Καμιά φορά τους σήκωνε μελαχρινό χεράκι,
Και μάτια παιχνιδιάρικα άστραφταν στο μουτράκι
Και το ξερακιανό κορμί του σκύβοντας ελαφρά,
Ο Άραβας ερέθιζε τον καθαρόαιμο καρά.

Ενίοτε, στα πισινά τα πόδια σηκωνόταν χτυπημένος
Κι αναπηδούσε ζωηρά σαν τίγρης πληγωμένος.
Των άσπρων ρούχων οι όμορφες πτυχές
Κρέμονταν απ’ τους ώμους του νομάδα με άτακτες γραμμές.
Και κάλπαζε σφυρίζοντας σαν σφαίρα
Εκτόξευσε και έπιανε το δόρυ στον αέρα

Να που στα φοινικόδεντρα πλησίασε το καραβάνι για ραχάτι,
Στη σκιά τους στήθηκε η κατασκήνωση κεφάτη.
Γεμίσανε οι στάμνες ηχηρά με δροσερό νερό,
Και σκύβοντας περήφανα το μαλλιαρό ξερό,
Το τρίο των φοινικιών τους επισκέπτες επιθυμητούς καλωσορίζει,
Και το ρυάκι γάργαρο τους γενναιόδωρα ποτίζει.

Μα μόλις να σουρουπώνει άρχισε, ησύχασε ο σαματάς,
Πάνω σε ρίζες χτύπησε ο ανελέητος μπαλτάς,
Και έπεσαν ολόνεκρα τα θρέμματα αιώνων
Και τη στολή τους έσχισαν τα άτακτα παιδιά των ξένων.
Μετά κομμάτιασαν τα πτώματά τους άγρια, γοργά
Και μέχρι το πρωί τα έκαιγαν σιγά σιγά.

Κι όταν στη δύση έφυγε η καταχνιά,
Το καραβάνι θορυβώδες σήκωσε τα πανιά,
Και σαν σημάδι πένθιμο στη γη αμμουδερή,
Μονάχα έμεινε η τέφρα γκρίζα και ψυχρή.
Ο ήλιος τα υπόλοιπα ξερά κατάκαψε,
Κι ο άνεμος μετά παντού τα σκόρπισε.

Τώρα ολόγυρα κυριαρχεί η ερημιά,
Άλλο δεν ψιθυρίζουν , τα φύλλα και η κρουνιά.
Τον ουρανό μάταια ικετεύει το πηγάδι για τη σκιά,
Μονάχα το σκεπάζει η άμμος πυρωμένη χωρίς σπλαχνιά.
Κι ο κίρκος της ερήμου το αγρίμι
Δίπλα μαδάει και σχίζει το ψοφίμι.

 


Βλαντίμιρ Βισότσκι 

Αυτά που δε μ’ αρέσουν

Δεν αποδέχομαι το δόγμα του μοιραίου τέλους,
Απ’ τον τροχό της μοίρας μου μπορώ να ξεπηδήσω.
Δεν αγαπώ την κάθε εποχή του έτους
Εάν δεν έχω διάθεση να σιγοτραγουδήσω.

Αντιπαθώ του κυνισμού την ψυχραιμία
Κι όταν ενθουσιάζονται προσποιητά.
Μ’ ενοχλεί η περιέργεια του ξένου
Όταν πίσω απ’ την πλάτη μου κρυφοκοιτά.

Δε μου αρέσει, όταν κομματιάζουν το ακέραιο
Η την κουβέντα μου διακόπτουν ξαφνικά.
Μισώ όποτε ύπουλα στην πλάτη με χτυπούνε
Και τους βρωμόψυχους όταν φορούν τα παστρικά.

Σιχαίνομαι τους σπερμολόγους με μορφή ερμηνευτών
Και τ’ αγαθά της ψεύτικής φιλίας,
Φοβάμαι τα σκυλιά τα μουλωχτά
Κι όταν με τρώνε τα σκουλήκια της αμφιβολίας.

Δε συμπαθώ τη βεβαιότητα χορτάτη,
Μπορεί να γίνω έξω φρενών.
Δε μου αρέσει η τιμή όταν ξεχνιέται 
Κι όταν δοξολογούν τον ζωντανό.

Όποτε βλέπω άνθρωπο με τα φτερά σπασμένα
Δεν έχω οίκτο και αγανακτώ.
Δε δέχομαι τη βία, ούτε την δειλία
Δέχομαι μόνο τον σταυρωμένο τον Χριστό.

Μισώ τον εαυτό μου όταν καμιά φορά φοβάμαι,
Οργίζομαι, όταν τους αθώους χτυπούν.
Δε μου αρέσει να εισδύουν στην ψυχή μου
Κι όταν οι άμυαλοι μου βάζούνε μυαλό.

Δεν αγαπώ τις αίθουσες και τις οθόνες 
Όπου τη θεία έμπνευση αλλάζουν με δραχμές,
Αν και στη γη μας θα προκύψουν αλλαγές μεγάλες 
Εγώ, όλα αυτά, δεν πρόκειται να τα δεχτώ.

Κρίμα
Τραγούδι ανησυχίας

Να το δελφίνι
Κόβει προπέλα στα δυο!
Χώρα – καμίνι
Ενδυμασία – μαγιό.
Μέσα στη μήτρα
Τέρας γεννιέται μικρό!
Τώρα τα λύτρα!
Βλέμμα – σκληρό.

Φόβος! Δεν κάνω βήμα!
Κρίμα! Κρίμα! Κρίμα!

Ήρεμος τρόμος
Μέσα μου κυριαρχεί.
Κάθαρσης δρόμος
Φέρνει την αντοχή!
Άλμα στον Άδη
Κάνω εγώ, έλα μαζί.
Δεν είναι χάδι
Στόμα – βυζί.

Φόβος! Δεν κάνω βήμα!
Κρίμα! Κρίμα! Κρίμα!

Κάβα του πάθους:
Δάκρυα, ιδρώτα πουλά.
Μόνο ο άνους
Πάνω στη γη γελά.
Ήπειροι όλοι
Βούλιαξαν στο βυθό. 
Το πιστόλι 
Στον κρό-τα-φό!

Φόβος! Δεν κάνω βήμα!
Κρίμα! Κρίμα! Κρίμα!
2007

Η εξομολόγηση

Λέω ως μεγάλοκαρχαρίας:
Λάθος γνώμη ότι οι πολιτικοί
Είναι εραστές της Εξουσίας,
Όχι! Μαζί μου είναι θηλυκοί.
Δυνατό το δικό μας σινάφι
Δεν τολμάς να κοιτάς με στραβά,
Το μυαλό μου οξύ σαν ξυράφι,
Τα σαγόνια μου είναι γοργά.

Ρεφρέν
Την ευτυχία κυνηγώ, την ευτυχία,
Σαν λύκος με χαμόγελο κυνοδοντιών.
Κουφάρι ζωντανό η σαπιοκοινωνία
Όπου άρχω με δίκαιο των ισχυρών.

Για το χρήμα σκοτώνω μητέρα
Και το αίμα μου είναι ρευστό,
Αναπνέω και κάνω καριέρα
Κανονίζω τα πάντα μ’ αυτό.
Απ’ το σώμα της γης υφαρπάζω 
Κ’ αφανίζω μεγάλα φελιά,
Δε νοιάζομαι το αύριο να βιάσω
Μόνο για σήμερα την αγκαλιά. 

Είμαι λύκος γι’ αυτό το κοπάδι
Όποιο ονομάζεται λαός,
Κυνηγώ στου νόμου το σκοτάδι
Την αλήθεια μανιωδώς.
Κέφι μπόλικα πάντα θηρεύω,
Ερωμένες, ο τζόγος, ποτά,
Όμως νιώθω σιγά να πτωχεύω
Τα στολίδια αυτά είν’ φθαρτά.

Άβυσσος που δεν έχει πυθμένα 
Η ζωή με την γεύση ξινή,
Τρέχω σαν τρελός απελπισμένα
Όμως μένει αυτή αδειανή.
Μες στην ένδεια και καλοσύνη 
Ζουν σοφοί του ντουνιά λυτρωτές,
Όλ’ αφήνω για λίγη γαλήνη 
Που δεν είχα γνωρίσει ποτέ.

 



Κ. Νόρβιντ, 

Στο άλμπουμ 
(απόσπασμα)

Όταν θα σβήσεις τι θα μείνει:
Στάχτη νεκρή θα γίνεις που σκορπίζει ο αέρας;
Τι άξιο θ’ αφήσεις να σε εξυμνούμε με στεφάνια;
Ή ως καπνός θα φύγεις στα επουράνια;

Με τι αναμνήσεις το όνομά σου θ’ ακουστεί,
Γιατί ήρθες σ’ αυτόν τον κόσμο;
… Τι ήταν αυτό που έκρυψε η τέφρα;
Κι αν ξαφνικά από την στάχτη
θα λαμποκοπεί διαμάντι,
Θ’ αστράφτει με την καθαρή του έδρα…

 



Μόργκεν Κάρα

Κατάρα

Θα προσπαθείς να φύγεις, θα επιστρέψεις, κι αν ξεχάσεις, θα θυμηθείς,
Θα θέλεις να τρέξεις, τα πόδια θα προδώσουν, 
Θα θέλεις να κραυγάζεις, ούτε να ανασάνεις θα μπορείς.
Ο τρόμος θα παγώσει μέσα στα μάτια σου τρελά,
Η προσευχή στον ουρανό σαν πέτρα στον ωκεανό
Μην περιμένεις βοήθεια, γύρω σου τείχη υψηλά, 
Ο δρόμος σου βάλτος ασταθής.
Στο παραλήρημα περιπαθή μην ψάχνεις διακοπή,
Και ο ιδρώτας κρύος σαν δηλητήριο στο πετσί, 
Στα μάτια χύνεται σαν φίδι κολοβό.
Και την ανάσα κόβει, και το λαρύγγι σφίγγει.
Το στήθος πάγωσε, οι ώμοι πέφτουν
Και η κοιλιά συστέλλεται απ’ τους σπασμούς.
Μέσα σου κόμπος που ουρλιάζει, θα φωλιάζει
Από τους στεναγμούς και μαύρη χολή.
Φλέγονται σκέψεις και ο λόγος μαρτύριο,
Μην περιμένεις έλεος και μην χτυπιέσαι,
Διαπερνάει την καρδιά ο πόνος του άλλου.
Η λύσσα του φωτός και το ψύχος του σκότους
Στο αίμα σκούρο, πάνω στην επιδερμίδα την ωχρή, 
Το στίγμα της κατάρας ως σφραγίδα.


Ε. Πόε, Το κοράκι,

 

 


Ρονσάρ, 



Βύρωνας, Ουάϊλντ, Γκαίτε, Γκοτιέ, Χέινε, 
Что касается зарубежной поэзии, выпускник обязан знать Байрона, Рильке, Рембо, Бодлера,, Омара Хайяма, Басё. Фирдоуси, Низами. Данте Катулла, Петрарки и Микеланджело, Ронсара 


 

 

Άννα Αχμάτοβα

Πρέπει να ’ναι ασυνήθιστο...

Καθόλου δε με συγκινεί ο στόμφος της ωδής
Και δε με γοητεύει η έξαρση της ελεγείας. 
Κατά τη γνώμη μου το παν στους στίχους πρέπει να ’ναι ασυνήθιστο,
Σαν αρμονία της κακοφωνίας.

Θα εκπλαγείτε σα’ γνωρίσετε μες από ποια σκουπίδια 
Οι στίχοι μεγαλώνουν δίχως συστολή.
Όπως ραδίκι κίτρινο κάτ’ απ’ το φράχτη,
Σαν κολλιτσίδα στρογγυλή που ενοχλεί.

Κραυγή οργής και δυνατή οσμή της πίσσας,
Μούχλα είτε ξερόφυλλο που πέφτει χάμου...
Και να ο στίχος αντηχεί και σφριγηλός, και στοργικός,
Για ευχαρίστηση δικιά σας και δικιά μου.


Γιατί... 

Γιατί στη λάσπη το ψωμί μου πετάξατε
Και δηλητηριάσατε το νερό
Γιατί την μισοπεθαμένη Λευτεριά 
Την ρίξατε στο μπουντρούμι βρομερό.
Διότι δεν έδειξα χαρά, 
Όταν τους φίλους μου εκτελέσατε, 
Διότι τις ιδέες σας δέχτηκα χλιαρά, 
Τις οποίες εσείς μεγαλοφυής αποκαλέσατε.
Πάντοτε, χωρίς ικρίωμα και δήμιο
Ο ποιητής πάνω στη γη δε ζει
Και αυτό το επιζήμιο ειδύλλιο 
Στο σύμπαν θα συνεχιστεί. 

Υπάρχει μες στη σχέση γραμμή μια μύχια, 
Όπου δε φτάνουν ο έρωτας και το πάθος, 
Ας μέσα στη σιγή σμίγουν τα χείλη μειλίχια, 
Και η καρδιά πετάει στης αγάπης το βάθος.

Εδώ αδυνατεί η φιλία, και η εποχή
Υψηλής και φλογερής ευτυχίας, 
Όταν είναι ελεύθερη και ψυχρή η ψυχή
Προς βάσανα γλυκά της φιληδονίας.

Τρελοί που προσπαθούν να φτάσουν στη γραμμή αυτή,
Που έφτασαν – προσβλήθηκαν από της θλίψης το νεκροκέρι…
Τώρα κατάλαβες, η καρδιά μου γιατί
Δε χτυπάει κατ’ απ’ το δικό σου χέρι.

 



Αλεξάντρ Μπλοκ 

Οι ποιητές

Δίπλα στην πόλη φύτρωσε μια φτωχοσυνοικία
Σε τόπο άγονο, ερημικό.
Ζούσαν εκεί οι ποιητές, και ο καθένας χαιρετούσε
Τον γείτονα του, με χαμόγελο ειρωνικό.

Άσκοπα ανατέλλει ο ήλιος κόκκινος
Πάν’ απ’ αυτή τη θλιβερή τοποθεσία:
Εκεί οι ποιητές σκοτώνουν την ημέρα
Με δηλητήριο-κρασί και εργασία.

Μεθύοντας έδιναν όρκο για αιώνια φιλία,
Και φλυαρούσαν κυνικά και μάλωναν χυδαία,
Και στα χαράματα ‘καναν εμετό. Απομονωμένα, ύστερα 
Δημιουργούσαν έντονα και λυσσαλέα.

Μετά σέρνονταν έξω απ’ τα σκυλίσια τους σπιτάκια,
Και θαύμαζαν τη φεγγαρόλουστη βραδιά. 
Απ’ τη χρυσόξανθη κοτσίδα που περνούσε δίπλα
Γοητεύονταν σαν μικρά παιδιά.

Ονειρεύονταν χουζουρεύοντας για το χρυσό αιώνα,
Έβριζαν τους εκδότες άξεστους και σφιχτούς.
Το συννεφάκι που ‘σβησε θρηνούσαν,
Και έκλαιγαν απ’ τη χαρά βλέποντας τους αετούς.

Έτσι ζούσαν οι ποιητές. Αναγνώστη και φίλε!
Μήπως θαρρείς πως ζούσανε χειρότερα, 
Απ’ τα δικά σου σούρτα-φέρτα τα καθημερινά
Κι απ’ το δικό σου τέλμα μικροαστικό κατώτερα;

Όχι καλέ μου αναγνώστη και κριτικέ τυφλέ!
Έχει ο ποιητής τουλάχιστον τα άδυτα:
Το συννεφάκι, την κοτσίδα, το χρυσό αιώνα, 
Όμως για σένα είν’ ανέφικτα αυτά. 

Είσαι μακάριος με τη γυναίκα σου και το “εγώ” σου,
Με το κουτσουρεμένο νέο σύνταγμα και παλιοκαθεστώς,
Αλλά οι ποιητές έχουν την οικουμενική διψομανία,
Και δεν περιορίζουν την ελευθερία τους τα άρθρα των θεσμών.

Ας τερματίσω τη ζωή μου κάτω απ’ τον φράχτη σαν σκυλί, 
Κι ας με γονάτισε η μοίρα μου στη γη, 
Πιστεύω πως ο Κύριος με σκέπασε με χιόνι, 
Πιστεύω πως ο χιονοστρόβιλος μου έδωσε φιλί.

Αγαπητή

Αδιάντροπα και συνεχώς να αμαρταίνει, 
Να χάσει το λογαριασμό των ημερών, 
Με το βαρύ κεφάλι από το μεθύσι
Να μπει στο σπίτι του Θεού, τυχόν.

Να σκύβει τρεις φορές την πλάτη, 
Εφτά, να κάνει το σταυρό
Κρυφά το πάτωμα το λερωμένο
Ν’ αγγίξει με το μέτωπο ζεστό. 

Στο δίσκο βάζοντας το γρόσι, 
Νιώθοντας τύψεις κι ενοχή
Ν’ ασπαστεί την εκατόχρονη εικόνα,
Την καταφιλημένη και φτωχή.

Μετά στο μαγαζί του, το ίδιο γρόσι να γυρίσει 
Κάποιον στο λογαριασμό γελώντας, 
Και το σκυλί το πεινασμένο απ’ την πόρτα
Να σπρώχνει με το πόδι, ρεύοντας.

Και κατ’ απ’ το καντήλι, δίπλα στην εικόνα
Να πίνει τσάι, κάνοντας λογαριασμό, 
Μετά να ξεφυλλίζει τα χαρτονομίσματα,
Ανοίγοντας το κοιλαράδικο κομό. 

Και τελικά για το βάρυπνο ξαπλώνει
Πάνω σε κλίνη ποθητή...
Ακόμη και τέτοια, ω! Ρωσία μου, 
Είσαι απ’ όλους τους τόπους πιο αγαπητή.


Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

Καλώ στην απολογία! 

Χτυπάει ασταμάτητα το τύμπανο του πολέμου
Καλεί να μπήγουν σίδερο στους ζωντανούς.
Από τις διάφορες επικράτειες τους πολίτες
σαν σκλάβους πουλημένους
πετούν στην κόψη της λόγχης.
Για τι;
Τρέμει η γη
πεινασμένη,
απογυμνωμένη.
Ζεμάτισαν την ανθρωπότητα στο λουτρώνα αιματηρό
μόνο γιατί
κάποιος επιμένει
να κερδίσει την Αλβανία.
Αρπάχθηκε το μίσος των ανθρώπινων σκυλολογιών αιμόχαρο,
πέφτουν στο σώμα της γης χτυπήματα ανελέητα,
μόνο για να περάσουν
τον Βόσπορο
καράβια κάποια αφορολόγητα.
Σύντομα
η γη
δε θα’ χει άσπαστο πλευρό.
Και την ψυχή θα βγάλουν
με τα χέρια απλωμένα στα δημόσια ταμεία,
μόνο για να
πάρει κάποιος
στα χέρια του
τη Μεσοποταμία.
Εν ονόματι ποιών συμφερόντων
η αρβύλα
τη γη καταπατεί τρίζοντας άγρια;
Τι είναι εκεί στον ουρανό των μαχών;
Ελευθερία;
Θεός;
Δολάριο!
Πότε επιτέλους θα σηκωθείς με όλο σου τ’ ανάστημα
εσύ,
που τη ζωή σου δίνεις ηλίθια;
Πότε θα πετάξεις στα μούτρα τους την ερώτηση
γιατί πολεμάμε, αλήθεια!


 

Ιβάν Μπούνιν

Μέσα στα στάχυα... 

Αγριολούλουδα, οι μέλισσες, τα χόρτα και τα στάχυα
Γαλάζιος ουρανός και ζέστη εύκρατη, μεσημβρινή...
Θα έρθει ο καιρός κι ο Πλάστης θα ρωτήσει:
“Ήσουν ευτυχισμένος στη γήινη ζωή;”

Θα λησμονήσω όλα• θα θυμηθώ μόνο εκείνα:
Τα στενά μονοπάτια μέσα στα στάχυα και λουλούδια θεϊκά,
Και απ’ τα δάκρυα της συγκίνησης δε θα μπορώ ν’ απαντήσω,
Μόνο θα πέσω ευσεβής στα πόδια Του τα σπλαχνικά.



Μαρίνα Τσβετάγευα

Μ’ αρέσει...

Μ’ αρέσει ότι δεν έχετε κρυφαρρώστια για μένα.
Μ’ αρέσει ότι δεν έχω κρυφαρρώστια για σας.
Ότι ποτέ η γη, και είναι δεδομένο,
Δε θα διαφεύγει κάτω απ’ τα πόδια μας.
Μ’ αρέσει που μπορώ να παριστάνω τη γελοία, 
Την ανυπάκουη, και να σκορπίζω την επιείκεια.
Να μην τα χάσω απ’ τη σύγχυση, η οποία
Έρχεται από το ελαφρό άγγιγμα με τα μανίκια.

Μ’ αρέσει μερικές φορές, όταν μπροστά μου 
Ατάραχος σφιχταγκαλιάζεστε, με κάποια άλλη
Και δεν προβλέπεται ότι νεκρή θα πέσω χάμου
Αφού φιλώ όχι εσάς, μα κάποιον άλλο.
Ότι το όνομά μου δε θα προκαλεί σε σας οργή
Ούτε θ’ ακούτε το μέσα στα υμνολόγια, 
Ότι ποτέ στης εκκλησίας τη σιγή,
Δεν πρόκειται για μας να ψάλλουν “αλληλούια”.

Ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς:
Για τη γαλήνη μου που απ’ το πάθος απειλείται, 
Για τις αξέχαστες βραδιές της μοναξιάς,
Και τη φροντίδα σας να μη με ενοχλείτε.
Για τις συνομιλίες μας που δε θ’ αφήσουν μεγαλεία περασμένα, 
Για τη λιακάδα, όχι πάν’ απ’ τα κεφάλια μας.
Γιατί δεν είσαστε κρυφάρρωστος — αλίμονο! — για μένα, 
Γιατί δεν είμ’ εγώ κρυφάρρωστη — αλίμονο! — για σας.

Επιπολαιότητα 

Επιπολαιότητα! – Χαριτωμένη αμαρτία,
Χαριτωμένη συνοδός, πολέμια μου γοητευτική!
Στα μάτια μου έριξες απιστία,
Και στις φλέβες μου μανία σαγηνευτική.

Με έμαθες να σεργιανίσω πάνω στου δεσμού το τέλμα,
Με όποιον και να στεφανώνει η ζωή!
Ν’ αρχίσω, όπως τύχει, απ’ το τέρμα, 
Και να σταματήσω πριν την αρχή.

Να είμαι και σαν βλαστάρι και σαν ατσάλι, 
Στη ζωή γεμάτη κίνδυνους τραυματικούς, 
Με σοκολάτα να γιατρέψω της θλίψης το χάλι, 
Και να γελάω, κατά πρόσωπο, στους περαστικούς!

Εφημερίδων αναγνώστες

Σέρνεται το φίδι υπόγειο,
Κουβαλάει κοσμάκη προς το ισόγειο.
Κι ο καθένας με το δικό του φύλλο, 
Δηλαδή εφημερίδα-ψύλλο.
Αντανακλαστικό εξάρτησης μηρυκασμού.
Κοινωνικής γνώμης διαγνώστες.
Αναμασητές τετριμμένων ιδεών,
Εφημερίδων αναγνώστες.

Ποιοι είναι η διαβαστές;
Άνδρες; Γυναίκες; Εχθροί ή φίλοι;
Δίχως πρόσωπα οπτασιαστές, 
Τα πρόσωπα – εφημερίδες φύλλα!
Τα οποία φοράει όλοι η χώρα.
Από το κούτελο έως τον αφαλό.
Πέταξέ τα, δεσποινίς! Τώρα!
Θα γεννάς όντα 
χωρίς μυαλό.

Φούσκω – «με την αδελφή του ζει»,
Νουν – «σκότωσε πατέρα» – 
Φουσκώνουν ματαιότητα πεζή,
Αντλούν τη λέρα.

Απαρατήρητη γι’ αυτούς η εναλλαγή:
Δύση – αυγή. 
Του κενού καταναλωτές,
Των εφημερίδων αγοραστές.

Τύπος του τύπου: σακατιλίκι,
Γαζέτα κρατάς: δυσωδία.
Ό, τι στήλη: φρίκη, 
Ό, τι παράγραφος: αηδία.

Την Ημέρα Κρίσεως θα παρουσιαστείτε με τι;
Εσείς οι ψευδοπαντογνώστες:
Αρπαχτές του κατιτί, 
Εφημερίδων αναγνώστες.

Τεμπέλιαζε! Έκλεβε! Αναμορφωτήριο!
Του τύπου το μίασμα με πεδούκλα.
Του Γουτεμβέργιου το πιεστήριο
Γεννάει και πανούκλα!

Καλύτερα στο νεκροτομείο,
Παρά στο πυορροών νοσοκομείο.
Τους ξύστες των εφελκίδων, 
Τους νεκρόφιλους των εφημερίδων.

Των νέων ψυχών διαρρήκτες,
Της ασχήμιας καλλιγράφοι, 
Αιμομίκτες
Δημοσιογράφοι!

Αυτά είναι τα αισθήματά μου.
(Ίσως και πιο σκληρά)
Παρά σε τούτα τα κουπλέ αιχμηρά,
Όταν κρατώντας τα ποιήματά μου

Στέκομαι μπροστά σε φάτσα – κουλούρι,
Που εν-Κενού το τέρας.
Δηλαδή, απρόσωπη μούρη
Του αρχισυντάκτη 
της έντυπης λέρας. 
15 Νοέμβρη 1935

P.S.
Ευτυχώς αυτοκτόνησα το σαράντα δύο, 
Γιατί η μόλυνση διαδόθηκε με γοργάδα
Και η ψύχο-φθορά τιμήθηκε με βραβεία,
Θεωρήθηκε πως είναι επικερδή η ζαλάδα.

Μετά ήρθε η ελεύθερη τηλεόραση, η εστέτ, 
Ίσως η πιο αλυσοδεμένη.
Έγκαιρα επινοήθηκε το Internet,
Αλλά και εκεί ακόμα τα γράφουν οι μολυσμένοι.

4 Οκτωβρίου 2012

Έπαινος στους πλούσιους

Γι’ αυτό ειδοποιώ εκ των προτέρων, 
Ότι μεταξύ εμού και σού – διάστημα!
Ότι τον εαυτό μου κατατάσσω στους φουκαράδες, 
Και κατέχω της τιμιότητας το ανάστημα.

Κατ’ απ’ τις ρόδες όλες οι υπερβολές:
Τεράτων, σακάτηδων, καμπούριδων – τους εκούσιους, 
Και γι’ αυτό από την στέγη του καμπαναριού
Ανακοινώνω: αγαπώ τους πλούσιους!

Για τη ρίζα τους σάπια και κακοήθεια, 
Υπό του χρήματος τη σκέπη, 
Για την αμήχανη συνήθεια
Απ’ την τσέπη ξανά στην τσέπη.

Για τη σιγανή παράκληση, 
Που εκλαμβάνεται ως ηχηρή βρισιά.
Για την εξουσία που είναι η πεποίθηση,
Γι’ αυτό που για τους άλλους χτίζουν εκκλησιά.

Για τα μυστικά τους που προβάλλονται!
Για τα πάθη τους – μετρητά!
Για τις νύχτες που επιβάλλονται,
(Τα φιλιά που αποσπάνε, είναι προσποιητά!)

Και γι’ αυτό που με λογαριασμούς και την ανία, 
Μες στους χρυσούς και χασμουρητούς περίσσιους, 
Εμένα, τον θρασύ δε θ’ αγοράσουν, 
Επαναλαμβάνω: αγαπώ τους πλούσιους!

Και ακόμη, παρά την ξυρισματότητα,
Χορτασμότητα, ποιοτότητα – συνήθεια γενετήσια, 
Για κάτι σαν – έξαφνα – ξυλοδαρμότητα, 
Για κάτι σαν ματιά σκυλίσια.

Ο αμφιβάλλων … γενικά,
δεν είναι, 
σαν άξονας για τα μηδενικά;
Γι’ αυτό, μεταξύ τις άλλες κολασμότητες
Δεν υπάρχει πιο ορφάνια μες στις ορφανότητες!

Ποτέ δεν δίνει την εντύπωση φευγάτου, 
Αποφασιστικά γυρίζει τα οπίσθια.
…Για τα μάτια τους έκπληκτα μέχρι θανάτου, 
Που αναζητά συγχώρεση, όταν πνέει τα λοίσθια.

Γι’ αυτό το σιγανό επιθανάτιο, 
Που με το βίο τους τους εναρμονίζει:
«Εγώ… φασούλι το φασούλι γεμίζει...»
Για τα όνειρά τους με τόπους παραδείσιους, 
Ορκίζομαι: αγαπώ τους περιούσιους!

30 сентября 1922

Μέσα στα μάτια με κοιτούσες χθες, 
Και σήμερα κρυφοκοιτάς τις άλλες!
Χθες μέχρι το πρωί μαζί, 
Τώρα δεν έχεις χρόνο για αγκάλες!

Ναι, είμαι ανόητη! Εσύ λογικός.
Ίσως, από την αγάπη μου, κάτι παράκανα.
Ω! κραυγή γυναικών όλων των εποχών:
«Καλέ μου! Τι σου έκανα;»

Τα δάκρυα της νερό και αίμα,
Και το νερό με αίμα, με δάκρυα νίφτηκε!
Όχι μητέρα, αλλά μητρυιά η Αγάπη:
Μέσα στην αγκαλιά της κρύφτηκε.

Αρπάζουν τους αγαπημένους μας τα πλοία, 
Τους απαγάγουν δρόμοι – δρέπανα.
Κ’ ο στεναγμός ακούγετε σ’ όλη τη γη:
«Καλέ μου! Τι σου έκανα;»

Μέσα στα χέρια δυνατά δεν έπαιρνα ανάσα:
Αχόρταγη του έρωτα λιχουδιάρα!
Σε μια κακή στιγμή τα χέρια του χαλάρωσαν
Και έπεσε η ζωή σαν τελευταία πεντάρα.

Φονεύσαμε το αγγελούδι φτερωτό
Με δόρυ δίκαννο. 
Ακόμη και στην κόλαση θα ερωτώ:
«Καλέ μου! Τι σου έκανα;»

Θα ρωτήσω την καρέκλα, το κρεβάτι:
«Γιατί τα βάσανα την ψυχή μου δένε;»
«Έπαψες ν’ αγαπάς! Να σταυρώσεις;»
«Τις άλλες θ’ αγαπά», μου λένε.

Γνώρισα του πάθους τη φλόγα,
Τώρα, το θάνατο αργό!
Αυτό μου έκανες εσύ καλέ μου. 
Μα, τι σου έκανα εγώ;

Ξύπνησα και τα μάτια μου άνοιξα.
Ήδη δεν είμαι ερωμένη!
Όπου στραβοπατάει η Αγάπη, 
Εκεί η θανή - ειμαρμένη.

Τη γεύση της αγάπης πίκρανες εσύ,
Εγώ τη ζωή σου γλύκανα.
«Συγχώρα με, συγχώρα με,
Καλέ μου! Τι σου έκανα!

1920

 




Σεργκέι Γεσένιν 

Ο ποιητής

Είναι χλωμός, τρέχει ο λογισμός μέσα σε μονοπάτια σκοτεινά,
Και στην ψυχή του κατοικούν οι οπτασίες. 
Απ’ τα χτυπήματα της μίζερης ζωής ο θώρακας μπηγμένος μέσα,
Και τα βαθουλωμένα μάγουλά του ήπιαν οι αμφιβολίες.
Σε τούφες ανακατωμένα τα μαλλιά του,
Το μέτωπο ψηλό ρυτιδωμένο
Αλλά η ολοκάθαρη, η αληθινή ομορφιά
Λάμπει στα όνειρα του σηγκεχυμένα.
Κάθεται στην στενόχωρη σοφίτα,
Μικρό κερί το στοχασμό του αναφλέγει,
Και το μολύβι αμβλικόρυφο στο χέρι του,
Τις μυστικές κουβέντες του μαζί του ξαναλέγει.
Γράφει το άσμα των θλιβερών συλλογισμών,
Του κόσμου τις καρδιές το χτύπημα και τη λαχτάρα,
Κι αυτούς τους ήχους , της ψυχής το βουητό, 
Θα πάει στον εκδότη για δεκάρα. 

Δε μετανιώνω, δε φωνάζω, μόνο κλαίω,
Με λιώνει σαν τη καταχνιά ο χρόνος δολερός.
Της μάρανσης το χρώμα μοιραίο,
Δε θα είμαι ξανά νεαρός.

Δε θα χτυπάς με το ρυθμό παλιό, 
Καρδιά μου που την άγγιξε το κρύο, 
Και στον παράδεισό μου, στο χωριό
Ξυπόλητος θα τραγουδήσω ελεγείο.

Πνεύμα αλήτικο! Τα τελευταία πολύ σπάνια,
Φουντώνεις τη φωτιά των χειλιών.
Ω! Χαμένη μου φρεσκάδα-παράνοια,
Πλημμύρα αισθημάτων, παραφορά ματιών.

Έγινα πιο φειδωλός σ’ επιθυμίες, 
Δεν είναι δική μου αυτή η ζωή!
Λείπουν οι θύελλες και ανιαρές οι νηνεμίες,
Η μέρα δίχως το πολυυποσχόμενο πρωί.

Είμαστε όλοι στον κόσμο αυτό φθαρτοί, 
Κι από τα δέντρα, με τα φύλλα φεύγει η ψυχή…
Να ‘ναι πάντα αυτή η φορά σεβαστή,
Που είχαμε την ύπαρξη και την αποχή.


Αν και δε μ’ αγαπάς, μαζί μου ενώνεσαι,
Με τα μάτια κλειστά απ’ το πάθος. 
Στους ώμους μου τα χέρια κατεβάζοντας,
Απ’ τα λαβώματα της ηδονής κραυγάζοντας.

Των βάσανων γλυκών η στέρνα άδειασε,
Μαζί περάσαμε του έρωτα την πύλη.
Πες μου σε πόσους χάρισες τα χάδια σου;
Πόσα χέρια θυμάσαι; Πόσα χείλη;

Γνωρίζω, όλοι πέρασαν σαν σώματα,
Χωρίς ν’ αγγίξουν την καρδιά σου. 
Σε πολλών έχεις καθίσει γόνατα, 
Που είχαν αγοράσει τη βραδιά σου.

Μου χαρίζεις ένα ψεύτικο φιλάκι, 
Έχεις και εσύ κάποιο όνειρο κρυφό, 
Αλλά κι εγώ σε αγαπώ ίσως λιγάκι, 
Κολυμπώντας στο παρελθόν λατρευτό.

Η φλόγα που γνωρίσαμε δεν είναι μοιραία,
Εύκολος ο ευέξαπτος δεσμός,
Όπως η αντάμωση μας ήταν τυχαία, 
Έτσι, με ήρεμο χαμόγελο, θα γίνει και ο χωρισμός.

Κι εσύ θα πάρεις το δικό σου δρόμο,
Να σκορπίζεις τις άχαρες ημέρες,
Μην αγγίζεις μόνο τους αγνούς,
Αυτούς που ακόμη δε φορέσανε βέρες.

Κι όταν με άλλον, από την συνοικία μου,
Θα περάσεις, φλυαρώντας ζωντανά.
Ίσως κι εγώ θα βγαίνω έξω,
Και τυχαία θα ιδωθούμε ξανά.

Όταν πλησίασα σταμάτησαν τα λόγια του αέρα, 
Με χαμόγελο κοιταχτήκαμε εμείς, 
Μου είπες σιγανά: «Καλησπέρα…»,
Κι απάντησα: «Καλησπέρα δεσποινίς».

Τίποτα δε μπορεί ν’ αγγίξει την ψυχή, 
Ποτέ θα την πιάσει το ρίγος,
Εκείνος που πήρε της Αγάπης την ευχή, 
Μια φορά θα νιώσει το μοναδικό της σφρίγος.



Ευγένι Γευτουσένκο 

Όμως υπάρχει...

Εύκολα βρίσκεις ένα χέρι γυναικείο,
που είναι ανάλαφρο και δροσερό,
με λίγη τρυφερότητα και συμπόνια
σε κάνει να ξεχάσεις κάτι θλιβερό.

Εύκολα βρίσκεται κανένας γυναικείος ώμος,
για ν’ αναπνεύσεις με τη ζεστασιά,
και ακουμπώντας πάνω του το άσωτο κεφάλι σου
να πέσεις σε βαθιά λησμονησιά.

Εύκολα βρίσκεις γυναικεία μάτια
να καταπνίγουν όλο τον καημό
κι αν όχι όλο, ίσως ένα μέρος,
να δουν το βάσανό σου το καθημερινό.

Όμως υπάρχει τέτοιο χέρι γυναικείο,
που είναι ιδιαίτερα γλυκό
όταν το πονεμένο σου μέτωπο αγγίζει
σαν μοίρα, με πεπρωμένο τραγικό.

Όμως υπάρχει τέτοιος γυναικείος ώμος
μα είναι ανεξήγητο γιατί,
ενώ για πάντα σου ανήκει, όχι για μια νύχτα,
και το ’χεις προ πολλού αυτό δεχτεί.

Όμως υπάρχουν τέτοια γυναικεία μάτια,
που σε κοιτάζουν πάντα μελαγχολικά
και νιώθεις ότι μέχρι τη στερνή σου μέρα
είναι αληθινής αγάπης σημάδια φανερά.

Αλλά εσύ δε σταματάς να ψευτοζείς
και δε σου αρκεί μονάχα αυτό το χέρι
αυτός ο ώμος και τα λυπημένα μάτια,
πισώπλατα καρφώνεις της απάτης το μαχαίρι.

Και να! ήρθε η νέμεση σκληρή:
Προδότη ! η βροχή ραγδαία σε χτυπά,
Προδότη ! στο πρόσωπο βιτσίζουν τα κλαδιά,
Προδότη! η ηχώ σε ξυλοκοπά.

Χτυπιέσαι, τυραννιέσαι και λυπάσαι
τον εαυτό σου δεν μπορείς να συγχωρείς,
Μονάχα αυτό το χέρι το γλυκό
θα συγχωρεί, αν και ο ίδιος απορείς, γιατί;

Μονάχα αυτός ο κουρασμένος ώμος
θα συγχωρέσει τώρα και πολλές φορές μετά.
Μονάχα αυτά τα μάτια τα θλιμμένα
θα συγχωρούν καμώματά σου ασυγχώρητα.
1961

Δε θέλω τίποτα μισό!

Όχι! δε θέλω τίποτα μισό!
Θέλω ολόκληρο τον ουρανό! Τη γη ολόκληρη μπροστά μου!
Πελάγη και ποτάμια, βουνά, κοιλάδες και λαγκάδια,
δικά μου όλα! Δε θέλω να τα μοιραστώ!

Όχι, ζωή! Εμένα δε μου φτάνει το μισό,
ολότελα! Βαστούν οι ώμοι μου, με σιγουριά!
Δε θέλω ούτε το μισό της ευτυχίας
και ούτε το μισό καημό.

Μα θέλω μόνο το μισό το προσκεφάλι
όπου με τρυφερότητα σφιγμένο στην παρειά,
σαν το πεφτάστρι που υπόσχεται πολλά
στο απαλό χεράκι σου η βέρα τρεμοφέγγει.
1963

 



Ίγκορ Γκουμπερμάν

Τετράστιχα

Θαυμάζω της φύσης τη σοφία, 
εκπλήσσομαι από τα θεϊκά μυαλά:
τα Χρήσιμα Πράγματα ο Κύριος μας δίνει τζάμπα
και τα υπόλοιπα ο διάβολος πουλά.

Βαρύθυμο και γκρινιάρικο το καλό
με όψη μελαγχολική και βάδισμα χωρίς ορμή.
Πλουσιοπάροχο και ιδιότροπο το κακό
με μυρωδιά, με γεύση και ζουμί.

Για ν' επιζήσεις σε αυτόν τον κόσμο,
ως που στη σβούρα-γη ακόμη περπατάς,
με τρία μη τον εαυτό σου να κρατάς:
μη φοβάσαι, μην ελπίζεις, μη ζητάς.

Με τον καθένα ευγενής κι απλοϊκός 
και δε διαθέτω πονηριά και είμαι ντελικάτος, 
αλλά αμέσως γίνομαι απατεώνας και καπάτσος,
όποτε έχω αλισβερίσι με το κράτος.

Εκεί που λένε ψέματα στον εαυτό τους και στους άλλους,
όταν η μνήμη δεν υπηρετεί το νου, 
η ιστορία κάνει τέτοιους κύκλους:
σκοτάδι, αίμα, βρώμα μες στην πολιτική-μαϊμού.

Όπως πάντα σιωπάει ο λαός,
πανηγυρίζει αθόρυβα η κλίκα-βρομιάρα,
εμείς γεννιόμαστε για ευτυχία κι λευτεριά
σαν ψάρι για την πτήση και την σχάρα.

Είναι φαιδρό και τραγικό πως μας ωθεί 
στο καρναβάλι του γλεντιού, της φλυαρίας
ο φόβος να μείνουμε μόνοι (φτου μας!),
μέσα στην ερημιά του εαυτού μας.

Δεν ήρθα στη ζωή 
για να μπω στη βουλή πάνω σε άτι,
και είμαι εντελώς ευτυχισμένος με αυτό,
που κανένας δε με φθονεί για κάτι.

Γνωστή θα γίνει η εποχή που ζούμε,
αφού ο Φόβος πέτυχε διάνα
γεννώντας νέα παραλλαγή του ερμαφροδίτη:
με σάρκα-άντρα, με ψυχή-πουτάνα.

Για να μην ανθίζει μες στο σπίτι σου
η μούχλα της χορτασμένης πενίας,
από την λίμνη της καθημερινής σοφίας
ν' αντλείς με το κόσκινο, από νεανίας.

Μέσα στα σούρτα φέρτα της καθημερινότητας, 
η ποίηση, το πιο ανώφελο, πιθανόν,
όμως τα πάντα που δεν περιέχουν ποίηση,
χωρίς ίχνη εξαφανίζονται μετά το πεθαμό.

Ούτε μαϊμού γεννήθηκα και ούτε μεσσίας
και το μονοπάτι που θέλω να περπατήσω
προσπαθώ μεταξύ της αγιοσύνης και κτηνωδίας
κάπου στη μέση να τοποθετήσω.

Σκέφτομαι με μάτια καρφωμένα κάτω
σαν μόλις έχασε τη χώρα του ο βασιλιάς:
πόσο άψογο είναι το γούστο του θανάτου
στην επιλογή των καλύτερων από μας.

Ορίστε, ο Άνθρωπος! Ικανοποιημένος με όλα,
κι εδώ κάποια στιγμή των πιάνουν από το λαιμό:
η ανάγκη για την θλίψη και τον πόνο,
η δίψα για τη στενοχώρια και θυμό.

Η ζωή μας έχει παρασκήνια,
που τα δίποδα τετραποδίζουν,
εκεί της κοινωνίας τα ποντίκια
την πίτα την κοινωνική καταβροχθίζουν.

Όχι με δόξα είτε σκάνδαλο, ούτε ως μιμητές, 
ούτε από την λογοδιάρροια κεφάτη:
από τον στίχο κρίνονται οι ποιητές,
όπως οι ερωμένες εκτιμούνται στο κρεβάτι.

Φοβάμαι πως οι δικαστές της γης, του ουρανού
είναι από τις ίδιες πιάτσες.
Κι όταν θα αναστήσω στα κουτουρού 
θα βλέπω τις ίδιες φάτσες.

Όλα αυτά που έμαθα στα θρανία
κάλυψε ο αδίστακτος χρόνος, 
σκέπασε της επιβίωσης η αγονία.
Έμειναν όλα αυτά που έμαθα μόνος.

Στην Ελλάδα ακόμη έχουν στόματα
δημοκρατία να διδάσκουν:
εδώ εκλέγουνε τα πρόβατα 
τους λύκους, να τους βόσκουν.

Ούτε μπροστά κοιτάμε ούτε πίσω,
διασκεδάζουμε με φίλους αγαπημένους.
Και δε μας καίγεται καρφί, ποιος θα κερδίζει
στη μάχη φαύλων με τους διεφθαρμένους.

Όταν η φύση θα αντιληφθεί
του τοξικού πολιτισμού μας την παγίδα,
απότομα θα διαμαρτυρηθεί
όπως συνέβη με την Ατλαντίδα.

Ανθούν οργιώδες και με πείσμα
καρπών προόδου οι σπόροι σαν ερπετά:
ο σνομπισμός πληβείου, του αναιδής αλαζονεία
και η έπαρση του σκατά.

Ο αιώνας έδωσε πολλά μαθήματα,
ενώ το ένα είναι σαν σημάδι:
πιο λαμπερά φωτίζουν οι δάδες
που οδηγούν στο σκοτάδι.

Κάτι έχει η χώρα μου στη μήτρα της,
με την ίδια της τη φύση δεν πάει καλά:
το σχολείο σκοτώνει την όρεξη για μόρφωση,
τον ζήλο για κόπο σκοτώνει η δουλειά. 

Είναι συνέχεια στα πόδια
και ψάχνουν απεγνωσμένα οι κυβερνήτες, 
πώς να δουλέψουμε σαν βόδια 
και να τσιμπάμε σαν σπουργίτες.

Μες στους ναούς λαμβάνει ο κοσμάκης
της απιστίας το συλληπτικό χάπι,
εκεί μέσα στις τελετές ψάχνουν Θεό, 
όπως μέσα στη συνουσία την αγάπη.

Ότι οι βασιλιάδες είναι οι βασικοί Κακοί,
επινόησαν της βλακείας οι εργολάβοι:
οι τσάροι σκότωσαν όχι περισσότερο λαό,
παρά διάφορου είδους σκλάβοι.

Τα σωθικά της γης τρώνε τα εργοστάσια,
ποτίζουν με φαρμάκι το αίμα των ποταμών,
και κλείνουν τα μάτια της φύσης 
των αεροδρομίων πεντάρες από μπετόν.

Μέσα στον όχλο μεγάλο δεν νιώθω καλά
και προσπαθώ να φύγω:
εκτιμώ το λαό ειλικρινά, 
αλλά τον εμπιστεύομαι λίγο.

Παράφορα επιθυμούν να την αγγίξουν,
αλλά δεν γνώρισαν ποτέ του πάθους τα χάδια,
στις Αλήθειας τα προάστια βοσκούνται 
φιλόσοφων αμέτρητα κοπάδια.

Θλίψη προκαλεί η διαπίστωση
που φέρνουν οι χρόνοι,
δεν έρχεται μαζί με τα γεράματα η σύνεση,
η γήρανση έρχεται μόνη.

Δεν ξέρω να γελάσω ή να κλάψω,
όταν οι διανοούμενοι διδάσκουν την Εξουσία:
πιστεύετε πως για το σεξ γνωρίζουν περισσότερο
οι ευνούχοι και οι ανίκανοι για συνουσία;

Όποιος και να είναι ο αιώνας
(όποιοι και να ειν’ τ’ αφεντικά)
οι ποιητές, αυτή η περήφανη φάρα,
του χώνουν τ’ αγκάθια κατ’ απ’ την ουρά.
Είμαι πραγματικά αμαρτωλός
κι αυτό θα μου υπενθυμίσει ο Θεός:
σ’ αυτή τη ζωή παρηγόρησα κυρίες
πολύ πιο λίγο, παρά είχα ευκαιρίες.

Μερικές φορές νιώθω πως είναι κρίμα, 
όταν δίπλα μου τρέχει το ρευστό:
υπάρχει εξυπνάδα, ενέργεια, καπατσοσύνη, 
αλλά δεν υπάρχει μεταξύ τους ο δεσμός.

Είναι ανόητος ο ποιητής
όποτε στιγματίζει καθεστώτα,
ενώ ο έξυπνος αυτά τα χρόνια χαλεπά
φοράει στη γλώσσα του καπότα.

Στενάζουμε κατ’ απ’ την μάζα των υπαλληλίσκων, 
δεν έχει νόημα ούτε η μήνυση και ούτε η οργή,
είναι απρόσωπα και μόνιμα τ’ αφεντικάκια της ζωής μας
και δεν τους αγγίζει καμιά αλλαγή.

Λάσπη και βία, χτυπήματα δολερά,
όταν εφημερίδα στα χέρια μου κρατώ, φοράω κράνος.
Πολιτική: αντικείμενο τόσο βρομερό, 
ώστε το αναθέτουμε στους τσαρλατάνους.

Εμείς ως άνθρωποι ακόμη ψαχνόμαστε,
μάθαμε τους εαυτούς μας να ποδοπατούμε,
μπορούμε όρθιοι να σερνόμαστε
και γονατισμένοι να επαναστατούμε.

Τα δραστήρια όντα είναι χολέρα,
καθόλου δεν μπορούν χωρίς παρεμβάσεις,
με πάθος χαλάνε τον καθαρό αέρα
με τις πνευματικές τους αναθυμιάσεις.

Όταν μπροστά Του θα παρουσιαστώ, θα πέφτω χάμου:
δε σκότωσα, δεν έκλεψα. Aυτά δεν αρκούν;
Και μόνο τα δεσμά του γάμου
στις γυναίκες βοηθούσα να κουβαλούν.

Ο χρόνος ο σκληρός παραμορφώνει
με σμυριδοτροχό του που στριφογυρνάει,
μην είσαι σαν καθρέπτης άσπλαχνος
κολάκεψε τη σύντροφό σου που γερνάει.

Ακούω τη λογοδιάρροια του πολιτικάντη
και βλέπω πως διασκεδάζει η παλιανθρωπιά, 
όμως μένει η ψυχή μου ατάραχη
και εξακολουθώ να νιώθω της ζωής τη ζεστασιά.

Όταν τα δόντια μου με αίμα καταπίνω
και απ’ τον πόνο κλονίζομαι, ελάτε,
σας παρακαλώ! μάτια και χείλη, 
να μη μ’ εκθέτετε και να χαμογελάτε.

Από την ανακάλυψη οι απόγονοί μας θα τα χάσουν, 
όταν θα σβήσει των ψεύτικων ηρώων η ακτινοβολία:
την αηδία έθρεψαν όχι τ’ αποβράσματα, 
αλλά οι τίμιοι, οι άγιοι και η εθελοτυφλία.

Είναι φυσική η αντίδραση της φύσης
στην απερισκεψία και κομπασμό μας τοξικοφόρο,
και μας ασχημίζουν τα χρόνια, 
όπως εμείς ασχημίζουμε τον χώρο.

Μάλλον απ’ της επιστήμης τις επιτυχίες,
ή τις συμπαντικές αιτίες οι γυναίκες στραβοπατάνε.
Σήμερα, τα θηλυκά παντελόνια φοράνε
και αύριο τους αρχιδοφόρους θα πηδάνε.

Ποτέ δεν προσπάθησα κάτι να διοικώ, 
όχι από την αηδία κάποιον να αλείφω,
και εξυπνάδα μπόλικη και θράσος, 
αλλά βαριέμαι μια ν’ αλυχτώ και μια να γλείφω.

Τα ίχνη που αφήνουν ο πόνος και οι καημοί
φαίνονται στο πρόσωπο ανηλεώς ρυτιδωμένο,
αλλά ο πισινός πάντα τρυφερός και λειοπρόσωπος
γιατί όλα τα έχει χεσμένα.

Πέρασε ο καιρός των κακούργων σκυθρωπών,
τώρα οι φονιάδες είναι άτομα αρμονικά
και ως πάρεργο στις πρασιές των βιλών 
καλλιεργούν λουλούδια και λαχανικά.

Στο βάθρο η εξυπνάδα μου δεν πρόκειται ν’ ανέβει,
ενώ η αδιαφορία έπιασε τη θέση την υψηλή:
το χέρι σφίγγω της κάθε λέρας
και λέω πως χάρηκα πολύ.

Με προσοχή παρακολουθώ το ομαλό κελάρυσμα
σε τραπεζιού την καθισιά,
με ζωηρές ανταλλαγές από άγνοιες
και νωθρή πνευματική ζεστασιά.

Ακόμη και χωρίς να κλείνω τα μάτια,
αγαπώ να πλαγιάζω μέχρι μουδιάσματος, 
αφού ο άνθρωπος ο ίδιος στην ουσία
είναι προϊόν από κοινού πλαγιάσματος.

Όταν τα χρόνια μας συνετίζουν, 
τότε καταλαβαίνουμε το συμφέρον,
με την γυναίκα στο κρεβάτι, η κουβέντα
έχει περισσότερο ενδιαφέρον.

Γνωρίζω πόσες μέρες έχει ο μήνας,
γνωρίζω και της ύπουλης επιθυμίας το ερπετό,
δεν σακατεύει το αμάρτημα την ψυχή μας,
αλλά η λαχτάρα μας για αυτό.

Αφού είμαι μεγάλος φιλόσοφος,
η ζωή, μου ανακάλυψε μια πονηράδα,
πως η ανοησία είναι ο καλύτερος τρόπος
χρησιμοποίησης της εξυπνάδας.

Αν και η εξυπνάδα και οι γνώσεις είναι μίζεροι, 
στις γενικεύσεις αυθαίρετες προστρέχουμε απευθείας, 
φαίνεται μας σακατεύουν οι παιδαγωγοί
με ρόδες τετραγωνικές της παιδείας.

Ποτάμια αίματος χυθήκανε πάνω στη γη
από τον ενθουσιασμό με πίστη λυσσαλέα
και δεν γνωρίζω τίποτα πιο καταστρεπτικό, 
παρά μια φωτεινή και μεγάλη ιδέα.

Η καρδιά περιφρονεί τελείως
το κεφάλι που φοβάται το λάθος, 
ανώφελες όλες οι προειδοποιήσεις, 
όταν στο νου επιβάλλεται το πάθος.

Πέρα για πέρα πραγματοποιήθηκαν τα όνειρα
των Ρωμαίων εργαζομένων:
εκείνοι που ήθελαν άρτων και θεάματα, τώρα
τρώνε και απολαμβάνουν την «τηλεσφαγή» των μαλακισμένων.

Κυρίαρχος της γης θα γίνει η εργασία
όταν οι άνθρωποι θα τρώνε απ’ της λεκάνες,
και όταν μεμιάς, θα αποκτήσουν παρθενιά
ένα εκατομμύριο πουτάνες. 

Αποφεύγω με τον κόσμο να είμαι ειλικρινής,
μας χωρίζει ολόκληρος γαλαξίας, 
είναι ανοιχτός για όλες επαφές
μονάχα το χαρτί υγείας.

Γεράσαμε ήδη ως γονείς,
αλλά πασχίζουμε να κάνουμε τους επιτελάρχες
μπαίνοντας με ανυπόταχτα παιδιά
σε, εκ των προτέρων, χαμένες μάχες.

Είχα αποστηθίσει της γνώσης τα γράμματα
και κόντευα να γνωρίσω του νου τον Νόμο, 
αλλά το κάλεσμα των ορμονικών αδένων
ευτυχώς, με έσπρωξε από αυτόν τον δρόμο.

Όχι! από το ξύλο, μπετό και καρφιά 
φτιάχτηκαν των φυλακών οι θόλοι,
πρώτα τους ανέγειραν από τις καθαρές ιδέες
για το νόημα της λευτεριάς της πολιτικής οι διαβόλοι.

Η κάθε ανωμαλία ερωτική
έχει του ανθρώπινου πνεύματος την ακράτεια
και στην διαστροφή σεξουαλική κατατάσσω
μονάχα την άγευστη εγκράτεια.

Της Έχθρας ο Θεός μαλώνει με την θέα της ειρήνης,
του Πλούτου ο Θεός την Τέχνη ρίχνει χαμηλά
και ο θεός της Αγάπης τα αδύναμά του χέρια 
απλώνει ικετεύοντας από ψηλά. 

Εβραίος, Έλληνας ή σλάβος
παντού ίδια εικόνα άξια του οπίσθιου:
η περηφάνια για το αίμα καθαρό,
παρηγοριά ιερή του ηλίθιου.

Για την ενέργεια οι επιστήμονες μιλάνε,
δε συμφωνώ με αυτά που είπαν, 
σίγουρος είμαι πως στην ηδονή κρύβεται 
η ενέργεια που τρέφει το σύμπαν.

Μ’ αυτό το φιλικό μου ραβασάκι 
σου γράφω τη συμβουλή μου αληθής:
μ’ αυτό το λογοτεχνικό τσουτσουνάκι
δεν αξίζει στης Μούσας το κρεβάτι ν’ ανεβείς.

Αλίμονο, αλλά η γυναίκα πιστή
που απέφυγε τη μοιχεία διαβολική, 
πάντα είναι λίγο εκνευρισμένη
ή χωρίς αιτία μελαγχολική.

Τις αρρώστιες ύπουλες
θεραπεύω όπως καταλαβαίνω:
με βοηθάνε τα φάρμακα 
τα οποία ποτέ δεν παίρνω.

Ευχαριστώ τον Κύριο που μου έδωσε 
τη δυνατότητα να αγιάζω.
Ευχαριστώ επίσης που μου έδωσε δυνάμεις
τις απαγορεύσεις Του να παραβιάζω.

Τη ζέστη της αγάπης ν’ αλλάξει σε ψύχος
προσπαθεί ο κάθε λαός ο πάνσοφος,
πρώτα σε ραίνει με λουλούδια μετά σε χέζει,
και αργότερα αντιστρόφως.

Γελοία η άποψη πως οι άνδρες
περισσότερο τις γυναίκες τους κερατώνουν:
του σπιτιού οι κότες σιωπηρές
ουκ ολίγους αετούς απαυτώνουν.

Κοίτα: ηθοποιός με ψυχή άθλια και πτωχοί,
αλλά το παίξιμο! μπορεί κανείς να καμαρώσει!
Η χάρη του Θεού είναι απρόβλεπτη σαν σπυρί
που ακόμη και στον κώλο μπορεί να φυτρώσει.

Η ζωή έχει διασκέδαση άφθονη,
η εγκράτεια είναι μωρία
και ο Θεός δε συγχωρεί αυτούς 
που αγνόησαν τη δική Του γενναιοδωρία.

Με τα παιδιά καρφωμένοι στην οικογένεια
εμείς φυλάγουμε την ησυχία της συζύγου
και ζούμε με πρόγραμμα πότε να βγάλουμε το πένις, 
ενώ τίποτα δεν αξίζει τα δάκρυα της γυναίκας μας,
εκτός από τις αγκαλιές της ερωμένης.

Με τον Θεό συναναστρέφομαι χωρίς τη γκρίνια
και δεν Τον τζάμπα ενοχλώ,
είναι ανόητο για την κατάσταση της ύπαρξης
να παραπονιέσαι στον ίδιο της δημιουργό.

Των καταπνιγμένων επιθυμιών οι ουλές κλείνουν,
αλλά κουφοκαίει από μέσα η αποδοκιμασία
και η γυναίκα μελαγχολεί στα υστερνά 
για την ανόητη παλιά ακαμψία.

Μες στην μεγάλη μας ανθρώπινη οικογένεια
όπου μας παρασέρνει της ζωής η δίνη, 
η μεγαλοφυΐα εκδηλώνεται στο έγκλημα,
πολύ πιο λαμπερά και πλήρης παρά στην καλοσύνη.

Η αλήθεια πρέπει να λέγεται,
όσο και να φαίνεται μουρλή:
στην οικογένεια ο άνδρας είναι χρήσιμος, 
αλλά όχι και τόσο πολύ.

Ανακατεύτηκαν η πίστη με την απιστία
και έχει νόημα αυτός ο αχταρμάς:
εμείς στον Θεό πιστεύουμε ελάχιστα
και ο Θεός καθόλου δεν πιστεύει σ’ εμάς.

Δείξε μου έλεος, Ω Παντοδύναμε Θεέ!
Κ’ εγώ θα σου βγάλω το καπέλο:
Αφού με έκανες να μη ΜΠΟΡΏ
Κάνε τουλάχιστον και να μη ΘΈΛΩ

Ως που πλέει η βαρκούλα μου
Μες στο κατακλυσμό και το πυρ.
Απ’ όλα τ’ εργαλεία της υπάρξεως
Προτιμώ την πένα και το εκπωμαστήρ

Σαν παλαβοί αναζητούμε με γυναίκα την επαφή
Όμως αμέσως εμφανίζεται και το αμφιλεγόμενο.
Τόσο γρήγορα ψυχραίνουν οι χαρές απ’ την μορφή
Και με απογοήτευση προεξέχει το περιεχόμενο.

Βλέπω τα ένστικτα του κόσμου αιμοβόρα
Και σκέφτομαι με θλίψη συνεχώς,
Τι εφιάλτη θα είχε γνωρίσει η χώρα 
Εάν την εξουσία στ’ αληθινά θα είχε ο λαός.

Αέρας και φωτιά, γη και νερό,
τα πιο ισχυρά στοιχεία κατά του αρχαίου ανθρώπου, 
αλλά αποδείχτηκε ως πιο τρομερό, 
το στοιχείο: αίμα του ανθρώπου.

Μας δοκιμάζει μια παράξενη διαστροφή,
φέρνοντας στην ψυχή πίκρα και αγονία:
όσο πηχτή και νόστιμη η διατροφή,
τόσο αραιά και άνοστη η επικοινωνία.

Η ερώτηση ήρθε, όταν ήμουν μικρός,
την απάντηση βρήκα στα σαράντα.
Ορίστε, η απάντηση-παρθένα:
Θεός υπάρχει, αλλά όχι παντού, όχι πάντα, 
κι είναι, όχι για τον καθένα.

Στα πανηγύρια οποιασδήποτε ιδέας, 
όπου γιορτάζουν την επιτυχία οχληρά, 
διάφορων ειδών τυχοδιώκτες
σηκώνουν τη σημαία απ’ όλους πιο ψηλά.

Μερικοί πετάνε τον Άρη να δουν, 
οι άλλοι καλοπερνάνε με οδαλίσκη...
και τα παιχνίδια μας παρακολουθεί ο θάνατος σκληρός
και διάφοροι ιπτάμενοι δίσκοι.

Με γεμάτες καμπύλες του κώλου
Η γυναίκα τη μόρφωση δε χρειάζεται καθόλου.

Πνιγμένοι όλοι μέσα στις ζωής τη ζύμη
ξαφνικά κατανοούμε ταπεινά, 
ότι ζούμε κάθε άλλο παρά μαζί, 
αλλά μόνο παράλληλα, ταυτόχρονα, σιμά.

Είμαι τόσο δεμένος με την γλώσσα την ελληνική, 
λατρεύοντας της πηγές της και τα ποτάμια, 
ώστε μπορώ να κρίνω τον άνθρωπο
ζυγίζοντας των δύο φράσεων τα δράμια.

Ναι, μάλιστα, πολύ συχνά στο δρόμο μας θα βρεθούνε
παλιάνθρωποι, κλέφτες και δικηγόροι, 
αλλά πραγματικά επικίνδυνοι είναι οι ενθουσιαστές, 
οι ρομαντικοί και οι πρωτοπόροι.

Πολύ μπερδεμένος και μυστήριος ο κόσμος τούτος, 
όλα εδώ είναι συγκεχυμένα και ανακατωτά, 
και οι δρόμοι προς την καθαρή αλήθεια 
περνάνε μέσα από τα σκατά.

Πόλεμος… πείνα: πίνει ο μποέμ. 
Δολοφονίες και βρώμα: ο μποέμ πίνει και πηδάει.
Αλλά υπάρχουν πίνακες, γεννιούνται στοίχοι
και κάποιων τα άσματα ο κόσμος τραγουδάει.

Ωχ, αγάπη! Και τον φτωχό κάνεις πλούσιο, 
ότι θέλεις κάνεις με του ανθρώπου την ζωήν, 
ακόμα και το πλην ξαπλωμένο πάνω στο πλην 
από την αγάπη μετατρέπεται σε συν.

Μες στις κουζίνες μας ουρλιάζουμε θρασείς,
Ενώ πάνω στο βήμα – γλυκοτενόροι.
Για τον αιώνα μας, όλοι είμαστε εισαγγελείς,
Για την αδράνειά μας, όλοι δικηγόροι.

Αγαπώ την Πατρίδα μου, αλλά κατανοώ συνετά,
Πως η αγάπη εγκυμονεί αγωνίες και αγώνες.
Και η Πατρίδα μου, με απλόχερα απατά
Με κατακάθια, παλιανθρώπους και απατεώνες.




Ρασούλ Γκαμζάτοφ 

Γερανοί

Μου φαίνεται καμιά φορά πως οι οπλίτες
Που χάθηκαν σε πόλεμους αιματηρούς,
Δεν θάφτηκαν σε γη κατακαημένη,
Αλλά μεταμορφώθηκαν σε λευκογερανούς.

Ίσαμε τώρα, και χρόνο με το χρόνο,
Οι γερανοί πετούν και βάζουνε κραυγές,
Ίσως γι’ αυτό πολλές φορές θλιμμένα
Κοιτάζουμε τις λάμνουσες γραμμές.

Και πριν και σήμερα κατά το σούρουπο
Μες στην ομίχλη είδα γερανοί που να πετούν,
Πετούν με τη δική τους ορισμένοι τάξη
Λες και οι άνθρωποι μες στα λιβάδια οδοιπορούν.

Πετούν και κάμνουνε τη μακρινή πορεία,
Προφέρουνε κάποια ονόματα και ήχους θλιβερούς
Και μου θυμίζουν την ανθρώπινη ομιλία
Π’ ακούγεται από τους γκρίζους ουρανούς.

Πετά, πετά στον ουρανό το σμήνος κουρασμένο
Εκεί οι σύντροφοι και οι φίλοι μου οι πιστοί
Και στη γραμμή τους διακρίνω ένα μικρό κενό
Και ίσως η θέση η δική μου είν’ εκεί.

Θα ’ρθει μια μέρα και μαζί με το κοπάδι,
Εγώ μετέωρος θα πετώ στην καταχνιά
Και θα καλώ από τα γκρίζα επουράνια
Εσάς που άφησα στης γης τη λησμονιά.


Η κόλαση

Εδώ στον Καύκασο ως τώρα
Ο θρύλος ζει κι εξιστορεί:
Ότι σε μια θεοκατάρατη χαράδρα είναι 
Του Τάρταρου η πύλη η τρομερή.

Αιώνες τώρα πίσω από την πύλη
Μάζευε τους αμαρτωλούς ο ψεύτικος ντουνιάς,
Με ανοιχτά τα στόματα σιωπηλά κραυγάζουν
Και καίγονται στις γλώσσες της φωτιάς.

Εδώ είναι το τέρμα όλων των γραμμών,
Δίπλα στο έμπα στέκονται με καρφωτό το βλέμμα
Δύο φρουροί αθάνατοι και φοβεροί
Τους βλέπεις και σου παγώνει το αίμα.

Μαύρα τα ρούχα τους και σκοτεινά τα μάτια
Το έλεος, τη χάρη μη ζητάς,
Ν’ αφήσεις στο κατώφλι τις ελπίδες,
Εσύ στον Κάτω Κόσμο που θα πας.

Στάθηκα δίπλα στου Άδη τον πυρήνα,
Και ρώτησα την Υψηλή Φρουρά:
— Για ποιες αμαρτίες ο Άδης
Μας τιμωρεί πιο αυστηρά;

Ελεύθερος απ’ τις προλήψεις άκουσα
Ότι στης κόλασης θα πάνε το βυθό
Οι μοιχοί πριν απ’ όλους
Για το αμάρτημα το προπατορικό.

Μήπως πρώτα τους μέθυσους
Οι διάβολοι εκεί πετούν
Όπου δεν πρόκειται γεμάτο ποτηράκι
Ούτε στα όνειρα τους να το δουν;

Μήπως αξιοσέβαστη φρουρά
Είναι αλλιώτικη η σειρά
Και οι κλέφτες προηγούνται
Στην πρωτοπορία των αμαρτωλών;

Μ’ απάντησε ο πελώριος φρουρός
Με την ασπρομάλλη γενειάδα:
— Ο εραστής, ο κλέφτης, και ο πότης
Δεν έχουν την πρωτιά να μπουν εδώ.

Έχει προτεραιότητα εκείνος που για τον πλησίον
Έκανε κόλαση τη γη,
Με γλώσσα ύπουλη που δρούσε,
Κ’ έγινε ένα με την αρπαγή.

Οποίος τον εαυτό του απαρνιόταν
Δεν είπε την αλήθεια φωναχτά
Που έκλαιγε, γελούσε κι ορκιζόταν
Με άφθαστη υποκρισία και ψευτιά.

Μετά του δευτέρου φρουρού τα χείλη άνοιξαν
Και είπε με φωνή βραχνή:
— Μόνο εκείνους τιμωρούμε δίχως λύπη
Που τη συνείδησή δεν είχαν καθαρή.

— Εύγε! Είστε φρουροί αληθινοί
Ας τιμωρείται το κακό στη γη
Και αν στ’ αλήθεια δεν υπάρχει Άδης,
Η ώρα ήρθε! Τώρα, να δημιουργηθεί!

Εικασία

Στην Ινδία θεωρούν ότι τα φίδια
Πρώτα ήρθαν έρποντας στη γη
Μα οι βουνίσιοι πιστεύουν, πως οι αετοί
Πρωτοεμφανίστηκαν στη γη.

Όμως εγώ πιστεύω, ότι πρώτα:
Παρουσιάστηκαν στη γη οι άνθρωποι, μετά,
Μερικοί έγιναν αετοί, και κάποιοι άλλοι
Μεταπλάστηκαν σε ερπετά.




Νικολάι Νεκράσοφ

Η αδικία

Μακάριος ο άκακος και πράος στιχουργός, 
Που έχει λιγοστή χολή και άφθονες αισθήσεις, 
Ειλικρινά κι ολόψυχα τον αγαπούν, 
Οι οπαδοί της λυρικής ποιήσης. 

Και η συμπάθεια του κόσμου ζωηρή
Επιτυχίας βέβαιης αποτελεί κριτήριο.
Αυτός δεν ξέρει τι είναι αμφιβολία, 
Που είναι του λαμπρού πνεύματος, το μαρτύριο. 

Εκείνος αγαπά την ψυχική γαλήνη,
Και απεχθάνεται τη σάτιρα την κακομοίρα,
Πάνω σε πλήθος σταθερά κυριαρχεί, 
Με την νανουριστική του λύρα.

Θαυμάζοντας τη διάνοια του τη μεγάλη,
Δεν τον κακολογούν, και δεν τον καυτηριάζουν,
Αντίθετα οι σύγχρονοι γι’ αυτόν, 
Ακόμα κι όταν ζει, ανδριάντα του ετοιμάζουν.

Όμως δεν έχει έλεος η μοίρα για εκείνον, 
Πού τ’ αληθινό του το δαιμόνιο, 
Τρόμος και στηλιτευτής έγινε 
Του όχλου των παθών και πλανών των αιώνιων.

Με μίσος την καρδιά του τρέφοντας, 
Και με την σάτιρα οπλίζοντας τα χείλια, 
Το δρόμο δύσκολο και επικίνδυνο κρατά,
Με τη διώκτριά του λύρα. 

Πίσω του έπονται οι διασυρμοί,
Όμως αυτός αρπάζει ήχους επιδοκιμασίας,
Όχι στη γλυκερή βοή εγκωμίων, 
Αλλά μέσα σε άγριες κραυγές κακίας.

Πιστεύοντας με πάθος άσβηστο, 
Σ’ όνειρο αποστολής ευγενικής, 
Εκείνος κήρυξε αγάπη και ομόνοια
Με λόγο ρυθμικό της άρνησης της εχθρικής.

Και κάθε λέξη των στίχων του
Δημιουργεί αμείλικτους εχθρούς, 
Απ’ έξυπνα και κούφια όντα
Πρόθυμους να προσβάλλουν, μοχθηρούς.

Μόνο όταν το φέρετρο θα δουν, 
Όπου νεκρός πια σιωπούσε, 
Τότε θα καταλάβουν, πόσα έκανε 
Και πως μισώντας αγαπούσε. 
Την ημέρα του θανάτου το Γκόγκολ 
21 Φεβρουαρίου 1852



Μπουλάτ Οκουντζχάβα

Ο λευκός άγγελος...

Στα γήινα τα πάθη βυθισμένος,
ξέρω θα βγει μέσα στην υστερία,
ο μαύρος άγγελος από τα σκότη
και θα κραυγάζει, δεν υπάρχει σωτηρία!

Αλλά ο αγαθός και ντροπαλός
ωραίος, ωσάν είδηση καλή,
άγγελος ο λευκός που έπεται μετά,
θα πει ψιθυριστά, η προσδοκία ζει!

 



Μπαρίς Παστερνάκ

Ως τον πυρήνα

Θέλω να φτάσω σ’ όλα
Μέχρι την ουσία
Στην τέχνη μου, στο ψάξιμο του δρόμου,
Στου έρωτα τη σημασία.

Ως την υπόσταση των περασμένων ημερών.
Ως την αξία της στιγμής, του μήνα
Μέχρι τη βάση, ως τις ρίζες,
Κι ως τον πυρήνα.

Το νήμα θέλω πάντα να κρατώ,
Σ’ όλα τα γεγονότα. 
Να ζω, να σκέφτομαι, να αγαπώ
Ν’ ακούω τον παλμό στην κάθε νότα.

Θαυμάσια θα ήταν αν ήμουν ικανός,
Έστω και με σημάδια του λάθους
Να έγραφα μόνο οχτώ σειρές 
Για τις ιδιότητες του πάθους.

Για τις παρανομίες , τις αμαρτίες, 
Τις κούρσες , το κυνηγητό,
Για την απρέπεια στη βιασύνη
Και της πληγής το βογκητό.

Ήχο θα έβαζα στους νόμους των παθών
Με τις χορδές των αισθημάτων,
Με την λαφριά ανάσα
Των πελάγων και ποιημάτων

Θα χάραζα τους στίχους σαν τον κήπο
Με τις σειρές από δέντρα
Οι φλαμουριές θ’ ανθούσαν στη σειρά
Εις φάλαγγα κατ’ άνδρα.

Θα έφερνα στους στίχους την πνοή των λουλουδιών,
Τα χρώματα της χώρας,
Το θέρισμα του χόρτου , το σπαθόχορτο
Και το μπουμπουνητό της μπόρας.

Άλλοτε έτσι ο Σοπέν έδωσε
Ζωντανά μάτια
Λιμνών, πάρκων και νεκροταφείων
Στα μουσικά κομμάτια.

Πετυχημένου θριάμβου
Παιχνίδι, πόνος
Του κόσμου παρηγορητής
Γιατρός ο χρόνος.

 



Γκαλίνα Πολίνσκαγια

Συνέλευση της Φύσης

Κύριε δένδρε, γιατί μεγάλωσες τόσο
Και κρύβεις τον ήλιο από μένα;
Κύριε ήλιε μην κάνεις τον καμπόσο, 
Καιρός για να φωτίσεις κανένα!

Κύριε πτηνέ, τι τιτιβίζεις ασταμάτητα;
Δε θέλω συμβουλές από κανένα!
Κύριε σύννεφε, γιατί βροντοφωνάζεις ακράτητα;
Εδώ δεν είναι του πολέμου η αρένα!

Κύριε πέλαγε μας κούφωσες με τα Μποφόρ σου!
Κάτσε φρόνημα! Χρειάζεσαι εκπαίδευση!
Κύριε έλατε, και όλοι οι άλλοι ελάτε εδώ!
Έχουμε σήμερα της Φύσης τη συνέλευση!

Κυρία οχιά, τι σίζεις απειλητικά;
Αυτό θα γραφτεί στο ποινικό σου μητρώο!
Κύριε λέοντα κόψε τον βρυχηθμό!
Μάλιστα, είσαι “βασιλιάς”, όμως των ζώων!

Σ’ αυτή τη συνέλευση πρόεδρος είμαι εγώ, ο άνθρωπος! 
Εσείς έχετε μόνο το δικαίωμα ν’ ακούτε!
Τον άνθρωπο πρέπει να περιβάλλετε με ανέσεις!
Και πάντα να τον υπακούτε!


Δεν έχω θέση 

Δεν έχω θέση μέσα στην δική σου μοναξιά
Και στην δική μου δε σε άφησα να μπεις.
Ακόμα κρατάμε την περήφανη κορμοστασιά
Την απόγνωσή μας να μην καταλάβει κανείς.

Της κοινωνίας νόμοι; Κωδικοί γενετικοί;
Τι είν’ αυτό που μας μουδιάζει;
Είμαι γυναίκα με ευοσμία αιρετική
Και ο σκοπός μου τα μέσα αγιάζει.

Εσύ καλύτερα απ’ όλους ξέρεις να σιωπάς, 
Ανοίγεις πύλες με χαμόγελο-φυρμάνι.
Μες στην καρδιά μου ζεις ως πράος βασιλιάς
Ο μόνος που δε μου φόρεσε ακάνθινο στεφάνι.

Ξέρεις, ίσως...

Τι να κάνουμε τόσο αέρα και τόσο ουρανό;
Εκεί τα άστρα θα χαθούν στα υψηλά, 
Και η ζωή μας σαν το φόβο αδειανό,
Δεν έχεις χρόνο ούτε για τον έρωτα δειλό.

Ξέρεις, ίσως…
Απλά δε συμπίπτεις
Με τη δική μου ιδέα
Για την ευδαιμονία και την οδύνη.
Εσύ τόσο όμορφα τα καταρρίπτεις, 
Που χάνω στον εαυτό μου την εμπιστοσύνη.

Τι να κάνουμε τόσο φως και τόσο ήλιο,
Αφού δεν πρόκειται να αναβλέπουν οι τυφλοί.
Γνωρίζεις καλά τον σπαραγμό εμφύλιο
Και κουβαλάς τη ζωή διπλή.

Ξέρεις, ίσως…
Απλά δε συμπίπτεις
Με τη δική μου ιδέα
Για της ζωής την γραμμή.
Εσύ απ’ την παλάμη μου την μοίρα αποκαλύπτεις,
Ενώ εγώ διαβάζω της σκέψης σου τη διαδρομή.

Τι να κάνουμε τόσους κόσμους παράλληλους
Αφού μέσα στο σπίτι δεν ξέρουμε να ζούμε.
Γεμίσαμε πληγές αμέτρητες,
Τον θάνατο περιμένοντας, ψευτοζούμε.

Ξέρεις, ίσως…
Απλά δε συμπίπτεις
Με τη δική μου ιδέα
Για του ψωμιού τη μυρωδιά.
Εσύ την τρυφερότητα υποκρύπτεις,
Ενώ εγώ απογυμνώνω την καρδιά.

 



Ρόμπερτ Ροζχντέστβενσκι

Σύμπτωση 

Έχουμε συμπίπτει μαζί σου, 
έχουμε συμπίπτει
εκείνο το βράδυ το δροσερό.
Όπως τα λόγια συμπίπτουν με χείλη, 
και με κατάξερο λαιμό – 
το νερό.
Έχουμε συμπίπτει σαν πουλιά με ουρανό.
Όπως η γη 
με τον ωκεανό
που συμπίπτουν όσο κανείς,
έτσι έχουμε 
συμπίπτει και εμείς.
Είχαμε συμπίπτει,
χωρίς να γνωρίζουμε 
τίποτα
για το καλό και το κακό. 

Και για πάντα
είχε συμπίπτει μαζί μας 
εκείνο το εικοσιτετράωρο, το ημερολογιακό. 

Το κίνητρο

Εάν θα ζούσε αιώνια ο άνθρωπος
αυτό θα ήταν 
πολύ απάνθρωπο...
Πώς θα γνώριζες 
τι αξίζεις;
Θα καταλάβαινες πώς,
τι είναι κίνδυνος;
Εάν στην θάλασσα θα πέσεις;
Δε θα πνιγείς!...
Αν θ’ ανεβαίνεις στην πυρά;
Δε θα καείς!
Χέρσο χωράφι να οργώνω;
Ύστερα, προλαβαίνω...
Να εφευρίσκω το μπαρούτι;
Μα, γιατί;
Θ’ απολάμβαναν την οκνηρή αλαζονεία,
αιχμάλωτοι της άδοξης αθανασίας.
Καθόλου δε θα είχαν κατορθώματα!
Ποτέ δε θα ‘βγαιναν από την πηχτή τη σκοτεινιά…

Μήπως το κίνητρο ζωής
το πιο σπουδαίο
βρίσκεται στην αλήθεια την πικρή,
πως είμαστε θνητοί.

 



Βαντίμ Σέφνερ 

Ο αμαρτωλός

Οι αμαρτίες μας σκεπάζουν, σαν λουλούδια δροσοπερίχυτα,
Διόλου δεν υπάρχουν άγιοι μεταξύ μας,
Αν εσύ όμως κάνεις τον άγιο, δε σε δέχομαι σαν αδελφό μου,
Δε σε αγκαλιάζω σαν φίλο μου,
Δε μιλώ μαζί σου αν είσαι ο γείτονάς μου.
Γνωρίζω τη δυστυχία σαν το ρυάκι την κοίτη του
Και κατανόησα το νόμο τον απλό,
Εκεί που ο αμαρτωλός τείνει χείρα βοηθείας
Στρέφει τα νώτα του ο άγιος.

 



Φιόντορ Τιούτσεφ

Ο τελευταίος κατακλυσμός

Όταν θα φτάσει η στερνή στιγμή της πλάσης, 
Ο ουρανός θα πέσει και η γη θα διασπαστεί,
Το παν θα καλυφθεί απ’ τον ωκεανό με άπειρες διαστάσεις, 
Και του Θεού η κάρα θ’ απεικονισθεί εκεί!

SILENTIUM! *

Σώπα, κρύψε και φύλαξε τους κοχλασμούς
Συναισθημάτων, τους καημούς. 
Ας ανατέλλουν, λάμπουν, δύουν συνεχείς
Εκεί στο βάθος της ψυχής, 
Σαν μέσα στο σκοτάδι τ’ άστρα σιγηλά•
Θαύμασε τα σιωπηλά.

Πώς θα μπορέσει η καρδιά να εκφραστεί;
Ο άλλος πώς μπορεί ν’ αντιληφθεί;
Τι ειν’ αυτά με τα οποία ζεις;
Η σκέψη εκφρασμένη γίνεται ψευδής. 
Βγάζοντας λόγο θα θολώσεις τα πηγάδια τα δροσερά.
Να πίνεις απ’ αυτά σιωπηρά.

Να ζεις ζωή αστείρευτη και εσωτερική, 
Μες στην ψυχή σου υπάρχει οικουμένη μαγική.
Από γλυκούς, ευφρόσυνους, μυστηριώδες στοχασμούς.
Η εξωτερική βοή θα ξεκουφαίνει αυτούς, 
Της μέρας οι αχτίδες θα τους διώξουν φθονερά.
Ν’ ακούς τη μελωδία τους σιωπηρά.
1830

*SILENTIUM – σιωπή


 

 



Αντρέι Βοζνεσένσκι

Δόξα σοι ο Θεός που είμαστε θνητοί

Βλέπεις πως ασυγκράτητα
το καταστρεπτικό κακό φουντώνει.
Δόξα σοι ο Θεός που είμαστε θνητοί
και δε θα δούμε το κακό δαιμόνιο.

Βλέπεις πόσο ρομαντικά και άτολμα που είναι, 
των κυανών τα κοπάδια τα μικρά.
Δόξα σοι ο θεός που είμαστε θνητοί
δε θα προλάβουμε να καταστρέψουμε τη γη.

 



Ιόν Ντέγκεν

Ίον Ντέγκεν - ένας άνθρωπος του θρύλου. Γεννήθηκε το 1925 στην Mogilev-Podolsk στην Ουκρανία. Πολέμησε από 16 χρονών - από τον Ιούλιο 1941 έως τον Ιανουάριο του 1945. Υπήρχε οδηγός του τανκς, κάηκε, τραυματίστηκε τέσσερις φορές, το τελευταίο τραύμα του προκάλεσε σοβαρή αναπηρία. Μετά τον πόλεμο - ορθοπεδικός χειρουργός. Εργάστηκε στο Κίεβο. Από το 1977, ζει στο Ισραήλ. 
Ένα ποίημα που έχει κάνει τον Ίονα Ντέγκεν διάσημο, μπορεί να φαίνεται σε κάποιον σκληρό. Αλλά αυτές οι οκτώ αράδες λένε για τον πόλεμο πολύ περισσότερο από τους μεγάλους τόμους των εγκυκλοπαιδειών.


Καλέ μου... 

Καλέ μου φίλε, ψυχορραγείς,
Μην προσπαθείς κάτι να πεις, 
Καλύτερα τα παγωμένα μου τα χέρια να θερμαίνω, 
Παν’ απ’ το αίμα σου ζεστοκαμένο.

Δεν είσαι λαβωμένος φίλε μου, ήδη είσαι νεκρός,
Ενώ εγώ υποφέρω απ’ τον κρύο και πονάω, 
Με συγχωρείς, θα βγάλω τις τσόχινες σου μπότες, 
Αφού ακόμη πρέπει να πολεμάω.

 



Αλεξάντρ Ντόλσκι
Ο βάρδος Αλεξάντρ Ντόλσκι (γεν. 1938) δίκαια μπορεί να συγκαταλέγεται μεταξύ των σπουδαιότερων δημιουργών και εκτελεστών τραγουδιών - μαζί με τον Οκουτζχάβα, και Γκοροντνίτσκι. Σύμφωνα με τον Ντόλσκι, στη Γερμανία, η μετάφραση του ποιήματος περιελήφθη σε ένα από τα σχολικά λογοτεχνικά εγχειρίδια. 

Μπαλάντα για τον αγνοούμενο 

Μέσα στο ναρκοπέδιο με βρήκανε την Πέμπτη, 
Πριν, έσπασε ο ουρανός στα μάτια μου σαν γυαλί, 
Κ’ αυτό που έμεινε από το σώμα μου, 
Ήταν κοκκινομαυροπράσινη εικόνα παρδαλή.

Οι φίλοι μου από την διμοιρία και το λόχο μου, 
Οπισθοχώρησαν εγκαταλείποντας αμυντική γραμμή, 
Και οι ομάδα ταφής πάνω στον κάρρο της 
Ξέχασε να τοποθετεί το άψυχο κορμί.

Κι εγώ πάνω στο χώμα ξαπλωμένος, 
Με μάτια σβησμένα κοιτούσα τα ουράνια μουγγά, 
Και με πλησίασε ένα στρατιωτάκι, 
Έσκυψε πάνω μου σιγά-σιγά.

Έμεινε κόκαλο ο μικρός Hitlerjugend
Αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό μου, το δικό του προσωπάκι, 
Έκπληκτος έκλεγε και ήταν φοβισμένος
Από της μοίρας το τρομερό παιχνιδάκι.

Για τη ζωή γνωρίζοντας ολίγο, 
Τον θάνατό του βλέποντας εδώ, 
Ψέλλιζε προσευχές, κατάρες, 
Αλλά δεν καταλάβαινα τη γλώσσα του εγώ.

Τα μάτια μου νεκρά για να μη βλέπει, 
Ο πρόσφατος εχθρός μου, στη γη γερμανική,
Με έθαψε, ελπίζοντας πως θ’ ανατρέπει, 
Τη θανή του, τη μελλοντική.

Το Σάββατο όταν επέστρεψε η διμοιρία μου, 
Νεκρός ο νεκροθάφτης μου κειτόταν στο χαντάκι.
«Πόσο μοιάζει τον Σάσα!», είπε ο φίλος μου, 
Σηκώνοντας του Hitlerjugend το τουφεκάκι.

Κείμαι μέσα στη γη κάποιες δεκαετίες, 
Συνήθισα τη μοίρα μου, ομολογώ.
Ακούω τα παιδιά να παίζουν από πάνω μου, 
Αλλά δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα τους εγώ.




Λιουντμίλα Κόζιρ – Αναστασία Ζαγκόντινα

Συμβουλή

Μην σπαταλάτε τη ζωή γι’ αυτούς που δε σας εκτιμούνε
Γι’ κείνους που δεν ξέρουν την υπομονή, 
Γι’ αυτούς που θα σας απατούνε, 
Έχοντας στόχο το μοναδικό, την ηδονή.

Μην χύνετε τα δάκρυα για αυτόν που δεν τα βλέπει,
Γι’ αυτόν που μετανιώνει κι αμέσως μετά αδικεί, 
Γι’ αυτόν που το «εγώ» σας προσπαθεί να ανατρέπει, 
Γι’ αυτόν που στο καβούκι του κατοικεί.

Μην χάνετε τον χρόνο σας γι’ αυτόν που είναι σπουδαιοφανής, 
Γι’ αυτόν που είναι άρρωστος από τη ζήλια, 
Γι’ αυτόν που είναι αθεράπευτα εγωπαθής, 
Μην σας παραπλανούν τα γλυκόλογα χείλια.

Μην χάνετε τα λόγια γι’ αυτόν που δεν ακούει,
Γι’ αυτόν που δίπλα σας αδιαφορεί, 
Αυτόν που έχει τη συνείδησή του πλαδαρή,
Και η καρδιά του τον πόνο σας δε συμπονεί.

Μην σπαταλάτε τη ζωή, έχει τέρμα αυτή η ροή,
Να εκτιμάτε κάθε λεπτό και κάθε εισπνοή,
Ας είναι κι όχι άμεμπτος αυτός ο ντουνιάς.
Υπάρχει εκείνος που ψάχνει εσάς!

Που σπαταλάμε τη ζωή;
Στα γλέντια και ξενυχτήσεις,
Στα λόγια κενά και άγονες συζητήσεις,
Καταγράφουμε τις προσβολές στου μυαλού το κιτάπι.
Που σπαταλάμε τη ζωή…
Μα θα ‘πρεπε για την αγάπη…

Κάνουμε τη ζωή μας στάχτη μες τις έννοιες,
Για υποθέσεις άχρηστες και ψευδοέγνοιες, 
Για το χατίρι της κοινωνίας φορτωμένης ψεγάδια…
Που σπαταλάμε τη ζωή!
Μα θα ‘πρεπε για χάδια…

Διασκορπίζουμε τη ζωή μέσα στη σκοτεινή ανία, 
Για «ίματζ», για «πρεστίζ», με στόχο την τεμπελχανία, 
Για ψέμα, κομπασμό, ξενόφερτη διδασκαλία.
Που σπαταλάμε τη ζωή;
Μα θα ‘πρεπε για τη φιλία…

Πάντα βιαζόμαστε και πουθενά δε φτάνουμε, 
Πάντα αναζητάμε κάτι, αλλά συνήθως χάνουμε, 
Αλληλοσκοτωνόμαστε για τη δικαιοσύνη.
Που σπαταλάμε τη ζωή!
Μα θα ‘πρεπε για τη καλοσύνη…

Ανησυχούμε, φωνάζουμε, για ψιλοπράγματα τυραννιόμαστε,
Με σοβαρότητα γελοία, για τη μόδα ενδιαφερόμαστε, 
Το μικροπρόβλημά μας λύνουμε με τέχνασμα κουτοπόνηρο.
Που σπαταλάμε τη ζωή…
Μα θα ‘πρεπε για το όνειρο…

Φοβάσαι τις χαρές, φοβάσαι να πιστέψεις στα παραμύθια, 
Φοβάσαι τα όνειρά σου, την τρυφερότητα, την αλήθεια, 
Φοβάσαι να ερωτευτείς, μήπως θα ατυχήσεις…
Που σπαταλάς τη ζωή;!
Μα θα ‘πρεπε απλά, να ζήσεις!



Ιοσίφ Μπρόντσκι 

Προσκυνητές 

"Τα όνειρα και τα αισθήματά μου εκατοστή φορά
Σ’ εσένα έρχονται με δρόμο των προσκυνητών"
Φ. Μπέικον

Δίπλα από τα σφαγεία και χρυσορυχεία,
δίπλα από τα καλύβια και παλάτια, 
δίπλα από τα σικάτα νεκροταφεία, 
δίπλα από τα μεγάλα ελάτια,
δίπλα από τη Μέκκα και Ρώμη, 
δίπλα από τη συμφορά ακόμη,
της αγιοσύνης μιμητές,
περνάνε οι προσκυνητές.
Σακάτηδες, από την κούραση έχουν μεθύσει, 
μισόγυμνοι, χωρίς φαγί, 
τα μάτια τους γεμάτα δύση, 
οι καρδιές τους, αυγή.
Πίσω τους άδουν οι ερημιές, 
λάμπουν οι μακρινές αστραπές, 
μπροστά τους γεννιούνται οι τρικυμιές, 
και βραχνά προφητεύουν πτηνά μεγαλοπρεπές:
Ότι ο κόσμος δε θ’ αλλάξει, 
θα μείνει πραγμάτων παλιών η τάξη,
ο κόσμος θα μείνει εκτυφλωτικά χιονάτος, 
και ατιμωτικά κεφάτος, 
ο κόσμος θα μείνει απατηλός, 
ο κόσμος θα μείνει ανάπηρος, 
ίσως γλυκόπικρος, 
κι όμως άπειρος.
Κ’ αυτό σημαίνει, ότι δε θα ωφελήσει
η πίστη στον εαυτό σου, στον Θεό, στη φύση.
… Κ’ αυτό σημαίνει ότι είσαι μόνος:
η αυταπάτη και ο δρόμος.
Και θα συνεχιστούν πάνω στη γη τα βασιλέματα, 
και θα συνεχιστούν πάνω στη γη τα χαράματα.
Θα την λιπαίνουν οι οπλίτες. 
Θα την εγκρίνουν οι ποιητές-προφήτες.



Μπέλα Αχμαντούλινα

Αντίο

Αντίο! Περήφανη σου φαίνομαι, 
ίσως δεν είμαι άξια ελεημοσύνης.
Τρελαίνομαι ή ανασταίνομαι 
Για το ψηλότερο βαθμό παραφροσύνης.

Πως εσύ αγαπούσες;
Ήταν επίδειξη επιδέξια.
Σε βοηθούσαν δέκα μούσες,
ενώ των έρωτά μας έπνιξες αδέξια.

Αστόχησες και δεν υπάρχει άφεση, 
είναι κοκαλωμένη η ψυχή μου ακόμα.
Και στο μηδέν η διάθεση, 
αλλά το σώμα μου έγινε πτώμα.

Ακόμη το μυαλό αρνείται το ναυάγιο, 
και απορρυθμίζεται η καρδιά,
και σαν σμηνάκι πλάγια
φεύγουν, αγάπης ήχοι και η ευωδιά. 

 



Αφανάσι Φετ

Ψίθυρι

Ψίθυροι, αναπνοή δειλή, 
Αηδονιού οι τρίλιες, 
Και του φιλιού η απειλή, 
Με παγίδες χίλιες, 

Φως της νύχτας, σκιά νυχτερινή, 
Απαρατήρητοι οι βρόχι, 
Σειρά αλλαγών εαρινή,
Του «ναι» και του «όχι», 

Του έρωτα η τελευταία πινελιά, 
Θριάμβου κραυγή, 
Δάκρυα, ικεσίες και φιλιά, 
Και αυγή, αυγή!...




Εντουάρντ Ασάντοφ 

Πολλοί αυτοί…

Πολλοί αυτοί με τους οποίους θα ‘θελες να κοιμηθείς, 
Και τόσοι λίγοι αυτοί με τους οποίου θα ‘θελες να ξυπνάς…
Και το πρωί αποχωρίζοντας να χαμογελάς, 
Και να κουνάς το χέρι σου και ξανά να χαμογελάς, 
Κι όλη μέρα το τηλέφωνο να προσκυνάς.
Πολλοί αυτοί με τους οποίους θα μπορούσες απλά να ζεις, 
Καφέ να πίνεις, να μιλάς και λογομαχείς…
Της διακοπές σου μαζί να περνάς.
Και όπως έχει καθιερωθεί στη χαρά, στη δυστυχία
Να είσαι δίπλα, αλλά να μην αγαπάς…
Λίγοι με τους οποίους θέλεις των ονείρων την ησυχία!
Τα σύννεφα πως μαζεύονται σμάρι μαζί να κοιτάς, 
Λόγια αγάπης να γράφεις στο πρώτο χιόνι, 
Μόνο αυτόν τον άνθρωπο μπορείς να σκεφτείς…
Και ευτυχία μεγαλύτερη να μην επιθυμείς, 
Και τόσοι λίγοι με τους οποίους θα μπορείς να σιωπάς,
Μ’ αυτόν που χέρι χέρι πέρασες της ζωής το σχολείο, 
Σ’ αυτόν που δεν λυπάσαι τα χρόνια σου να χαρίζεις, 
Για τον οποίον θα μπορούσες ως βραβείο, 
Οποιοδήποτε πόνο, ακόμη και εκτέλεση να αντικρίζεις…
Έτσι και συνεχίζονται αυτές οι ιστορίες λογής λογής, 
Εύκολα ανταμώνεσαι, τότε και χωρίζεις δίχως να πονάς…
Όλα γιατί, πολλοί αυτοί με τους οποίους θα ‘θελες να κοιμηθείς.
Όλα γιατί, λίγοι αυτοί με τους οποίους θα ‘θελες να ξυπνάς

 



Γκαλίνα Ζασλάφσκαγια

Όλα όπως και χθες 

Ξύπνησε και τεντώθηκε εκείνη,
Και το παράθυρο πλησίασε γυμνή.
Στους άνδρες εκτοξεύτηκε η αδρεναλίνη, 
Και μάτια πετάχτηκαν έξω από την ηδονή.

Νταλίκα καβαλίκεψε τη Skoda, 
Και έπεσε το ελικόπτερο στον ποταμό.
Ο άξονας καρφώθηκε στη ρόδα, 
Κι από μόνο του πήρε μπρος το δυναμό.

Το ηφαίστειο έβγαλε τ’ απωθημένα, 
Στη λίμνη έγινε τσουνάμι φονικό.
Στεκόταν με τα παντελόνια φουσκωμένα,
Δίπλα στο σπίτι πλήθος αρσενικό.

Μεγάλωσε του όζοντα η τρύπα, 
Ακόμη και το σύμπαν δεν έμεινε απαθές.
Εκείνη χασμουρήθηκε και είπε:
«Τι βαρεμάρα! Όλα όπως και χθες!

 



Αναμέτρηση

Ίγκορ Ιρτένιεφ

Οι γυναίκες φοράνε γόβες και σουτιέν, 
Κι είναι αδιάφορες για τη φιλοσοφία.
20% απ’ αυτές είναι της ηλιθιότητας το ρεφρέν, 
30% διακρίνει η αλαφρομυαλία.
Άλλες 30% είναι ψυχοπαθείς.
Αυτό το άθροισμα μας δίνει ογδόντα, 
Μες στις υπόλοιπες, που και αυτές είναι ημιμαθείς, 
Αν είσαι τυχερός θα βρεις άξια όντα. 

Η Ταμάρα Πανφέροβα απαντάει στον Ιρτένιεφ

Οι άνδρες φοράνε μουστάκια και πέη, 
20% απ’ αυτούς είναι γκέι,
40% είναι μαλάκες, που έχουν την κούτρα τους
Στην εφημερίδα χωμένη, οι βλάκες.
30% το κάνουν με άκρα,
Ακόμη κι όταν παίρνουν Viagra, 
Στους 10% καθόλου δεν σηκώνετε,
Δηλαδή, όλο το σύνολο μουντζώνετε.

Ερνστ. Απάντηση στον Ιρτένιεφ και Πανφέροβα

40% απ’ αυτές που σουτιέν φοράνε,
Τους μαλάκες αγαπάνε,
Συχνά τους γκέι οι ψυχοπαθείς προτιμάνε,
Οι πουτάνες τους ανίκανους παρηγοράνε.
Οι ηλίθιες τους πότες πάντα λυπούσαν,
Ενώ τις αλαφρόμυαλες οι βλάκες ποθούσαν,
Στο σύνολο, βεβαίως, είμαστε 100%:
Βλάκες, μαλάκες, πουτάνες …, όλοι λοιπόν.